to top
  • βρείτε μας στο Twitter
  • βρείτε μας στο Facebook
  • βρείτε μας στο YouTube
  • στείλτε μας email
  • εγγραφείτε στο RSS feed
  • international version

Για ψώνια στο Καράκας

Δύο ρεπορτάζ της Le Monde diplomatique που φωτίζουν το ζήτημα του πληθωρισμού που βασανίζει τη βενεζουελάνικη οικονομία


της  Vigna Anne

Στη Βενεζουέλα, παραδόξως, όσο πιο ψηλά ανεβαίνεις στην κοινωνική ιεραρχία, τόσο πιο άδεια από είδη πρώτης ανάγκης είναι τα σούπερ μάρκετ στα οποία συνήθως ψωνίζεις.

 

Στάση Αλταμίρα, σε μια σικ συνοικία του Καράκας. Η Αλεχάνδρα μπαίνει στο τέταρτο κατά σειρά σουπερμάρκετ μέσα στην ίδια μέρα. Η μητέρα της την πήρε πριν από λίγο στο τηλέφωνο για να της πει « εκεί θα βρεις σίγουρα » χαρτί υγείας ! Πρόσθεσε, μάλιστα : « Αν βρεις καλαμποκάλευρο, πάρε όσο πιο πολύ μπορείς ». Ο σωρός με τα ρολά υγείας βρίσκεται όντως εκεί, εκτεθειμένος ωσάν τρόπαιο στο κέντρο του πρώτου ραφιού. Η τιμή του είναι τέσσερεις φορές πάνω από αυτή που θα έπρεπε να πληρώσει κανονικά για αυτό το προϊόν –όπως την ορίζει το κράτος. Το σουπερμάρκετ είναι μέσα στην παρανομία, αλλά, η Αλεχάνδρα δε δίνει σημασία. Γεμίζει ένα καρότσι με συσκευασίες των 12 ρολών, ρίχνει μια γρήγορη ματιά στο άδειο ράφι όπου θα έπρεπε να βρίσκεται το αλεύρι και κατευθύνεται προς το ταμείο.

Εκεί είναι και άλλοι πελάτες και όλοι κάνουν τις ίδιες αναλύσεις : « πληθωρισμός », « διανομή με δελτίο », « ανεντιμότητα ».

« Μα, πότε θα σταματήσει ο πληθωρισμός », φωνάζει ένας (σύμφωνα με την Κεντρική τράπεζα της χώρας, η άνοδος των τιμών ξεπέρασε το 20% μέσα στο 2012)[ [« Inflación en Venezuela cerró 2012 en 20,1% », Ultimas Noticias, Καράκας, 11-1-13.]] ;

« Όταν αλλάξει η κυβέρνηση », του απαντά η διπλανή του.

 « Θα αλλάξει όταν δεν θα υπάρχει πια τίποτα στα μαγαζιά. Κι αυτό δεν θα καθυστερήσει μάλλον ! », πετάγεται μια άλλη.

Ένα χαμόγελο σχηματίζεται στα πρόσωπα στο άκουσμα αυτών των λέξεων. Εδώ κανείς δεν δίνει την παραμικρή βάση στην επίσημη θέση της κυβέρνησης : οι επιχειρηματίες που ελέγχουν την αλυσίδα ανεφοδιασμού στα βασικά καταναλωτικά είδη (τα οποία στην πραγματικότητα είναι όλα εισαγόμενα), προκαλούν τεχνητές ελλείψεις στην αγορά για να υποδαυλίσουν τη λαϊκή οργή. Όχι : οι πελάτες που κουβεντιάζουν με την Αλεχάνδρα περιμένουν τη στιγμή που, ύστερα από 15 χρόνια τσαβισμού, η αντιπολίτευση θα πάρει την εξουσία. Η ταμίας, σιωπηλή, βλέπει να περνούν από μπροστά της τα ψώνια, ανάμεσά τους κάποια μπουκάλια ουίσκι ή σαμπάνιας (3.600 μπολίβαρ, ήτοι 421 ευρώ [1], όσο και το μηνιάτικό της). Όλο αυτό το διάστημα, οι πελάτες παραπονιούνται για τις διακοπές στην υδροτότηση ή στο ρεύμα, εξαιτίας των οποίων λειτουργούν με διακοπές οι οικιακές ηλεκτρικές συσκευές τους.

Στάση Πλάσα Βενεζουέλα, στο κέντρο του Καράκας, λίκνο της μεσαίας τάξης. Το Bicentenario, ιδιοκτησία του κράτους από το 2011, θυμίζει πιστό αντίγραφο εμπορικού κέντρου σε προάστιο του Παρισιού. Εδώ βρίσκει κανείς τα πάντα –ή σχεδόν τα πάντα : σαμπάνια δεν υπάρχει.

Όταν το επισκεφθήκαμε, τον Ιούνιο του 2013, τα ράφια ξεχείλιζαν από χαρτί τουαλέτας και οι ταμπέλες δεν έδειχναν ούτε λεπτό παραπάνω από την τιμή που ορίζει το κράτος : 51,56 μπολίβαρ η συσκευασία των 12 ρολών, δηλαδή 6 ευρώ. Οι πελάτες αγοράζουν δύο πακέτα το πολύ : κανένας δεν γεμίζει το καρότσι μέχρι πάνω... Μπαίνουμε στον πειρασμό να ρωτήσουμε κάποιον, « γιατί δεν πήρατε περισσότερα ; » Αντιδρά με εκνευρισμό : « Παλιά, όταν δεν είχαμε ούτε να φάμε, κανείς δε νοιαζόταν για μας. Τώρα, όλος ο κόσμος κλαίγεται γιατί τάχα μου υπάρχει έλλειψη στο χαρτί της τουαλέτας » ! Είναι όντως ελάχιστα τα άρθρα σχετικά με τη Βενεζουέλα στο διεθνή τύπο που να μην κάνουν λόγο για αυτό το θέμα.

