to top
  • βρείτε μας στο Twitter
  • βρείτε μας στο Facebook
  • βρείτε μας στο YouTube
  • στείλτε μας email
  • εγγραφείτε στο RSS feed
  • international version

Κωστής Κορνέτης: Κουλτούρα της διαμαρτυρίας, αναθεωρητισμός και σκελετοί στο ντουλάπι

Κωστής Κορνέτης: «Όσοι συντάσσονται με τις αναθεωρητικές θεωρίες για το Πολυτεχνείο τείνουν να μετατρέψουν μια σταθερά της συλλογικής μνήμης στην Ελλάδα και ένα μεγαλειώδες σύμβολο αντιαυταρχισμού σε έναν διχαστικό μνημονικό τόπο».


Ως ιστορικός, ο 40χρονος σήμερα Κωστής Κορνέτης ασχολήθηκε για πολλά χρόνια με τα φοιτητικά κινήματα, την προφορική ιστορία και τη μνήμη αλλά και με τον κινηματογράφο και κυρίως τα ντοκυμαντέρ του ’60. Σήμερα όμως ασχολείται εντατικά με τη μνήμη των μεταβάσεων, της περιόδου δηλαδή που ακολούθησε αμέσως μετά την πτώση των δικτατοριών στον ευρωπαϊκό Νότο, αλλά και στη Λατινική Αμερική. Καρπός αυτής της ερευνητικής θητείας είναι και το βιβλίο που κυκλοφόρησε στα αγγλικά και εμπλουτίστηκε για την πρόσφατη ελληνική έκδοση: Τα παιδιά της δικτατορίας. Φοιτητική αντίσταση, πολιτισμικές πολιτικές και η μακρά δεκαετία του εξήντα στην Ελλάδα (μτφ. Πελαγία Μαρκέτου, εκδόσεις Πόλις).

​Όπως σημειώνει ο ίδιος στο Left.gr:  «Mε ενδιαφέρει ιδιαίτερα πώς διαχειρίζονται αυτή τη μνήμη τα κοινωνικά κινήματα από τα "κάτω", όπως οι συχνά λοιδορούμενοι "αγανακτισμένοι" το 2011 στην  Ελλάδα, στην Ισπανία, στην Πορτογαλία αλλά και στην Αργεντινή των "χαμένων παιδιών" και στη Χιλή της Καμίλα Βαγιέκο. Εστιάζω στα παιδιά (των μεταβάσεων) που αμφισβήτησαν όλες αυτές τις συμφωνίες "από τα πάνω" και τις αποφάσεις που πάρθηκαν πριν από τριάντα και σαράντα χρόνια σε αυτές τις χώρες της ημιπεριφέρειας, εν αγνοία των διαδικασιών που τελούνταν μέσα στην κοινωνία. Η Ισπανία του σήμερα και ο λόγος που αρθρώνουν οι Podemos εμπεριέχει ακριβώς αυτό το αναθεωρητικό πρόταγμα από τα "κάτω", μιας γενιάς που νιώθει οργή για τα πράγματα που πήγαν στραβά, και το βιώνει όλο αυτό ως προδοσία, ως "generational  betrayal"».

Πίσω από όλα αυτά  κρύβεται το ενδιαφέρον του Κορνέτη για τη βιωμένη εμπειρία, το βίωμα. Έτσι, τον απασχολούν και τα παιχνίδια της μνήμης, ατομικής και συλλογικής, οι προφορικές μικροϊστορίες σε αντίθεση με τα μεγάλα αφηγήματα, η ιστορία της καθημερινής ζωής, και, από την άλλη, οι σιωπές. Από εκεί οδηγείται και στις ακολουθίες και ανακολουθίες ανάμεσα σε γενιές και στις σχέσεις μεταξύ τους, στα διαγενεακά παιχνίδια δηλαδή τα οποία εξετάζει και σε συγκριτικό επίπεδο π.χ. μεταξύ Ελλάδας και Ισπανίας κ.ο.κ. Τώρα πια εργάζεται ως ερευνητής στο Πανεπιστήμιο Carlos III της Μαδρίτης, αφού δίδαξε για οκτώ χρόνια στο τμήμα Ιστορίας του αμερικανικού πανεπιστημίου Brown και έπειτα στο Κέντρο Ευρωπαϊκών και Μεσογειακών Σπουδών του Πανεπιστημίου της Νέας Υόρκης. Εξακολουθεί όμως, με κάθε ευκαιρία να επιστρέφει στη γενέτειρά του, τη Θεσσαλονίκη.

