to top
  • βρείτε μας στο Twitter
  • βρείτε μας στο Facebook
  • βρείτε μας στο YouTube
  • στείλτε μας email
  • εγγραφείτε στο RSS feed
  • international version

Κ. Δουζίνας: Πρότυπο για όλη την Ευρώπη οι Πρέσπες

Μερικές ώρες μόνο, μετά την κύρωση της Συνθήκης των Πρεσπών, ο Κώστας Δουζίνας, ο οποίος συνδυάζοντας τη θεσμική του θέση με την επιστημονική του πληρότητα, παρακολούθησε από την αρχή τη διαδικασία, μιλά στο altsantiri.gr για την κατάσταση που διαμόρφωσε η ιστορική Συμφωνία στα Βαλκάνια και την Ευρώπη.


Στέλνει μήνυμα αντιμετώπισης των ακραίων φωνών και πρακτικών, ενόψει ευρωεκλογών και εθνικής κάλπης και δηλώνει ανήσυχος από το ότι οι ακρότητες δεν εκτρέφονται, μόνο, από τη Χρυσή Αυγή, αλλά και για λόγους πολιτικού καιροσκοπισμού, από κάποιο κομμάτι της ΝΔ.

  • Κύριε Δουζίνα κερδήθηκε από την κυβέρνηση, ίσως, η πιο δύσκολη κοινοβουλευτική μάχη, της τετραετίας, αυτή που αφορά στη συμφωνία των Πρεσπών. Θέλω με την ευρωπαϊκή σας εμπειρία να μου πείτε, πέρα από το ιστορικό της αποτύπωμα που αφήνει εδώ, τι και πόσο αλλάζει στην Βαλκανική και στην Ευρώπη σε πρακτικό επίπεδο.

«Φοβάμαι ότι αν βασιστώ στην Ευρωπαϊκή μου εμπειρία, ιδίως των τελευταίων χρόνων, από την οικονομική κρίση και μετά, τα πράγματα δεν είναι πολύ ρόδινα. Με βάση το ρόλο της στον κόσμο, τον  πλούτο, υλικό και γνωσιακό, που θεωρητικά παράγει και που έχει συσσωρεύσει δεκαετίες τώρα, πολύ φοβάμαι ότι η Ευρώπη δεν παίρνει πολύ ψηλό βαθμό σε οποιαδήποτε βαθμολογία αντιμετώπισης και πρόληψης των κρίσεων. Μπορεί πολλοί να λένε οτι τα Βαλκάνια είναι η μπαρουταποθήκη της Ευρώπης, αλλά στην πραγματικότητα είναι το θέατρο των Ευρωπαϊκών ανταγωνισμών. Είναι η εξωτερική πολιτική των μεγάλων Ευρωπαϊκών δυνάμεων που σε συνδυασμό με εσωτερικές στα Βαλκάνια δυναμικές, έκαναν την περιοχή την μπαρουταποθήκη. Έτσι οδηγηθήκαμε στην «βαλκανοποίηση» και τη «Μακεδονική σαλάτα». Για να το πω κάπως απλοϊκά στα Βαλκάνια η Ευρώπη ξεπλένει τις αμαρτίες της.

Αλλά ας πάμε στο σήμερα και στο αύριο που έχει σημασία. Όλοι συμφωνούν ότι η  Συμφωνία των Πρεσπών είναι καθοριστικός παράγοντας για τη σταθερότητα στα Δυτικά Βαλκάνια, για τη διαμόρφωση πολιτικών ισορροπιών σε Αθήνα και Σκόπια και ταυτόχρονα λειτουργεί ως μοντέλο επίλυσης μακροχρόνιων αντιπαλοτήτων στην περιοχή. Και ότι αυτό γίνεται με την αγαστή συνεργασία της Ουάσιγκτον, την ΕΕ, και διεθνών οργανισμών, εν προκειμένω του ΟΗΕ και του ΝΑΤΟ.

