to top
  • βρείτε μας στο Twitter
  • βρείτε μας στο Facebook
  • βρείτε μας στο YouTube
  • στείλτε μας email
  • εγγραφείτε στο RSS feed
  • international version

11:39 | 27.06.2017

Πολιτική

Από τη χαμένη άνοιξη στη μεταπολίτευση: Μια συζήτηση του Νίκου Ξυδάκη με τον Δημήτρη Μανιάτη

Στο ραδιόφωνο 24/7 και την εκπομπή «Τα νέα του κομισάριου» του Δημήτρη Μανιάτη μίλησε ο κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος του ΣΥΡΙΖΑ Νίκος Ξυδάκης τη Δευτέρα 26 Ιουνίου


Στο ραδιόφωνο 24/7 και την εκπομπή «Τα νέα του κομισάριου» του Δημήτρη Μανιάτη μίλησε ο κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος του ΣΥΡΙΖΑ Νίκος Ξυδάκης τη Δευτέρα 26 Ιουνίου 2017. Η μουσική υπόκρουση της εκπομπής ήταν τραγούδια που είχε επιλέξει ο προσκεκλημένος.

«Για μένα ο Νίκος Ξυδάκης είναι πάνω απ’ όλα ένας αριστερός διανοούμενος, συνάδελφος και φίλος» ξεκίνησε ο δημοσιογράφος για να του απαντήσει ο καλεσμένος του αστειευόμενος «βεβαίως τώρα Δημήτρη έδεσες τη γλώσσα σου. Ως δημοσιογράφος έδεσες την κριτική σου. Λες στο κοινό είναι φίλος μου, δεν θα τον πειράξω». Και ο Δ. Μανιάτης: «Είχαμε όμως συναποφασίσει ότι δεν θα είναι στενά πολιτική συνέντευξη, αλλά με τα τραγούδια που έχεις επιλέξει θα κάναμε μια ευρύτερη ιδεολογική κουβέντα πάνω σε ζητήματα που έχουν προκύψει το τελευταίο διάστημα».

Από το σημείο αυτό και μετά έγινε ο διάλογος που ακολουθεί:

ΝΞ: Ξεκινώντας με τη Μαρίκα Νίνου θέλουμε να πούμε τι ήταν πολιτικά και πολιτισμικά η δικτατορία, η χούντα του 1967 –1974. Και σκέφτηκα να δούμε πώς διηθεί με το έθος της, με το στήσιμο της, με τον λόγο που δημιούργησε, τα χρόνια της μεταπολίτευσης και πώς φτάνουμε ως εκεί. Φτάσαμε στη χούντα ακούγοντας Χατζιδάκι, Θεοδωράκη, Τσιτσάνη, Χιώτη. Μια μεγάλη στιγμή του ελληνικού πολιτισμού είναι η περίφημη χαμένη άνοιξη του ’60, όταν ανθίζει η Ελλάδα, με προσδοκία, με λαχτάρες, με δίψα για προκοπή, δίψα για δημοκρατία και ελευθερία και ξαφνικά μπαίνει στο γύψο. Από τη φωνή της Μαρίκας Νίνου, μπαίνουμε στο ελαφρολαϊκό και το ελαφρό της χούντας, και τη χυδαιοποίηση του δημοτικού τραγουδιού, όλο αυτό τον πρόδρομο του σκυλάδικου που σφράγισε τη μεταπολίτευση. Είναι ας πούμε μια προσωπική ανάγνωση αλλά ακόμα και τα τραγούδια μπορούν να μας το δείξουν.

ΔΜ:     Για να καταλάβουμε τι θέλουμε να κάνουμε σήμερα. Με τον Νίκο είπαμε ότι ακριβώς     πρέπει να δούμε και να διατρέξουμε κάποιους κύκλους πολιτικούς, ιστορικούς και πολιτισμικούς βασικά, με αφορμή τα τραγούδια αλλά και πέρα απ’ αυτά, να δούμε σχετικά με μια αναθεωρητική κουβέντα που γίνεται από τα δεξιά, από την πολύ αντιδραστική πλευρά, πώς σχετικοποιείται αυτό που λέμε χούντα. Μιλώντας όμως για τη χούντα δεν μπορούμε  να μη μιλήσουμε για τα σίξτις. Τη χαμένη άνοιξη που περιγράφει ο Τσίρκας, την τριπλή αποστασία του ’65 που θεσμοποιεί  έναν κυνισμό. Για  αυτό  ο Νίκος ξεκινάει αυτή την κουβέντα από το μεταπολεμικό λαϊκό τραγούδι. Ας το δούμε πιο βιωματικά: Εσύ Νίκο  είσαι ένα παιδί των σίξτις – γεννημένος το ’58. Τα σίξτις είναι κατ’ αρχήν μια άνοιξη πολιτισμική μέχρι το 65-67;

