to top
  • βρείτε μας στο Twitter
  • βρείτε μας στο Facebook
  • βρείτε μας στο YouTube
  • στείλτε μας email
  • εγγραφείτε στο RSS feed
  • international version

Πέντε παρατηρήσεις για τη συνταγματική αναθεώρηση

Κι άλλα πράγματα λέει το Σύνταγμα, όπως το να μην παρεμβάλλονται άσχετες διατάξεις σε νομοσχέδια. Τόσο αυτό όσο και η «μισή» αναθεώρηση του άρθρου 86 για την ποινική ευθύνη υπουργών δείχνουν ότι το πολιτικό προσωπικό κάνει ό,τι μπορεί για να περισώσει όσα γίνεται από τα προνόμιά του


Πρώτη παρατήρηση. Αυτή είναι η πρώτη συνταγματική αναθεώρηση που την ολοκλήρωσε διαφορετική πλειοψηφία απ’ αυτήν που την ξεκίνησε. Στις τρεις προηγούμενες αναθεωρήσεις το ίδιο κόμμα είχε πλειοψηφία πριν και μετά τις εκλογές για την αναθεωρητική Βουλή (ΠΑΣΟΚ το 1986 και το 2001, Νέα Δημοκρατία το 2008). Δεν πρέπει να υποτιμούμε τη θεσμική σημασία αυτού του γεγονότος, που συνιστά ένδειξη ωριμότητας του πολιτικού συστήματος.

Ο ΣΥΡΙΖΑ τόλμησε να ξεκινήσει τη διαδικασία, χωρίς να έχει καν την απόλυτη πλειοψηφία στην προτείνουσα Βουλή και γνωρίζοντας ότι πολύ δύσκολα θα την αποκτούσε στην αναθεωρητική. Αλλά και η Νέα Δημοκρατία δεν ματαίωσε την αναθεώρηση για να ξεκινήσει νέα δική της, όπως θα μπορούσε. Προτίμησε να την ολοκληρώσει, παρότι αυτό σήμαινε πως πάμε σε μια αναθεώρηση χαμηλών προσδοκιών. Αυτό είναι μια νίκη του πολιτικού συστήματος.

Δεύτερη παρατήρηση. Μια παράπλευρη συνέπεια της αναθεώρησης που μόλις ολοκληρώθηκε είναι ότι το ήδη αρκετά αυστηρό, δηλαδή δύσκολο να αναθεωρηθεί, Σύνταγμά μας γίνεται πιο αυστηρό. Τον Μάρτιο του 2019 η προτείνουσα Βουλή δεν καθόρισε μόνο τις αναθεωρητέες διατάξεις αλλά, για πρώτη φορά, και την κατεύθυνση της αναθεώρησής τους. Ο ΣΥΡΙΖΑ ισχυριζόταν ότι η κατεύθυνση είναι δεσμευτική. Η Νέα Δημοκρατία διαφωνούσε. Επικράτησε η άποψή της, διαμορφώνοντας ένα θεσμικό δεδομένο, ένα προηγούμενο.

Η προτείνουσα Βουλή καθόρισε ως εξής την κατεύθυνση αναθεώρησης του άρθρου 32: εκλογή Προέδρου της Δημοκρατίας είτε με αυξημένη πλειοψηφία από τη Βουλή είτε, αν δεν επιτευχθεί, από τον λαό. Η αναθεωρητική Βουλή έδωσε διαφορετική κατεύθυνση: εκλογή με απλή πλειοψηφία από τη Βουλή. Με ένα τέτοιο προηγούμενο οι πολιτικές δυνάμεις θα είναι στο μέλλον εξαιρετικά διστακτικές να προτείνουν αναθεώρηση, εν όψει του κινδύνου μια διαφορετική πλειοψηφία στην αναθεωρητική Βουλή να δώσει τελικά κατεύθυνση διαφορετική απ’ αυτήν της προτείνουσας Βουλής.