« Είσαι καλά ; Έχεις να πληρώσεις ; »

Σταθμός Agua Salud, στο δυτικό, φτωχικό κομμάτι του Καράκας, κάτω από τη συνοικία 23 de Enero (23 Γενάρη), μια από τις μεγάλες λαϊκές γειτονιές της πρωτεύουσας. Μεγάλη ουρά έχει σχηματιστεί έξω από το Mercal, ένα από τα σουπερμάρκετ του δικτύου με επιδοτούμενα προϊόντα που ίδρυσε το κράτος το 2003. Όπως κάθε μήνα, η διανομή γίνεται σε τιμές εκτός ανταγωνισμού. Υπάρχουν Mercal διαφόρων μεγεθών σε ολόκληρη τη χώρα, από τον απλό πάγκο με τα φρούτα και τα λαχανικά μέχρι το μεσαίου μεγέθους σουπερμάρκετ. Τα μαγαζιά δεν κάνουν διαφημίσεις ούτε προσφορές. Ούτε υπάρχει τόση ποικιλία όση στα κλασικά σουπερμάρκετ : δεν υπάρχει αλκοόλ, ούτε πολλές μάρκες. Βρίσκεις όμως όλα τα είδη που οι τιμές τους είναι ελεγχόμενες, τόσο στον τομέα της διατροφής (δημητριακά, κρέας, γαλακτοκομικά, καφέ) όσο και της υγιεινής (οδοντόκρεμες, σαμπουάν, πάνες για μωρά, σαπούνι).

Στο Mercal της 23 de Enero, με 200 μπολίβαρ (23 ευρώ) οι γυναίκες –οι άντρες σπάνια κάνουν την εμφάνισή τους εδώ– γεμίζουν το καλάθι τους με κοτόπουλο, ρύζι, λάδι, γάλα και... έξι ρολά χαρτί τουαλέτας. Έρχονται για προμήθειες συνήθως μια φορά το μήνα, ενίοτε και δύο. Η Μίριαμ Μάουρα, υπεύθυνη του τομέα υγείας στη γειτονιά, διατρέχει την ουρά για να εντοπίσει τις οικογένειες που βρίσκονται σε δεινή κατάσταση. Ρωτά διακριτικά ορισμένους πελάτες ηλικιωμένους, αλλά και νεαρούς με παιδιά. « Τι κάνεις ; Έχεις να πληρώσεις ; Μπορείς να το πεις, μην ανησυχείς », λέει με τρόπο. Νεαρές μαμάδες τακτοποιούν το λογαριασμό με δελτία τροφίμων, τα οποία στη Βενεζουέλα δίνονται συμπληρωματικά σε μισθούς και συντάξεις και γίνονται δεκτά σε όλα τα σουπερμάρκετ.

Αυτές οι γυναίκες επομένως έχουν δουλειά ή έχει ο σύντροφός τους. « Είναι αδύνατο να πεθάνει κανείς σήμερα από πείνα. Ακόμα κι αν δεν έχετε λεφτά, θα μπορέσετε να φάτε », μας εξηγεί η κυρία Μάουρα. Έχουν ήδη ετοιμαστεί καλάθια για όσους δεν μπορούν να πληρώσουν. Είναι δωρεάν και παραδίδονται κατόπιν συνεννόησης με κοινωνικές λειτουργούς.

Η Αλεχάνδρα, με το καρότσι γεμάτο χαρτιά υγείας, μπαίνει σε ένα 4Χ4 και συνεχίζει να τα βλέπει όλα μαύρα. Αυτό που την απασχολεί τώρα είναι το θέατρο. « Από τότε που ήρθε ο Τσάβες », μας εξηγεί, το Θεατρικό Φεστιβάλ του Καράκας έχει χαθεί, η καλλιτεχνική και πολιτιστική σκηνή έχει υποβαθμιστεί και η ίδια δεν καταφέρνει να βρει ξένα βιβλία. « Όπως στην Κούβα », καταλήγει με πικρία.

« Τον έχω μπουχτίσει τον σοσιαλισμό » !

Κι όμως, λίγα μόλις μέτρα από το Καφέ Βενεζουέλα, εύκολα βρίσκει κανείς το Βιβλιοπωλείο του Νότου, μέλος του δικτύου βιβλιοπωλείων που ίδρυσε το κράτος. Μεγάλοι κλασικοί της λατινοαμερικάνικης λογοτεχνίας, ποίηση, θέατρο, πολιτικά δοκίμια... Ένας σωρός έργα διατίθενται για λίγα μπολίβαρ, στην τιμή δηλαδή ενός καφέ. « Λένε πάντα ότι εδώ έχουμε τη φτηνότερη βενζίνη στον κόσμο, ξεχνούν όμως να πουν ότι έχουμε και τα φτηνότερα βιβλία », παρατηρεί ένας από τους πωλητές. Ναι, αλλά, τι γίνεται με τα ξένα βιβλία ; « Η αλήθεια είναι ότι οι ξένες εκδόσεις κοστίζουν ακριβά, γι’ αυτό και είναι δυσεύρετες ». Όσο για τις πολιτιστικές δραστηριότητες, θέατρα, σινεμά και συναυλίες κοστίζουν όσο δύο καφέδες, ενώ όλα τα μουσεία είναι δωρεάν. Και το Φεστιβάλ Θεάτρου λογοκρίθηκε ; Σύμφωνα με τις πληροφορίες που πήραμε, ο χώρος που το διοργάνωνε απαλλοτριώθηκε προκειμένου να εγκατασταθεί το Πειραματικό Πανεπιστήμιο Τεχνών. Το φεστιβάλ επανήλθε μέσω ενός ιδιωτικού ιδρύματος και παραμένει ελιτίστικο στις τιμές του.

