to top
  • βρείτε μας στο Twitter
  • βρείτε μας στο Facebook
  • βρείτε μας στο YouTube
  • στείλτε μας email
  • εγγραφείτε στο RSS feed
  • international version

Για την καλή σχολική χρονιά εκτός από ευχές χρειάζονται και πολιτικές

Ξαναγυρνάμε στην εποχή του νόμου Διαμαντοπούλου όπου οι εκπαιδευτικοί προσπαθούσαν να μαζέψουν μόρια ενόψει της επικείμενης ατομικής τους αξιολόγησης και αναγκαστικά να ανταγωνιστούν (παρά να συνεργαστούν) με τους συναδέλφους τους. Πράγματι όμως καθιστούν αυτές οι πολιτικές το σχολείο ως ένα ευνοϊκό περιβάλλον εργασίας, ένα ευνοϊκό περιβάλλον μάθησης και ανάπτυξης;


Ξεκινά μια νέα σχολική χρονιά με ευχές για υγεία, δύναμη και επιτυχία σε όλους τους μαθητές και τις μαθήτριες, τους γονείς τους και τις/τους εκπαιδευτικούς. Εκτός από ευχές όμως χρειαζόμαστε και πολιτικές που πράγματι διασφαλίζουν τόσο ένα υποστηρικτικό εργασιακό περιβάλλον όσο και μια αναβαθμισμένη σχολική καθημερινότητα για όλα τα μέλη της εκπαιδευτικής κοινότητας. Για τον καθορισμό αλλά και την αξιολόγηση των εκπαιδευτικών πολιτικών είναι σημαντικό να αξιοποιήσουμε τις γνώσεις μας σχετικά με τις συνέπειες της εφαρμογής τους τα τελευταία χρόνια. Τι μάθαμε από τις επιπτώσεις αυτών των πολιτικών επιλογών;

Ενδεικτικά: ότι οι εκπαιδευτικοί επιβαρύνθηκαν με επιπρόσθετους ρόλους και ευθύνες για την διαχείριση της πανδημίας χωρίς ουσιαστική υποστήριξη από την πολιτεία. Βρέθηκαν σε τάξεις με περισσότερους μαθητές/τριες μετά την αύξηση της αναλογίας εκπαιδευτικού - μαθητών με νόμο. Επιβαρύνθηκαν με την τράπεζα θεμάτων ασθμαίνοντας να ολοκληρώσουν την ύλη, ενώ ήδη οι μαθητές/τριες είχαν αποκτήσει «κενά» από το μεγάλο διάστημα της τηλεκπαίδευσης. Επιβαρύνθηκαν με γραφειοκρατικές αξιολογικές διαδικασίες.

Το αποτέλεσμα; Μεγαλύτερη πίεση και άγχος τόσο για τους εκπαιδευτικούς όσο και για τους μαθητές, αναγκαστική προσαρμογή των εκπαιδευτικών και μαθητών σε μια οδό οπισθοδρόμησης, σε ένα σχολείο-εξεταστικό κέντρο, σε μια διδασκαλία κατευθυνόμενη από υπουργικές αποφάσεις και χωρίς περιθώρια επιλογών, σε μια ανάλωση του εκπαιδευτικού χρόνου σε διεκπεραιωτικές διαδικασίες παρά σε ουσιαστική εργασία προς όφελος των μαθητών/τριών.

Η αντίληψη της κυβέρνησης για τον καλό εκπαιδευτικό είναι αυτή του πειθαρχημένου εκπαιδευτικού που ακολουθεί ένα στενό πλαίσιο οδηγιών γιατί δεν υπάρχει εμπιστοσύνη σε αυτούς που υπηρετούν την εκπαίδευση. Η αντίληψη της κυβέρνησης για τον καλό μαθητή είναι αυτή του πειθήνιου, υπομονετικού και ψυχικά ανθεκτικού μαθητή που ανταποκρίνεται σε ένα ασφυκτικό αναλυτικό πρόγραμμα χωρίς να αναρωτιέται, χωρίς να παραιτείται από την αγωνιώδη προσπάθεια να «αριστεύσει». Η αντίληψη για την μάθηση είναι αυτή της συσσώρευσης και απομνημόνευσης πληροφοριών και γνώσεων, αν κρίνουμε και από τον τρόπο που τα εργαστήρια δεξιοτήτων εφαρμόστηκαν την φετινή χρονιά.

Πέρα από την εξουθένωση και απογοήτευση των εκπαιδευτικών, την υποβάθμιση της διδασκαλίας και της μάθησης, το ΥΠΑΙΘ  έρχεται τώρα να θεσμοθετήσει την απλήρωτη εργασία. Αντί ανταλλάγματος μορίων συγκροτεί νέους ρόλους με την εισαγωγή των μεντόρων και των ενδοσχολικών συντονιστών ενώ ορίζει ότι η ανάληψη ενός ομίλου δεν θα προσμετράται στις διδακτικές ώρες αλλά θα μοριοδοτείται.