Κατ’ αποτέλεσμα, η αναθεώρηση του Συντάγματος γίνεται πιο δύσκολη. Ομως η ανάγκη προσαρμογής του Συντάγματος στις εξελίξεις παραμένει αμείωτη. Οσο το πολιτικό σύστημα αδυνατεί να αλλάξει το Σύνταγμα μέσω της τυπικής διαδικασίας αναθεώρησης τόσο αυξάνει η εξουσία όσων αλλάζουν το Σύνταγμα ερμηνεύοντάς το, χωρίς να αλλάζουν το κείμενό του – δηλαδή ιδίως των δικαστηρίων, που όλο και συχνότερα προσφεύγουν σε «δημιουργικές» και ευφάνταστες ερμηνείες συνταγματικών διατάξεων. Αυτό είναι μια ήττα του πολιτικού συστήματος.

Τρίτη παρατήρηση. Επί της ουσίας της, η αναθεώρηση που μόλις ολοκληρώθηκε, μολονότι περιορισμένης εμβέλειας, κάθε άλλο παρά αμελητέα είναι. Κεντρικό στοιχείο της είναι μια μετακίνηση του πολιτεύματος –πόσο ριζική, θα το δείξει η συνταγματική πρακτική– προς τον πλειοψηφικό κοινοβουλευτισμό. Δύο συνταγματικές ρυθμίσεις που απαιτούσαν ευρύτερες συναινέσεις του πολιτικού συστήματος καταργήθηκαν. Το άρθρο 32 απαιτούσε, υπό την απειλή διάλυσης της Βουλής, αυξημένη πλειοψηφία 180 βουλευτών για την εκλογή Προέδρου της Δημοκρατίας. Πλέον Πρόεδρο μπορεί να εκλέγει μόνη της η εκάστοτε κυβερνητική πλειοψηφία, ακόμη και με κυβέρνηση μειοψηφίας.

Το άρθρο 101Α απαιτούσε αυξημένη πλειοψηφία των 4/5 της διάσκεψης των προέδρων της Βουλής, δηλαδή πρακτικά συμφωνία κυβερνητικής πλειοψηφίας και αξιωματικής αντιπολίτευσης, για την επιλογή των Ανεξάρτητων Αρχών. Πλέον αρκεί πλειοψηφία των 3/5, δηλαδή αρκεί συμφωνία της πλειοψηφίας με κόμματα της ελάσσονος αντιπολίτευσης. Το αναθεωρητικό εκκρεμές ταλαντώνεται από την ενίσχυση του πλειοψηφισμού το 1986 στον περιορισμό του το 2001 και ξανά στην ενίσχυσή του το 2019. Αυτό είναι σίγουρα μια νίκη για την (εκάστοτε) πλειοψηφία, αλλά μια ήττα για το πολιτικό σύστημα αν ιδωθεί συνολικά.

Τέταρτη παρατήρηση. Κάτι που εν πολλοίς διέλαθε την προσοχή. Με την αναθεώρηση που μόλις ολοκληρώθηκε, αναθεωρήθηκε συνταγματική διάταξη που δεν είχε προταθεί και δεν περιλαμβανόταν στις αναθεωρητέες διατάξεις. Στο τέλος του άρθρου 54 προστέθηκε νέα παράγραφος που ξεκινά ως εξής: «Με τον νόμο της παραγράφου 4 του άρθρου 51 [κ.λπ.]». Είναι η διάταξη που ρυθμίζει τη δυνατότητα των εκλογέων που ζουν στο εξωτερικό να ψηφίζουν στον τόπο κατοικίας τους. Η ίδια η διάταξη το λέει ξεκάθαρα: συμπληρώνει το περιεχόμενο του άρθρου 51. Που όμως δεν ήταν στις αναθεωρητέες διατάξεις!