« Οι γονείς μου δεν με καταλαβαίνουν, αλλά εγώ τον έχω μπουχτίσει τον σοσιαλισμό ! », λέει με θυμό ο Λουίς, ένας νέος 23 χρόνων. « Δεν μπορείς να πληρώσεις τίποτα σε αυτή τη χώρα, υπάρχουν πάρα πολλοί περιορισμοί, όλα είναι πανάκριβα ». Όπως φαίνεται, η κατάσταση δεν βολεύει τους πάντες. Μεταξύ των νέων, οι οποίοι έχουν στην κατοχή τους κινητά σε ποσοστό 95% [2], η « ελευθερία του καταναλώνειν » αποτελεί πολύ συχνά προτεραιότητα, ιδίως στους κόλπους της μεσαίας τάξης. Ο Λουίς μαζί με τους φίλους του πρόσφατα « δουλέψαμε την κυβέρνηση », δηλώνει με υπερηφάνεια. Με αφορμή ένα ταξίδι στον Παναμά, αγόρασαν συνάλλαγμα από το κράτος -« 3.000 δολάρια ο καθένας, καλή μπάζα » - και το μόνο που είδαν στον Παναμά ήταν τα εμπορικά κέντρα, με σκοπό να αγοράσουν ηλεκτρονικά είδη : « Δολάρια μπορούμε να πάρουμε μόνο μια φορά το χρόνο. Θα ξαναρχίσουμε του χρόνου, κάναμε καλή δουλειά ».

« Τώρα πια, ταξιδεύει και η μεσαία τάξη, όχι απαραίτητα μόνο η ανώτερη. Παλιά, δεν μπορούσε να το κάνει », λέει ο Αντόνιο, ο οποίος έχει ζήσει στη Γαλλία κι έχει δύο παιδιά με Γαλλίδα. « Η ζωή εδώ είναι πολύ διαφορετική από την εικόνα που προβάλλουν για τη χώρα ». Αυτός είναι δημοσιογράφος, η γυναίκα του καθηγήτρια πανεπιστημίου. Παρά τους χαμηλούς μισθούς τους, η ζωή τους είναι ευκολότερη συγκριτικά με τη Γαλλία. « Κερδίζω 6.000 μπολίβαρ (700 ευρώ), αλλά παίρνω άλλα 1.000 μπολίβαρ για την υγεία και 1.200 για τη διατροφή, ιδιωτική ασφάλιση και βοήθημα για τον παιδικό σταθμό. Η γυναίκα μου βγάζει 4.000 μπολίβαρ (468 ευρώ), αλλά παίρνει και άλλα 500 για κάθε παιδί συν διάφορα κοινωνικά επιδόματα. Για τα παιδιά, είτε μιλάμε για γέννα, είτε για παιδικό σταθμό, σχολείο ή υγεία, δεν έχουμε πληρώσει τίποτα ».

Στη Βενεζουέλα, ο βασικός μισθός παραμένει χαμηλός : 2700 μπολίβαρ (316 ευρώ), συν άλλα 1.600 μπολίβαρ για δελτία τροφίμων. Όμως, τα ενοίκια στο Καράκας κυμαίνονται κατά μέσο όρο μεταξύ 1.500 και 2.000 μπολίβαρ. Μαζί με τα δελτία τροφίμων, ένας ειδικευμένος εργάτης κερδίζει περίπου 6.000 μπολίβαρ, ένας δάσκαλος 5.200. Στις λαϊκές συνοικίες, οι άνθρωποι δεν δυσανασχετούν όταν τους ρωτάς τι μισθό παίρνουν. Στη γειτονιά της Αλεχάνδρα, πολλές φορές αρνούνται να μιλήσουν. Αλλά « ο μισθός δεν είναι το πιο σημαντικό », όπως παρατηρεί ένας εργάτης στην εταιρεία Kraft Food. « Η πρόσβαση στην υγεία και στην παιδεία, το γεγονός ότι μπορούμε να οργανωνόμαστε στο εργοστάσιο ή στη γειτονιά μας για να βελτιώσουμε την καθημερινότητά μας, όλα αυτά είναι που μας κάνουν να νιώθουμε καλά σε αυτή τη χώρα ».

Δηλαδή, δεν είναι όλοι στη Βενεζουέλα τόσο δυστυχισμένοι όσο η Αλεχάνδρα ; Η τελευταία « Παγκόσμια έκθεση για την ευτυχία » [3] του πανεπιστημίου Κολούμπια, όσο και αν επιδέχεται κριτικής, προσφέρει κάποιες απαντήσεις : τοποθετεί τη Βενεζουέλα στη 19η θέση επί συνόλου 150 χωρών. Πίσω από την Κόστα Ρίκα (12η στη σειρά και πρώτη στην αμερικανική ήπειρο), μπροστά όμως από το Μεξικό (24ο), τη Βραζιλία (25η), την Αργεντινή (39η)... και τη Γαλλία (23η).

Notes

[1] όλες οι μετατροπές γίνονται με βάση την επίσημη συναλλαγματική ισοτιμία

[2] Xavier Bringué Sala, Charo Sádaba Chalezquer και Jorge Tolsá Caballero, La Generación Interactiva en Iberoamérica 2010. Niños y adolescentes ante las pantallas, Fundación Telefónica, coll. « Generaciones Interactivas », Mαδρίτη, 2011.

[3] John Helliwell, Richard Layard και Jeffrey Sachs, « World Happiness Report », Πανεπιστήμιο Columbia, Nέα Υόρκη, 2012.