Χωρίς να μπούμε στην ουσία της συζήτησης για τους νέους θεσμούς, το γεγονός ότι το εκπαιδευτικό ωράριο ανταλλάσσεται με μόρια για την εξέλιξη των εκπαιδευτικών δημιουργεί εντάσεις μέσα στους συλλόγους διδασκόντων. Ξαναγυρνάμε στην εποχή του νόμου Διαμαντοπούλου όπου οι εκπαιδευτικοί προσπαθούσαν να μαζέψουν μόρια ενόψει της επικείμενης ατομικής τους αξιολόγησης και αναγκαστικά να ανταγωνιστούν (παρά να συνεργαστούν) με τους συναδέλφους τους. Πράγματι όμως καθιστούν αυτές οι πολιτικές το σχολείο ως ένα ευνοϊκό περιβάλλον εργασίας, ένα ευνοϊκό περιβάλλον μάθησης και ανάπτυξης;

Μιλώντας για αξιολόγηση, αλήθεια, γιατί δεν ανακοινώνονται τα στατιστικά της εξωτερικής αξιολόγησης των σχολείων; Μήπως η πλειοψηφία των σχολείων αξιολογήθηκε με άριστες βαθμολογίες και αποφεύγει η κυβέρνηση να ανακοινώσει το γεγονός αυτό; Αν τα σχολεία αξιολογήθηκαν υψηλά αυτό θα έπρεπε να αποτελέσει σημαία του ΥΠΑΙΘ και ευκαιρία να ανακληθεί η κυβερνητική δυσπιστία στους εκπαιδευτικούς. Αντί αυτού προωθείται συστηματικά μια αρθρογραφία που διατείνεται ότι οι Συντονιστές Εκπαιδευτικού Έργου που κλήθηκαν να αξιολογήσουν τα σχολεία μάλλον δεν τα γνώριζαν καλά και γι’ αυτό οι βαθμολογίες τους μπορεί να μην είναι αξιόπιστες.

Εν τω μεταξύ έχουν «φυσικοποιηθεί» παράδοξα στο χώρο της εκπαίδευσης, όπως τα εκατοντάδες κενά στελέχωσης ακόμα και τον Ιανουάριο και άρα οι χιλιάδες χαμένες διδακτικές ώρες, η απουσία επαρκούς στελέχωσης των σχολείων με εκπαιδευτικούς για παράλληλη στήριξη αλλά και άλλου προσωπικού παρά την αύξηση των αναγκών στα σχολεία, η κατάργηση της διδασκαλίας του σχεδίου στο Λύκειο ενώ αποτελεί πανελλαδικώς εξεταζόμενο μάθημα, η παγκόσμια πρωτοτυπία κατάργησης της διδασκαλίας των κοινωνικών επιστημών στο Λύκειο, η θεσμοθέτηση του «κόφτη» της Ελάχιστης Βάσης Εισαγωγής και των περιορισμένων επιλογών στα μηχανογραφικά των υποψηφίων στις πανελλαδικές, η συνεχής αύξηση της ύλης σε όλες τις βαθμίδες, η προσδοκία ενός επιπέδου γνώσεων και ικανοτήτων από τους υποψήφιους στις πανελλαδικές εξετάσεις πρωτοετούς ή δευτεροετούς φοιτητή/τριας, ο πρωτοφανής για τα δεδομένα των τελευταίων δεκαετιών ζήλος να κλείνουν όλο και πιο πολλά σχολεία στην επαρχία.

Η παρούσα κυβέρνηση, αποφασισμένη να απαξιώσει το δημόσιο σχολείο, επέβαλλε μέτρα πέρα από κάθε λογική, προκειμένου να δυσκολέψει το μέλλον των παιδιών και εν τέλει το μέλλον της κοινωνίας παρά τις τραγικές αλλαγές που υπέστη η χώρα μας τα τελευταία τρία χρόνια. Είναι σαφές ότι καθόλου δεν την ενδιαφέρει η αναβάθμιση της εκπαίδευσης και η ενδυνάμωση των εκπαιδευτικών, όπως ονομάτισε τον πρόσφατο εκπαιδευτικό νόμο. Ποσώς την ενδιαφέρει η υποστήριξη των μαθητών και των οικογενειών τους στις δύσκολες συνθήκες των πανδημιών και της οικονομικής κρίσης.  Διαφορετικά δεν θα επέλεγε την εφαρμογή νόμων και εγκυκλίων που αποδυναμώνουν την δημόσια εκπαίδευση, τις διαδικασίες και τα αποτελέσματά της.

Αν τα παραπάνω δεν ανατραπούν με νέες πολιτικές για την εκπαίδευση, η νέα σχολική χρονιά δεν θα είναι από μόνη της καλή, όσο και να το ευχόμαστε.

*Η Σοφία Αυγητίδου είναι καθηγήτρια στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης

tags: άρθρα

2024 © left.gr | στείλτε μας νεα, σχόλια ή παρατηρήσεις στο [email protected]
§ Όροι χρήσης για αναδημοσιεύσεις Αναφορά Δημιουργού-Μη Εμπορική Χρήση 3.0 Μη εισαγόμενο (CC BY-NC 3.0)