to top
  • βρείτε μας στο Twitter
  • βρείτε μας στο Facebook
  • βρείτε μας στο YouTube
  • στείλτε μας email
  • εγγραφείτε στο RSS feed
  • international version

Επιλεκτικές ευαισθησίες

Δύο μέτρα και δυο σταθμά απέναντι στα δικαζόμενα «άκρα»



Η πιο ηχηρή από τις (ελάχιστες) αντιρρήσεις που διατυπώθηκαν δημόσια για την καταδίκη της Χρυσής Αυγής ως εγκληματικής συμμορίας προήλθε από έναν φιλελεύθερο πανεπιστημιακό. Με άρθρο του στην «Καθημερινή» της περασμένης Κυριακής, ο καθηγητής της Νομικής και πρόεδρος της Ενωσης Ελλήνων Ποινικολόγων, Ηλίας Αναγνωστόπουλος, διατύπωσε συγκεκριμένες αντιρρήσεις, όχι μόνο για την υποδοχή της δικαστικής απόφασης αλλά και πάνω στην ίδια τη δίωξη της ναζιστικής οργάνωσης.

Το κείμενό του ξεκινά με την υπενθύμιση πως ορισμένους (δηλαδή τους βασικούς) κατηγορούμενους «είχε τιμήσει με την ψήφο του το εκλογικό σώμα» (προσέξτε: όχι μια μερίδα του, ένα –διόλου ευκαταφρόνητο βέβαια– 7%, που και σήμερα εξακολουθεί να διαφωνεί δημοσκοπικά με την καταδίκη τους, αλλά «το» εκλογικό σώμα ως ενιαία οντότητα – φορέας, προφανώς, μιας ορισμένης νομιμοποίησης).

Ακολουθεί η ρητή επιφύλαξη μελλοντικής απόφανσής του για «τη νομική ορθότητα, τη λογική συνοχή και την πειστικότητα της κρίσης» του δικαστηρίου και ρητή διαφωνία του σε τρία συγκεκριμένα ζητήματα:

■ Καταγγελία της πολιτικοποίησης της δίκης, σαν προσβολής του τεκμηρίου αθωότητας των κατηγορουμένων: «Στη δικαστική απόφαση οφείλεται ασφαλώς σεβασμός. Εξίσου αναγκαίος είναι, όμως, και ο σεβασμός προς το δικαίωμα των κατηγορουμένων να τεκμαίρονται αθώοι μέχρι την αμετάκλητη εκδίκαση της υπόθεσής τους [ώσπου, δηλαδή, ν’ αποφανθεί ο Αρειος Πάγος, σε καμιά δεκαετία από σήμερα]. Από τη σκοπιά αυτή ορισμένα φαινόμενα πριν και κατά τη διάρκεια της δίκης πρέπει να προβληματίσουν. Αναφέρομαι σε αθρόες δηλώσεις πολιτικών και άλλων παραγόντων του δημόσιου βίου για το περιεχόμενο που “πρέπει” να έχει η απόφαση και για την ανάγκη “να μπουν στη φυλακή” οι κατηγορούμενοι, ή, στην απαίτηση να “καταδικάσει” το δικαστήριο τον φασισμό και τον ναζισμό. [...] Τα ποινικά δικαστήρια δεν δικάζουν ούτε καταδικάζουν πολιτικές ιδεολογίες ή πολιτικά κόμματα, αλλά αποφαίνονται για την ατομική ευθύνη του κατηγορουμένου».

■ Καταγγελία της θετικής υποδοχής της αναγνώρισης του εγκληματικού χαρακτήρα της οργάνωσης, σαν προσβολή της δικαιοσύνης και της... δημοκρατίας: «Η καταδίκη οποιουδήποτε κατηγορουμένου είναι μια δραματική στιγμή που επιβάλλει σεβασμό στο πρόσωπό του. Οι θορυβώδεις πανηγυρισμοί με κροτίδες δεν υποστηρίζουν την ανεξαρτησία της δικαιοδοτικής λειτουργίας ούτε κολακεύουν τη Δημοκρατία μας».