ΝΞ: Είναι. Παιδική αντήχηση στο κεφάλι μου είναι τα 45αρια, τα δισκάκια που βρίσκω σπίτι στα Ταμπούρια, στα Σεπόλια, στο Μαραθώνα. Είναι οι διηγήσεις των γονιών μου και των μπαρμπάδων μου για την Τριάνα του Χειλά, για του Τζίμη του Χοντρού, για το Ροσινιόλ. Τα δισκάκια τα βρίσκω και τα παίζω στα φορητά πικ-απ: Είναι ο Τσιτσάνης, ο Χιώτης, ο Ζαμπέτας, ο Μητσάκης. Οι γονείς μας δηλαδή, οι φίλοι και τα σόγια, πηγαίνανε να πιουν μπύρες και ακούγανε τον Τσιτσάνη, τον Παπαϊωάννου, τη Χρυσάνθη, τη Μαρίκα Νίνου. Είναι κάτι μυθικό, όπως πηγαίναμε εμείς σε μια ταβέρνα, ένα μπαρ και ακούμε τον dj, αυτοί ακούγανε τους μεγαλύτερους συνθέτες του ελληνικού εικοστού αιώνα. Και τους μεγαλύτερους τραγουδιστές.

ΔΜ:     Εκεί όμως από το ‘60 και μετά, αρχίζει και μετασχηματίζεται αυτό που λέμε λαϊκό. Έτσι δεν είναι;

ΝΞ: Οι δύο μεγάλες ιδιοφυΐες της λόγιας μουσικής, ο Χατζιδάκις και ο Θεοδωράκης, αρδεύονται από το λαϊκό ποτάμι, ντύνουν τα τραγούδια με τα μπουζούκια. Ο Χιώτης τους μαθαίνει μπουζούκι και τους δύο, και ο Ζαμπέτας. Ο Χατζιδάκις έχει πιάσει από το τέλος της δεκαετίας του ‘40 να μελοποιεί και να διασκευάζει τα ρεμπέτικα. Και ήδη στα τέλη της δεκαετίας του ’50 και τις αρχές του ’60, οι μελοποιήσεις τους γίνονται πάνω στους μεγάλους ποιητές. Έχει ξεκινήσει ο Γκάτσος -ο οποίος περιέγραφε τον εαυτό του λέγοντας «στιχάκια γράφουμε, παιδί μου»– και μετά μελοποιούν διαδοχικά Ελύτη, Ρίτσο, Σεφέρη, Βάρναλη. Οι ποιητές δε οι μεταπολεμικοί, είναι και στιχουργοί για τραγούδια: Ο Δημήτρης Χριστοδούλου, ο Κώστας Κινδύνης, ο Άκος Δασκαλόπουλος. Είναι ποιητές αυτοί.

ΔΜ:     Υπάρχει  μια τομή εκεί για τους λόγιους. Ιδρυτική χάρτα του έντεχνου θεωρείται ο Επιτάφιος, τουλάχιστον η ηχογράφηση με τον Μπιθικώτση

ΝΞ:     Παρόλα αυτά έχει προηγηθεί ο Χατζιδάκις με τη διάλεξη το ’49 στο θέατρο Τέχνης , αλλά προσπαθεί κι εκείνος να μπει στο ρεμπέτικο με μια σειρά έργων

ΔΜ: Από εκει θα ακούσουμε το επόμενο που έχεις επιλέξει. Είναι με τη φωνή της Φλέρυς.

ΝΞ: Ένα από τα δυο αγαπημένα του πατέρα μου.

[Φλέρυ Νταντωνάκη – Άνοιξε, άνοιξε (Γ. Παπαϊωάννου, Χ. Βασιλειάδης]

ΔΜ:     Η υπέροχη φωνή της Φλέρυς μας βάζει ακριβώς στο κλίμα των σιξτις, όπως μας έχει βάλει και η αφήγηση του Νίκου. Εκεί λοιπόν το ’60, τζουκ-μποξ, είσαι μαθητής, Ερμούπολη Σύρου, Ταμπούρια, Σεπόλια… Το ’65 είναι τομή ιστορική;