Με λίγα λόγια στέλνει ένα μήνυμα στα βαλκανικά κράτη, που μπορεί ενδεχομένως να γίνει ένας μπούσουλας για ομαλοποίηση και άλλων διενέξεων. Δεν ξέρω αν έχει γίνει κατανοητό το πόσο καινοτόμα είναι αυτή η Συμφωνία και για μια ακόμη φορά πρέπει να εξαίρουμε τον Πρωθυπουργό και το επιτελείο του και φυσικά το Υπουργείο Εξωτερικών— τους υπηρεσιακούς φορείς, την τότε και την τωρινή ηγεσία του και ιδιαιτέρως το Ν. Κοτζιά. Η συμφωνία στέλνει επίσης και ένα μήνυμα στη Δυτική Ευρώπη και σε όλο τον κόσμο για την περιοχή των Βαλκανίων, που έχει υποφέρει από μια στερεοτυπική αντιμετώπιση.

Σε κάθε συμβίωση από ένα ζευγάρι, μια οικογένεια, μια παρέα μέχρι τις διεθνείς σχέσεις πρέπει να υπάρχει αμοιβαίος σεβασμός και αναγνώριση της αξιοπρέπειας του άλλου. Αυτό κάνει η συμφωνία των Πρεσπών και γίνεται ένα πρότυπο για την επίλυση άλλων διαφορών   στην περιοχή μας και αλλού. Ήδη στην σχετική ακαδημαϊκή βιβλιογραφία, οι Πρέσπες καταγράφονται ως η μεταφορά των βέλτιστων πολυπολιτισμικών πρακτικών’ από το εσωτερικό στο διεθνές επίπεδο. 

Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι όλα βαίνουν καλώς στην βαλκανική μας γειτονιά. Υπάρχουν ακόμα προβλήματα. Άλλωστε οποιαδήποτε διευθέτηση σε επίπεδο διεθνών σχέσεων ή διεθνούς δικαίου δεν αρκεί. Χρειάζεται μεγαλύτερη προσέγγιση των λαών, οικονομική, εμπορική, πολιτισμική. Οι σχέσεις φιλίας, καλής γειτονίας, συνύπαρξης και συνανάπτυξης ξεκινάνε και εμπεδώνονται από τα κάτω. Η υλοποίηση και επιτυχία της συμφωνίας θα εξαρτηθεί από πρωτοβουλίες που θα φέρουν τους λαούς πιο κοντά. Το Σάββατο με πήρε γνωστός μου πανεπιστημιακός απο το Πανεπιστήμιο των Σκοπίων και με προσκάλεσε να δώσω εκεί διαλέξεις. Δέχτηκα με χαρά. τέτοιες ανταλλαγές αποτελούν ένα μικρό αλλά σημαντικό τρόπο για να καταλάβουμε πόσα έχουμε να κερδίσουμε από την συνεργασία ανθρώπων και λαών.

Τα δυτικά Βαλκάνια αποτελούν ακόμα πεδίο ανταγωνισμού Δύσης και Ρωσίας, ενός ανταγωνισμού που αναμένεται να κλιμακωθεί ακόμα περισσότερο. Σημαντική παράμετρος είναι, και αυτό έχει άμεση σχέση με τα εθνικά μας συμφέροντα, ο ρόλος που διαδραματίζει η Τουρκία σε Αλβανία και Σκόπια. Αυτός είναι ένας λόγος που μου φαίνεται ακατανόητη και εθνικά επιζήμια η στάση της αξιωματικής αντιπολίτευσης αλλά και άλλων θεωρητικά φιλοευρωπαϊκών πολιτικών δυνάμεων. Για μια ακόμη φορά, και σε αντίθεση με προηγούμενες ηγεσίες τους είτε δεν κατανοούν το ευρύτερο πλαίσιο, είτε βάζουν το κομματικό τους συμφέρον, όπως εκείνοι βέβαια το ορίζουν, πάνω από το εθνικό συμφέρον. Ελπίζω να είναι το πρώτο.

