to top
  • βρείτε μας στο Twitter
  • βρείτε μας στο Facebook
  • βρείτε μας στο YouTube
  • στείλτε μας email
  • εγγραφείτε στο RSS feed
  • international version

Για να μην είναι ανάμνηση η Αριστερά

Είναι σωστή η κριτική ότι ο ΣΥΡΙΖΑ δεν είχε επεξεργαστεί τέτοιο σχέδιο - αλλά αυτή η κριτική δεν σημαίνει ότι ένα τέτοιο σχέδιο θα ήταν εφικτό και εφαρμόσιμο, ούτε όμως η αντίκρουσή της μπορεί να γίνει με το εύκολο, αλλά κατά τη γνώμη μου αναιδές ερώτημα κάθε εξουσιαστή προς τους επικριτές του: «Κι εσύ τι προτείνεις;».


Διαβάζοντας και ακούγοντας την, ας το πούμε έτσι, εξ αριστερών κριτική στην κυβέρνηση και στον ΣΥΡΙΖΑ -και δεν εννοώ την κριτική από το ΚΚΕ- διαπιστώνεις δύο γραμμές επιχειρημάτων.

Η μία λέει ότι η κυβέρνηση μπρος στην αδιαλλαξία των δανειστών και στον εκβιασμό έπρεπε να αποχωρήσει. Να πει δηλαδή: αυτό που μας επιβάλλουν εμείς δεν μπορούμε να το υπηρετήσουμε, ας το κάνουν οι άλλοι που συμφωνούν κιόλας.

Η δεύτερη λέει ότι η κυβέρνηση έπρεπε να αρνηθεί να υπογράψει και να προκηρύξει εκλογές μεταθέτοντας, συμπληρώνω εγώ, το δίλημμα στο εκλογικό σώμα, προπάντων στον κόσμο των λαϊκών τάξεων που ψήφισε ΣΥΡΙΖΑ τον Ιανουάριο και «όχι» στο δημοψήφισμα.

Το πρώτο επιχείρημα έχει ήδη απαξιωθεί πολιτικά, αφού υιοθετήθηκε από τη δεξιά της Δεξιάς«Να παραιτηθεί ο Τσίπρας και να γυρίσει ο Σαμαράς», λένε Γεωργιάδης, Μπαλτάκος και οι συν αυτοίς.

Λέω «έχει απαξιωθεί πολιτικά», γιατί βέβαια η αφετηρία των ακροδεξιών είναι ολωσδιόλου διαφορετική από την αφετηρία των εξ αριστερών επικριτών του ΣΥΡΙΖΑ.

Κι όμως, η κατάληξη και των δύο είναι να αφεθεί ο κοσμάκης, δηλαδή οι άνθρωποι που ξεσηκώθηκαν στο υπέροχο κίνημα των πλατειών, στις διαδηλώσεις και τα συλλαλητήρια της μνημονιακής πενταετίας, στο αδυσώπητο έλεος εκείνων που αυτός ο κοσμάκης ανέτρεψε.

Η ακροδεξιά καταλήγει εκεί διότι αυτό ακριβώς θέλει· οι αριστεροί επικριτές του ΣΥΡΙΖΑ καταλήγουν εκεί, ελπίζοντας ότι, εκτός κυβέρνησης, θα μπορούσε ο ΣΥΡΙΖΑ να αναδιοργανώσει το κίνημα αντίστασης και να επανέλθει.

Το δεύτερο επιχείρημα, πάλι, μεταθέτει στο εκλογικό σώμα την ευθύνη που έχουν στις δημοκρατίες τα κόμματα και οι ηγεσίες τους.

Είναι μια εύκολη και άνετη διέξοδος, αλλά δεν είναι πολιτική.

Εχω μάλιστα την εντύπωση ότι εδώ παρεισφρέει και μια περίεργη αντίληψη για τη δημοκρατία, συγκεκριμένα για την άμεση δημοκρατία που κάποιοι τη συγχέουν με διαρκώς επαναλαμβανόμενες εκλογές και διαρκώς επαναλαμβανόμενα δημοψηφίσματα.

Η άρνηση της κυβέρνησης να υποχωρήσει μπροστά στον εκβιασμό, που αποτελεί τον πυρήνα αυτού του επιχειρήματος, θα έπρεπε αναγκαστικά να περιλαμβάνει ένα δεύτερο σχέδιο, το οποίο θα ήταν πειστικό και προπάντων ρεαλιστικό.

Αυτό το σχέδιο θα είχε να προτείνει ο ΣΥΡΙΖΑ πηγαίνοντας σε νέες εκλογές, ώστε να το εφαρμόσει, εάν τις κέρδιζε.

Είναι σωστή η κριτική ότι ο ΣΥΡΙΖΑ δεν είχε επεξεργαστεί τέτοιο σχέδιο - αλλά αυτή η κριτική δεν σημαίνει ότι ένα τέτοιο σχέδιο θα ήταν εφικτό και εφαρμόσιμο, ούτε όμως η αντίκρουσή της μπορεί να γίνει με το εύκολο, αλλά κατά τη γνώμη μου αναιδές ερώτημα κάθε εξουσιαστή προς τους επικριτές του«Κι εσύ τι προτείνεις;».