Αντικείμενο του άρθρου 51 είναι το εκλογικό δικαίωμα. Του άρθρου 54 το εκλογικό σύστημα. Μόνο το άρθρο 54 προτάθηκε για αναθεώρηση. Η πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ αφορούσε το εκλογικό σύστημα, την καθιέρωση εκλογικών περιφερειών Ελλήνων του εξωτερικού. Αυτό που τελικά προστέθηκε, με την πρόταση της Νέας Δημοκρατίας, αφορά το εκλογικό δικαίωμα, την άσκησή του από εκλογείς του εξωτερικού, δηλαδή τροποποιεί συνταγματική ύλη του μη αναθεωρητέου άρθρου 51. Αυτό συνιστά παράβαση της αναθεωρητικής διαδικασίας. Η προσθήκη είναι αντισυνταγματική. Παρ’ όλα αυτά αποφασίστηκε από την αναθεωρητική Βουλή. Και υπερψηφίστηκε από ευρύτατη, και εντυπωσιακή, πλειοψηφία 212 βουλευτών.

Το ερώτημα είναι αν αυτή τη, μάλλον εμφανή, αντισυνταγματικότητα της αναθεώρησης μπορούν να την ελέγξουν τα δικαστήρια. Αν συμβεί αυτό, θα έχουμε μια εκκωφαντική ήττα για το πολιτικό σύστημα. Θεωρώ πως τα δικαστήρια δεν έχουν τέτοια εξουσία. Η παράβαση της διαδικασίας οδηγεί σε αντισυνταγματικότητα, όμως δεν ελέγχεται δικαστικά. Ούτε μπορούμε να παραβλέψουμε πως η παράβαση επικυρώθηκε από τη συντριπτική πλειοψηφία της Βουλής. Αν λοιπόν η αναθεώρηση του άρθρου 54 παραμείνει αλώβητη, θα έχουμε νίκη του πολιτικού συστήματος, αλλά ταυτόχρονα ήττα του Συντάγματος.

Μια τελευταία παρατήρηση, που επίσης διέλαθε την προσοχή. Η πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ για το άρθρο 62 και τη βουλευτική ασυλία ήταν η Βουλή να δίνει άδεια μόνο για τη δίωξη αδικημάτων που σχετίζονται με τα βουλευτικά καθήκοντα. Για άσχετα αδικήματα η Δικαιοσύνη θα διώκει τον βουλευτή όπως κάθε άλλο πολίτη. Αυτό που τελικά πέρασε, με την πρόταση της Νέας Δημοκρατίας, είναι να ζητείται σε κάθε περίπτωση άδεια από τη Βουλή, η οποία θα δίνεται «υποχρεωτικά» για αδικήματα σχετικά με βουλευτικά καθήκοντα.

Ομως κι άλλα πράγματα λέει το Σύνταγμα πως κάνει υποχρεωτικά η Βουλή, όπως να μην παρεμβάλλει άσχετες διατάξεις σε νομοσχέδια, που στην πράξη δεν τηρούνται. Τόσο αυτή όσο και η «μισή» αναθεώρηση του άρθρου 86 για την ποινική ευθύνη υπουργών δείχνουν ότι το πολιτικό προσωπικό κάνει ό,τι μπορεί για να περισώσει όσα γίνεται από τα προνόμιά του. Αυτό είναι νίκη του πολιτικού συστήματος, αλλά πύρρειος: Η κοινωνία έχει ξεπεράσει τα όρια ανοχής της και αποδοκιμάζει κουτοπονηριές και «παραθυράκια» στην κατάργηση πολιτικών προνομίων.

* Ο Ακρίτας Καϊδατζής είναι επίκ. καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου ΑΠΘ

2024 © left.gr | στείλτε μας νεα, σχόλια ή παρατηρήσεις στο [email protected]
§ Όροι χρήσης για αναδημοσιεύσεις Αναφορά Δημιουργού-Μη Εμπορική Χρήση 3.0 Μη εισαγόμενο (CC BY-NC 3.0)