to top
  • βρείτε μας στο Twitter
  • βρείτε μας στο Facebook
  • βρείτε μας στο YouTube
  • στείλτε μας email
  • εγγραφείτε στο RSS feed
  • international version

Αν ξέραμε τι τρώμε…

Στο σημερινό μας άρθρο ο τίτλος είναι παραπλανητικός


O τίτλος του σημερινού άρθρου θα θυμίσει ίσως στους παλιότερους μια σειρά άρθρων του Κώστα Μπαζαίου, πριν από καμιά τριανταριά χρόνια στην Ελευθεροτυπία, στην οποία ο δημοσιογράφος αποκάλυπτε και καλά τις βλαβερές ουσίες που περιέχονται στα τρόφιμα του εμπορίου. Νομίζω ότι η σειρά εκείνη άρθρων, που βάστηξε αρκετόν καιρό, είχε αυτόν ακριβώς τον τίτλο ή έστω πολύ παρόμοιο.

Ωστόσο, θ’ αναγνωρίσω πρόθυμα πως για το σημερινό μας άρθρο ο τίτλος είναι παραπλανητικός. Δεν θα διαβάσετε ούτε για μυστικά της υγιεινής διατροφής ουτε για τα βλαβερά συντηρητικά και τ’ άλλα πρόσθετα των τροφίμων. Γλωσσικό ιστολόγιο ειμαστε, και το θέμα μας σήμερα είναι γλωσσικό: θα δούμε πολλούς τρόπους με τους οποίους χρησιμοποιούμε το ρήμα «τρώω» στη φρασεολογία μας.

Την ιδέα για το σημερινό άρθρο την πήρα από τη συζήτηση που έγινε χτες για το προχτεσινό μας άρθρο, όπου ο παλιός βενιζελικός πολιτευτής Λεωνίδας Ιασωνίδης είχε συνδεθεί με τη φράση «να τα φάμε όλα» ή μάλλον «να τα φάωμεν ούλα». Αλλά από καιρό ήθελα να εγκαινιάσω μια σειρά άρθρων για τα βασικά ρήματα της ελληνικής γλώσσας, οπότε ας αρχίσουμε με αυτή την αφορμή από το «τρώω».

Τρώω λέμε, που είναι τύπος μεσαιωνικός. Ο αρχαίος τύπος είναι τρώγω, αλλά (και εδώ αντιγράφω από ένα παλιότερο άρθρο) οι αρχαίοι δεν… έτρωγαν και τόσο πολύ.

Θέλω να πω, το κατ’ εξοχήν ρήμα που χρησιμοποιούσαν δεν ήταν το τρώγω, αλλά το εσθίω, που από τον επικό του τύπο, έδω, έχουν επιβιώσει μερικές λέξεις που τις λέμε και σήμερα, όπως το έδεσμα, κανονικά το φαγητό, αλλά στη γλώσσα της γκλαμουράτης δημοσιογραφίας χρησιμοποιείται φυσικά μόνο για υποτίθεται εκλεκτά και ασφαλώς πανάκριβα φαγητά. Από εκεί και η ξεχασμένη εδωδή, δηλαδή η τροφή, και ο εδώδιμος, δηλαδή ο φαγώσιμος, που επίσης έχει επιβιώσει ως τα σήμερα –αν και κάποτε μερικοί τον μπερδεύουν με τον εγχώριο.

Λοιπόν, το ρήμα τρώγω σήμαινε «μασουλάω, τραγανίζω, ροκανίζω» και τραγήματα ή τρωγάλια ήταν οι διάφοροι ξηροί καρποί που πολύ τους αγαπούσαν οι αρχαίοι σαν επιδόρπιο ή σαν συνοδεία του κρασιού. Τα τραγήματα τα έπαιρναν μαζί τους στο θέατρο, και όταν το έργο ήταν βαρετό, λέει κάπου ο Αριστοτέλης, οι θεατές άρχιζαν να τα μασουλάνε (και, φαντάζομαι, θα τα εκσφενδόνιζαν κιόλας εναντίον των ατζαμήδων ηθοποιών). Ο αόριστος του τρώγω ήταν έφαγον και αυτό το θέμα αποδείχτηκε πανίσχυρο, διότι αποτέλεσε τον αόριστο του εσθίω, με αποτέλεσμα τελικά να υποκαταστήσει  ολόκληρο το ρήμα. Το απαρέμφατο είναι φαγείν και από εκεί στα μεσαιωνικά χρόνια έχουμε και το φαγί (όπως και από το φιλείν βγήκε το φιλί, και άλλο ένα που δεν το γράφω) και μετά το φαΐ. Από εκεί και το ρηματικό επίθετο, φαγητόν.