Η διαμόρφωση δεύτερου σχεδίου, αλλά και η πρακτική φροντίδα ώστε να είναι εφαρμόσιμο, είναι, κατά τη γνώμη μου, αυτονόητη πρόνοια, όπως εξήγησε ο ίδιος ο Ντάισελμπλουμ, και, βεβαίως, περιλαμβάνει τις σχέσεις με την ευρωζώνη και την ίδια την Ε.Ε. - ιδίως σήμερα που η συνοχή της δοκιμάζεται.

Εν πάση περιπτώσει, και τα δύο επιχειρήματα οδηγούν σε ένα παράδοξο.

Ο ΣΥΡΙΖΑ, ως ηγετική πολιτική δύναμη στη χώρα μας, θα έπρεπε να πάει σε εκλογές, όχι όμως με σκοπό να τις κερδίσει, αλλά με σκοπό να αφήσει το παλιό καθεστώς να επανέλθει.

Σε τι διαφέρει αυτό από τη διαβόητη πεποίθηση ότι όσο χειρότερα πάνε τα πράγματα τόσο ευκολότερα ξεσηκώνεται ο κόσμος;

Και αυτό δεν κρύβει την επιθυμία να μένει η Αριστερά αμόλυντη από τη συμπλοκή της με την εξουσία και με τις δυσκολίες που αυτή περιέχει;

Το εξαιρετικά δύσκολο, αλλά μόνο πραγματικό πρόβλημα που έχει να αντιμετωπίσει (δηλαδή να λύσει) ο ΣΥΡΙΖΑ, είναι πώς θα ενσωματώσει το μνημόνιο του Ιουλίου στο πρόγραμμά του, χωρίς αυτό το πρόγραμμα να ακυρωθεί, χωρίς δηλαδή ο ΣΥΡΙΖΑ να υιοθετήσει τη συμφωνία.

Η άρνηση της δυνατότητας να λυθεί αυτό το πρόβλημα είναι η αληθινή συνθηκολόγηση άνευ όρων.

Σε αυτή τη βάση χωράει, βέβαια, κριτική στην πολιτεία του ΣΥΡΙΖΑ και της κυβέρνησης.

Κριτική τόσο για την προετοιμασία του κόμματος, ιδίως στο διάστημα 2012-2014, όσο και για την κυβερνητική πολιτική από τον Φεβρουάριο μέχρι τον Ιούλιο 2015, αλλά και για την παρέμβαση (την έλλειψη παρέμβασης) του κόμματος αυτό το διάστημα.

Η κυβερνητική πολιτική του προηγούμενου διαστήματος δεν περιορίζεται στη διαπραγμάτευση, αλλά περιλαμβάνει κενά, όπως η παραγωγική ανασυγκρότηση, η πολιτική ενέργειας και ενεργειακής δημοκρατίας, η πολιτική δημόσιας τάξης, η ανασυγκρότηση της Δημόσιας Διοίκησης.

Φαίνεται ότι ο ΣΥΡΙΖΑ δεν μπόρεσε να συζητήσει και να αποσαφηνίσει τι σημαίνει ανάληψη της πολιτικής ηγεσίας της κοινωνίας από την Αριστερά στον υπαρκτό συσχετισμό δυνάμεων, ιδίως στο διεθνές περιβάλλον - γιατί ο πραγματικός αντίπαλος είναι εκτός συνόρων, αφού η αστική αντιπολίτευση στην Ελλάδα βρίσκεται (ακόμα;) στο καναβάτσο.

Η χάραξη και η εφαρμογή πολιτικής που περιέχει τη λύση του προβλήματος που περιέγραψα και μόνο αυτή μπορεί να αναστηλώσει τη συμπαράταξη των κοινωνικών δυνάμεων που εκδηλώθηκαν στο δημοψήφισμα.

Πρόκειται για το πολυσυζητημένο «παράλληλο πρόγραμμα», το οποίο μέχρι σήμερα στη διαμόρφωση και την εφαρμογή του αφορά προπάντων την ανακούφιση των θυμάτων της πολιτικής περικοπών.

Οσο σημαντική και αν είναι αυτή η ανακούφιση, η παραγωγική ανασυγκρότηση, τα δικαιώματά τους και η συμμετοχή των εργαζομένων σε αυτή τη διαδικασία, η στροφή στην οικολογική αναμόρφωση της παραγωγής και της λειτουργίας των πόλεων, η δημοκρατία, όλα αυτά και άλλα πολλά θα δείξουν τη διαφορά.

Αν δεν τη δείξουν, η Αριστερά θα είναι μονάχα μια ανάμνηση.

2024 © left.gr | στείλτε μας νεα, σχόλια ή παρατηρήσεις στο [email protected]
§ Όροι χρήσης για αναδημοσιεύσεις Αναφορά Δημιουργού-Μη Εμπορική Χρήση 3.0 Μη εισαγόμενο (CC BY-NC 3.0)