Παρότι στην Ελλάδα η επιστημονική κοινότητα μιλά στην πλειονότητά της για μια «σύντομη δεκαετία» του ’60, που διακόπηκε από τη δικτατορία των Συνταγματαρχών, εσύ εξετάζεις την κουλτούρα της διαμαρτυρίας σε μια «μακρά δεκαετία», απλώνοντας τα ελληνικά «σίξτις» χονδρικά από το 1958 ως το 1974 για να συμπεριλάβεις τη «Γενιά του Ζήτα» και τη «Γενιά του Πολυτεχνείου». Τι μας αποκαλύπτει αυτή η μελέτη για την ελληνική κοινωνία γενικότερα; Και ποιοι είναι οι ειδικοί λόγοι που μας αφορά σήμερα αυτό το βιβλίο;

Το Πολυτεχνείο άφησε έντονο το στίγμα του στην κουλτούρα της διαμαρτυρίας της χώρας μας. Την επηρέασε, τη διαμόρφωσε, αλλά εν μέρει την εγκλώβισε στο δικό του παράδειγμα. Ο Μίμης Ανδρουλάκης έλεγε πριν χρόνια πως η γενιά του Πολυτεχνείου είναι ένα είδος βρικόλακα που πίνει το αίμα των επόμενων γενεών. Αυτό έχει το ενδιαφέρον του αν αναγνωρίσουμε πως καμία απολύτως νεανική εξέγερση στη χώρα μας από το 1974 μέχρι σήμερα δεν κατάφερε να απαγκιστρωθεί από τη βαριά αυτή κληρονομιά· ακόμα και αν το επιδίωκε ή το έλεγε ρητά, και πάλι ετεροκαθορίζονταν από αυτό. Οι πρόσφατες αναφορές στη Χούντα και η επίκληση του πιο γνωστού συνθήματος της εποχής –«Ψωμί, Παιδεία, Ελευθερία»– από τους «αγανακτισμένους» στις πλατείες το 2011 το αποδεικνύουν.

Είναι λοιπόν κεντρικής σημασίας να κατανοήσουμε γιατί ένα γεγονός από το μακρινό 1973 μπορεί να εμπνέει ακόμα ή να ασκεί τόσο καταλυτική επίδραση που να προκαλεί αμηχανία και αδυναμία ανάδειξης νέων συμβόλων στους νεότερους. Και, από την άλλη, χρειάζεται να κατανοήσουμε γιατί η Γενιά του Πολυτεχνείου δαιμονοποιήθηκε όσο καμία άλλη, σε βαθμό που να θεωρείται - όπως αλλού η αντίστοιχη γενιά του ’68 - υπεύθυνη για όλα τα κακώς κείμενα της ελληνικής κοινωνίας σήμερα;

Πάνω απ’ όλα όμως, το βιβλίο αυτό μας αφορά σήμερα άμεσα γιατί μας βοηθάει να καταλάβουμε τους λόγους για τους οποίους ολόκληρη η πολιτική κουλτούρα της μετά το ’74 εποχής καθορίστηκε από αυτό το γεγονός-ορόσημο, που χρησιμοποιήθηκε και ως κολυμβήθρα του Σιλωάμ για να ξεπλύνει τη συνέργεια της ελληνικής κοινωνίας κατά τη διάρκεια της επταετίας. Αυτό είναι ένα από τα μεγαλύτερα ταμπού της σύγχρονης ιστορίας μας που θα έπρεπε να αντιμετωπίσουμε με ψυχραιμία και γενναιότητα κάποια στιγμή στο άμεσο μέλλον, αν θέλουμε να αδειάσουμε την ντουλάπα μας από βασανιστικούς σκελετούς.