■ Τρίτο και σημαντικότερο, απαξίωση της διαδικασίας δίωξης της Χ.Α. με «τη συνένωση σε μία διαδικασία περισσότερων υποθέσεων χωρίς να εξαιρεθεί ούτε εκείνη της ανθρωποκτονίας του Παύλου Φύσσα». Κατά τον κ. Αναγνωστόπουλο, «η χωριστή εκδίκαση της τελευταίας αυτής θα είχε αποτρέψει την πολυετή δικαστική οδύσσεια της οικογένειας του θύματος και θα είχε ικανοποιήσει το δικαίωμα των κατηγορουμένων για ταχεία δίκη. Επιπλέον, θα είχε επιτρέψει την ψύχραιμη και χωρίς περιορισμούς αποδεικτική διερεύνηση των περιστατικών που συνδέονται με τον χαρακτηρισμό της Χρυσής Αυγής ως εγκληματικής οργάνωσης».

Σε απλά ελληνικά, θα προσφερόταν μια εκδικητική «ικανοποίηση» στη Μάγδα Φύσσα (και, κατ’ επέκταση, στο δημόσιο αίσθημα) με την αυτονόητη ισόβια καταδίκη του Ρουπακιά και την κάθειρξη κάποιων άμεσων συνεργών του, αποτρέποντας την καταλυτική παρουσία της στο δικαστήριο που έκρινε τη ναζιστική ηγεσία. Αν, εννοείται, η «ψύχραιμη και χωρίς περιορισμούς αποδεικτική διερεύνηση» του εγκληματικού χαρακτήρα αυτής της τελευταίας («τιμημένης» –θυμίζω– από «το εκλογικό σώμα»), κατέληγε ποτέ σε ποινική δίωξη.

Διόλου περίεργο, λοιπόν, που το άρθρο του κ. καθηγητή αναπαρήγαγαν μ’ ενθουσιασμό διάφορα χρυσαυγίτικα σάιτ.

Δάσκαλε που δίδασκες
Για το τελευταίο σημείο, τη συνένωση των υποθέσεων ως στοιχειώδη προϋπόθεση για τον έλεγχο και την τεκμηρίωση του εγκληματικού χαρακτήρα της Χ.Α., απάντησε ήδη σε τούτη την εφημερίδα ο Δημήτρης Ψαρράς («Τι δεν καταλαβαίνουν;» 12/10). Τα υπόλοιπα, θα μπορούσαμε να τα θεωρήσουμε σαν (υπερβολικές αλλά σεβαστές) επιφυλάξεις ενός φιλελεύθερου νομικού, αν ο ίδιος ο πρόεδρος των Ελλήνων Ποινικολόγων δεν είχε δώσει με την προσωπική του στάση πολύ διαφορετικά δείγματα γραφής, όταν στο εδώλιο μιας εξίσου πολιτικά φορτισμένης δίκης βρισκόταν το άλλο «άκρο»: η «Ε.Ο. 17 Νοέμβρη», επίσης καταδικασμένη ως εγκληματική οργάνωση που διέπραττε φόνους με βάση το δικό της πολιτικό σκεπτικό.

Ως συνήγορος των συγγενών των Αμερικανών στρατιωτικών που είχε χτυπήσει η 17Ν και της χήρας του Βρετανού ταξίαρχου Σόντερς, ο κ. Αναγνωστόπουλος διαδραμάτισε πρωταγωνιστικό ρόλο σ’ εκείνη τη δίκη, εκδηλώνοντας τις διαμετρικά αντίθετες ευαισθησίες του.

Τότε δεν τον είχαν ενοχλήσει όχι απλά «δηλώσεις πολιτικών και άλλων παραγόντων» (υπουργού Τύπου, εκπροσώπου Ν.Δ., Αμερικανού πρέσβη κ.ά.), αλλά ούτε κραυγαλέες δικονομικές παραβάσεις (π.χ. πολυήμερες ανακρίσεις δίχως παρουσία δικηγόρου). Ως φιλελεύθερος νομικός, στη σχετική αγόρευσή του παραδέχθηκε βέβαια «όλες τις ιδιορρυθμίες που έχει αυτή η υπόθεση και οι οποίες καλώς προκάλεσαν κι έναν νέο προβληματισμό αν θέλετε», τελικό όμως συμπέρασμά του ήταν πως «η διαδικασία δεν πάσχει ούτε στην αρχή, ούτε στο μέσον, ούτε στο τέλος της» (25/7/2003). Δεν απέφυγε, μάλιστα, αστειάκια του τύπου «αν πάρει φόρα ο κ. Τζωρτζάτος και χτυπήσει το πόδι του σ’ ένα σίδερο αυτό σημαίνει ότι θα ήταν αποτέλεσμα των βασανισμών;» (1/8/2003).

