to top
  • βρείτε μας στο Twitter
  • βρείτε μας στο Facebook
  • βρείτε μας στο YouTube
  • στείλτε μας email
  • εγγραφείτε στο RSS feed
  • international version

19:55 | 03.09.2014

Σοφία Βιδάλη

πηγή: efsyn

Πολιτική

Ποιος φοβάται το αντιρατσιστικό;

Το νομοσχέδιο (ΣχΝ) για τον ρατσισμό είναι μάλλον ένα άνευρο και νομοτεχνικά κακό (όπως συνήθως τα τελευταία χρόνια) κείμενο και αυτό φαίνεται από το πρώτο κιόλας άρθρο του, που κανονικά θα έπρεπε να εντάσσεται στην αιτιολογική έκθεση και όχι στο κείμενο του νόμου.


Η μη πρόβλεψη επίσης του ρατσιστικού εγκλήματος ως ιδιαίτερης κατηγορίας είναι κάτι που έχει επικριθεί σφοδρά. Επιπλέον, οι συντάκτες του επιλέγουν τόσες αόριστες εκφράσεις, που τελικά το τι θα γίνεται κάθε φορά θα εξαρτάται από το ποιος θα το εφαρμόζει. Δεν θα σχολιάσω άλλο εδώ κενά ή τις ατέλειες του σχεδίου νόμου, καθώς έχει νομίζω περισσότερο ενδιαφέρον η αντίδραση σε αυτό και συγκεκριμένα εκείνη που προωθείται από μερίδα των ΜΜΕ.

Τρία στοιχεία είναι αξιομνημόνευτα: το εν λόγω σχέδιο νόμου έχει υπονομευθεί τόσο από μερίδα των ΜΜΕ, ώστε σε λίγο όποιος δεν έχει ασχοληθεί με το θέμα, θα νομίζει ότι πρόκειται για έναν νόμο για τη σφαγή των Ποντίων και τους ομοφυλόφιλους. Το δεύτερο εντυπωσιακό στοιχείο είναι ότι αυτό το ΣχΝ αποτέλεσε την αφορμή για να εκδηλωθούν όλα τα περίπου χαμερπή ιδεολογήματα, που ορισμένα δημόσια πρόσωπα πρεσβεύουν, και να διατυπωθούν δημόσια εκφράσεις που μας γυρίζουν στην εποχή που διάφοροι «παράγοντες» μας μοίραζαν αναγκαστικά τη «Ζωή του Παιδιού» στα σχολεία. Το τρίτο είναι ότι αναδείχθηκαν όψιμα δημοκρατικά ανακλαστικά μιας κατηγορίας πολιτικών (και γυναικών, δυστυχώς), που το μόνο που μπορούν να αντιπαρατάξουν σε έναν δημόσιο διάλογο είναι η επίκληση της καταστολής, μια που από επιχειρήματα πολιτικά, επιστημονικά ή άλλα, έχουν ξεμείνει ή δεν έχουν την ικανότητα να αρθρώσουν. Ετσι, η συζήτηση για το αντιρατσιστικό ΣχΝ έγινε χωρίς να μιλήσουμε για τον ρατσισμό.