ΝΞ: Είναι μεγάλη, είναι νομίζω η κορυφή της άνοιξης της δεκαετίας του ’60, και είναι η αρχή μιας βίαιης διάψευσης των ονείρων, των προσδοκιών και της λαχτάρας. Ανέβαινε η εργατική τάξη, οι μικρο-μεσαίοι, τα παιδιά πήγαιναν στο πανεπιστήμιο, είναι η πρώτη γενιά Ελλήνων από τις λαϊκές, τις υποτελείς τάξεις που γίνονται πιο μορφωμένοι από τους αστούς, και το ’65 αρχίζει η ανωμαλία. Αυτοί ακριβώς οι άνθρωποι που λαχταρούσαν μετά από την παράγκα να χτίσουν ένα σπιτάκι, αυτοί οι άνθρωποι του ελληνικού νεορεαλισμού που βλέπουμε στις ταινίες του Γιώργου Τζαβέλλα και του Γεωργιάδη ως τις ταινίες του Θανάση Βέγγου, εικονίζονται στο γυμνωμένο πάνω μέρος του κορμιού των νεαρών οικοδόμων στην Ομόνοια, που ανεμίζουν ένα πουκάμισο. Το πουκάμισο της ελπίδας και της οργής. Αυτό είναι το ’65. Είναι η βίαιη ανακοπή της κοινωνίας προς την προκοπή, την ελευθερία και τα δικαιώματά τους.

ΔΜ:     Με την τριπλή αποστασία του καλοκαιριού ’65 προλογίζεται μάλλον ο κυνισμός στην κοινωνία… Για αυτό σοκάρονται τα λαϊκά στρώματα και ξεσπούν έτσι; Παίρνει ο κυνισμός μια θεσμική διάσταση;

ΝΞ: Δεν είναι μόνο κυνισμός, είναι μια βίαιη καταστολή. Η Ελλάδα στο χάρτη του ψυχρού πολέμου καταγράφεται ως κίνδυνος να κινηθεί προς τη δημοκρατία. Είναι γνωστή και τεκμηριωμένη βιβλιογραφικά η ανάμειξη του διεθνούς παράγοντα, είναι ενδελεχώς τεκμηριωμένη η συνωμοσία που εξυφαίνεται ήδη από τα χρόνια του εμφυλίου προς αυτή την κατεύθυνση. Είναι καταπληκτικό ένα βιβλίο του καθηγητή Θόδωρου Κουλουμπή, ο οποίος πριν από τη δικτατορία και κατά τη διάρκεια της, ως μεταδιδακτορικός ερευνητής κάνει σειρά συνεντεύξεων με παρά πολλούς πολιτικούς παράγοντες της εποχής. Η διαπίστωσή του βγήκε πρίν από καμιά δεκαριά χρόνια, από τις εκδόσεις Πατάκη: είναι ότι όλοι συνωμοτούσαν ποιος θα κάνει πρώτος τη δικτατορία.

ΔΜ:     Είναι     και πάρα πολλά τα σενάρια για την εκτροπή, επικράτησε το σενάριο των συνταγματαρχών…

ΝΞ: Υπήρχε η βίαιη επέμβαση του παλατιού, των ανακτόρων, μια επέμβαση που είχε ξεκινήσει με βιαιότητα από τον καιρό του Βενιζέλου, την εποχή του Διχασμού, το ’16, με τραγικές συνέπειες για τον ελληνισμό, και κορυφώνεται πάλι πενήντα χρόνια μετά. Έρχεται ο έκπτωτος βασιλιάς μετά την Κατοχή και το ’65 – ’67 κορυφώνεται με τη χούντα.

[Αλκίνοος Ιωαννίδης, Αρχόντισσα (Β. Τσιτσάνης)]

ΔΜ: Το τραγούδι αυτό ακούγεται ακόμα τότε, ακούγεται για πάντα. Ο Νίκος επέλεξε την Αρχόντισα του Βασίλη Τσιτσάνη. Να θυμίσουμε ότι το έγραψε 23 χρονών. Εκτέλεση από τον Αλκίνοο Ιωαννίδη.

ΝΞ: Μ’ ένα σεξτέτο ή σεπτέτο στα εγκαίνια του Κέντρου Πολιτισμού του Ιδρύματος Σταύρος Νιάρχος, όπου αντί για μπουζούκι χρησιμοποιεί τσέμπαλο, με αναγεννησιακό όμποε, με μπαγλαμά. Και η ερμηνεία του Αλκίνοου… Όλο αυτό το στήσιμο δείχνει πόσο βαθύς, πόσο μοντέρνος, πόσο διαρκής και πόσο επίκαιρος είναι ο Τσιτσάνης. Αυτός ο λαϊκός πολιτισμός του 20ου αιώνα.

