to top
  • βρείτε μας στο Twitter
  • βρείτε μας στο Facebook
  • βρείτε μας στο YouTube
  • στείλτε μας email
  • εγγραφείτε στο RSS feed
  • international version

Τρεις, τέσσερις, πέντε Ιεράρχες...

Το μόνο που έχουμε αντιληφθεί είναι η διάχυτη δυσθυμία των ίδιων των μαθητών για την κατάργηση της επίμαχης αργίας, ακόμη και όσων διακηρύσσουν τα ελληνορθόδοξα φρονήματά τους


Οταν γράφονταν τούτες οι γραμμές, η 30ή Ιανουαρίου δεν είχε ακόμη τιμηθεί με τον τρόπο που επέβαλε η κυρία Κεραμέως – ως «μέρα πραγματοποίησης εορταστικών εκδηλώσεων προς τιμήν των τριών Αγίων και της Παιδείας, καθώς και όλης της εκπαιδευτικής κοινότητας». Αγνοούμε, ως εκ τούτου, τη συγκεκριμένη μορφή με την οποία υλοποιήθηκε η υπουργική εντολή για «αποκατάσταση της εορτής».

Το μόνο που έχουμε αντιληφθεί είναι η διάχυτη δυσθυμία των ίδιων των μαθητών για την κατάργηση της επίμαχης αργίας, ακόμη και όσων διακηρύσσουν τα ελληνορθόδοξα φρονήματά τους· η όποια θρησκευτικότητα των τελευταίων έχει συνήθως πολύ μεγαλύτερη σχέση με τον συντηρητικό κομφορμισμό που διαχέουν τα πρωινάδικα, παρά με τη μέθεξη που τους προκαλεί το απολυτίκιο των «τριών μεγίστων φωστήρων της τρισηλίου θεότητος». Αντί της επιδιωκόμενης εθνοθρησκευτικής κατήχησης της νέας γενιάς, η προκαθήμενη του υπουργείου Παιδείας προκάλεσε έτσι μια μικρή κρίση ταυτότητας στις ψυχές του δικού της πρωτίστως ποιμνίου!

Αν κάτι επιβεβαιώθηκε με την εν λόγω μεταβολή, αυτό είναι βέβαια το διανοητικό επίπεδο και η ποιότητα των ανακλαστικών των πούρων εθνικοφρόνων μας, που έσπευσαν να την ερμηνεύσουν σαν ακόμη μια επίθεση κατά των ιερών και οσίων της φυλής: «Υπό διωγμό η θρησκεία! Βαρύτατο πλήγμα κατά της πατρίδας. Η Κεραμέως προχωρεί με πρωτοφανή ζήλο την αποχριστιανοποίηση της εκπαίδευσης, συνεχίζοντας το επαίσχυντο έργο του Φίλη και του Γαβρόγλου», διαπίστωνε λ.χ. στον πρωτοσέλιδο τίτλο της η ακροδεξιά καραμανλική «Δημοκρατία» (13/1).

Απείρως αποκαλυπτικότερη απ’ αυτή την παρεξήγηση υπήρξε η διορθωτική ανάλυση της επομένης στην ίδια εφημερίδα, όπου το όλο ζήτημα τοποθετήθηκε στις πραγματικές «εθνικές» του διαστάσεις – σκιαγραφώντας ταυτόχρονα, με αφοπλιστική ειλικρίνεια, όλο εκείνο το μείγμα παχυλής ημιμάθειας και φοβικών συνδρόμων που επικαθόρισε την ανάδυση της νέας εθνικοφροσύνης: «Ελληνας είμαι και χριστιανός ορθόδοξος. Δεν έχω μελετήσει ενδελεχώς τη δράση των Τριών Ιεραρχών, αλλά και γνωρίζω τα ονόματά τους και θυμάμαι απέξω το τροπάριό τους, κι ας μην το ακούω συχνά τα τελευταία χρόνια. Και πολύ θα ήθελα η κυβέρνηση, την οποία εμπιστεύτηκα, να έχει αντιληφθεί ότι η χώρα μας υφίσταται μια χωρίς προηγούμενο ισλαμική εισβολή, η οποία, αν δεν αντιμετωπιστεί με αποφασιστικότητα, θα μετατρέψει τη χώρα σε ισλαμική Τζαμαχιρία. Και όταν η χώρα βρίσκεται μπροστά σε μια τόσο σοβαρή κρίση, όχι μόνο δεν αγγίζεις την εορτή των Τριών Ιεραρχών, αλλά την ενισχύεις όσο μπορείς!».

