to top
  • βρείτε μας στο Twitter
  • βρείτε μας στο Facebook
  • βρείτε μας στο YouTube
  • στείλτε μας email
  • εγγραφείτε στο RSS feed
  • international version

20:39 | 25.09.2013

Διεθνή

Γερμανικές εκλογές: Κοιτώντας πίσω από τα πρωτοσέλιδα

Γράφει ο Γιάννης Μπουρνούς




με τη σκέψη στο σύντροφο Λόταρ Μπίσκι

Η ανάγνωση των τελικών αποτελεσμάτων των γερμανικών εκλογών καταμαρτυρεί, ως πρώτο συμπέρασμα, την ατράνταχτη ιδεολογική και πολιτική ηγεμονία της πολιτικής των Χριστιανοδημοκρατών και του ηγετικού προφίλ της κ. Μέρκελ. Το 41,5% του συνασπισμού CDU/CSU αποτελεί την καλύτερη εκλογική επίδοση της γερμανικής δεξιάς από την επανένωση των δύο Γερμανιών το 1990 και σίγουρα τοποθετεί την ηγετική φιγούρα της κ. Μέρκελ δίπλα σε αυτές των Αντενάουερ και Κολ, με τη σημερινή Καγκελάριο να επανεκλέγεται για τρίτη συνεχή θητεία. Αν η εκτίμηση μείνει, όμως, μόνο σ’ αυτό το έκδηλο συμπέρασμα, μάλλον χάνει κάποιες άλλες ουσιώδεις πλευρές, που μπορεί για κάποιους «βιαστικούς» να αποτελούν λεπτομέρειες, αλλά σίγουρα συμβάλουν σε μια πιο ολόπλευρη θέαση των πολιτικών εξελίξεων στη Γερμανία, που σίγουρα δεν αφορούν μόνο τη Γερμανία. Ας προσπαθήσουμε να σκάψουμε λίγο πιο βαθιά από την επιφάνεια:


1)    Ο κυβερνητικός εταίρος των Χριστιανοδημοκρατών, οι Φιλελεύθεροι Δημοκράτες, τσακίστηκε στα βράχια και εισέρχεται σε πολύ δύσκολη εσωκομματική περίοδο, μετά και από  την κατάθεση της παραίτησης του νεοφιλελεύθερου φονταμενταλιστή και αυτόκλητου πλασιέ ελληνικών νησιών, κ. Ρέσλερ. Είναι χαρακτηριστικό ότι το FDP μένει εκτός Ομοσπονδιακού Κοινοβουλίου για πρώτη φορά μετά το 1949 (!) και παύει έτσι (τουλάχιστον για τα επόμενα 4 χρόνια) να αποτελεί κρίσιμη μεταβλητή του γερμανικού πολιτικού συστήματος. Αυτή τη φορά, οι επικλήσεις του FDP στους ψηφοφόρους των Χριστιανοδημοκρατών για υπερψήφιση του FDP στη «Δεύτερη Ψήφο» (που καθορίζει το εθνικό ποσοστό κάθε κόμματος) δεν έπιασαν, γιατί πολύ απλά, η ηγεσία των Χριστιανοδημοκρατών και η ελίτ του γερμανικού κεφαλαίου είχαν δώσει το σύνθημα για πάση θυσία εκλογικό θρίαμβο της CDU/CSU.


2)     Η εξέλιξη αυτή είναι πολιτικά ενδιαφέρουσα, γιατί δείχνει δύο υπαρκτές τάσεις του γερμανικού κεφαλαίου: Αφ’ ενός της προτίμησης προς ένα «μεγάλο συνασπισμό» Χριστιανοδημοκρατών-Σοσιαλδημοκρατών, που, κατέχοντας τεράστια πλειοψηφία, θα δράσει ανενόχλητος, και, αφ’ ετέρου, όπως έδειξε το 4,7% των δεξιών λαϊκιστών της «Εναλλακτικής για τη Γερμανία» (AfD), μια στροφή μερίδας των Γερμανών κεφαλαιοκρατών προς τον εθνολαϊκισμό και τα «εναλλακτικά» σενάρια περί επιστροφής στο Μάρκο και διάλυσης της Ευρωζώνης.