Τέτοιες αντιδράσεις οδηγούν στην εκτίμηση ότι μια μερίδα των δημόσιων τουλάχιστον προσώπων φοβάται τη θέσπιση αυτού του νόμου και, ταυτόχρονα, αγνοεί τους λόγους που η ίδια η ελληνική πραγματικότητα υποβάλλει για τη θέσπισή του. Τι συμβαίνει, λοιπόν; Ενα μέρος της ελληνικής κοινωνίας ζει στον δικό του κόσμο και αγνοεί τον πραγματικό; Δεν θα το έθετα έτσι. Συμβαίνει, ωστόσο, αυτό το σχέδιο νόμου (και αυτός είναι ο λόγος που πρέπει οπωσδήποτε να νομοθετηθεί) να ταράζει την ηγεμονία μιας οπισθοδρομικής και ταυτόχρονα μισαλλόδοξης «ελληνοχριστιανικής» αντίληψης (εννοώ αυτής που κορυφώθηκε τη χουντική περίοδο και όχι της χριστιανικής πίστης), η οποία θεμελιώνεται στην καλλιέργεια μίσους μέσα από τη διάκριση των ανθρώπων σε κανονικούς και μη (διάκριση άλλωστε που υπό όρους υιοθετεί και ο Ποινικός Κώδικας μέσα από την ποινική κατασκευή της επικινδυνότητας), με οντολογικά κριτήρια που ταυτίζουν το νομικό έγκλημα με την αμαρτία: πρόκειται για αντιλήψεις βαθιά ριζωμένες και σε μερίδα του ελληνικού πληθυσμού, που απαξιώνουν κάθε τι το κατ’ αυτές αποκλίνον από τον «μέσο ιδεατό άνθρωπο» (ο οποίος είναι απόλυτο κατασκεύασμα των κυρίαρχων σχέσεων εξουσίας).

Ετσι, το νομοσχέδιο, αίροντας επιχειρήματα της διάκρισης ανάμεσα σε κανονικούς ή μη, με βάση τη θρησκεία, τη φυλή, τις σεξουαλικές προτιμήσεις κ.λπ., στερεί ένα εργαλείο χειραγώγησης των λαϊκών στρωμάτων (με το οποίο τους προσφέρεται μια επίπλαστη «ηθική ανωτερότητα») από κύκλους που ποτέ δεν αφομοίωσαν τις αρχές της δημοκρατίας και του κράτους δικαίου και που γι’ αυτούς τα ανθρώπινα δικαιώματα είναι «θεωρητικολογίες», κύκλους που, όμως, «αφομοιώθηκαν» από το κομματικό σύστημα της Μεταπολίτευσης (αν και υπό άλλες συνθήκες).

Αίρεται ταυτόχρονα ο «αιώνιος εκβιασμός» της ατίμωσης ανθρώπων εξαιτίας των σεξουαλικών προτιμήσεών τους, που ενδεχομένως επικρατεί ως υπόγεια αξία μέσα σε δομές πειθαρχημένης ιεραρχίας, τυπικής ή άτυπης (από την οικογένεια και το σχολείο έως την εκκλησία και τον στρατό). Τέλος, το ΣχΝ στερεί επιχειρημάτων το διαστροφικό και εμφυλιακό τρίπτυχο «πατρίς, θρησκεία, οικογένεια» (ο βασιλιάς καταργήθηκε), που επίσης αποτέλεσε την αιχμή συντηρητισμού, εργαλείο χειραγώγησης και κριτήριο ένταξης στην εν πολλοίς νοθευμένη δημοκρατία μεγάλου μέρους του 20ού αιώνα.

Θα μπορούσα να προσθέσω και άλλες δικαιοπολιτικές συνέπειες αυτού του νομοθετήματος, αλλά είναι νομίζω κρισιμότερο να δούμε τις ευρύτερες επιπτώσεις του έως εδώ, καθώς οι δευτερογενείς συνέπειες από την ψήφιση αυτής της νομοθεσίας είναι όμως εξίσου σημαντικές: Σε περιόδους διαρθρωτικών μεταβολών και κρίσεων, όπως η σημερινή, τα παλαιά υποσυστήματα εξουσίας, νόμιμα και παράνομα, ανακατατάσσονται και αυτά. Οσα δεν είναι πλέον χρήσιμα στο σύστημα εξουσίας «εξαφανίζονται» είτε μέσα από τον ποινικό εγκλεισμό είτε μέσα από το λεγόμενο «ξεδόντιασμα», δηλαδή με την αφαίρεση των κοινωνικοϊδεολογικών ερεισμάτων και της «πελατείας» που τα συντηρούσε. Αυτή, κατά τη γνώμη μου, είναι μια πολύ ουσιαστική διάσταση των αντιδράσεων στο σχέδιο νόμου.