[Μαργαρίτα Ζορμπαλά, Δρόμοι παλιοί – Μ. Θεοδωράκης – Μ. Αναγνωστάκης]

ΔΜ: Έχουμε μείνει εκεί, δεκαετία του ’70, περίπου στη χούντα, με ένα τραγούδι μεταγενέστερο.

ΝΞ: Ναι, γιατί ο βαθύς καρυωτακισμός του σπουδαίου, του πολυαγαπημένου Μανώλη Αναγνωστάκη πιάνει το κλίμα του μετεμφυλίου και τη μελαγχολία της χούντας. Τη μελαγχολία για το κιτς, για τη βαρβαρότητα, για την πατριδοκαπηλία, για το τρελό μάτι του Ιωαννίδη, για τις ασυναρτησίες του Πατακού, για τα τσάμικα τα γελοία που χόρευε ο Παπαδόπουλος με τον Μακαρέζο και τον Ζωιτάκη, στα στρατόπεδα. Αυτή τη μελαγχολία εκφράζει το τραγούδι.

ΔΜ: Αν δεν υπήρχε το ’67 θα υπήρχε το ’74; Για να μπούμε λίγο στο ερώτημα που πήγε να     θέσει ο Καλύβας, στο γνωστό άρθρο του στην Καθημερινή.

ΝΞ: Αυτά είναι ανόητα ερωτήματα, η ιστορία δεν γράφεται με το «εάν – τι;», η ιστορία δεν γράφεται με τις «ενδεχομενικότητες», συζητιέται και βιώνεται με αυτό που συμβαίνει, με το πώς και γιατί συνέβη. Το ’67 συνέβη γιατί το προετοίμαζαν χρόνια ως εναλλακτική λύση. Το πραξικόπημα έγινε για να μη φουσκώσει το ποτάμι της δημοκρατίας, που είχε εμφανιστεί ορμητικό ήδη από τη δεκαετία του ΄50, για να μη συναντηθεί η κεντροαριστερά με την αριστερά, να μη συναντηθεί η ΕΔΑ με τον Ανδρέα Παπανδρέου. Να σταματήσουν οι στοχαστές όπως ο φιλελεύθερος Γιώργος Θεοτοκάς να είναι συνοδοιπόροι της αριστεράς, της δημοκρατίας και μιας ειρηνικής πορείας προς την προκοπή και την ανάπτυξη. Γι’ αυτό συνέβη. Αυτό το πραξικόπημα ήταν η βίαιη διακοπή μιας μεγάλης πορείας δημοκρατικής ανασυγκρότησης της Ελλάδας και κληρονόμησε στη μεταπολίτευση το κιτς, τη φτήνια, τα θαλασσοδάνεια, την εύκολη οικοδομή, τον οικοδομικό οργασμό χωρίς σχεδιασμό, τον εύκολο τουρισμό, τις ευκολίες. Και τα σκυλάδικα της παραλίας, εκεί όπου διασκέδαζαν ο Μιχαήλ Ρουφογάλης με τη σύζυγο του Ντέλα Ρούνικ- Ρουφογάλη.

ΔΜ:     Γιατί     την αναφέρεις έτσι; Σε ένα κομμάτι σου στο blog βλέμμα αναφέρεσαι σ΄αυτήν. Τι συμβολίζει;

ΝΞ: Συμβολίζει τη μετάβαση από το σπουδαίο ρεμπέτικο, το μεγάλο λαϊκό και τους μεγάλους λόγιους συνθέτες, στην ελαφρότητα, το ελαφρολαϊκό, το ξεφτίλισμα του λαϊκού τραγουδιού σε μπουζουκιστάν! Και συμβολίζει επίσης το πώς αυτούς τους δικτάτορες, όπως τον κυπατζή Ρουφογάλη που ήταν εκπαιδευμένος στην Αμερική πολλά χρόνια πριν το πραξικόπημα, τους αγκαλιάζει η τάξη των πλουσίων. Τους βάζουν στις σουίτες, τους στέλνουν με τις λιμουζίνες, τους έχουν κάθε μέρα στα μπουζούκια δωρεάν. Ο Ρουφογάλης όταν κάποτε τον ρώτησαν κάποιοι συνδαιτημόνες ομογάλακτοι, χουντικοί, «πώς θα τακτοποιηθούμε αν συμβεί κάτι» τους είπε μια μεγάλη κουβέντα: «Τώρα δεν έχουμε ανάγκη κανέναν, ούτε τα λεφτά. Αν συμβεί ανάποδη, δεν θα μας σώζουν όσα λεφτά και να έχουμε».