-----------------------------------------------------------------------------------------------

Ο πληθωρισμός και η φτώχεια πνίγουν τη χώρα στο πετρέλαιό της

του Wilpert Gregory

Τον περασμένο Σεπτέμβριο, η Βενεζουέλα πλήρωσε ένα μέρος των εισαγόμενων τροφίμων με κρατικά ομόλογα. Δείγμα ανησυχητικό για ενδεχόμενη έλλειψη συναλλάγματος. Είναι γεγονός ότι η κυβέρνηση έχει κάνει απανωτούς εσφαλμένους χειρισμούς. Η χώρα, πάντως, η οποία διαθέτει από τα σημαντικότερα αποθέματα πετρελαίου στον κόσμο, παράλληλα υποφέρει εξαιτίας του πλούτου της : ένα σημαντικό εισόδημα βγαίνει από τα σύνορά της χωρίς να μπολιάζει την οικονομία της.

 

Κάτι δεν πάει καλά, είναι ολοφάνερο. Ατελείωτες ουρές στην είσοδο των καταστημάτων που πουλούν είδη βασικής ανάγκης, όπως γάλα, αλεύρι, λάδι ή χαρτί υγείας. Η παραοικονομία ανθίζει, οι πλανόδιοι πωλητές προσφέρουν τα ίδια αγαθά σε απαγορευτικές τιμές. Μπορεί οι Βενεζουελάνοι να πάσχουν εδώ και πολύ καιρό από συγκεκριμένες ελλείψεις, ωστόσο η επιδείνωση του κακού από τις αρχές του χρόνου κατέλαβε τους πάντες εξ απήνης. Πλήττει πια τόσο μεγάλο μέρος του πληθυσμού, ώστε να προστίθεται στα δομικά προβλήματα που προκαλούν διακοπές στην ύδρευση και στην ηλεκτροδότηση. Όσοι μπορούν, γεμίζουν τις μπανιέρες τους για να έχουν απόθεμα νερού και όλοι παρακαλούν να μη χάσουν ό,τι έχουν στο ψυγείο τους.

Τις τελευταίες εβδομάδες, η κυβέρνηση ανακοινώνει κάθε μέρα ή σχεδόν κάθε μέρα νέα μέτρα, με τα οποία υπόσχεται ότι θα πατάξει τον πληθωρισμό και τις ελλείψεις. Η αιτία των δυσκολιών, καθώς και το ποια θα πρέπει να είναι η απάντηση, γίνονται αντικείμενο ένθερμων αντιπαραθέσεων. Ενώ η μπολιβαριανή κυβέρνηση καταγγέλλει ένα οικονομικό σαμποτάζ ενορχηστρωμένο από την αντιπολίτευση, τους επιχειρηματικούς κύκλους και την αμερικανική κυβέρνηση, η δεξιά στοχοποιεί την αμέλεια του προέδρου Νικολάς Μαδούρο και του επιτελείου του. Η διαμάχη, ωστόσο, ίσα που αγγίζει την καρδιά του προβλήματος, το οποίο συνοψίζεται στο ερώτημα με ποιον τρόπο θα έπρεπε η Βενεζουέλα, μια από τις σημαντικότερες πετρελαιοπαραγωγούς χώρες στον πλανήτη, να διαχειριστεί τον πλούτο που αποκομίζει από τους φυσικούς της πόρους.

Πριν από την άφιξη του Ούγο Τσάβες στην εξουσία, το 1999, από τα τεράστια έσοδα που προέρχονταν από το μαύρο χρυσό ωφελούνταν μόνο οι πετρελαϊκές εταιρείες. Ο Τσάβες, από τη στιγμή που εξελέγη, αντέστρεψε αυτή την πολιτική, αφ’ ενός δίνοντας επίμονο αγώνα στους κόλπους του Οργανισμού Εξαγωγών Πετρελαιοπαραγών Χωρών (ΟΠΕΚ) για να αυξηθεί η τιμή του πετρελαίου, αφ’ ετέρου αναγκάζοντας τις ιδιωτικές εταιρείες που το εκμεταλλεύονταν να πληρώσουν την οφειλή τους στο κοινωνικό σύνολο. Ενώ στο παρελθόν η βιομηχανία των υδρογονανθράκων στη Βενεζουέλα κατέβαλλε μόνο το 30% των κερδών της στα δημόσια ταμεία, το ποσοστό συμμετοχής της σκαρφάλωσε στο 70% μέσα στα χρόνια που ακολούθησαν.

Αφότου ο κρατικός κορβανάς άρχισε να γεμίζει με πετροδολάρια και η αντιπολίτευση απέτυχε, το 2003, να μπλοκάρει την εξαγωγή πετρελαίου, στοχεύοντας με αυτόν τον τρόπο στην ανατροπή του Τσάβες, το ερώτημα ποιον θα πρέπει να υπηρετεί όλο αυτό το χρήμα και ποια νομισματική πολιτική είναι η καταλληλότερη, έχει γίνει ένα κρίσιμο διακύβευμα για το μέλλον της μπολιβαριανής επανάστασης. Η κυβέρνηση θα έπρεπε να βάλει τα κεφάλαια στην άκρη για ώρα ανάγκης, όπως η Νορβηγία, να τα επενδύσει σε μεγάλα, επιβλητικά έργα υποδομής στα πρότυπα του Κατάρ ή μήπως, να τα διοχετεύσει σε κοινωνικά προγράμματα και στην καταπολέμηση της φτώχειας ; Η νεοσύστατη μπολιβαριανή δημοκρατία επέλεξε την τρίτη λύση, συνδυάζοντάς τη με μια πολιτική ελέγχου στην αγορά συναλλάγματος, ούτως ώστε να φρενάρει την εκροή κεφαλαίων, κάτι που αποτέλεσε μείζονα πρόκληση για την κυβέρνηση μετά την αποτυχημένη απόπειρα πραξικοπήματος της αντιπολίτευσης, το 2002.