Σε αυτό το γεωπολιτικό πλαίσιο, η Συμφωνία των Πρεσπών μπορεί να είναι σημαντικό βήμα για την διεύρυνση της ΕΕ προς τα Δυτικά βαλκάνια. Τώρα, πως και σε ποιό βαθμό θα γίνει αυτή η διεύρυνση δεν είμαι σίγουρος. Δεν σας κρύβω ότι είμαι πολύ επιφυλακτικός. Άσχετα με τις διαφωνίες που μπορεί να έχουμε, στις βαλκανικές χώρες υπάρχουν πολλοί που κατανοούν την περιοχή με τους όρους της. Η τουλάχιστον που προσπαθούν να το κάνουν. Δεν μπορώ να πω το ίδιο για τους φίλους μας σε άλλες Ευρωπαϊκές χώρες, όπου η επαφή μου με υπηρεσιακούς και διπλωματικούς παράγοντες δεν είναι ενθαρρυντική. Το ίδιο πρόβλημα βέβαια πρέπει να πω οτι αντιμετώπισα με παράγοντες εντός της χώρας σε διάφορα φόρα— πολιτικούς, διεθνολόγους, think tanks— αλλά εδώ, η άγνοια μπορεί να οφείλεται στον πολιτικό καιροσκοπισμό. Έχει δηλαδή τουλάχιστον πρόθεση». 

  • Βλέπετε, φοβάστε ή εκτιμάστε πως τώρα πια υπάρχουν περιθώρια δημιουργίας, εκ μέρους των φίλων και εν δυνάμει εταίρων μας, πια, προβλημάτων στην εφαρμογή της ;

«Εκτιμώ ότι οι εταίροι μας πια δεν έχουν κανένα συμφέρον ή λόγο να δημιουργήσουν προβλήματα στην εφαρμογή της συμφωνίας. Θα έλεγα μάλιστα ότι αν το κάνουν, αυτοί έχουν να χάσουν, όχι εμείς. Οι λόγοι είναι πολλοί. Πρώτον η Ελλάδα παραμένει και θα παραμείνει ο ισχυρός παίκτης στην περιοχής και θα είναι πάντα βασικός πυλώνας σε όλες τις υποψηφιότητες σε διεθνείς οργανισμούς που θα υποβάλλει η γείτονος χώρα. Δεύτερον, σε περίπτωση μη εφαρμογής, η νυν Βόρεια Μακεδονία θα εκτεθεί φοβάμαι ανεπανόρθωτα.

Ξέρετε κάτι που δεν καταλαβαίνουν πολλοί αντίπαλοι της συμφωνίας είναι ότι με τη Συμφωνία η Ελλάδα πήρε πίσω (και δεν είμαι σίγουρος ότι το είχε ποτέ) το ηθικό της πλεονέκτημα όσον αφορά το ‘πρόβλημα’. Τόσα χρόνια φαινόμασταν σαν το κακομαθημένο παιδί που ενώ 140 χώρες είχαν αναγνωρίσει (την κατά εμάς και τον ΟΗΕ ΠΓΔΜ) με το συνταγματικό της όνομα εμείς, ως η ισχυρή χώρα κιόλας, ζητούσαμε επιμόνως κάτι που πολλοί άλλοι δυσκολευόντουσαν να κατανοήσουν και που ήταν και κάπως αστείο – να αλλάζουν στα διεθνή φόρα τις ταμπελίτσες τους. Είχαμε γίνει ένα είδος εθιμοτυπικής αστυνομίας, που το μοναδικό που δημιουργούσε ήταν απορία και ειρωνικά σχόλια. Δυστυχώς το έχω ζήσει αυτό σε πάρα πολλά ακαδημαϊκά συνέδρια στο εξωτερικό.

Με τη συμφωνία αυτό αλλάζει. Η Ελλάδα κερδίζει ένα κύρος που θα έπρεπε να έχει έτσι και αλλιώς στην περιοχή, ενώ οι γείτονές μας θα πάψουν να είναι παρίες της διεθνούς κοινότητας, εξαιτίας του ελληνικού βέτο για την ονομασία τους. Η σταθερότητα θα είναι εγγυημένη, τα αιτήματα ένταξης στο ΝΑΤΟ και την ΕΕ θα προχωρήσουν, διασφαλίζοντας μελλοντική σταθερότητα και ανάπτυξη για την περιοχή. Ο τρίτος λόγος που νομίζω οτι δεν συμφέρει τους γείτονες μας να παραβιάσουν όρους της συμφωνίας είναι ότι αν το κάνουν, θα υπάρξουν κυρώσεις. Τα ακροτελεύτια άρθρα της συμφωνίας περιέχουν διατάξεις που προβλέπουν τι γίνεται σε περίπτωση διαφωνίας ή μη σωστής εφαρμογής των συμφωνηθέντων. Μάλιστα, και αυτό είναι κάτι που δεν συζητείται πολύ στο δημόσιο διάλογο, στο άρθρο 8 υπάρχουν παράγραφοι που προϋποθέτουν την επίβλεψη από την πλευρά μας της εφαρμογής των συμφωνηθέντων όσον αφορά τις αλλαγές στα σύμβολα, μνημεία, δημόσια κτήρια αλλά και την σημαία των γειτόνων μας. Και μάλιστα με ορίζοντα έξι μηνών μετά την κύρωση της συμφωνίας. Νομίζω δηλαδή ότι έχουμε μπροστά ένα καλό και ασφαλή δρόμο να διανύσουμε για να εφαρμοστεί η Συμφωνία. Και θα το κάνουμε επαγρυπνώντας.