[Φλέρυ Νταντωνάκη, Δήμητρα Γαλάνη, Χαλασιά μου]

ΔΜ: Γιατί επέλεξες αυτό το τραγούδι;

ΝΞ: Το έχει πει και ο Χουλιαράς… Ήταν η απάντηση της ελληνικής ευαισθησίας, μοντέρνας και πολύ παλιάς, στην κακοποίηση των δημοτικών τραγουδιών που έκανε η χούντα. Ήτανε τα δημοτικά του Καμπαφλή (εκπαιδευτής στις ένοπλες δυνάμεις) και του Μεγαρίτη που ήταν και παλαιστής και γυμναστής. Είναι τα δημοτικά της χούντας, η πατριδοκαπηλεία και η ξεφτίλα. Και είναι τα δημοτικά που ακούς από την κούνια μέχρι στο κιβούρι. Τα δημοτικά είναι όπως τα τραγούδησε η Νταντωνάκη, μαζί με τη Γαλάνη, όπως τα τραγουδάνε οι άνθρωποι μόνοι τους στην τάβλα χωρίς τα ηλεκτρικά.

ΔΜ: Ποινικοποίησε η χούντα τα δημοτικά; Ή δόθηκε μάχη για να καταλάβει ο κόσμος και να επανέλθει     να καταλάβει ότι είναι ένας πλούτος;

ΝΞ: Η ελληνοκαπηλεία της χούντας ξεφτίλισε το δημοτικό τραγούδι και οτιδήποτε είχε να κάνει με παράδοση του νεότερου και μεσαιωνικού ελληνισμού. Και μαζί την εκκλησία. Το «ελληνοχριστιανικό» όπως είχε εμφανιστεί από τα χρόνια του Μεταξά και όπως διαμορφώθηκε στον μεταπόλεμο με τις παραεκκλησιαστικές οργανώσεις που σταδιακά από τον ευσεβισμό πέρασαν σε μια διείσδυση και διήθηση του πολιτικού. Ας μη ξεχνάμε ότι ο Τσιριντάνης ο ιδεολόγος της «Ζωής» ήταν σημαίνον πολιτικό πρόσωπο,. Και ο Ιερώνυμος Κοτσώνης, ένας κατά τα άλλα μορφωμένος κληρικός, εφημέριος των ανακτόρων, ουσιαστικά διορίστηκε αρχιεπίσκοπος μέσα στη χούντα. Ας μην ξεχνάμε δηλαδή, πως οι παραεκκλησιαστικές οργανώσεις, οι πρώην δοσίλογοι, οι πρώην μαυραγορίτες επέπλευσαν. Και επέπλευσαν όλοι σχεδόν οι δοσίλογοι, ελάχιστοι δικάστηκαν, ελάχιστοι καταδικάστηκαν, όλοι βγήκαν με χάρη και πέθαναν ειρηνικά στα κρεβάτια τους, από τον Ξενοφώντα Γιοσμά μέχρι τον Τσιρονίκο, της εξόριστης κυβέρνησης της Βιέννης. Όλοι αυτοί έφτιαξαν αυτό το ήθος του λαδέμπορα που διασκεδάζει στα χρόνια του ‘50, τότε που είναι εξουσία. Αλλά στα χρόνια του ’60 νοιώθει την εξουσία του να απειλείται από αυτόν που είχε πατημένο στο σβέρκο.

ΔΜ: Σε χαίρομαι γιατί επιμένεις να φωτίζεις περιοχές που είναι ταμπού, ακόμα και για την αριστερά είναι ταμπού. Για παράδειγμα η σχέση μας με την ορθοδοξία, η σχέση μας με την εκκλησία… Ας θυμίσουμε ότι την ίδια στιγμή που γίνονται όλα αυτά επί χούντας, υπήρχε η Χριστιανική Δημοκρατία, οι άνθρωποι που ήταν μέσα στην αντιδικτατορική πάλη.

ΝΞ: Υπάρχει ένας επαναστατικός χιλιασμός που διατρέχει την ελληνική εκκλησία, από το ‘21 με τους παπάδες που παίρνουν τα ντουφέκια. Υπάρχουν παπάδες στον αγώνα του ΕΑΜ και υπάρχουν αντιστεκόμενοι και μες στη χούντα. Υπάρχει ο παπα-Πυρουνάκης, αυτοί οι λίγοι είναι που σώζουν τη συνείδηση, που σώζουν την παράδοση.

[Γιοβάννα, Ιλισσός, Μάνος Χατζιδάκις]

ΝΞ: Αυτό είναι μια ιδιοφυής μελωδία του Χατζιδάκι η όποια στοιχειώνει βαθιά ένα από τα καλύτερα νουάρ του ευρωπαϊκού κινηματογράφου, ένα νουάρ που για πρώτη φορά μπαίνει στην ψυχή της μεταπολεμικής Ελλάδος: Ο Δράκος του Νίκου Κούνδουρου.