Σε συνδυασμό με τη δημογραφική αύξηση, η πολιτική αυτή επέτρεψε στους Βενεζουελάνους να καταναλώνουν κατά 50% περισσότερες θερμίδες σε σχέση με το 1998, μειώνοντας παράλληλα τις ανισότητες με ταχύτερους ρυθμούς από οπουδήποτε αλλού στην περιοχή. Ωστόσο, η ανακατανομή του εισοδήματος από το πετρέλαιο προς τους φτωχούς παρουσίαζε αναμφίβολα και τον κίνδυνο του πληθωρισμού, καθώς, αν ντοπάρεις την εσωτερική κατανάλωση πιο γρήγορα από όσο αυξάνεις την παραγωγή, προκαλείς αυτόματα και άνοδο των τιμών.

Είχαν πάντως περάσει ήδη 20 χρόνια από τότε που η Βενεζουέλα υπέφερε από τον πυρετό των τιμών, εκείνη τη « μαύρη Παρασκευή » στις 18 Φεβρουαρίου του 1983, όταν η χώρα προχώρησε σε απότομη υποτίμηση του νομίσματός της. Κατά τη δεκαετία που προηγήθηκε της εκλογής του Τσάβες και επί δύο διαφορετικών προέδρων, ο πληθωρισμός έφτανε κατά μέσο όρο το 52% το χρόνο. Μια από τις πρώτες δουλειές του προέδρου Τσάβες ήταν να περιορίσει την αστάθεια. Με μέσο ποσοστό της τάξης του 22% μεταξύ 1999 και 2012, ο στόχος επετεύχθη εν μέρει. Η νηνεμία όμως δεν συνεχίστηκε και μετά το θάνατο του Τσάβες, τον περασμένο Μάρτιο. Ο πληθωρισμός ανέβηκε και φέτος στα ύψη, για να φτάσει στο 49% τον Σεπτέμβριο.

Λαθρεμπόριο και φυγή κεφαλαίων

Τη δεύτερη πρόκληση για την οικονομία αποτελεί το αποκαρδιωτικό φαινόμενο της έλλειψης αποθεμάτων, για τα οποία ακόμα και η Κεντρική Τράπεζα της Βενεζουέλας (BCV) κατέγραψε σχεδόν διπλασιασμό μέσα σε ένα χρόνο. Με βάση τα λεγόμενα της σοσιαλιστικής κυβέρνησης, η εγχώρια αστική τάξη ενορχηστρώνει το σαμποτάζ στις αλυσίδες ανεφοδιασμού και την κερδοσκοπία στη μαύρη αγορά, με στόχο να δυναμιτίσει την κυβερνητική πολιτική. Ο πρόεδρος Μαδούρο επανέλαβε αυτές τις κατηγορίες στις 8 του περασμένου Οκτώβρη, σε ομιλία του ενώπιον της Εθνοσυνέλευσης : « Η οικονομία της Βενεζουέλας διέρχεται από μια κρίσιμη καμπή, στην οποία ο παραγωγικός μηχανισμός της χώρας δέχεται βαρύτατο πλήγμα από την κερδοσκοπία, τα μονοπώλια, το λαθρεμπόριο και τη μαύρη αγορά του συναλλάγματος » [1].

Ο αρχηγός του κράτους παρομοιάζει τις σημερινές δυσκολίες της Βενεζουέλας με εκείνες που γνώρισε η Χιλή πριν από το πραξικόπημα του Αουγούστο Πινοτσέτ, όταν ο ιδιωτικός τομέας, με τη βοήθεια της CIA, προκαλούσε τεχνητές ελλείψεις στα αγαθά για να αποδυναμώσει τον πρόεδρο Σαλβαδόρ Αλιέντε. Η δε αντιπολίτευση αποδίδει τις ανωμαλίες στους κακούς κυβερνητικούς χειρισμούς. Δεν αποκλείεται και οι δύο πλευρές να έχουν δίκιο… Η κυβέρνηση άφησε όντως ελεύθερο το πεδίο στους επιχειρηματικούς κύκλους για να προσφεύγουν στα κόλπα για τα οποία σήμερα τους κατηγορεί. Τώρα, αν η παράνομη διακίνηση, το λαθρεμπόριο και η φυγή κεφαλαίων αποδεικνύονται περισσότερο εύκολα και επικερδή από τις νόμιμες επενδύσεις στην παραγωγή και τη διανομή, τότε η πολιτική του κράτους κάπου έχει αποτύχει.

Το στοίχημα της οικοδόμησης τους σοσιαλισμού σε μια μόνο χώρα, όταν παντού τριγύρω κυριαρχεί ο καπιταλισμός, δεν ευνοεί τα σχέδια του μπολιβαριανού καθεστώτος. Τόσο η Χιλή στις αρχές της δεκαετίας του 1970, όσο και η Νικαράγουα τη δεκαετία του 1980 προσέκρουσαν στο ίδιο εμπόδιο. Και στις δύο χώρες, όπως και στη Βενεζουέλα, η πολιτική βούληση για υπέρβαση των νόμων του καπιταλισμού προκάλεσε μαζική εκροή κεφαλαίων, επιφέροντας μια αστάθεια μπροστά στην οποία οι κυβερνώντες βρέθηκαν απροετοίμαστοι. Ο έλεγχος των τιμών και των συναλλαγματικών ισοτιμιών επιτρέπει βέβαια, μέσα σε κάποια πλαίσια, να αναχαιτιστεί αυτή η αντεπίθεση, δημιουργεί όμως άλλα μείζονα προβλήματα, όπως η έλλειψη αγαθών.