Στο βιβλίο σου διαφοροποιείσαι από πολλές αναλύσεις, όπως π.χ. και η ανάλυση του Γιώργου Γιάνναρη που μιλά (στο Φοιτητικά κινήματα και ελληνική παιδεία) για διάβρωση της φοιτητικής συνείδησης από έναν ξενόφερτο τρόπο ζωής. Και καινοτομείς παρουσιάζοντας ως θετική για την εξέλιξη του ελληνικού φοιτητικού κινήματος τη διασταύρωσή του με τις λεγόμενες υποκουλτούρες αλλά και με τη διεθνή μαζική κουλτούρα. Ποια ήταν όμως η ιδιαιτερότητα του ελληνικού φοιτητικού κινήματος σε σχέση με τα νεολαιίστικα κινήματα του ’60-’70 στη Δυτική Ευρώπη και στον ευρωπαϊκό και αμερικανικό Νότο;

Η ιδιαιτερότητα του ελληνικού φοιτητικού κινήματος σε σύγκριση με το τι γινόταν μετά το ’68 στη Δυτική Ευρώπη έγκειται στο γεγονός πως οι έλληνες φοιτητές λειτουργούσαν μέσα στα ασφυκτικά πλαίσια ενός αυταρχικού καθεστώτος.

Τη στιγμή που οι φοιτητές στη Γαλλία ζητούσαν «φαντασία στην εξουσία» και στην Ιταλία απαιτούσαν τη διάλυση του αστικού κράτους, στην Ελλάδα μάχονταν για πολύ βασικά δικαιώματα, όπως αυτό της ελεύθερης έκφρασης, της εκλογής αντιπροσώπων κτλ. Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο το ελληνικό κίνημα παρουσιάζει εξαιρετικές ομοιότητες με τα κινήματα του Νότου. Βεβαίως και εκεί υπάρχουν διαφορές που οφείλονται στο γεγονός πως το καθεστώς των Συνταγματαρχών ήταν νέο, σε αντίθεση με τις δικτατορίες του Φράνκο και του Σαλάζαρ οι οποίες ήταν καθεστώτα-δεινόσαυροι που είχαν την αφετηρία τους στις δεκαετίες του ’20 και του ’30. Παρ' όλα αυτά το γεγονός πως η απριλιανή χούντα εμφανίζεται σε μια στιγμή που οι δικτατορίες της Ιβηρικής βίωναν μια στιγμή μετασχηματισμού δημιουργεί συνάφειες, οι οποίες είχαν να κάνουν με τον διεθνή παράγοντα και τις ευρύτερες αλλαγές των συσχετισμών του Ψυχρού Πολέμου στον ευρωπαϊκό Νότο. Παράλληλα, με δεδομένη την ανάδυση ενός σκληρού αυταρχικού παραδείγματος στη Λατινική Αμερική, ενδιαφέρον παρουσιάζουν και οι ποικίλες ταυτίσεις των Ελλήνων φοιτητών με τους εκεί εξεγερμένους νέους, και ειδικά ο ασπασμός ενός «τριτοκοσμικού» παραδείγματος αντίστασης από πλευράς τους.

Σε γενικές γραμμές, πάντως, αξίζει κανείς να εντάξει την ελληνική περίπτωση μέσα σε ένα ευρύτερο διεθνές πλαίσιο παρά σε ένα στενό εθνοτοπικό, ώστε να αντιληφθεί το μέγεθος των επιρροών και των ανταλλαγών που λάμβαναν χώρα, της αλληλεπίδρασης ανάμεσα σε φαινομενικά πολύ διαφορετικά κινήματα και συγκείμενα, και την πληθώρα πολιτισμικών ροών εις πείσμα των απαγορεύσεων που επιβάλλονταν από ένα δικτατορικό καθεστώς.

