Χαμογελούσε, χρησιμοποιώντας την αγαπημένη του πίπα –σε μια κίνηση που του είχε γίνει συνήθεια- για να δώσει ρυθμό στις λέξεις που εκστόμιζε με φειδώ. Από χθες, το σύννεφο καπνού που συνόδευε τις συζητήσεις του Ζίγκμουντ Μπάουμαν δεν θα κρύβει πια το πρόσωπό του. Ο θάνατός του ήρθε σαν μια γροθιά στο στομάχι, ξαφνικά, παρότι η κατάσταση της υγείας του είχε επιδεινωθεί τους τελευταίους μήνες. Και αμέσως τα σάιτ στο ίντερνετ τον αποκάλεσαν θεωρητικό της ρευστής κοινωνίας, μια ταμπέλα που τον διασκέδαζε, γιατί σηματοδοτούσε μια επικοινωνιακή πραγματικότητα που έτεινε προς τη μέγιστη απλούστευση ενάντια στην οποία επικαλούνταν μια νοητική αυστηρότητα χαρακτηριστική ενός διανοουμένου του εικοστού αιώνα.
Σύζευξη ακαδημαϊκής και λαϊκής κουλτούρας
Συχνά αγανακτούσε. «Μόνο αυτά που πίνω μου αρέσει να είναι ρευστά», είχε δηλώσει κάποτε, ενοχλημένος από τη σύγκριση με τους μεταμοντέρνους θεωρητικούς ή με τους κοινωνιολόγους των «μικρών πραγμάτων». Η ρευστή νεωτερικότητά του ήταν η απεικόνιση μιας τάσης υπό εφαρμογή, όχι ενός μη ιστορικού «νόμου» που ισχύει στους αιώνες των αιώνων. Γι’ αυτό, απέρριπτε κάθε καταστροφική ανάγνωση του παρόντος προς χάρη μιας υπομονετικής δουλειάς που πρόσθετε μια-μια τις ψηφίδες ενός παζλ του παρόντος, αλλά που αντιλαμβανόταν ότι ασφαλώς δεν θα ολοκλήρωνε ο ίδιος. Ο Μπάουμαν, πράγματι, φρόντιζε με φυσικότητα να μην αφήσει να πέσει στη λάσπη η πεποίθηση ότι μπορούμε να σκεφτόμαστε την κοινωνία όχι σαν ένα άθροισμα θραυσμάτων ή αυτοαναφορικών συστημάτων, όπως αντίθετα ισχυρίζονταν οι κληρονόμοι του Τάλκοτ Πάρσονς, μελετητή των Ηνωμένων Πολιτειών που ο Μπάουμαν είχε διαβάσει και γνωρίσει προσωπικά στη Βαρσοβία όταν ο ψυχρός πόλεμος ήταν στο αποκορύφωμά του.
Κάθε φορά που έπαιρνε το λόγο σε δημόσιο χώρο ο Μπάουμαν εμφάνιζε ξεκάθαρα την τάση του προς τη σαφήνεια, και, όπως θύμιζε πολλές φορές στις συνεντεύξεις του, αυτό δεν γινόταν χωρίς κόπο. Ήταν μια τάση που είχε αποκτήσει στα χρόνια της μαθητείας του στη διδασκαλία στο Πανεπιστήμιο της Βαρσοβίας. Μιλούσε εναλλάσσοντας αναφορές των «μεγάλων γερόντων» της κοινωνιολογίας και φράσεις που προέρχονταν από τις διαφημίσεις, τα περιοδικά και τις εφημερίδες. Το να βάζει μαζί την ακαδημαϊκή κουλτούρα και τη «λαϊκή» κουλτούρα ήταν απαραίτητο για να αποδώσει εκείνη τη διάλυση της «στέρεης νεωτερικότητας» που είχε αντικατασταθεί από μια «ρευστή νεωτερικότητα», όπου δεν υπήρχε σημείο ισορροπίας και όπου ολόκληρη η κοινωνική, οικονομική, πολιτιστική, πολιτική τάξη του εικοστού αιώνα είχε ρευστοποιηθεί, τροφοδοτώντας μια συνεχή ροή πεποιθήσεων και συλλογικής φαντασίας, την οποία το εθνικό κράτος δεν κατόρθωνε να στρέψει προς τη μια ή την άλλη κατεύθυνση.