3)    Η τελευταία αυτή τάση δεν ξενίζει. Μάς θυμίζει τη στήριξη επιχειρηματιών και εκδοτών, λίγο παλαιότερα, στο ΛΑ.Ο.Σ. (με καταστάλαγμα τη συμμετοχή Καρατζαφέρη στην κυβέρνηση Παπαδήμου) και, αργότερα, τη στροφή πολλών εκπροσώπων του κεφαλαίου (ιδιαίτερα από το χώρο του εφοπλισμού και των ΜΜΕ) προς την «αυθεντικότερη» εκδοχή του (μεταξύ άλλων, οικονομικού) εθνικισμού, τη Χρυσή Αυγή (ασχέτως αν η επιλογή αυτή εν πολλοίς καταρρέει μετά τη δολοφονία Φύσσα). Στη Γερμανία, για λόγους κυρίως ιστορικής φόρτισης και ιδιαιτερότητας, που αντανακλώνται μέχρι και στο Σύνταγμα της χώρας και εμποδίζουν την ανάδειξη ενός φασιστικού μορφώματος με τη μορφή «λαϊκού κινήματος», το κεφάλαιο δεν μπορεί να στραφεί προς τους νεοναζιστές του NPD. Έτσι επέλεξε να γεννήσει από τα σπλάχνα του την AfD ως μελλοντική πολιτική επένδυση (που πιθανώς -ας ρισκάρουμε την εκτίμηση-  να καταφέρει να κεφαλαιοποιηθεί στις προσεχείς Ευρωεκλογές).


4)     Το 4,7% της AfD, μετά από μια ολιγόμηνη παρουσία στη γερμανική  πολιτική σκηνή,  δεν είναι λοιπόν ούτε τυχαία, ούτε εύκολα επιτεύξιμη επίδοση, μιλώντας για ένα εκλογικό σώμα που μετά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο σπάνια προκαλεί εκπλήξεις ή/και ριζικές μετατοπίσεις. Αφ’ ενός προήλθε από τα όσα περιγράφονται παραπάνω και αφ΄ ετέρου αποτυπώνει τις καταστροφικές συνέπειες της κυρίαρχης πολιτικής του δημοσιονομικού αυταρχισμού, που υλοποιείται «στο όνομα της ευρωπαϊκής οικοδόμησης», αλλά λόγω του αντιδραστικού της χαρακτήρα, οδηγεί στο ακριβώς αντίθετο: Στη στροφή τμημάτων των ευρωπαϊκών κοινωνιών στον εθνολαϊκισμό, το σοβινισμό, την «εθνική υπερηφάνεια» και –ως απόληξη όλων αυτών- στην ψευδαίσθηση ότι η επιστροφή στο «ισχυρό Μάρκο» (ή, στις αντίστοιχες περιπτώσεις  του Νότου, στην «ανταγωνιστική δραχμή/πεσέτα/λιρέτα») θα οδηγήσει στη διέξοδο από την καπιταλιστική κρίση. Η στροφή αυτή είχε ως εκλογική απόληξη την διαρροή ψήφων προς την AfD τόσο από την εκλογική δεξαμενή της CDU και του FDP, όσο και από την (κυρίως ανατολικογερμανική) εκλογική βάση της Αριστεράς.