Προτείνεις μια διαφοροποίηση ανάμεσα στη «Γενιά του Ζ» και  στη «Γενιά του Πολυτεχνείου». Αλλά επιπλέον εξετάζεις και την εικόνα του «άλλου» στις φοιτητικές ομάδες και τις αντιπαλότητες ανάμεσά τους. Και, εξίσου σημαντικό, «ακούς» τα υποκείμενα της ιστορίας χάρη στις πάμπολλες μαρτυρίες που εντάσσεις στο βιβλίο σου. Τι βλέπουμε που ως τώρα δεν το βλέπαμε;

Προσπαθώ να επιστήσω την προσοχή στο γεγονός πως υπάρχουν έντονες ασυνέχειες στην κουλτούρα της διαμαρτυρίας, και επάλληλοι «συγκρουσιακοί κύκλοι».

Η ίδια η επιβολή της δικτατορίας επέφερε τη διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στο πριν και το μετά. Στο «πριν» εντάσσονται οι Λαμπράκηδες που είχαν εξαντλήσει τη δημιουργικότητα τους στα χρόνια πριν το 67, βίωσαν τα πιο σκληρά χρόνια του καθεστώτος και προσανατολίστηκαν στη δημιουργία παράνομων δικτύων. Στο ‘μετά’ εντάσσονται όσοι αποτέλεσαν τον πυρήνα της λεγόμενης ‘Γενιάς του Πολυτεχνείου’ διότι μεγάλωσαν μέσα στη Χούντα και μπορούσαν να διακρίνουν πώς να εκμεταλλευτούν καλύτερα τα κενά και τις αντιφάσεις του καθεστώτος, ερχόμενοι σε ανοιχτή αντιπαράθεση και εν τέλει σύγκρουση μαζί του.

Η κατηγοριοποίηση αυτή δεν σημαίνει πως τα κριτήρια διαχωρισμού των δύο γενεών είναι αυστηρώς βιολογικά – θα λέγαμε ότι είναι μάλλον πολιτικά. Θεωρώ τη γενιά ως ένα κοινωνικοπολιτικό φαινόμενο που συνεπάγεται ένα είδος προδιάθεσης προς ένα συγκεκριμένο τρόπο σκέψης, δράσης και εμπειρίας, σύμφωνα με τον ορισμό του Καρλ Μάνχαϊμ. Αυτοί οι νέοι είχαν μικρή ηλικιακή διαφορά, αλλά σημαντικές αποκλίσεις ως προς το βίωμα, την ένταση του τραύματος του Εμφυλίου και τις οικογενειακές τους καταβολές. Είναι χαρακτηριστικό ότι η γενιά του Πολυτεχνείου σηματοδοτεί την πρώτη στιγμή όπου νέοι εναγκαλίστηκαν το αριστερό παράδειγμα της εποχής, παρότι συχνά προέρχονταν από συντηρητικά περιβάλλοντα με αντίπαλες πολιτικές ή ταξικές καταβολές. Είναι λ.χ. χαρακτηριστικό ότι από τις μαρτυρίες τους για το παρελθόν και το παρόν απουσιάζουν οι θυμωμένες περιγραφές των γονιών ως «συμβιβασμένων» και «κομφορμιστών» – κάτι που βλέπουμε στις διαγενεακές συγκρούσεις του παγκόσμιου κινήματος του ’68.

Όλα τα παραπάνω καταδεικνύουν την πολυπλοκότητα και τη συνθετότητα της κουλτούρας διαμαρτυρίας των νέων της εποχής, που καθιστούν την ελληνική περίπτωση ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον κομμάτι της ευρύτερης εμπειρίας της «μακράς δεκαετίας του εξήντα» στην Ευρώπη.