Ο Ζίγκμουντ Μπάουμαν χαρακτηρίστηκε, λοιπόν, θεωρητικός της ρευστής κοινωνίας. Ασφαλώς αυτό ήταν κάτι απρόσμενο για ένα κοινωνιολόγο που αρνιόταν να τον συνδέουν με την τάδε ή τη δείνα «σχολή», χωρίς όμως να παραιτηθεί από το να θεωρεί τον Αντόνιο Γκράμσι και τον Ίταλο Καλβίνο δύο πολικούς αστέρες της «περιπλάνησής» του στον αιώνα των ανεκπλήρωτων υποσχέσεων, τον εικοστό.
Ενάντια σε κάθε μορφή αντισημιτισμού
Γεννήθηκε στην Πολωνία το 1925 σε μια εβραϊκή οικογένεια και αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τη χώρα του την πρώτη φορά με την είσοδο των ναζιστικών στρατευμάτων στη Βαρσοβία. Βρέθηκε στη Σοβιετική Ένωση και εντάχθηκε στον στρατό της ελεύθερης Πολωνίας.
Μετά το τέλος του πολέμου είχε δύο επιλογές: να παραμείνει στο στρατό ή να ξαναρχίσει τις σπουδές του, που είχε εγκαταλείψει απότομα. Τελικά ολοκληρώνει τις σπουδές του και καταλαμβάνει έδρα καθηγητή πολύ νωρίς. Στα πανεπιστημιακά αμφιθέατρα εκδηλώνεται η σχέση του με τη νέα σοσιαλιστική εξουσία. Ο Μπάουμαν ήταν πεπεισμένος ότι η νέα κοινωνία έπρεπε να οικοδομηθεί πάνω στα ερείπια της παλιάς. Στη Βαρσοβία, η σχολή της κοινωνιολογίας ήταν μια ξεχωριστή νησίδα, που φιλοξενούσε και θεωρητικούς που δεν ήταν αρεστοί στο καθεστώς. Στη Βαρσοβία έφθαναν και ετερόδοξα βιβλία, του Εμίλ Ντουρκχάιμ, του Τέοντορ Αντόρνο, του Γκέοργκ Ζίμελ, του Μαξ Βέμπερ, του Ζαν Πολ Σαρτρ, του Ίταλο Καλβίνο και του Αντόνιο Γκράμσι. Όταν στους δρόμους της Βαρσοβίας και της Κρακοβίας εμφανίστηκε ένα άτυπο φοιτητικό κίνημα, ο Μπάουμαν πήρε το λόγο για να το στηρίξει.
Ο Μπάουμαν μίλησε για τη μαρξιστική κοινωνιολογία με μια οξυδερκή ανάλυση της μετάβασης της πολωνικής κοινωνίας από αγροτική σε βιομηχανική, που εστιάζει στις αλλαγές που συνέβησαν στις δεκαετίες του πενήντα και του εξήντα. Κρίση της πατριαρχικής οικογένειας, απώλεια της επιρροής της καθολικής εκκλησίας στον προσανατολισμό των ιδιωτικών και συλλογικών συμπεριφορών. Τέλος, απουσία μιας πεισμένης ένταξης της εργατικής τάξης στο σοσιαλιστικό καθεστώς, άποψη που το καθεστώς δεν είδε θετικά. Όταν, μεταξύ 1968 και 1970, η εξουσία χρησιμοποιεί τα όπλα του αντισημιτισμού, η συνετή κριτική του γίνεται πλήρης διαφωνία. Για τον Μπάουμαν, εκείνο το «ποτέ πια» που φώναζαν οι επιζήσαντες εβραίοι δεν περιοριζόταν μόνο στο Ολοκαύτωμα, αλλά σε κάθε μορφή αντισημιτισμού. Έτσι εγκατέλειψε τη χώρα για να εγκατασταθεί στο Ενωμένο Βασίλειο.
Η πρώτη περίοδος του Μπάουμαν στην Αγγλία ήταν ένα ξεκαθάρισμα θεωρητικών λογαριασμών με τον «σοβιετικό μαρξισμό». Αρχίζει να παίρνει αποστάσεις από τη μαρξιστική ιδέα του προλεταριάτου ως υποκειμένου του μετασχηματισμού.