Σαφέστερος ήταν όσον αφορά την άρρηκτη σύνδεση της δικαζόμενης ποινικής δραστηριότητας με την πολιτική ιδεολογία των κατηγορουμένων. «Ο σπόρος του κακού», εξήγησε στην αγόρευσή του (15/9/2003), βρισκόταν στον εξτρεμισμό των αντιδικτατορικών προκηρύξεων της Λ.Ε.Α. (οργάνωση στην οποία μετείχε ο Γιωτόπουλος), στην εκτίμηση (εν έτει 1974) ότι και μετά τη μεταπολίτευση «το μπλοκ το οποίο κυβερνάει είναι φασιστοδεξιό», ακόμη και στο οργανωτικό μοντέλο του λενινιστικού «δημοκρατικού συγκεντρωτισμού»...

Πάνω απ’ όλα, ενδιαφέρουσα είναι η τότε στάση του φιλελεύθερου καθηγητή κατά την αγόρευσή του υπέρ της ενοχής της Αγγελικής Σωτηροπούλου, συζύγου του Δημήτρη Κουφοντίνα, που τελικά αθωώθηκε. Το περιεχόμενό της ισοδυναμούσε με απροκάλυπτη ποινικοποίηση μιας προσωπικής, οικογενειακής σχέσης:

«Σας φαίνεται καθ’ όλα επιτρεπτή, επαινετή, συνταγματικά επιτρεπτή συμπεριφορά η σύζυγος, η οποία πέφτει από τον ουρανό μαθαίνοντας ότι ο σύντροφός της δολοφονούσε τόσους ανθρώπους επί τόσα χρόνια, η αντίδρασή της σε αυτή την τρομερή εμπειρία, σε αυτό το τρομερό άγγελμα το οποίο φέρνει τον κόσμο της από πάνω κάτω είναι να τελέσει γάμο; Δεν τον μέμφομαι, τον επαινώ. Πολύ καλά έκανε.

»Ρωτώ λογικά εγώ. Η σύντροφος, η σύντροφος η οποία πληροφορούμαι ότι ο άνθρωπος που νόμιζα ότι παραδίδει μαθηματικά πήγαινε και σκότωνε ανθρώπους; Ερχομαι και η αντίδρασή μου είναι να επιβραβεύσω την δράση του λέγοντας μάλιστα και στον κ. Ανακριτή έκτοτε ότι εμένα δεν αλλάζουν τα αισθήματά μου; Ετσι λοιπόν, δεν αλλάζουν τα αισθήματά μου. [...]

Η κα Σωτηροπούλου πληροφορείται κάποια στιγμή ότι ο άνθρωπος με τον οποίο έχει αυτόν τον δεσμό και με τον οποίο ζει μαζί με το παιδί ως οικογένεια έχει αυτή την δραστηριότητα. Ποιες είναι οι πιθανές αντιδράσεις, ποια είναι η πιθανή συμπεριφορά λογικά της συντρόφου η οποία αποκαλύπτει ένα τέτοιο τρομερό γεγονός; Ενα πράγμα είναι αδύνατο, να κάτσει το πλευρό του. Δυο τινά θα συνέβαιναν, ή θα τον υποχρέωνε να σταματήσει αυτή την δραστηριότητα και μακάρι να είχε συμβεί αυτό ή αν αυτό δεν το πετύχαινε θα έπαιρνε τον οματιών της να πάει κάπου αλλού. [...] Λέγω λοιπόν ότι εάν αληθεύει ότι η κα Σωτηροπούλου είχε γνώση της δράσης του κ. Κουφοντίνα ο μόνος λόγος να παραμείνει στο πλευρό του είναι η πρόθεσή της και η ετοιμότητά της να τον ενισχύσει σε αυτή του την δράση. Τίποτε άλλο».

tags: άρθρα

2024 © left.gr | στείλτε μας νεα, σχόλια ή παρατηρήσεις στο [email protected]
§ Όροι χρήσης για αναδημοσιεύσεις Αναφορά Δημιουργού-Μη Εμπορική Χρήση 3.0 Μη εισαγόμενο (CC BY-NC 3.0)