Το γεγονός ότι η Βενεζουέλα κατόρθωσε για πολύ καιρό να περιορίσει τις ζημιές, οφείλεται στο πετρελαϊκό της οπλοστάσιο που της προσδίδει σημαντικό εμπορικό και νομισματικό πλεονέκτημα. Αυτό όμως δεν αρκεί για να εγγυηθεί τη σταθερότητα του νομίσματος, στο βαθμό που ο ιδιωτικός τομέας, η επιρροή του οποίου παραμένει ιδιαίτερα μεγάλη στην οικονομία της χώρας, συγκεντρώνει στα χέρια του σημαντικό τμήμα του πετρελαϊκού πλούτου. Έχει επομένως στη διάθεσή του τεράστιους όγκους κεφαλαίων, που η μόνη του επιδίωξη είναι να τα εξαγάγει από τη χώρα μόλις βρει αλλού πιο πρόσφορο μέρος.

Επί Μαδούρο, όπως και επί Τσάβες, ο βασικός μηχανισμός προστασίας του εθνικού νομίσματος παραμένει η Επιτροπή Διαχείρισης Συναλλάγματος (Cadivi), η οποία ορίζει τις προϋποθέσεις κάτω από τις οποίες οι Βενεζουελάνοι μπορούν να ανταλλάσσουν ένα νόμιμο ποσοστό των μπολίβαρ τους με δολάρια. Αυτό επιτρέπεται μόνο για πολύ συγκεκριμένες περιπτώσεις, όπως για την εισαγωγή προϊόντων που δεν διατίθενται στην εγχώρια αγορά, τη βοήθεια προς συγγενείς που ζουν στο εξωτερικό ή ακόμα και για ορισμένες αγορές στο διαδίκτυο. Όσο η κυβέρνηση επιτρέπει μια σχετικά χαλαρή πρόσβαση σε ξένα νομίσματα, το ποσοστό των συναλλαγματικών ισοτιμιών στη μαύρη αγορά και ο πληθωρισμός παραμένουν σε ανεκτά όρια. Όμως, η Βενεζουέλα εισάγει το 70% των προϊόντων που καταναλώνει. Προσπαθεί, επομένως, να διατηρήσει μια συναλλαγματική ισοτιμία που να ευνοεί το δικό της νόμισμα, ούτως ώστε οι τιμές των εισαγόμενων προϊόντων στις βιτρίνες να μην εκτοξεύονται στα ύψη.

Όμως, η συγκεκριμένη πολιτική αποτελεί πηγή διαφόρων στρεβλώσεων. Με το πέρασμα του χρόνου, μεγαλώνει το χάσμα ανάμεσα στην πραγματική τιμή του μπολίβαρ, στο οποίο ο πληθωρισμός, έστω και ελεγχόμενος, επιφέρει αυτόματη υποτίμηση στην εσωτερική αγορά, παραμένοντας ωστόσο την ίδια στιγμή ισχυρό στην αγορά συναλλάγματος. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να τιμωρούνται οι βιομηχανίες της Βενεζουέλας, αφού το κόστος των προϊόντων τους αυξάνεται ταχύτερα από το κόστος των εισαγόμενων ειδών. Κατά συνέπεια, οι ντόπιοι παραγωγοί συνθλίβονται από τον ανταγωνισμό. Γι’ αυτό η κυβέρνηση αποφάσισε να περιορίσει τις εισαγωγές μόνο στα είδη που κατασκευάζονται στο εξωτερικό. Αλλά, ο περιορισμός αυτός αποδεικνύεται συχνά ανεφάρμοστος, αφού τα βασικά είδη διατροφής, για παράδειγμα, ναι μεν παράγονται στην πλειονότητά τους στη Βενεζουέλα, όχι όμως σε ποσότητες αρκετές ώστε να καλύπτουν τη ζήτηση.

Η άλλη ατυχής συνέπεια του συναλλαγματικού ελέγχου είναι ότι δημιουργείται ένα αγεφύρωτο χάσμα ανάμεσα στην επίσημη συναλλαγματική ισοτιμία και σε εκείνη που ισχύει στη μαύρη αγορά. Η πρόσβαση στα κυβερνητικά γραφεία συναλλαγών εξελίσσεται σε ένα ολοένα και πιο ζηλευτό και περιζήτητο προνόμιο. Ένα έτος σπουδών σε ιδιωτικό πανεπιστήμιο των ΗΠΑ, για παράδειγμα, κόστιζε 46.000 μπολίβαρ στις αρχές του 2010, δηλαδή 10.000 δολάρια. Σήμερα, το κόστος παραμένει το ίδιο, παρόλο που από τεχνική άποψη το μπολίβαρ στο μεταξύ έχει χάσει το 50% της αξίας του εντός Βενεζουέλας. Μέσα σε τρία χρόνια, το κόστος ενός έτους πανεπιστημιακών σπουδών έχει πέσει στο μισό.

Κυβερνητική αδεξιότητα

Εν ολίγοις, ο έλεγχος των συναλλαγματικών ισοτιμιών έγινε πλεονέκτημα ιδίως για τα πιο εύπορα στρώματα του πληθυσμού, αφού η αγορά δολαρίων απευθύνεται σε εκείνους που έχουν τη δυνατότητα να ταξιδεύουν, να στέλνουν χρήματα σε συγγενείς ή να χρηματοδοτούν σπουδές στο εξωτερικό. Αυτά τα τρία κίνητρα αφορούν σχεδόν το 20% των αγορών που πραγματοποιήθηκαν με συνάλλαγμα μέσα στο 2012, στα πλαίσια της Cadivi, δηλαδή 5,8 εκατομμύρια δολάρια. Πράγμα που σημαίνει ότι η Βενεζουέλα είναι πλέον η μόνη χώρα στη Λατινική Αμερική όπου η αποστολή χρήματος γίνεται από Νότο προς Βορρά αντί για το αντίστροφο. Μεταξύ 2011 και 2013, ο αριθμός των Βενεζουελάνων που ταξιδεύουν στο εξωτερικό διπλασιάστηκε. Οι περισσότεροι πάντως επιστρέφουν χωρίς να έχουν ξοδέψει τα περισσότερα δολάριά τους, τα οποία κρατούν για να τα ανταλλάξουν με μπολίβαρ στη μαύρη αγορά...