ΔΜ: Πότε ακούς πρώτη φορά τον ήχο του;

ΝΞ: Αθανάτων 25, στα Σεπόλια, στου θείου Δημήτρη.

ΔΜ: Ταξιδεύουμε στις δεκαετίες με αφορμή την αναθεωρητική κουβέντα που έχει ανοίξει για τη χούντα. Έχεις γράψει κατά καιρούς πάρα πολύ έντονα για αυτό το θέμα. Είσαι Νίκο, παιδί της μεταπολίτευσης. Έχεις πρωταγωνιστήσει ως φοιτητής στο κίνημα για τον 815, στο κίνημα της αυτονομίας, με περιοδικό Σύμπτωμα, με τον Μπορνόβα, τον αδελφό σου, τον Παντελή Μπουκάλα, τον Γιώργο Κοροπούλη και τους υπολοίπους. Η μεταπολίτευση τι ακριβώς είναι; Γιατί τελευταία προσπαθούν να την ενοχοποιήσουν, να τη δαιμονοποιήσουν για τα πάντα.

ΝΞ: Εμείς οι baby boomers, η γενιά της μεταπολίτευσης, είμαστε παιδιά και έφηβοι μες τη χούντα. Ένας συνομήλικος, ο Γιώργος Γιαννόπουλος, προσφάτως εισήγαγε τον όρο «χουντογιεγιές». Η χούντα δεν ανέκοψε το κίνημα της δεκαετίας του ‘60, τα νεανικά κινήματα, τον Μάη του ‘68. Έρχονταν στην Ελλάδα λοβοτομημένα, ακρωτηριασμένα, αλλά κάτι έφτανε. Έφτανε η ποπ μουσική, έφτανε η μεγάλη υπαρξιακή αναζήτηση του ροκ εν ρολ. Δεν ήταν μόνο αισθητική, ήταν και ένας ρομαντικός σπασμός. Αυτά έφτιαξαν ένα ήθος και νομίζω ότι και το φοιτητικό κίνημα, το μόνο που αντιστάθηκε σωματικά και μέσα απ’ την ψυχή του, ήταν παιδιά των κινημάτων του ’60. Έσκασε σαν παλιρροϊκό κύμα στο Πολυτεχνείο του ’73 και καθάρισε όλη την ανοχή, όλο τον εφησυχασμό, τον φόβο και αυτό το οποίο πότιζε σιγά σιγά την ελληνική κοινωνία, σαν μικρό συμβιβασμό. Τα νέα παιδιά, αυτά που τα σπούδασε η Ελλάδα, ονειρευόντουσαν μια άλλη χώρα. Και έτσι φτάσαμε στο ’73. Αλλά όλη η επταετία με την πατριδοκαπηλία και το ελληνοχριστιανικό κιτς διατρέχεται, στη νεολαία πάντα, από τα ποτάμια της ροκ κουλτούρας, της ποπ μουσικής, όχι πάντα απελευθερωτικά, όχι πάντα με πολιτικό περιεχόμενο, αλλά και με αυτό. Η σχέση του Ντύλαν με τον Σαββόπουλο είναι κάτι παραπάνω από εμφανής. Και ο Σαββόπουλος μιλάει μέσα στη χούντα και οι νέοι ακούνε τους δίσκους του Μαρκόπουλου, του Σαββόπουλου και καταλαβαίνουν ότι έχουν να κάνουν με κάτι άλλο.

ΔΜ: «Από την 21η Απριλίου και μετά η ελληνική κοινωνία εγκατέλειψε τον εαυτό της και δεν γύρισε πίσω ποτέ. Μέχρι τότε ήξερε να ζει και  να πεθαίνει, να ερωτεύεται και να ματώνει, γνώριζε όλες αυτές τις εντάσεις που τις σάρωσε η χούντα, η τηλεόραση, η αντίσταση στη χούντα, η αντίσταση στην     τηλεόραση, η κατανάλωση, η αντίσταση στην κατανάλωση, ο Νίκος Μαστοράκης, τα συγκροτήματα ροκ ως αντίσταση στον Νίκο Μαστοράκη», λέει σ’ ένα εμβληματικό του κείμενο ο Χρήστος Βακαλόπουλος στο περιοδικό Ιστός… Είναι έτσι;

ΝΞ: Ο Χρήστος Βακαλόπουλος, ένα δυο χρόνια μεγαλύτερος από μένα, ήταν ο πιο διαισθητικός και ενορατικός δοκιμιογράφος της δικιάς μας γενιάς. Ο άνθρωπος που απενοχοποιεί όχι μόνο την παράδοση, και την ενσωματώνει ολοζώντανη και μοντέρνα, είναι επίσης από τους ανθρώπους οι οποίοι παίρνουν αυτή τη διεθνική ποπ κουλτούρα και τη σμίγουν γλυκά με οτιδήποτε εγχώριο, εντόπιο, ιθαγενές. Φτιάχνουμε έτσι μια νέα γνησιότητα.