Κάτι ανάλογο με τα νέα ελληνικά έγινε και στα γαλλικά και τα ιταλικά, όπου το manger/mangiare προέρχεται από το λατινικό manducare, που σήμαινε αρχικώς «μασουλάω, καταβροχθίζω» και το χρησιμοποιούσαν ή για τα ζώα ή στη σάτιρα, αλλά τελικά επικράτησε και εκτόπισε το κλασικό edere (που όμως επιβιώνει στις ιβηρικές γλώσσες μέσω του συνθέτου comedere > comer).

Βασικότατο ρήμα το «τρώω» οπότε πολύ λογικά έχει αποκτήσει και πολλές σημασίες μεταφορικές αλλά και χρησιμοποιείται σε πάμπολλες παροιμίες και εκφράσεις.

Για κάποιον που τρώει πολύ λέμε ότι τρώει σαν βόδι, σαν δράκος, σαν λύκος (γρήγορα και αχόρταγα), σαν γουρούνι -και αντίθετα, σαν πουλάκι, όταν τρώει λίγο.

Για να δηλώσουμε ότι φάγαμε πολύ λέμε ότι φάγαμε τον περίδρομο, φάγαμε τον άμπακο, φάγαμε τον αγλέουρα, φάγαμε το καταπέτασμα. Έχουμε και άρθρο γι’ αυτή τη συστάδα εκφράσεων. Λιγότερο παροιμιακά θα πούμε ότι φάγαμε μέχρι σκασμού ή ότι σκάσαμε από το φαΐ. Όταν όμως λέμε για κάποιον ότι τρώει με δέκα μασέλες δεν εννοούμε ότι τρώει πολύ φαγητό αλλά ότι κάνει οικονομικές καταχρήσεις, παίρνει μίζες, λαδώνεται.δεν τ

Για ένα πολύ νόστιμο φαγητό λένε πως είναι να τρώει η μάνα και του παιδιού να μη δίνει, αφού υποτίθεται ότι το μητρικό φίλτρο ωθεί τη μητέρα να δώσει προτεραιότητα στο μικρό παιδί της.

Για κάποιον που ζει πλουσιοπάροχα λέμε πως τρώει με χρυσά κουτάλια, αν και συνήθως αυτό το λέμε σαν μελλοντική υπόσχεση -π.χ. αν βγει ο Κούλης θα τρώμε με χρυσά κουτάλια. (Οπότε υπάρχει απάντηση με το ίδιο ρήμα: Μη φας! και πληρέστερα: Μη φας, έχουμε γλαρόσουπα.)

Όταν κάποιος πρέπει να αρκεστεί στο να δει κάτι που επιθυμεί πολύ χωρίς να μπορεί να το απολαύσει, λέμε Φάτε μάτια ψάρια (και κοιλιά περίδρομο) (το εντός παρενθέσεως συχνά παραλείπεται).

Για κάποιον που ζει αμέριμνα, εξασφαλισμένος από βιοτικές ανάγκες, λέμε τρώει και πίνει και την Άρτα φοβερίζει -από στίχο δημοτικού.

Κάποιος αχώνευτος ή μια μη ανεκτή κατάσταση λέμε ότι δεν τρώγεται (με τίποτα). Αντίθετα, όταν πούμε ότι κάποιος/κάτι τρώγεται τότε εννοούμε ότι είναι ανεκτό αν και δεν θα ήταν η πρώτη μας προτίμηση.