5)    Ο μεγάλος συνασπισμός (μεταξύ CDU/CSU και SPD) δείχνει μονόδρομος παρά τα «τσαλίμια» των Σοσιαλδημοκρατών ηγετών Στάινμπρουκ-Γκάμπριελ, που ανακοίνωσαν από το βράδυ των εκλογών ότι το SPD θα πάρει απόφαση μετά από τη σύγκλιση τριών (!) Σωμάτων του κόμματος.               Η ηγεσία του SPD είναι στριμωγμένη. Προεκλογικά έθεσε ως προμετωπίδα της καμπάνιας του κόμματος τη ρύθμιση της χρηματοπιστωτικής σφαίρας («φόρος Τόμπιν»), αίτημα που εγκόλπωσε σε ένα βαθμό στη ρητορεία της η κ. Μέρκελ. Μίλησαν για «νέο Σχέδιο Μάρσαλ» για την Ευρώπη, φορτίζοντας συναισθηματικά το σύνθημα με αναφορές στη βοήθεια που δέχτηκε η Γερμανία μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, απέτυχαν, όμως, να αντλήσουν επιπλέον ψηφοφόρους, αφού η προεκλογική περίοδος χαρακτηρίστηκε από τον εθνοκεντρισμό και το αίσθημα περί «γερμανικής υπεροχής».  Παρότι το δίδυμο Στάινμπρουκ-Γκάμπριελ βελτίωσε το ποσοστό του κόμματος σε σχέση με το 2009, οι Σοσιαλδημοκράτες κατέγραψαν το δεύτερο χαμηλότερο ποσοστό τους από το 1990. Παρόλα αυτά, ρισκάρουμε την εκτίμηση ότι θα συγκυβερνήσουν. Γιατί αυτή φαίνεται να είναι, όπως αναλύθηκε και παραπάνω, η πρώτη επιλογή του κεφαλαίου. Για να εφαρμοστεί πρόγραμμα λιτότητας και στη Γερμανία, στην οποία η ηγεμονία της Μέρκελ χτίστηκε πάνω στο επιχείρημα της σταθερότητας και της ευημερίας και διασφάλισε την κοινωνική ειρήνη, το κράτος πρέπει, την κρίσιμη στιγμή, να ακινητοποιήσει/φρενάρει/χειραγωγήσει τα ισχυρά γερμανικά συνδικάτα. Ποιος καταλληλότερος για αυτή την αποστολή από το ηγεμονεύον στις συνδικαλιστικές ηγεσίες, SPD; 


6)    Ο έτερος δυνητικός κυβερνητικός εταίρος της κ.Μέρκελ, οι Πράσινοι, δεν αποτελούν πρώτη επιλογή για την Καγκελάριο και ζουν τη δική τους κρίση, βλέποντας τα νώτα της Αριστεράς για δεύτερη συνεχή φορά μετά την επανένωση. Πόνταραν από νωρίς τα λεφτά τους στις κεντρώες ψήφους, τοποθετώντας μια πάστορα της Ευαγγελικής Εκκλησίας και τον γερασμένο μετριοπαθή κ. Τριτίν στην θέση των επικεφαλής του εκλογικού αγώνα.  Έχασαν προοδευτικές ψήφους, γιατί, πολύ απλά, σε αυτές τις εκλογές και εν μέσω ευρωπαϊκής κρίσης, δεν είχαν τίποτε άλλο να προτείνουν πέραν της οικονομικής ατζέντας που ήδη έθετε το SPD. Η δεξιότερη υπαρκτή εκδοχή των Ευρωπαίων Πρασίνων βρίσκεται τώρα αντιμέτωπη με τα ιδεολογικοπολιτικά αδιέξοδα της πολιτικής της οικογένειας:  Σε συνθήκες ταξικής πόλωσης σε ολόκληρη την Ευρώπη, η κάθε πολιτική δύναμη τοποθετείται σαφώς. Η’ αλλιώς εξαφανίζεται.


