to top
  • βρείτε μας στο Twitter
  • βρείτε μας στο Facebook
  • βρείτε μας στο YouTube
  • στείλτε μας email
  • εγγραφείτε στο RSS feed
  • international version

Τρία παραδείγματα για τη στρατηγική της δεξιάς

Είναι λογικό, σε έναν βαθμό, στην προεκλογική περίοδο τα κόμματα να διατυπώνουν και υπερβολές ή να τραβούν στα λογικά άκρα τις προγραμματικές θέσεις των αντιπάλων τους. Θέλω ωστόσο να καταγράψω ορισμένες θέσεις οι οποίες δεν στοχεύουν απλώς στην αποδόμηση των προγραμμάτων μεταξύ ανταγωνιστών αλλά στην διαστροφή της ίδιας της πραγματικότητας.


Ευτυχισμένο το 2015

Το τοτέμ του αντι-ΣΥΡΙΖΑ μετώπου αναμφίβολα κατασκευάζεται το 2015 και έχει δυο εκδοχές: Η δεξιά του εκδοχή θέλει τον ΣΥΡΙΖΑ ως ένα αντισυστημικό κόμμα που εμφορείται από κομμουνιστικές ιδέες και διακινδυνεύει τη θέση της Ελλάδας στην ευρωζώνη και την Ευρωπαϊκή Ένωση, τζογάρει με το τραπεζικό σύστημα τις καταθέσεις των ελλήνων, έχει προετοιμάσει σκοτεινά σχέδια παράλληλου νομίσματος και στραγγίζει τη μεσαία τάξη από την υπερφορολόγηση που προκύπτει - δήθεν - από τη ζημία της διαπραγμάτευσης του πρώτου εξαμήνου. Η αριστερή του εκδοχή θέλει τον ΣΥΡΙΖΑ άτολμο, να μην τραβά όσο είχε τη δυνατότητα το σχοινί με την Ευρώπη, να μη προχωρά σε ρήξεις και εν τέλει να προδίδει το «όχι» του ελληνικού λαού στο δημοψήφισμα του Ιουλίου με την υπογραφή νέας δανειακής σύμβασης.

Χωρίς να φιλοδοξώ να σχολιάσω τη βασιμότητα των ως άνω επιχειρημάτων, καταγράφω έναν κοινό τόπο που αποσιωπάται και από τις δυο εκδοχές: την κρίση του ελληνικού λαού επί των πεπραγμένων των κυβερνήσεων του ΣΥΡΙΖΑ, αρχικά στις κάλπες του Σεπτεμβρίου του 2015 και κατόπιν στις βουλευτικές εκλογές του 2019 όταν αναδείχθηκε ο Κυριάκος Μητσοτάκης πρωθυπουργός και ο ΣΥΡΙΖΑ έλαβε το διόλου ευκαταφρόνητο ποσοστό του 31,53 %.

Κρατώ επίσης ότι καμία κοινοβουλευτική πρωτοβουλία ελέγχου της περιόδου διακυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ δεν λήφθηκε για την διαπραγμάτευση που δήθεν εξέτρεψε την πορεία των δημόσιων οικονομικών και ενδεχόμενες ευθύνες της τότε κυβέρνησης, καθιστώντας τις σημερινές κραυγές της δεξιάς για τον μπαμπούλα του 2015 πυρά με μισογεμισμένο νεροπίστολο.

Ο αποδιοπομπαίος τράγος της αντιπροσώπευσης

Στην προσπάθεια της να προκρίνει τη θέση της ανάγκης για σταθερές κυβερνήσεις η Νέα Δημοκρατία διά των στελεχών της απαξιώνει διπλά την έννοια της αντιπροσώπευσης που αποτελεί συστατικό κομμάτι της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας: αφενός μιλώντας για πολιτικές τερατογενέσεις σε ό,τι αφορά την ενδεχόμενη κυβέρνηση συνεργασίας και αφετέρου λαμβάνοντας θέση κατά του ίδιου του απλού αναλογικού εκλογικού συστήματος.