Η «γενιά του Πολυτεχνείου» αμφισβητήθηκε από νωρίς, σήμερα όμως παρατηρούμε, όπως λες και στην εισαγωγή σου, να καλλιεργείται μια τάση μετατροπής του Πολυτεχνείου, σε διχαστικό γεγονός. Τι κρύβει και γιατί είναι ανησυχητικός αυτός ο ιστορικός αναθεωρητισμός;

Ο αναθεωρητισμός σε σχέση με τα γεγονότα του Πολυτεχνείου είναι και επικίνδυνος και ανιστορικός. Υπάρχει μια θεωρία που προβάλλεται τα τελευταία χρόνια από διάφορους ιστορικούς και πολιτικούς επιστήμονες, πως η ανάσχεση της φιλελευθεροποίησης του Παπαδόπουλου τον Νοέμβριο του 1973 ήταν ατυχής, και πως η χώρα θα ωφελούνταν από μια στωική συνεργασία με το καθεστωτικό πλάνο για εκλογές το 1974. Έτσι θα είχε αποφευχθεί, ισχυρίζονται, η τραγωδία της Κύπρου αλλά και η ανάδυση μιας «καταστροφικής» κουλτούρας διαμαρτυρίας που εδραιώθηκε στη Μεταπολίτευση, ως απότοκο του ίδιου του Πολυτεχνείου. Ένα βήμα παρά πέρα, η γενιά του Πολυτεχνείου θεωρείται πλέον συνώνυμη της ίδιας της Μεταπολίτευσης η οποία δαιμονοποιήθηκε συλλήβδην.

Προσωπικά κρίνω πως τέτοιου είδους θεωρίες βλάπτουν την ιστορική σκέψη και συνείδηση, και πως προκρίνουν παροντικές και εκ των υστέρων προσεγγίσεις αγνοώντας τις πραγματικές συντεταγμένες της εποχής, τη δομή του συναισθήματος των δρώντων υποκειμένων, και τη δυναμική της στιγμής. Επίσης, αγνοούν τον καταλυτικό ρόλο που έπαιξε για την Ελλάδα το Πολυτεχνείο (σε αντιδιαστολή για παράδειγμα με την Ισπανία που δεν βίωσε μια μαζική στιγμή συλλογικής αντίστασης) στο να απονομιμοποιηθεί πλήρως το πείραμα Μαρκεζίνη που θα είχε οδηγήσει σε ένα καθεστώς τύπου Χιλής ή Τουρκίας, κοινώς στο καθεστώς μιας κηδεμονευομένης δημοκρατίας με τους δικτάτορες ως «εγγυητές» του πολιτεύματος. Όσοι συντάσσονται με αυτές τις θεωρίες τείνουν να μετατρέψουν μια σταθερά της συλλογικής μνήμης στην Ελλάδα και ένα μεγαλειώδες σύμβολο αντιαυταρχισμού σε έναν διχαστικό μνημονικό τόπο, με αποτέλεσμα να μας οδηγούν σε διχαστικές μορφές θέασης του παρελθόντος που θυμίζουν την περίοδο που ακολούθησε την πτώση της Χούντας.

Αντιθέτως, νιώθω πως ο αναθεωρητισμός θα έπρεπε να στραφεί σε θέματα όπως η υποτιθέμενη καθολική αντίθεση –και αντίσταση– στο καθεστώς. Και πιστεύω πως χρειάζεται μια εις βάθος ανάλυση τόσο των διαύλων επιρροής της Χούντας σε στρώματα της ελληνικής κοινωνίας όσο και της δημιουργίας πελατειακών σχέσεων και ποικίλων εξαρτήσεων, πολύ πριν από την «αμαρτωλή» Μεταπολίτευση».

2024 © left.gr | στείλτε μας νεα, σχόλια ή παρατηρήσεις στο [email protected]
§ Όροι χρήσης για αναδημοσιεύσεις Αναφορά Δημιουργού-Μη Εμπορική Χρήση 3.0 Μη εισαγόμενο (CC BY-NC 3.0)