ΔΜ: Γιατί Τζένη Βάνου;.

ΝΞ: Γιατί είναι μια από τις μεγαλύτερες φωνές του δεύτερου μισού του 20ου αιώνα. Τη συγκρίνω με τη μεγάλη Μίνα της Ιταλίας. Και γιατί αυτή η υπέροχη τζαζ του Μίμη Πλέσσα γεμίζει όλα τα ερτζιανά της δεκαετίας του ’60.

[Τζένη Βάνου, Αν σ’ αρνηθώ αγάπη μου, Μίμης Πλέσσας]

ΔΜ: Είμαστε στη μεταπολίτευση, εσύ είσαι φοιτητής στην Οδοντιατρική. Κάποια στιγμή έχουμε το ΠΑΣΟΚ. Τι ακριβώς είναι αυτό; Εκτός από ένα πολιτικό κίνημα που εξέφρασε μια κοινωνική συμμαχία ευρύτερη με μια χαρισματική προσωπικότητα; Τι είναι πολιτισμικά;

ΝΞ: Πάλι «ρισκαδόρικα» θα αποτολμήσω να πω ότι το ‘81 το ΠΑΣΟΚ ολοκληρώνει αυτό που διεκόπη βιαίως το ‘65- ‘67. Ξαναβάζει τα λαϊκά στρώματα με τις λαχτάρες τους στο προσκήνιο. Τα εν τω μεταξύ μικρο-αστικοποιημένα εργατικά στρώματα, που έχουν χτίσει ένα σπίτι, αρχίζουν να ονειρεύονται το εξοχικό, που έχουν τα παιδιά τους περάσει από τις βαριές σχολές, τη Νομική, την Ιατρική και το Πολυτεχνείο, τους βάζει λοιπόν στο προσκήνιο. Η πρώτη τετραετία του ΠΑΣΟΚ είναι με κάποιο τρόπο, ή τουλάχιστον με τις υλικές ή συμβολικές προϋποθέσεις, η δικαίωση της χαμένης άνοιξης της δεκαετίας του ‘60.

ΔΜ: Χρωστάμε παρόλα αυτά στο ΠΑΣΟΚ ορισμένες θετικές προοδευτικές τομές;

ΝΞ: Αυτό που λέμε ήδη είναι προοδευτικό. Έχει βέβαια και την ανάποδή του, έχει και στρεβλώσεις. Στη δεκαετία του ‘80 αρχίζει το σκυλάδικο. Το σκυλάδικο κατάγεται από την ελαφρότητα του ελαφρολαϊκού της χούντας.

ΔΜ: Τι είναι σκυλάδικο;

ΝΞ: Αυτό το οποίο προσποιείται ότι είναι λαϊκό και τελικά δεν είναι τίποτα.

ΔΜ: Αυτό που θα ακούσουμε τώρα, που πάλι επέλεξες εσύ, δεν προσποιείται αυτό που δεν είναι, είναι σίγουρα υπέροχο.

[Τζίμης Μακούλης, Τσιγγάνα καρδιά]

ΔΜ: Η κουβέντα που έχει ανοίξει δεν είναι καθόλου απλή και καθόλου αυτονόητη. Σχεδόν βλέπουμε στον τύπο να πυκνώνουν πια, δημοσιεύματα που νοσταλγούν χούντες, που νοσταλγούν παλινορθώσεις, ενδεχομένως και εκτροπές. Γιατί γίνεται αυτό; Μήπως το έχει πυροδοτήσει λίγο  και η συριζαϊκή διακυβέρνηση; Ή ήταν εξαρχής αυτοσχέδιο;

ΝΞ: Όπως η απειλή, ένας καταλύτης, ένας πυροκροτητής στην δεκαετία του ‘60 ήταν η άνοδος της ΕΔΑ, η υπόρρητη επιλογή της για το ειρηνικό πέρασμα, για το δημοκρατικό σοσιαλισμό, πράγματα που αρχίζουν και φουντώνουν και στην Ιταλία τα ίδια χρόνια και αποκρυσταλλώθηκαν με τον Μπερλινγκουέρ… Όπως ο πυροκροτητής ήταν η ορμητική μορφή του Ανδρέα Παπανδρέου που έδινε μια αριστερή τροπή στο κέντρο, έτσι και τώρα ο