Τα σημερινά δύο μεγάλα κόμματα από το 2010 μέχρι και σήμερα λίγο θυμίζουν την προ μνημονίων σύνθεση τους κι αν η οργανωτική ανάπτυξη του ΣΥΡΙΖΑ σήμανε την διεύρυνση του προς το σοσιαλδημοκρατικό κέντρο και τον πατριωτικό χώρο που άλλοτε μονοπωλούσε το ΠΑΣΟΚ, η σημερινή Νέα Δημοκρατία συνενώνει στον ηγετικό πυρήνα της: «αστέρες» της ελληνικής ακροδεξιάς, στελέχη του σημιτικού ΠΑΣΟΚ, τεχνοκράτες προερχόμενους από κορυφαίες θέσεις στην αγορά, πρωταγωνιστές του αντι-ΣΥΡΙΖΑ μετώπου στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, φιλελεύθερους του κέντρου για τους οποίους η προγραμματική σύγκλιση έγινε στη νεοφιλελεύθερη ατζέντα για την οικονομία και την δημόσια περιουσία ενώ για άλλα θέματα όπως τα δικαιώματα μοιάζουν να είναι ξένοι μέσα στο ίδιο κόμμα. Υπό αυτό το πρίσμα μάλιστα ο Κυριάκος Μητσοτάκης δε διστάζει να δηλώνει ότι η αντιπροσωπευτικότητα δεν χρειάζεται να αναζητείται στη σύγκλιση κομμάτων αλλά στην μετάλλαξή τους, συγκεκριμένα για ένα κόμμα που θα «ενσωματώσει πρόσωπα που δεν ανήκουν παραδοσιακά στη Νέα Δημοκρατία και να υιοθετήσει και πολιτικές τις οποίες θεωρώ εξαιρετικά προοδευτικές» όπως δήλωσε χαρακτηριστικά στο Open.

Η εφαρμογή της απλής αναλογικής επιχειρείται να παρουσιαστεί ως εκλογική στρατηγική ευκαιρίας, ως κόλπο του ΣΥΡΙΖΑ πριν αναχωρήσει από την εξουσία προκειμένου να δημιουργήσει πολιτική αστάθεια. Ο Άδωνις Γεωργιάδης σε συνέντευξη του στο δελτίο του Mega μάλιστα δήλωσε πολέμιος του συστήματος και υπέρμαχος των συστημάτων ενισχυμένης αναλογικής που δίνουν αυτοδύναμες κυβερνήσεις. Ως σύστημα εφαρμόστηκε για πρώτη φορά στις βουλευτικές εκλογές της 7ης Νοεμβρίου 1926, επανήλθε το 1932, έπειτα το 1946 και κατόπιν το 1989, σχεδόν πάντοτε συνοδευόμενη από την κατηγορία της πρόκλησης αστάθειας. Η ιστορική εμπειρία αξιοποιήθηκε μάλιστα από τον φιλοκυβερνητικό τύπο σε αφηγήσεις που την παρουσίαζαν ως το απόλυτο αίτιο χάους, χωρίς βέβαια να θέτουν το πλαίσιο των περιόδων που κριτικάρουν.

Αυτή η κριτική ωστόσο δεν αφορά, κατά την άποψη μου, στεγνά το εκλογικό σύστημα. Αφορά την στοχοποίηση της ανόθευτης αντιπροσώπευσης ως πολιτικής επιλογής, την αδιανόητη ιδέα οι βουλευτές να έχουν ενισχυμένο ρόλο, ο κοινοβουλευτισμός να περικλείει την έννοια της διαπραγμάτευσης, της λογοδοσίας και της αναζήτησης κοινών τόπων, της υποχρέωσης στο τέλος της ημέρας τα κόμματα να σέβονται τη λαϊκή βούληση. Και αυτό γιατί προτιμούν τη διαιώνιση ενός πολιτικού συστήματος στο οποίο τα συμφέροντα μπορούν αδιαμεσολάβητα να παρεμβαίνουν, οι βουλευτές είναι όμηροι των κομματικών συσχετισμών και η εκτελεστική εξουσία μπορεί να ενεργεί με τη λιγότερη δυνατή λογοδοσία και με την μεγαλύτερη ευνοιοκρατία προκειμένου να αναπαράγει τη θέση ισχύος της.