Τέλος να προσθέσω ότι οι φόβοι που εκφράζει η αντιπολίτευση για μελλοντική παραβίαση της Συμφωνίας από τους γείτονες πρέπει να προστεθούν στα προσχηματικά και υποκριτικά τους επιχειρήματα. Αυτοί υποστήριξαν έντονα ότι αν η Συμφωνία ολοκληρωθεί, μια επόμενη δεξιά κυβέρνηση δεν μπορεί να την ακυρώσει (παρ’ ότι το θέλει δήθεν) γιατί μια διεθνής συμφωνία είναι αμετάκλητη. Από την μία λοιπόν λένε ότι δεσμεύονται από το διεθνές δίκαιο για να απαντήσουν τις κατηγορίες των συγκατοίκων της δεξιάς πολυκατοικίας αλλά ταυτόχρονα επισείουν τον κίνδυνο της μη δέσμευσης από τους γείτονες». 

  • Με την ιδιότητα σας ως Πρόεδρος της επιτροπής εξωτερικών και άμυνας της Βουλής, έχετε πλήρη εικόνα της διαδικασίας από την αρχή ως το τέλος της. Πόσο ικανοποιημένος είστε από την εξέλιξη της, κυρίως στο επίπεδο της ανταλλαγής επιχειρημάτων;

«Ομολογώ ότι δεν είμαι καθόλου ικανοποιημένος. Και ξέρετε είναι λίγο περίεργο. Να εξηγήσω γιατί λέω περίεργο. Από τέλη Νοέμβρη έχει ξεκινήσει στη Βουλή τις εργασίες της η Επιτροπή για την Αναθεώρηση του Συντάγματος, της οποίας έχω την τιμή να είμαι μέλος. Οι εργασίες συνεχίζονται κανονικά και ευελπιστούμε νε τελειώσουν σύντομα. Κατά γενική ομολογία, αν και προφανώς υπάρχουν πολλές και βαθιές πολιτικές και ιδεολογικές διαφωνίες ανάμεσα στα μέλη της επιτροπής, στις συνεδριάσεις το επίπεδο των συζητήσεων ήταν εξαιρετικό.

Το ίδιο εξαιρετικό ήταν και το κλίμα συνεννόησης και συνεργασίας μεταξύ των πολιτικών δυνάμεων του συνταγματικού τόξου. Και αυτό θα φανεί στην έκθεση της Επιτροπής. Δεν μπορώ να πω το ίδιο για τη συζήτηση για τη Συμφωνία των Πρεσπών. Στην επιτροπή Εξωτερικών και Άμυνας, έγινε ένα σόου, προφανώς για τις κάμερες. Μπορεί κανείς να το διαπιστώσει αυτό και από τη συμμετοχή. Ενώ στην αρχή η αίθουσα ήταν γεμάτη, μόλις μπήκαμε στην ουσία της συζήτησης, ο αριθμός των βουλευτών άρχισε να μειώνεται και καταλήξαμε με λίγους βουλευτές κυρίως της πλειοψηφίας. Αλλά και σε επίπεδο επιχειρημάτων ήταν στενάχωρο. Αυτό φάνηκε δυστυχώς και στην Ολομέλεια.

