Το τέλος των Μνημονίων σημαίνει ότι σταματά η υπό όρους δανειοδότηση της χώρας. Έτσι, η κυβέρνηση μπορεί πλέον να διαχειρίζεται όπως κρίνει η ίδια τα υπερπλεονάσματα και να καθορίζει με σαφώς μεγαλύτερη ελευθερία το μείγμα της πολιτικής της. Έτσι, από την επόμενη κιόλας ημέρα των Μνημονίων έχουν δρομολογηθεί η αύξηση του κατώτατου μισθού και η επαναφορά των συλλογικών συμβάσεων.
Είναι προφανές ότι τα μέτρα αυτά, αντικείμενο μιας μακράς και επίπονης διαπραγμάτευσης με τους θεσμούς, δεν θα ήταν καν υπό σκέψη αν τα Μνημόνια τελείωναν από μια δεξιά κυβέρνηση. Στο τραπέζι τώρα θα ήταν η διαιώνιση της λιτότητας σε νέο πλαίσιο και η ικανοποίηση όλων των απαιτήσεων του ισχυρού οικονομικού κεφαλαίου στο όνομα της «ανταγωνιστικότητας». Ό,τι κι αν σημαίνει αυτό για τη φορολογία, τα εργασιακά και την κοινωνική ασφάλιση. Αυτή είναι η δεξιά αντίληψη για την ανάπτυξη.
Αντίθετα, τα μέτρα για την εργασία είναι το πρώτο βήμα σε ένα σχέδιο που θέλει την ανάπτυξη με καθαρό κοινωνικό πρόσημο. Αυτό απαιτεί προσεκτική και επίπονη δουλειά. Η υλοποίηση της Εθνικής Αναπτυξιακής Στρατηγικής -του μοναδικού μνημονιακού μέτρου που ήταν ελληνικής ιδιοκτησίας και με το οποίο η Ν.Δ. διαφώνησε- είναι το κλειδί για μια ανάπτυξη που θα δημιουργήσει θέσεις σταθερής, ποιοτικής και αξιοπρεπώς αμειβόμενης εργασίας. Το γεγονός ότι τις αξιολογήσεις τις κάνει πλέον μια ταλαιπωρημένη κοινωνία δημιουργεί πολύ μεγαλύτερες ευθύνες για μια κυβέρνηση της Αριστεράς.