Νεκροπολιτική, μέρα μεσημέρι

Η νεκροπολιτική ως τεχνολογία διακυβέρνησης του θανάτου προϋποθέτει την μη αναγνώριση, την απαξίωση του θανάτου προσώπων ή και ολόκληρων πληθυσμών μέσω της ετεροποίησης τους δηλαδή της τοποθέτησης τους καταστατικά εκτός από κάποιο συλλογικό «εμείς», για παράδειγμα από μια εθνική ομάδα.

Την ώρα που γράφεται αυτό το άρθρο η Ελλάδα καταγράφει 36.811 θανάτους από κορωνοϊό από την έναρξη της πανδημίας. Πριν λίγες βδομάδες μετρήσαμε 57 νεκρούς από το σιδηροδρομικό δυστύχημα στα Τέμπη. Τι συνέχει αυτά τα δύο γεγονότα; Η μεθοδολογία της κυβέρνησης να πετάξει από επάνω της κάθε υποψία ευθύνης για την απώλεια αυτών των ανθρώπων. Το κίνητρο για να το κάνει αυτό βρίσκεται σε μια εγγενή αντίφαση: ενώ η κυβέρνηση είναι επιφορτισμένη με την προστασία της υγείας και την επέκταση της ζωής, στη βάρδια της χάνεται ο πληθυσμός μιας μεγάλης πόλης χωρίς να ξέρουμε πόσοι από αυτούς τους ανθρώπους θα μπορούσαν να είχαν σωθεί αν ασκούνταν άλλες πολιτικές.

Ποια λοιπόν μεθοδολογία εμφανίζεται που καθιστά πια την νεκροπολιτική εργαλείο της διακυβέρνησης; Αρχικά η στατιστική και η αναπαραστατική της δυναμική που έχουν τη δυνατότητα να ποσοτικοποιούν και άρα να εξορθολογήσουν το συμβάν του θανάτου. Έπειτα η πρόκριση της επιστήμης ως δήθεν αλάθητης ορθολογικής συμβουλευτικής που μετατρέπει την κυβέρνηση σε αμέτοχο ιμάντα μεταφοράς αποφάσεων, εκεί κατατείνουν και οι δημιουργίες των επιτροπών. Κατόπιν ο σχετικισμός στο επίπεδο του μακάβριου και υβριστικού επιχειρήματος «στο Μάτι υπήρξαν 104 νεκροί». Και τέλος η ατιμωρησία με μέτρα όπως το ακαταδίωκτο των τεχνικών συμβούλων, η ενοχοποίηση εξιλαστήριων θυμάτων χωρίς τη διερεύνηση πολιτικών ευθυνών, η διάχυση των ερευνών σε μακρύτερες περιόδους αποτελούν στρατηγικές που κατατείνουν στην μετάθεση στο μέλλον της -όποιας- δικαίωσης των ανθρώπων όταν η «φθορά» για το κόμμα που κυβερνά δεν θα αποτελεί ζήτημα.

Ακροβασία

Χρησιμοποιώ τα τρία αυτά παραδείγματα, που έρχονται από την εργαλειοθήκη της φετινής προεκλογικής εκστρατείας που φτάνει στο τέλος της, για να επισημάνω κάτι προφανές. Ότι η σημερινή, υποτίθεται, κεντροδεξιά ακροβατεί με τα θεμέλια της μεταπολιτευτικής δημοκρατίας αδυνατίζοντας βασικά συστατικά της: την πρόνοια για την ζωή, την ισχύ της ψήφου, την λογοδοσία των κυβερνώντων.

Κι αν η δική της πολιτική ατζέντα με αυτό τον τρόπο προχωρά, μένει στις αριστερές και προοδευτικές δυνάμεις να δείξουν αν έχουν την πολιτική βούληση, τα θεσμικά αντίβαρα και την κοινωνική δυναμική όχι απλώς να αντισταθούν στην επέλαση αυτού του ανορθολογισμού αλλά στην ανατροπή του.

* Ο Παντελής Προμπονάς είναι κοινωνικός ανθρωπολόγος, υπ. διδάκτορας του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας

tags: άρθρα

2024 © left.gr | στείλτε μας νεα, σχόλια ή παρατηρήσεις στο [email protected]
§ Όροι χρήσης για αναδημοσιεύσεις Αναφορά Δημιουργού-Μη Εμπορική Χρήση 3.0 Μη εισαγόμενο (CC BY-NC 3.0)