Ίσως βέβαια όλο αυτό να οφείλεται στην πολιτική επιλογή πολλών πολιτικών δυνάμεών να ταχθούν κατά της Συμφωνίας για λόγους εκλογικής τακτικής. Γεγονός που μάλλον νομοτελειακά τους έσπρωξε σε συνθήματα παρά επιχειρήματα. Και επιτρέψτε μου να γίνω και λίγο πιο οξύς γιατί διατηρώ και θα διατηρώ πάντα την ακαδημαϊκή μου ιδιότητα. Ειπώθηκαν και γράφτηκαν πράγματα από έγκριτους συναδέλφους πανεπιστημιακούς, τα οποία και οι ίδιοι ξέρουν πως δεν θα τολμούσαν ποτέ να υποστηρίξουν σε σοβαρά ακαδημαϊκά περιβάλλοντα. Δεν λέω ότι οι πανεπιστημιακοί δεν πρέπει να παίρνουν θέση – θα ήταν οξύμωρο εγώ να πω κάτι τέτοιο. Ωστόσο είναι κρίμα για το δημόσιο διάλογο και για τα πανεπιστήμια μας να διαμορφώνουμε, ως πανεπιστημιακοί, ένα λόγο που δεν πληροί ένα ελάχιστο ακαδημαϊκότητας. Είναι δύσκολο αλλά οφείλουμε να έχουμε και τις δύο αυτές ιδιότητες μας».

  • Σας ανησυχούν οι ακραίες φωνές, αλλά και πρακτικές που εμφανίσθηκαν με πρόσχημα, θα πω εγώ, τη Συμφωνία των Πρεσπών;

«Αυτό που με ανησυχεί περισσότερο είναι η μεγέθυνση  αυτών των ακραίων φωνών εντός και εκτός Βουλής. Φυσικά δεν αναφερόμαστε εδώ σε ανθρώπους που αντιτάχθηκαν στη Συμφωνία των Πρεσπών προβάλλοντας μια προσωπική ευαισθησία απέναντι σε μια διαφορετική σημασία της Μακεδονίας αλλά σε εκείνους που με τη χρήση ηχηρών και συναισθηματικά φορτισμένων συνθημάτων είναι έτοιμοι να κινητοποιήσουν και να κινητοποιηθούν σε συλλαλητήρια και διαδηλώσεις παραγνωρίζοντας ή μη γνωρίζοντας το διακύβευμα.

Η συζήτηση για το Μακεδονικό έδωσε αν θέλετε άλλοθι σε τέτοιες φωνές να γίνουν πιο ηχηρές και επικίνδυνες. Αυτό που με ανησυχεί οτι, αν εξαιρέσει κανείς τους ακραίους της Χρυσής αυγής, υπάρχουν πολλοί άνθρωποι που είναι αποφασισμένοι να κινητοποιηθούν, να πάνε να συγκρουστούν χωρίς να ξέρουν το διακύβευμα. Το δεύτερο που με ανησυχεί είναι και μάλιστα πολύ περισσότερο είναι ότι αυτή η κατάσταση έχει την αφετηρία της στα έδρανα της Βουλής και δυστυχώς όχι σε εκείνα τα ακριανά που κάνουν τον πολύ θόρυβο, αλλά σε εκείνα που βρίσκονται κοντά στο κέντρο της.

Ώρες επί ωρών απαντούσαμε σε σειρά αντιφατικών προτάσεων από μέρους της νέας δεξιάς συμμαχίας ΑΝΕΛ-ΝΔ-ΚΙΝΑΛ για την ορολογία, τον αλυτρωτισμό, τη διαφύλαξη των συνόρων ως εάν να μην έχει κανείς διαβάσει το ίδιο το κείμενο της Συμφωνίας και να μην αναγνωρίζει το διεθνές δίκαιο και τον δεσμευτικό χαρακτήρα του. Ενώ απαντούσαμε η συζήτηση επέστρεφε στα ίδια. Στο μέτρο που η πλειοψηφία αυτών των κομμάτων υποστηρίζει αυτές τις θέσεις για ψηφοθηρικούς λόγους, έχουμε καταλήξει σε έναν πλειστηριασμό  εθνικισμού. Με αυτή την τακτική, δημιουργείται το έδαφος στο οποίο ο εθνικισμός και η ακροδεξιά μπορούν να αναπτυχθούν. Εκεί ξεκινάει η έλλειψη ουσιαστικής κριτικής και ουσιαστικού διαλόγου. Αυτό είναι ανησυχητικό». 