7)    Τα συναισθήματα για την εκλογική εμφάνιση της Αριστεράς (Die Linke) είναι ανάμεικτα. Γιατί μπορεί το κόμμα να υποχώρησε σε εκλογική δύναμη, κατόρθωσε, όμως, κυριολεκτικά τις τελευταίες εβδομάδες της εκλογικής μάχης, να αναστρέψει σχετικώς το κλίμα. Συμμαζεύτηκε ο χρονίζων εσωκομματικός σπαραγμός, ο χαρισματικός Γκρέγκορ Γκίζι σάρωσε στα τηλεοπτικά debates και κάπως έτσι το κόμμα έκανε δυνατό photo finish, κατατασσόμενο, χάρις και στην καθίζηση των Φιλελεύθερων Δημοκρατών, στην τρίτη θέση για πρώτη φορά από το 1990 και κατακτώντας σημαντικότατα ποσοστά στην πρωτεύουσα της χώρας (18,5% συνολικά στο Βερολίνο και 30% στην Ανατολική πλευρά). Το γεγονός αυτό δεν είναι καθόλου αμελητέο, σε επίπεδο συμβολικό όσο και πολιτικό. Η συνεχώς λοιδορούμενη Αριστερά, η Αριστερά με το στίγμα της DDR, του SED, της Στάζι και του φαντάσματος του «Θείου Έρικ» δηλώνει παρούσα, παλεύοντας με τα λίγα μέσα που διαθέτει απέναντι σε αντιπάλους-μεγαθήρια. Και όχι μόνο αυτό. Αν το SPD τελικώς συμπράξει με τους Χριστιανοδημοκράτες, η Αριστερά γίνεται (και τυπικά) Αξιωματική Αντιπολίτευση στη Γερμανία και ανοίγει ο δρόμος για μεγαλύτερες ρηγματώσεις στα αριστερά του SPD, που θα προκληθούν από τη συνέχιση (ίσως και τη σκλήρυνση) της νεοφιλελεύθερης πολιτικής στη χώρα. Αρκεί να θυμηθούμε ότι η αντιδραστική «Ατζέντα 2010» του Σοσιαλδημοκράτη Καγκελάριου Σρέντερ έφερε το Λαφοντέν και χιλιάδες αγωνιστές/τριες στην Αριστερά, οδήγησε στη συγκρότηση του Die Linke και έδωσε ώθηση για να ξεκινήσει η προσπάθεια μετατροπής της γερμανικής Αριστεράς από νοσταλγική υπόθεση γερασμένων ανατολικογερμανών σε μια πραγματικά παγγερμανική πολιτική δύναμη

Ο στόχος αυτός, βέβαια, δεν έχει ακόμα ευοδωθεί πλήρως. Το Die Linke παραμένει το κόμμα με τον μεγαλύτερο μέσο όρο ηλικίας των κομματικών μελών (60 έτη) και ακόμη παρουσιάζει αναντίστοιχες εκλογικές καταγραφές και οργανωμένες δυνάμεις μεταξύ Δύσης και Ανατολής.
Παρ’ όλα αυτά και παρ’ όλους τους κατά καιρούς ισχυρούς εσωκομματικούς κλυδωνισμούς, οι προϋποθέσεις υπάρχουν, τη στιγμή που, ήδη σήμερα 14 εκατομμύρια πολίτες της χώρας επιβιώνουν κοντά ή κάτω από το όριο της φτώχειας, δουλεύοντας στις λεγόμενες mini jobs με ωρομίσθιο 1 Ευρώ. Αρκεί η Αριστερά να εκμεταλλευτεί τα όποια ρήγματα προκύψουν μεσοπρόθεσμα, χαράσσοντας ένα πραγματικά αυτόνομο, εναλλακτικό πολιτικό σχέδιο που θα δώσει νόημα και ώθηση στο ρόλο της ως Αξιωματική Αντιπολίτευση, θα εμπνεύσει και θα κινητοποιήσει τους Γερμανούς επισφαλείς και ειδικά τη νέα γενιά, ώστε να πυροδοτηθούν κοινωνικοπολιτικές διεργασίες. Ας μην αμελούμε ότι  η ηγεμονία της «εθνικής αφήγησης» στη Γερμανία είναι ισχυρότατη και συχνά διαπερνά και επηρεάζει όχι μόνο ψηφοφόρους (όπως φάνηκε από την προαναφερθείσα διαρροή ψήφων από την Αριστερά προς την AfD), αλλά και  οργανωμένες δυνάμεις της Αριστεράς, με πτυχές της να αντανακλώνται ακόμη και στο δημόσιο λόγο στελεχών της Αριστεράς. Στον αντίποδα, η εκστρατεία που ξεκίνησε από πέρυσι το Die Linke και πολλά συνδικάτα για τη ριζική αναδιανομή του πλούτου στη Γερμανία, αλλά και ο διεθνιστικός χαρακτήρας πρωτοβουλιών όπως το Blockupy Frankfurt (που κινητοποιείται κατά της κρίσης με διαδηλώσεις έξω από την έδρα της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας), αποτελούν θετικά δείγματα γραφής, αφού ενισχύουν την ταξική θέαση της κρίσης. Στο βαθμό που η γερμανική Αριστερά θα καταφέρει  πολιτικά και οργανωτικά να πυκνώσει πρωτοβουλίες τέτοιας, ταξικής και διεθνιστικής κατεύθυνσης το επόμενο διάστημα, τότε θα μπορέσει τόσο να ενισχύσει ξανά την επιρροή της, όσο και να πολεμήσει πιο αποτελεσματικά τη δυναμική του κοστουμαρισμένου εθνολαϊκισμού.