Κατά τα άλλα, η πολιτική κατά του ρατσισμού είναι προφανώς εμβαλωματική και προσχηματική, μια που δεν πλαισιώνεται από μέτρα μετασωφρονιστικής μέριμνας (ειδικά εάν πρόκειται για ανήλικους ή νεαρούς ενήλικες), από παρεμβάσεις στο σύστημα Παιδείας (σε όλες του τις βαθμίδες και σε επιμέρους πεδία) και στο σύστημα εκπαίδευσης των δικαστών, των αστυνομικών και των σωφρονιστικών υπαλλήλων, μέσα από την πρόταξη μιας πραγματικής κοινωνιολογικής εκπαίδευσης. Αλλά πώς θα μπορούσε να γίνει αυτό από μια Πολιτεία που έχει απαξιώσει στο σύνολό της την εκπαιδευτική και την ακαδημαϊκή κοινότητα;

Τέτοιες παραλείψεις, που αποσιωπούν γεγονότα ή ανέχονται τη διαστρέβλωσή τους, που αποφεύγουν την καλλιέργεια της ιστορικής μνήμης και την ανάλυση των κοινωνικών αιτίων και συνεπειών που είχαν κάθε είδους διχασμοί στις ανθρώπινες σχέσεις, αποτελούν το ίδιο σοβαρές παραλείψεις, όσο και οι πράξεις με ρατσιστικό περιεχόμενο. Είναι αδιανόητο να μην είναι μέρος της σχολικής παιδείας π.χ. το τι έγινε στη Ρόδο, στη Θεσσαλονίκη, στην Κομοτηνή, στην Αθήνα, στο Κομμένο και αλλού στην Ελλάδα, από τους ναζί και τους φασίστες και με ποιες κοινωνικές συνέπειες, όπως και ότι δεν διδάσκεται με ποια μέσα και με ποια νομική τυποποίηση και ιδεολογική προπαγάνδα καταδιώχθηκαν Εβραίοι, ομοφυλόφιλοι, Τσιγγάνοι, μουσικοί κ.λπ., την ίδια στιγμή που η τηλεόραση εξακολουθεί να προβάλλει την Κατοχή στην Ελλάδα μέσα από τις ταινίες του Τζέιμς Πάρις. Δεν πρόκειται απλά για ιστορική μνήμη: αν δεν νιώσουμε, όσο είναι δυνατόν, τις ποιοτικές κοινωνικές διαστάσεις και συνέπειες αυτής της βίας, δεν μπορεί να κατανοήσουμε (όχι απλά να λυπηθούμε) σήμερα τι ακριβώς συμβαίνει στη Συρία, στη Γαζα, στην Ουκρανία κ.λπ.

Η έλλειψη αυτής της κατανόησης, που θεμελιώνεται στην κοινωνική αμάθεια (όχι άγνοια) και τη διαστρέβλωση των γεγονότων, γεννά τον ρατσισμό και την άρνηση αναγνώρισης των θυμάτων. Και αυτά μαθαίνονται· όταν δεν φροντίζει το κράτος, τότε φροντίζουν άλλοι: δυστυχώς, όλα δένουν «αρμονικά» και απλά, και ας φαίνονται πολύ εξειδικευμένα ή ως θεωρητικολογίες για κάποιους. Ακόμα λοιπόν και εάν ψηφιστεί το σχέδιο νόμου, χρειάζονται επιπλέον βήματα για να πειστούμε ότι πράγματι η ελληνική πολιτεία έχει αποφασίσει να παρέμβει δραστικά στο θέμα.

………………………………………………………………………………………………………..

* Καθηγήτρια Εγκληματολογίας και Αντεγκληματικής Πολιτικής, ΔΠΘ

2024 © left.gr | στείλτε μας νεα, σχόλια ή παρατηρήσεις στο [email protected]
§ Όροι χρήσης για αναδημοσιεύσεις Αναφορά Δημιουργού-Μη Εμπορική Χρήση 3.0 Μη εισαγόμενο (CC BY-NC 3.0)