  • Πλησιάζουμε στις κάλπες των ευρωεκλογών και ήδη διατυπώνονται φόβοι «έκρηξης» ακροδεξιών και ευρωσκεπτικιστικών τάσεων. Πως προσεγγίζετε αυτό το ενδεχόμενο και πως, κατά την άποψη σας, αντιμετωπίζεται.

«Όσο αυξάνεται η απήχηση αυτών των τάσεων στους λαούς της Ευρώπης και φτάνουν ακόμη να εκπροσωπούνται σε κυβερνητικό επίπεδο τότε μιλάμε πια για ένα μαύρο φάντασμα που αρχίζει να αποκτά σάρκα και οστά, που βρίσκεται ανάμεσά μας. Το καλό είναι ότι έτσι μπορούμε να το δούμε και ακόμα περισσότερο να μην προσποιούμαστε πως δεν είναι εκεί. Τα λόγια δεν αρκούν για να την αντιμετώπισή του, χρειάζονται και πράξεις. Μια τέτοια πράξη επιτρέψτε μου να πω πως είναι η Συμφωνία των Πρεσπών. Είναι ένα τολμηρό και ηχηρό παράδειγμα προς μίμηση, όμως δεν είναι και αρκετό.

Μπορεί να μιλάμε για μια ‘ακροδεξιά’ και έναν ‘ευρωσκεπτικισμό’ που εντείνονται όμως ‘το φάντασμα’ έχει διατηρήσει την ικανότητα να αλλάζει μορφές ανάλογα με τις ιδιαιτερότητες της κάθε χώρας. Επιδιώκει με πολλούς τρόπους να μετατρέψει την αγωνία που έχουν προκαλέσει οι τεράστιες ανισότητες, η ανεργία και η φτωχοποίηση σε ακροδεξιά και εθνολαϊκίστικη  ιδεολογία και επιστρατεύει,  μια λογική εκφοβισμού, και την παρέμβαση πολιτικών ή δημοσιολογούντων. Έτσι λοιπόν παρατηρούμε να καλλιεργείται συστηματικά η έλλειψη εμπιστοσύνης προς τους πάνω, τις ελίτ, τα πανεπιστήμια, τους ενδιάμεσους κοινωνικούς θεσμούς και ταυτόχρονα μια οριζόντια διασπορά φόβου των άλλων, των προσφύγων, των μεταναστών, των αλλόθρησκων, των ομοφυλόφιλων.

Όσο χάνεται η εμπιστοσύνη στο πολιτικό σύστημα αναδύεται ο λαϊκισμός, η διαίρεση της κοινωνίας ανάμεσα στον λαό και τις ελίτ. Αντίθετα από τον αριστερό λαϊκισμό, όμως, που θεμελιώνεται στη συντακτική στιγμή του «Εμείς ο λαός», οι δεξιοί δημιουργούν μια τριγωνική σχέση: «Οι ελίτ δεν μας προστατεύουν γιατί επιτρέπουν στους άλλους, τους ξένους, να μας κλέβουν την απόλαυση». Έτσι οι πρόσφυγες και οι μετανάστες παίρνουν τη θέση των Εβραίων, των Ρομά, των «υπανθρώπων» της ευγονικής και του Ολοκαυτώματος. Πρόκειται για πρακτικές μέσω των οποίων οι πολιτιστικές διαφορές φυσικοποιούνται και γίνονται βάση της δικής μας ανωτερότητας ή σχετικοποιούνται και αποδεικνύουν την κατωτερότητα των άλλων. Δεν περιορίζονται όμως μόνο σε αυτό.  Για να πετύχουν τον μακροπρόθεσμο στόχο τους, δανείζονται πρακτικές κινηματικές και αλληλεγγύης αφαιρώντας τα θεμέλια της οριζοντιότητας και της συμπερίληψης.