Αντί επιλόγου, δυο σκέψεις για την ευρωπαϊκή διάσταση του νέου γερμανικού πολιτικού τοπίου. Μερικοί αναλυτές ισχυρίζονται ότι η συμμετοχή του SPD στην κυβέρνηση, ίσως μετριάσει την χριστιανοδημοκρατική αυστηρότητα και οδηγήσει σε χαλάρωση των πολιτικών λιτότητας στην Ε.Ε. Πλανώνται πλάνη οικτρά. Όσο και αν η ηγεσία του SPD θέλει να γλιτώσει την καταβαράθρωση που θα προκληθεί από την ενσωμάτωση των Σοσιαλδημοκρατών στην πολιτική της κ. Μέρκελ, η ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία δεν είναι αμφιταλαντευόμενη. Έχει διαλέξει προ πολλού πλευρά, όντας δομικά ενσωματωμένη στο πολιτικό σχέδιο του νεοφιλελευθερισμού. Διέλυσε μεθοδικά τις μεταπολεμικές κατακτήσεις των Ευρωπαίων εργαζομένων, από την εποχή του Σρέντερ, του Μπλερ, του Ντ’ Αλέμα, του Σημίτη. Συνέβαλε στην πρόσδεση της Ευρώπης στο άρμα του ευρωατλαντισμού και των ιμπεριαλιστικών επεμβάσεων.  Ήταν εκείνη που, πιο πρόσφατα, έφερε το ΔΝΤ στην Ευρωζώνη και υπέγραψε Μνημόνια με την Τρόικα.

Πέραν τούτου, η -στραγγαλιστική για οποιουδήποτε είδους κοινωνική και αναπτυξιακή πολιτική- «Στρατηγική 2014-2020» της Ε.Ε. και η παγιωμένη συνενοχή Λαϊκού Κόμματος-Σοσιαλιστικού Κόμματος και Φιλελευθέρων στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και την Κομισιόν, δίνουν σαφέστατα δείγματα γραφής γι αυτό που έρχεται. Εκτός εάν στις επερχόμενες Ευρωεκλογές του ’14 (και νωρίτερα, στην περίπτωση της Ελλάδας), κάνουμε την κ. Μέρκελ, τον κ. Μπαρόζο και τον κ. Ντράγκι να χάσουν τον ύπνο τους. Γιατί για πρώτη, ίσως, φορά, μπορούμε.


Γιάννης Μπουρνούς

2024 © left.gr | στείλτε μας νεα, σχόλια ή παρατηρήσεις στο [email protected]
§ Όροι χρήσης για αναδημοσιεύσεις Αναφορά Δημιουργού-Μη Εμπορική Χρήση 3.0 Μη εισαγόμενο (CC BY-NC 3.0)