Στη συνέχεια το αντικείμενο μελέτης του είναι η εβραϊκή ταυτότητα. Η σύντροφός του είχε επιζήσει από τα γερμανικά στρατόπεδα συγκέντρωσης και τον συντρόφεψε και στη συγγραφή του «Νεωτερικότητα και Ολοκαύτωμα». Το Ολοκαύτωμα, γράφει ο Μπάουμαν, είναι ένα προϊόν της νεωτερικότητας. Είναι η σκοτεινή της πλευρά, γιατί ο ορθολογικός σχεδιασμός της εξόντωσης χρησιμοποίησε όλα τα εξελιγμένα εργαλεία, αρχίζοντας από την πεποίθηση ότι όλα μπορούν να καταγραφούν, να μαζικοποιηθούν και να διοικηθούν σύμφωνα με ένα ορθολογικό σχέδιο αποτελεσματικότητας.
Όταν τα πάντα είναι ρευστά
Το δοκίμιό του για την παγκοσμιοποίηση ηχεί σαν ένα κατηγορώ απέναντι στην ιδεολογία της ελεύθερης αγοράς. Η οικογένεια, τα κόμματα, η εκκλησία, το σχολείο, το κράτος έχουν οριστικά διαβρωθεί από την καπιταλιστική ανάπτυξη. Όλα έχουν γίνει ρευστά. Μπορεί ο εικοστός αιώνας να πρόδωσε τις υποσχέσεις μιας καλής κοινωνίας, όμως και η νέα χιλιετία δεν βλέπει τη μεγέθυνση της ευημερίας για όλους τους κατοίκους του πλανήτη που υπόσχονται οι «διανοούμενοι» του νεοφιλελευθερισμού. Η παγκοσμιοποίηση και η ρευστή κοινωνία παράγουν αποκλεισμό.
Είναι τα χρόνια που ο έρωτας είναι ρευστός, το σχολείο είναι ρευστό, τα πάντα είναι ρευστά. Ο Μπάουμαν χαμογελάει με τον εκχυδαϊσμό που τροφοδοτεί ο τύπος. Μια ανησυχητική διαδικασία που πρέπει να μελετηθεί με προσοχή καταντάει σχεδόν μια κουβέντα καφενείου.
Ο Μπάουμαν είναι πολύ αγαπητός στους κύκλους των καθολικών θεωρητικών λόγω της επίκλησης του ήθους, ενώ η αριστερά θεωρεί ότι ο Μπάουμαν δίνει ελάχιστη προσοχή στις υλικές συνθήκες. Όμως οι τελευταίες περιπλανήσεις του Μπάουμαν στον παγκόσμιο ιστό δείχνουν ένα συγγραφέα που εστιάζει στον τρόπο με τον οποίο η διάσταση της επισφάλειας και του φόβου γίνεται ισχυρό εργαλείο διαχείρισης της καθεστηκυίας εξουσίας, που βρίσκει στο διαδίκτυο ένα εκπληκτικό όργανο για μια λεπτομερειακή παρακολούθηση συμπεριφορών, τρόπων ζωής, που συνδυάζονται εφόσον αποτελούν δεδομένα τροφοδότησης της τελετουργίας της κατανάλωσης.
Ο Μπάουμαν δεν ήθελε να τον θεωρούν στρατευμένο διανοούμενο. Έβλεπε με περιέργεια τα κοινωνικά κινήματα, μολονότι υπεράσπιζε πάντα με πάθος το κοινωνικό κράτος («η καλύτερη μορφή διακυβέρνησης της κοινωνίας που οι άνθρωποι κατόρθωσαν να κάνουν λειτουργική»). Στις συζητήσεις με τον συντάκτη αυτού του άρθρου μιλούσε με πικρία για τους opinion makers, τους νέους μαθητευόμενους μάγους της κοινής γνώμης, αλλά επικαλούνταν την ηθική και πολιτική διάσταση του ειδικού διανοούμενου του Μισέλ Φουκό, ως τον μοναδικό πολιτικό τρόπο να στοχαστεί κανείς την κοινωνία χωρίς να καταλήξει σε μια στεγνή κατάταξη των θρήνων για τα πράγματα που δεν πάνε καλά.
Απόδοση από το Manifesto:
Τόνια Τσίτσοβιτς
*******************************
Το περιβάλλον της αβεβαιότητας
Ο Μπάουμαν βρέθηκε στη Σοβιετική Ένωση και εντάχθηκε στον στρατό της ελεύθερης Πολωνίας. Μετά το τέλος του πολέμου είχε δύο επιλογές: να παραμείνει στο στρατό ή να ξαναρχίσει τις σπουδές του.