Πλάθουν  μια αρνητική ουτοπία, μια αδύνατη δυστοπία, κάτι που κινεί συναισθηματικά όσους πιστεύουν ότι τους πρόδωσε η δημοκρατία. Σε ευρωπαϊκό επίπεδο η μάχη θα κριθεί στην αποκατάσταση του κοινωνικού κράτους, των δημοκρατικών πρακτικών, της συμμετοχής των πολιτών, της ισότητας, της εμπιστοσύνης, της συλλογικής δράσης, του επιχειρήματος και όλων εκείνων των ελλειμμάτων που δημιουργήθηκαν όταν η δημοκρατία έχασε το νόημά της κάτω από το βάρος των νεοφιλελεύθερων και τεχνοκρατικών πρακτικών. Τώρα που το βλέπουμε το φάντασμα, τώρα μπορούμε να το πολεμήσουμε».

  • Ο Αλέξης Τσίπρας είναι ένας πρωθυπουργός που επικεντρώνεται στο στόχο και .παράγει αποτέλεσμα. Όμως, κάθε ιστορικό βήμα ,όπως η Συμφωνία των Πρεσπών, παράγει και πολιτικό κόστος. Θα ήθελα να μου πείτε αν αξιολογείτε την προσμέτρηση του και 2ον να χαρακτηρίσετε αυτήν την στοχοπροσήλωση του πρωθυπουργού σε πολιτικό επίπεδο… 

«Η απάντηση εξαρτάται από το πώς ορίζει κανείς το πολιτικό κόστος. Μετρώντας ψήφους και θετικές αναφορές στα τηλεοπτικά δελτία ή σε πρωτοβουλίες στην άσκηση πολιτικής; Στην πρώτη περίπτωση το κόστος δεν μας απασχολεί. Έτσι και αλλιώς η κυβέρνηση ξεκίνησε σε εξαιρετικές αντίξοες συνθήκες. Συνεργάστηκε με κόμμα ιδεολογικά αντίθετο, ενώ πέρασε μήνες διαπραγματεύσεων για την εξασφάλιση της δυνατότητας άσκησης εθνικής πολιτικής.

Παρ’ όλα αυτά πετύχαμε θετικά μέτρα για την οικονομία, περάσαμε νομοσχέδια για τα δικαιώματα, την παιδεία, την υγεία, το περιβάλλον, τις μεταφορές κλπ. Έγιναν περιφερειακά συνέδρια και γενικότερα επιδιώχθηκε επαφή με τις τοπικές κοινωνίες. Έχουμε ακόμα μπροστά όμως μια σειρά ζητημάτων βασικά κοινωνικής πολιτικής, αλλά και τη συνταγματική αναθεώρηση, την κορυφαία κοινοβουλευτική διαδικασία. Σε όλα αυτά ο ΣΥΡΙΖΑ δεν ήταν μόνος του, αλλά στηρίχτηκε βουλευτές και εκπροσώπους διαφορετικών πολιτικών δυνάμεων να τον υποστηρίζουν. Και αυτό εγώ προσωπικά δεν το βρίσκω καθόλου κακό.

Προσωπικά, λοιπόν, δεν βλέπω κόστος, αλλά επιτυχίες. Κάποιες  απέτρεψαν κάτι από το να γίνει – πχ. πετύχαμε να μην περικοπούν οι συντάξεις. Η κυβέρνηση προέβη σε αλλαγές, όπως για παράδειγμα θα γίνει και τώρα με την αύξηση του κατώτατου μισθού. Οι επιτυχίες δεν ήταν πάντα μεγάλες, αλλά μικρές, σαν κομμάτια του παζλ που μόνο σταδιακά θα πλάσουν μια εικόνα για την πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ. Οι στόχοι όπως λέτε του πρωθυπουργού φτιάχνουν ένα σχέδιο για την Ελλάδα του 21ου αιώνα, σημαντικά διαφορετικό από αυτό που αντιπροτείνουν τα κόμματα της αντιπολίτευσης. Το κόστος είναι η διαφοροποίηση από ό,τι έφερε την Ελλάδα στα πρόθυρα της οικονομικής διάλυσης και κοινωνικής διάλυσης. Ναι αυτό το κόστος μπορούμε να το πληρώσουμε».

2024 © left.gr | στείλτε μας νεα, σχόλια ή παρατηρήσεις στο [email protected]
§ Όροι χρήσης για αναδημοσιεύσεις Αναφορά Δημιουργού-Μη Εμπορική Χρήση 3.0 Μη εισαγόμενο (CC BY-NC 3.0)