Η κυβέρνηση επιχειρεί να χτυπήσει τη μαύρη αγορά, αλλά, οι προσπάθειές της έως τώρα έχουν αποβεί μάλλον άκαρπες. Κατ’ αρχήν, δεν είναι δυνατό να πραγματοποιήσεις μεταφορά χρημάτων στο εξωτερικό χωρίς άδεια. Αλλά, το να υπερπηδήσεις το εμπόδιο αυτό είναι παιχνιδάκι. Αρκεί να απευθυνθείς σε κάποιο μεσάζοντα που να έχει λογαριασμό κι εδώ κι εκεί. Μόλις τα χρήματα κατατεθούν στο λογαριασμό του στη Βενεζουέλα, αυτός θα αποδεσμεύσει το αντίστοιχο ποσό στο λογαριασμό του στις ΗΠΑ, αφαιρώντας την προμήθειά του και τα κέρδη που βγάζει από τη συναλλαγματική ισοτιμία στη μαύρη αγορά. Δύσκολο για το κράτος να θέσει περιορισμούς σε μια τόσο θολή διακίνηση.

Οι στρεβλές συνέπειες του ελέγχου στο συνάλλαγμα επιδεινώθηκαν κι άλλο από τις αρχές του 2013. Ο πρώτος λόγος, προφανώς, είναι η συντονισμένη πρωτοβουλία επιχειρηματικών κύκλων που πρόσκεινται στην αντιπολίτευση, με στόχο να ενταθούν οι οικονομικές δυσκολίες της χώρας, δράττοντας τις ευκαιρίες που ανοίχτηκαν με την απουσία του Τσάβες κατά τη διάρκεια της ασθένειάς του και εν συνεχεία με το θάνατό του. Σε πολλές περιπτώσεις κατά τη διάρκεια της χρονιάς, οι αρχές ανακάλυψαν αποθήκες γεμάτες μέχρι πάνω με μαγειρικά λάδια και άλλα βασικά είδη διατροφής, τα οποία ήταν φανερό ότι είχαν αποσυρθεί κρυφά από την κυκλοφορία, προκειμένου να επιδεινωθούν οι ελλείψεις.

Εδώ πρέπει να προστεθεί και η αδεξιότητα του καθεστώτος : τη στιγμή που το κράτος μείωνε την επίσημη συναλλαγματική ισοτιμία του μπολίβαρ κατά 32%, κατάργησε παράλληλα το δευτερεύον σύστημα συναλλαγών του, το λεγόμενο σύστημα συναλλαγών για κεφάλαια σε ξένο νόμισμα (Sitme). Η ταυτόχρονη επιβολή των δύο μέτρων, τα οποία ανακοινώθηκαν ένα μήνα πριν από το θάνατο του Τσάβες, είχε καταστρεπτικά αποτελέσματα στην οικονομία, βάζοντας φωτιά στον πληθωρισμό, που ανέβηκε κατά 2,8% από τον επόμενο μήνα.

Με τον καιρό, οι Βενεζουελάνοι έμαθαν να ζουν και καλά και κακά με αυτά τα σκαμπανεβάσματα. Οι αποταμιευτές που νοιάζονται να διαφυλάξουν τις οικονομίες τους από τη διαρκή υποτίμηση του νομίσματός τους, πραγματοποιούν μελετημένες επενδύσεις. Ανάλογα με το μέγεθος της περιουσίας τους, οι πιο ευκατάστατοι επενδύουν κατά σειρά στα ακίνητα, στα αυτοκίνητα και στο χρηματιστήριο (το πιο αποδοτικό στον κόσμο, με αύξηση 165% ανάμεσα στον Ιανουάριο και τον Οκτώβριο του 2013), ένας λόγος για τον οποίο αυτές οι τρεις αγορές, από την καθιέρωση του ελέγχου στην αγορά συναλλάγματος, από το 2003 και μετά, επεκτάθηκαν με ρυθμό πολύ ταχύτερο από τον αντίστοιχο του πληθωρισμού.

Το δολάριο πάντως διατηρεί το ρόλο του ως ασφαλές καταφύγιο. Όταν ο πληθωρισμός ξεκίνησε την ξέφρενη πορεία του ώσπου να φτάσει στο 61% το Μάιο, πολλοί Βενεζουελάνοι το έριξαν στα δελτία της μαύρης αγοράς, αναθερμαίνοντας την παράνομη αγορά συναλλάγματος. Δεδομένου ότι το δολάριο αποτελεί τη βάση για τον υπολογισμό των τιμών στα περισσότερα προϊόντα που διατίθενται στο εμπόριο, η ξέφρενη ζήτηση είχε ως αποτέλεσμα να βάλει φωτιά στον πληθωρισμό και κατά συνέπεια να αυξήσει ακόμα περισσότερο την ανάγκη για δολάρια. Επομένως, η οικονομία της Βενεζουέλας είναι παγιδευμένη στο φαύλο κύκλο μιας σπάνιας καταστροφικής δύναμης.

