«Σαν βγω απ’ αυτή τη φυλακή, η ίδια φυλακή θα με περιμένει», θα μπορούσε να σκεφθεί ένας κρατούμενος που λαμβάνει τακτική άδεια για ολιγοήμερη απουσία από το χώρο στον οποίο εκτίει μια ποινή κατά της προσωπικής ελευθερίας του. Και θα μπορούσε να απαντά στη σκέψη αυτή επιλέγοντας να μην επιστρέψει στο κατάστημα κράτησης από το οποίο βγήκε νόμιμα. Τότε θα επέφερε σοβαρό πλήγμα στην εμπιστοσύνη, την οποία του έδειξε το αρμόδιο συλλογικό όργανο της φυλακής. Στη σπάνια (όπως δείχνουν τα διαθέσιμα στοιχεία) αυτή περίπτωση ο κρατούμενος θεωρείται δραπέτης χωρίς να έχει εξουδετερώσει τα τεχνητά εμπόδια που ορθώνει ο χώρος του εγκλεισμού του. Επομένως, κανένα θέμα ως προς την επάρκεια των κανόνων και των μέσων ασφάλειας της φυλακής δεν (μπορεί να) τίθεται σε οποιαδήποτε περίπτωση μη έγκαιρης και εκούσιας επιστροφής αδειούχου κρατουμένου σ’ αυτήν. Κοινή λογική; Τα δεδομένα δείχνουν ότι η απάντηση είναι αρνητική τουλάχιστον για τους ιθύνοντες: η μη επιστροφή ενός κρατουμένου από άδεια εγείρει ζητήματα ελλείμματος του καθεστώτος ασφάλειας, που υποστηρίζεται ότι πρέπει να καλυφθεί άμεσα με τη λειτουργία ενός καταστήματος κράτησης με υψηλές προδιαγραφές στον τομέα αυτό.
Μαντικές ικανότητες
Όταν ένας αδειούχος κρατούμενος «δοκιμαστεί» μια ή περισσότερες φορές επιλέγοντας την οδό της έγκαιρης και εκούσιας επιστροφής «στη φυλακή που τον περιμένει», δικαιώνει τα μέλη του συλλογικού οργάνου που είναι αρμόδιο για τη χορήγηση της άδειας και επιβεβαιώνει την εκτίμησή τους ότι μπορούν να τον εμπιστεύονται εξακολουθώντας να του χορηγούν άδειες. Εύλογο; Οι ιθύνοντες διαφωνούν. Κατά την άποψή τους, τα μέλη του αρμόδιου συμβουλίου δεν είναι εισαγγελέας, διευθυντής και κοινωνικός λειτουργός, αλλά μάντεις οι οποίοι έχουν την ικανότητα να προβλέψουν ότι ο μέχρι κάποια στιγμή αδειούχος κρατούμενος και μετέπειτα δραπέτης δεν έπρεπε να λάβει το «διάλειμμα» ελευθερίας που προβλέπει ο νόμος. Έτσι, καλούνται να λογοδοτήσουν για την ανεπάρκειά τους στον τομέα της μαντικής και να εξηγήσουν την αδυναμία τους να εικάσουν ότι ο έξι φορές συνεπής αδειούχος, δεν θα ακολουθήσει τον δρόμο της επιστροφής την έβδομη φορά.
«Το ευεργέτημα της άδειας των κρατουμένων, που προβλέπεται από τους ευρωπαϊκούς σωφρονιστικούς κανόνες και τον Σωφρονιστικό Κώδικά μας, δεν μπορεί να μετατρέπεται σε μέσο αμφισβήτησης των θεσμών της χώρας και υπονόμευσης της αντεγκληματικής πολιτικής της. Επανεξετάζουμε το όλο νομοθετικό πλαίσιο χορήγησης αδειών σε κατάδικους και ειδικά της συγκεκριμένης κατηγορίας κρατουμένων», διαβάζουμε στο δελτίο τύπου της 7ης Ιανουαρίου 2014 με δηλώσεις του υπουργού Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Ο κυβερνητικός εκπρόσωπος συμπλήρωσε: «Οι καταδικασμένοι τρομοκράτες δεν πρέπει να αντιμετωπίζονται όπως οι απλοί κρατούμενοι».
Ποιος αμφισβητεί τους θεσμούς;
Πέραν της ανοικτής συζήτησης για τη φύση του θεσμού της άδειας των κρατουμένων, που αποτελεί ένα από τα πιο χαρακτηριστικά αλλά και σπάνια δείγματα προσανατολισμού της ποινικής καταστολής σε τομείς στους οποίους το τιμωρητικό στοιχείο δεν έχει το προνόμιο της αποκλειστικότητας, θα συμφωνήσουμε απολύτως με το ένα σκέλος της δήλωσης του υπουργού Δικαιοσύνης. Είναι ανεπίτρεπτο οι άδειες να χρησιμοποιούνται με τον τρόπο που περιγράφει. Το ερώτημα όμως είναι ποιος αμφισβητεί τους θεσμούς και υπονομεύει την αντεγκληματική πολιτική: ένας αδειούχος κρατούμενος που δεν επιστρέφει στη φυλακή ή εκείνοι οι οποίοι εκμεταλλεύονται την επιλογή του και την μετατρέπουν σε επιχείρημα για την αυστηροποίηση του καθεστώτος κράτησης και την εισαγωγή περιοριστικών μέτρων; Ένας δραπέτης ή εκείνοι οι οποίοι εν θερμώ αναφέρονται σε «συγκεκριμένη κατηγορία κρατουμένων»( τρομοκρατών ή άλλων) που δεν έχει δημιουργηθεί ποτέ, δεδομένου ότι μετά την έναρξη ισχύος του Σωφρονιστικού Κώδικα δεν έχει εκδοθεί κανένα προεδρικό διάταγμα που απαιτείται από τον ίδιο τον Σωφρονιστικό Κώδικα για αυτόν τον σκοπό; Ένας ισοβίτης που επιλέγει την παρανομία ή εκείνοι οι οποίοι διαχωρίζουν αυθαίρετα τους κρατουμένους σε «απλούς» και «καταδικασμενους τρομοκράτες»;
Ο θεσμός των αδειών έχει πολέμιους και υποστηρικτές. Οι πρώτοι επιμένουν να αγνοούν ότι το μεγάλο «επίτευγμα» των αυστηροποίησεων της ποινικής καταστολής είναι οι ασφυκτικά γεμάτες φυλακές – ανθρωπαποθήκες. Αρνούνται να δεχτούν ότι το μεγάλο «επίτευγμα» της αποθήκευσης ανθρώπων στις φυλακές είναι η όξυνση των εντάσεων και η αύξηση της εκμετάλλευσης μεταξύ των κρατουμένων, συνθήκες που ευνοούν την κάθε είδους παρανομία. Οι δεύτεροι οφείλουν να αναδείξουν το τελευταίο στοιχείο και να πείσουν ότι υπό αυτούς τους όρους η ποινική καταστολή και οι φυλακές είναι μόνο κατ’ επίφασιν μηχανισμοί κοινωνικής προστασίας.
*Ο Ν. Κ. Κουλούρης είναι επίκουρος καθηγητής στο τμήμα Κοινωνικής Διοίκησης και Πολιτικής Επιστήμης του Δημοκρίτειου πανεπιστημίου Θράκης.