ΣΥΡΙΖΑ με όλες τις αντινομίες και τις αδυναμίες του (ένας πολιτικός οργανισμός εξάλλου είναι ο ΣΥΡΙΖΑ… Η αλήθεια δεν είναι γραμμένη στο μάρμαρο…) έχει κρατήσει εκτός νομής και εκτός της κουτάλας των ΕΣΠΑ, για δύο, δυόμιση χρόνια, αυτούς που ήταν κουμανταδόροι επί 70 χρόνια. Υπάρχουν ακόμα απολήξεις των γερολαδάδων και των δημογερόντων, που εκλέγονταν στέλνοντας στα χωριά τους κομματάρχες με τις μαγκούρες τους. Ίσως αυτό σημαίνει ότι αυτή η διακυβέρνηση, πάνω στην κορυφή μιας βαθιάς κρίσης, φέρνει μια ανανέωση των πολιτικών ελίτ και των ιδεών. Τα παιδιά που κραύγαζαν το 2008 στους δρόμους, πρέπει να έρθουν στα πράγματα και να φτιάξουν την Ελλάδα. Σήμερα μπορεί μπορεί να είναι απογοητευμένα σήμερα, να ταξιδεύουν για να βρουν δουλειά στο Ντουμπάι, αλλά αυτοί είναι η επόμενη γενιά και αυτούς παραμένουμε να φτιάξουν την Ελλάδα. Εμείς, η γενιά της μεταπολίτευσης, είμαστε μεταβατικοί που απλώς χρωστάμε να παραδώσουμε σε αυτά τα παιδιά ένα μικρό κεράκι αναμμένο. Για αυτό λυσσάνε οι υπέρμαχοι της κληρονομικής δημοκρατίας, αυτοί που είναι υπέρμαχοι της νοσταλγίας και της πιο φτηνιάρικης και ψεύτικης αριστείας. Πάνω στην αριστεία στήνεται αυτή η νοσταλγία της δικτατορίας.

ΔΜ: Αρχίζουν δηλαδή να πέφτουν οι μάσκες, σε αυτούς που πάντα ήθελαν εκτοπές…

ΝΞ: Δεν αντέχουν καν την καθιερωμένη κοινοβουλευτική αναμονή. Να έρθει η σειρά τους όταν γίνουν εκλογές. Ονειρεύονται και γράφουν αυτά τα πράγματα. Είναι απίστευτο. Κανείς δεν συνειδητοποιεί πόσο υβριστικά για ένα πονεμένο λαό, με μνήμη και αγώνες, είναι όλα αυτά. Και πόσο υβριστικά για την Ευρώπη, από αυτούς που παριστάνουν τους φιλοευρωπαίους. Η Ευρώπη του 20ου αιώνα σκιάζεται από τον εφιάλτη του ολοκληρωτισμού. Και αυτοί φλερτάρουν υποδορίως με την ιδέα της ολιγαρχίας.

ΔΜ: Πώς πάμε; Υπάρχει διάδρομος για την κυβέρνηση;

ΝΞ: Υπάρχει ένα σκολιό μονοπάτι, όχι για την κυβέρνηση, για την Ελλάδα. Ο ξένος παράγοντας θα είναι πάντα σκληρός και τυραννικός, όπως ήταν από τα πρώτα χρόνια μετά την επανάσταση. Εμείς όμως θα δούμε πώς θα αυτό τον υπέροχο τόπο, αυτή την υπέροχη «παράγκα». Ήμασταν μια οικονομία ξεχαρβαλωμένη, που ο ένας κοιτούσε να βουτάει από αυτό που έφτιαχνε ο δίπλα. Θα πρέπει να δούμε πώς η διοίκηση θα δουλεύει για το λαό, πώς η ξεχαρβαλωμένη οικονομία θα δημιουργήσει πλούτο. Να φτιάξουμε έναν Έλληνα που θα είναι παραγωγός και θα δημιουργήσει πλούτο. Έτσι μόνο θα πάμε μπροστά.

2024 © left.gr | στείλτε μας νεα, σχόλια ή παρατηρήσεις στο [email protected]
§ Όροι χρήσης για αναδημοσιεύσεις Αναφορά Δημιουργού-Μη Εμπορική Χρήση 3.0 Μη εισαγόμενο (CC BY-NC 3.0)