Το όλο και μεγαλύτερο χάσμα ανάμεσα στην επίσημη συναλλαγματική ισοτιμία και στο αντίκρισμά της στην πιάτσα προκαλεί μεγάλη ζημιά στην κοινωνία. Δεν είναι σπάνιο, προϊόντα που επιδοτούνται από το κράτος (κυρίως τα τρόφιμα) να καταλήγουν λαθραία στις γειτονικές χώρες. Οι κάτοικοι των συνοριακών περιοχών βλέπουν συχνά να παρελαύνουν φορτηγά γεμάτα γάλα, λάδι ή ρύζι, τα οποία θα ξεφορτώσουν την πραμάτεια τους στην Κολομβία, στη Βραζιλία ή στη Γουιάνα. Οι τελωνειακοί κάνουν τα στραβά μάτια. Η διαφορά ανάμεσα στην τιμή των τροφίμων στη Βενεζουέλα και στην τιμή στην οποία παζαρεύονται στην άλλη πλευρά των συνόρων, είναι μεγάλη κι επιτρέπει στους λαθρέμπορους να « εξασφαλίζουν » την εύνοια των υπαλλήλων. Τώρα, αν διπλασιάζονται οι ελλείψεις στο εσωτερικό της χώρας, τόσο το χειρότερο.

Το αποτέλεσμα είναι το σύστημα ελέγχου των συναλλαγών, εργαλείο μιας εθνικά κυρίαρχης και αντικαπιταλιστικής πολιτικής, να λειτουργεί υπέρ των πλουσιότερων Βενεζουελάνων. Οι προνομιούχοι που έχουν πρόσβαση στην επίσημη αγορά συναλλάγματος βάζουν στην τσέπη τους εξωφρενικά κέρδη, καθώς αποκτούν εμπορεύματα με βάση τη νόμιμη ισοτιμία για να τα πουλήσουν κατόπιν σε αστρονομικές τιμές στη μαύρη αγορά. Στη μπολιβαριανή δημοκρατία, τα ποσοστά κέρδους από 100% έως 500% αποτελούν καθημερινό φαινόμενο.

Η κυβέρνηση σωστά κατάλαβε ότι δεν μπορούσε να παραμείνει άλλο αδρανής. Στις 8 Οκτωβρίου, ο Μαδούρο ζήτησε από την ΕΘνοσυνέλευση την άδεια να κυβερνήσει με διατάγματα, έτσι ώστε όχι μόνο να καταπολεμήσει τη διαφθορά, αλλά και να ανορθώσει την οικονομία [2]. Λίγο μετά, ο Ραφαέλ Ραμίρες, πρόεδρος της κρατικής εταιρείας Petroleos de Venezuela (PDSA) και αντιπρόεδρος της δημοκρατίας, αρμόδιος για οικονομικά ζητήματα, εξήγγειλε το λανσάρισμα ενός νέου « δημοπρατικού » συστήματος συναλλαγών, ανοίγοντας την πρόσβαση σε 100 εκατομμύρια δολάρια την εβδομάδα. Το καθεστώς αυτό, το οποίο προορίζεται να αντικαταστήσει το παλιό Sitme, ήδη εγείρει τις επικρίσεις πολλών οικονομολόγων, οι οποίοι το βρίσκουν υπερβολικά άτολμο για να ικανοποιήσει τη ζήτηση και να εξαρθρώσει τη μαύρη αγορά.

Η μόνη λύση για να σταματήσει η εξανέμιση των κεφαλαίων θα ήταν σίγουρα να επανεδραιωθεί ο έλεγχος του κράτους επί της οικονομίας, παραδείγματος χάριν μέσω μιας συνολικής εθνικοποίησης του τραπεζικού τομέα ή ενός αυστηρότερου ελέγχου στις εισαγωγές. Είναι πολλοί οι πιστοί στον Τσάβες, όπως οι πρώην υπουργοί Οικονομίας Βίκτορ Άλβαρες και Φελίπε Πέρες ή και το Κομμουνιστικό Κόμμα της Βενεζουέλας, οι οποίοι τάσσονται υπέρ ενός τέτοιου αναπροσανατολισμού. Ωστόσο, η κυβέρνηση Μαδούρο δείχνει μάλλον να ακολουθεί την οδό των ελιγμών (τα βασικά ηγετικά στελέχη του στρατού δεν έχουν εκφραστεί δημόσια).

Η εξαιρετικά δύσκολη κατάσταση στη Βενεζουέλα οφείλεται στο ότι είναι μια μεγάλη πετρελαιοπαραγωγός χώρα και ταυτόχρονα αποφασισμένη να εγκαθιδρύσει ένα μη καπιταλιστικό σύστημα. Τα έσοδα από το πετρέλαιο δεν αλλάζουν τίποτα στο γεγονός ότι η οικοδόμηση μιας σοσιαλιστικής νησίδας μέσα σε ένα ωκεανό φιλελευθερισμού επιφέρει αυτόματα επιδημία φυγής κεφαλαίων. Το μάννα του πετρελαίου όσο γρήγορα μπαίνει στη χώρα, άλλο τόσο γρήγορα φεύγει, αφήνοντας πίσω του ένα κόσμο εξουθενωμένο από τον πληθωρισμό, τις ελλείψεις και την αστάθεια.

Notes

[1] El Universal, Caracas, 10 Οκτωβρίου 2013.

[2] (ΣτΜ) Στις 19 Νοεμβρίου, η Βουλή της Βενεζουέλας έδωσε έκτακτες εξουσίες στον πρόεδρο Νικολάς Μαδούρο, με στόχο την αντιμετώπιση του « οικονομικού πολέμου ».

 
Μετάφραση: Κορίνα Βασιλοπούλου

2024 © left.gr | στείλτε μας νεα, σχόλια ή παρατηρήσεις στο [email protected]
§ Όροι χρήσης για αναδημοσιεύσεις Αναφορά Δημιουργού-Μη Εμπορική Χρήση 3.0 Μη εισαγόμενο (CC BY-NC 3.0)