Η μετανάστευση και η νεωτερικότητα είναι δύο έννοιες αδιαχώριστες. Δεν μπορεί κανείς να φανταστεί τη διάδοση του εκσυγχρονισμού ανα την υφύλιο, χωρίς την μετακίνηση ενός σημαντικού αριθμού ανθρώπων. Η νεωτερικότητα έχει δυο βαριές, διαρκώς επιταχυνόμενες «βιομηχανίες» που δεν ησυχάζουν ποτέ. Κοινό τους χαρακτηριστικό είναι η παραγωγή πολλών, περιττών ανθρώπων, που δεν μπορούν να στεγαστούν, που πρέπει να εξασφαλίσουν τα μέσα για την επιβίωσή τους αλλού, που βρίσκονται συνεχώς σε κίνηση είτε τους αρέσει είτε όχι. Η πρώτη «βιομηχανία» είναι η κατασκευή της τάξης. Πρόκειται για μια εμμονή της νεωτερικότητας. Η δεύτερη είναι αυτό που ονομάζουμε «οικονομική ανάπτυξη», που βασίζεται στην αύξηση της παραγωγής με όλο μικρότερα έξοδα και λιγότερη εργατική δύναμη. Στην εξέλιξη και των δύο αυτών διαδικασιών άνθρωποι καθίστανται περιττοί, μετατρέπονται σε«ανθρώπινα απορρίμματα» της εμβάθυνσης της νεωτερικότητας, που χάνουν το προσωπικό κεφάλαιο δεξιοτήτων και εμπειριών, και πρέπει να ξεκινήσουν από την αρχή, να ψάξουν την τύχη τους αλλού.
Άνθρωποι σε κίνηση
Όταν η Ευρώπη ήταν η μοναδική περιοχή του κόσμου σε διαδικασία εκσυγχρονισμού, μετανάστες ήταν οι Ευρωπαίοι. Έχετε υπόψην σας ότι τους προηγούμενους δύο αιώνες, σύμφωνα με εκτιμήσεις περίπου 50-80 εκατομμύρια Ευρωπαίοι μετανάστευσαν σε «κενές» περιοχές στη βόρεια και νότια Αμερική και αλλού. Επρόκειτο για ένα διαφορετικό τύπο μετανάστευσης από το σημερινό, αλλά παραμένει μετανάστευση, και ενδεχομένως οι γηγενείς των «κενών» αυτών περιοχών δεν θα ήταν ιδιαίτερα ενθουσιασμένοι με την προοπτική της ενσωμάτωσης αυτών των ανθρώπων, όπως συμβαίνει τώρα και με μας.
Ένα χαρακτηριστικό της σημερινής μετανάστευσης είναι αυτό που αποκαλώ «διασπορά». Οι άνθρωποι που μεταναστεύουν τώρα είναι πολύ δύσκολο να δεχτούν τον τρόπο ζωής των χωρών στις οποίες καταλήγουν. Αντιστέκονται στην ενσωμάτωση και θα παραμείνουν οι Ξένοι, οι Άλλοι πιθανότατα για μεγάλο χρονικό διάστημα. Οι διασπορές χαρακτηρίζονται από πολλαπλές ταυτότητες, βιώνουν μια σύγκρουση ταυτοτήτων, καθώς σε διαφορετικές περιστάσεις ανήκουν σε διαφορετικές ομάδες. Αυτό είναι μόνο μία διάσταση του χαρακτηριστικού της εποχής μας, αυτού της διάχυτης αβεβαιότητας. Όλα είναι ρευστά, κινούνται τόσο γρήγορα, ώστε πριν προλάβουμε να ανστοχαστούμε, να κατανοήσουμε την κατάσταση αυτή έχει ήδη μεταβληθεί. Αυτό δημιουργεί μια διάχυτη ανασφάλεια, που σημαίνει πολύ απλά ότι μπορούν να συμβούν τα πάντα, χωρίς εμείς να έχουμε τη δυνατότητα παρέμβασης.