Όταν λέμε με τρώει κάτι εννοούμε ότι με φθείρει, με ενοχλεί, δεν με αφήνει να ησυχάσω, πχ με τρώει η αγωνία, με τρώει το μαράζι, με τρώει η αδικία που μου έγινε, με τρώει το σκουλήκι. Αλλά το σκέτο «με τρώει» ή συνδυασμένο με μέρος του σώματος, σημαίνει «έχω φαγούρα στο μέρος αυτό» π.χ. με τρώει το κεφάλι μου. Που και αυτό έχει αποκτήσει σημασίες μεταφορικές-ιδιωματικές, π.χ. Σε τρώει η μύτη σου (δηλ. Ξύλο θα φας) ή Με τρώει η γλώσσα μου (δεν αντέχω να μη μιλήσω, να μην πω το μυστικό που ξέρω).

Συνεχίζω υπό τύπον καταλόγου:

τρώγοντας έρχεται η όρεξη, παροιμία που μπορεί να χρησιμοποιηθεί και κυριολεκτικά

τρώω κάποιον με τα μάτιατον κοιτάζω με έκδηλη επιθυμία

να φαν κι οι κότες για κάτι που υπάρχει σε αφθονία

έχεις μαχαίρι; τρως πεπόνι

θα φάει η μύγα σίδερο και το κουνούπι ατσάλι, θα γίνουν φοβερά πράγματα, αλλά συχνά το λέμε ειρωνικά

το μεγάλο ψάρι τρώει το μικρό

τρώει τα λόγια του, όταν κάποιος δεν μιλάει καθαρά (και «μασάει…»)

όποιος ανακατεύεται με τα πίτουρα, τον τρώνε οι κότες

τρώει τις σάρκες του

η φτήνια τρώει τον παρά

έφαγα τη ζωή/τη θάλασσα με το κουτάλι

η πολλή δουλειά τρώει τον αφέντη

έφαγε ξύλο / έφαγε το ξύλο της χρονιάς του

έφαγε τα μούτρα του

έφαγε το κεφάλι του (= έπαθε κακό από δικό του λάθος. Και σαν απειλή: θα φας το κεφάλι σου (έτσι που πας))

έφαγε χυλόπιτα (νομίζω ότι το έφαγα ήττα των νεότερων είναι ευρύτερο)

φάγαμε τον γάιδαρο και κολλήσαμε στην ουρά

δεν τα τρώω αυτά (= δεν τα πιστεύω)

το έφαγε το παραμύθι (το πίστεψε) -για πιο παραστατικά, «το έχαψε»

δεν τρώω κουτόχορτο, δεν τρώω άχυρα, δεν τρώω σανό

κουκιά τρώω, κουκιά μολογάω

τον έφαγα στη μάπα

την έφαγα (= ηττήθηκα, απέτυχα)

μου έφαγε τ’ αυτιά

έφαγα τον κόσμο να….

έφαγε τα λυσσακά του / έφαγε τα σίδερα

θα φας καλά!

τρώγονται σαν το σκύλο με τη γάτα

τρώγονται σαν τα κακά προγόνια

θα φάμε τα μουστάκια μας

τα έφαγα πια τα ψωμιά μου

τον έφαγε η μαρμάγκα

τον φάγανε λάχανο

τον έφαγε το μαύρο σκοτάδι

μαύρο φίδι που σ’ έφαγε!

γλυστρίδα έφαγες;

Ο κατάλογος θα μπορούσε να συνεχιστεί για πολύ ακόμα αλλά δεν έχω σκοπό να τον εξαντλήσω (ή να σας εξαντλήσω) -άλλωστε, θα τον συμπληρώσετε στα σχόλιά σας.

Αλλά αφού ξεκινήσαμε με μια φράση που συνδέθηκε με πολιτικό, να κλείσουμε με μια άλλη της ίδιας κατηγορίας, πολύ πιο πρόσφατη.

Θα καταλάβατε ότι εννοώ το Μαζί τα φάγαμε του Θεόδωρου Πάγκαλου, ο οποίος, σε αντίθεση με τον Ιασωνίδη, είχε διεκδικήσει με ζήλο την πατρότητα της φράσης.

Περιμένω λοιπόν τη δική σας συμβολή!

tags: άρθρα

2024 © left.gr | στείλτε μας νεα, σχόλια ή παρατηρήσεις στο [email protected]
§ Όροι χρήσης για αναδημοσιεύσεις Αναφορά Δημιουργού-Μη Εμπορική Χρήση 3.0 Μη εισαγόμενο (CC BY-NC 3.0)