Οι μετανάστες ως πολιτικό κεφάλαιο
Οι μετανάστες είναι φυσικό να κατηγορηθούν γι’ αυτή τη συνθήκη. Και αυτό γιατί αποτελούν το προκεχωρημένο φυλάκιο του «απόλυτου αγνώστου». Το απόλυτο αυτό άγνωστο βρίσκεται εκεί έξω, ακούμε γι’ αυτό, δεν το βλέπουμε, αλλά ακόμα και αν μπορούσαν, δεν έχουμε τη δυνατότητα να το προσεγγίσουμε. Αυτό το άγνωστο είναι υπεύθυνο για τη μετανάστευση και για όλες τις εστίες αβεβαιότητας από τις οποίες υποφέρουν οι άνθρωποι. Οι μετανάστες, όμως, είναι ορατοί, κοντά μας, επι τόπου. Είναι γι’ αυτό πολύ χρήσιμοι, έχουν κατασκευαστεί για να είμαστε προκατειλημμένοι εναντίον τους. Παραφράζοντας το Βολταίρο «αν δεν υπήρχαν, θα έπρεπε να τους εφεύρουμε». Είναι απολύτως απαραίτητοι για να παραχθεί πολιτική. Έχουν προβάδισμα έναντι στη μάχη απέναντι στο μακρινό και ανώνυμο παγκόσμιο κεφάλαιο και εμπόριο, την παγκόσμια τρομοκρατία κ.λπ., γιατί είναι απτοί, είναι γείτονές μας. Μπορεί κανείς μεσώ των μεταναστών να εξοικειωθεί με το ανοίκειο, να σωματοποιήσει το άγνωστο.
Δεύτερον μπορούν να πάρουν τη θέση του ενόχου, να κατηγορηθούν. Σε αντίθεση με τους απόμακρους κινδύνους που αναφέραμε νωρίτερα, στη δική τους περίπτωση μπορούν να παρθούν μέτρα. Αυτό είναι πολύ δελεαστικό. Μπορούμε να τους εκδιώξουμε από τις γειτονίες μας, να τους περιορίσουμε αριθμητικά, να στείλουμε μερικούς πίσω στους τόπους προέλευσή τους. Μπορούμε να κάνουμε σ’ αυτούς ότι δεν έχουμε τη δυνατότητα να κάνουμε στο παγκόσμιο τραπεζικό σύστημα και τις πολυεθνικές.
Και τελικά το τρίτο στοιχείο που τους καθιστά βολικά κατάλληλους γι’ αυτό το σκοπό είναι ότι οι κυβερνήσεις μπορούν να δείξουν ότι λαμβάνουν μέτρα για την αβεβαιότητα που νιώθουν οι άνθρωποι. Δεν μπορούν να κάνουν πολλά για την υπαρξιακή τους ανασφάλεια, δεν μπορούν να κάνουν τίποτα όταν οι τράπεζες για παράδειγμα μεταφέρουν αλλού τις επενδύσεις τους, δεν μπορούν να εμποδίσουν τη φυγή των παραγωγικών μονάδων· όλες αυτές οι διαστάσεις της αβεβαιότητας βρίσκονται εκτός δικαιοδοσίας των εθνικών κυβερνήσεων, κάτι που δε ισχύει για τους μετανάστες. Έτσι, λοιπόν, οι κυβερνήσεις δεν μένουν άπραγες μπροστά στον πόνο των ανθρώπων, και αντιμετωπίζοντας τους μετανάστες κερδίζουν κάποιες επιπλέον μονάδες δημοφιλίας.
Το αποτέλεσμα αυτής της μετατόπισης της οπτικής είναι ένας πόλεμος μεταξύ των θυμάτων. Είμαστε όλοι θύματα, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, της παγκοσμιοποίησης που διαλύει τις πρότινες, οικείες συνθήκες της ζωής μας. Φοβόμαστε αυτές τις κοσμογονικές αλλαγές που μπορούν να καταστρέψουν την καθημερινότητά μας. Είμαστε λοιπόν, όλοι θύματα που παλεύουμε μεταξύ μας, και όταν συμβαίνει αυτό, η λαϊκή σοφία λέει ότι οι πραγματικοί ένοχοι μπορούν να κοιμούνται ήσυχοι.
Μετάφραση: Πέτρος Κοντές
*Το κείμενο αυτό αποτελεί τη γραπτή εκδοχή μιας τηλεοπτικής συνέντευξης του Ζιγκμουντ Μπάουμαν στον ιστότοπο www.resetdoc.org, στα πλαίσια των σεμιναρών της Ισταμπούλ που διοργανώνει το πανεπιστήμιο Μπίλγκι.
Ο Ζίγμουντ Μπαουμαν ήταν Ομότιμος Καθηγητής στο πανεπιστήμιο του Λιντς. Γνωστός για τις αναλύσεις του σχετικά με τη νεωτερικότητα και τον ορθολογισμό, τη μετανεωτερικότητα και τον καταναλωτισμό, καθώς επίσης για τη θεωρία του της ρευστής νεωτερικότητας, άφησε την τελευταία του πνοή στις 9 Ιανουαρίου 2017.