Κάπως έτσι θα σκέφτηκε άλλωστε και η υπουργός του κ. Μητσοτάκη, σε κάποιο διάλειμμα της ενασχόλησής της με τη διαφήμιση (και θεσμική κατοχύρωση των συμφερόντων των) ιδιωτικών κολεγίων.

Δεν περιμένει βέβαια κανείς τίποτα περισσότερο από τους εθνικόφρονές μας. Τι περιθώρια υπάρχουν, ωστόσο, για έναν εναλλακτικό σχολικό εορτασμό, απ’ όσους εκπαιδευτικούς δεν ανατρέξουν απλώς για έμπνευση σε κάποια μαθητικά τετράδια από τον καιρό της εθνοσωτηρίου;

Στα Δημοτικά σχολεία, υποθέτουμε, οι μικροί μαθητές θα ακούσουν ό,τι πάνω-κάτω ακούγαμε κι εμείς εκείνα τα χρόνια: πως ο Μέγας Βασίλειος αγαπούσε πολύ τα παιδιά, ο Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός διάβαζε ακατάπαυστα και ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος έβγαζε πύρινους λόγους. Στα Γυμνάσια και τα Λύκεια, με παιδιά ήδη προβληματισμένα σε κάποιο βαθμό, τα περιθώρια δημιουργικής προσέγγισης είναι όμως απείρως περισσότερα.

Μια πρώτη δυνατότητα προσφέρει η ιστορικοποίηση του αντικειμένου: η επικέντρωση στην ίδια τη γιορτή και στα πολιτικοϊδεολογικά συμφραζόμενα της καθιέρωσής της στο ελληνικό κράτος. Οπως μας πληροφορεί αναλυτικά η πανεπιστημιακός Εφη Γαζή στο βιβλίο της «Ο δεύτερος βίος των Τριών Ιεραρχών» (Αθήνα 2004, εκδ. Νεφέλη), η θέσπιση της συγκεκριμένης «ημέρας της ελληνοχριστιανικής παιδείας», και κυρίως η κατά καιρούς ανάδειξή της σε κόμβο διάχυσης της αντίστοιχης κρατικής ιδεολογίας δεν υπήρξε καθόλου άσχετη με τις εσωτερικές συγκρούσεις που σημάδεψαν τη διαδρομή της νεοελληνικής κοινωνίας.

Ξεκίνησε το 1841 από το Πανεπιστήμιο Αθηνών, σε μια προσπάθειά του να κατευνάσει την απροκάλυπτη εχθρότητα της Εκκλησίας· διεκδικώντας τον έλεγχο των εκπαιδευτικών μηχανισμών του νεοσύστατου κράτους, η τελευταία συκοφαντούσε γαρ το αντίζηλο κοσμικό ίδρυμα σαν «κατάστημα όπου διδάσκεται η αθεΐα και η ασέβεια, όπου εξυβρίζονται τα θεία».

Ακολούθησε η αναζωπύρωσή της στον Μεσοπόλεμο, στο πλαίσιο της καταπολέμησης του κομμουνισμού (και της ανάγνωσης του χριστιανισμού σαν πρόδρομα εξισωτικού κινήματος), μέσω της προβολής των Τριών Ιεραρχών ως προασπιστών της ιδιοκτησίας – με τελική κατάληξη τη μετεμφυλιακή Εθνική Ηθική Διαπαιδαγώγηση και την αυτοεξευτελιστική παρωδία της επί χούντας.

Εξίσου διδακτική αποδεικνύεται μια βαθύτερη αναδρομή στον χρόνο. Ο κοινός εορτασμός των Τριών Ιεραρχών θεσπίστηκε τον 11ο αιώνα από τον Αλέξιο Κομνηνό, κατά τον μετασχηματισμό του Βυζαντίου σε τυπικά φεουδαρχική κοινωνία – μαζί με την καθυπόταξη των λογίων από την κεντρική πολιτικοεκκλησιαστική εξουσία και τη βίαιη εκκαθάριση του θρησκευτικού τοπίου από κάθε λογής αιρέσεις (οι επικεφαλής των οποίων καίγονταν ζωντανοί στον Ιππόδρομο της Βασιλεύουσας).

Στο πλαίσιο αυτού του εκσυγχρονισμού, άλλαξε και η εσωτερική σύνθεση της επίμαχης τριάδας: ενώ μέχρι τότε γινόταν λόγος για «Τρεις Καππαδόκες», συγγενείς ή συνεργάτες, ένας απ’ αυτούς –ο αδελφός του Μεγάλου Βασιλείου, Γρηγόριος Νύσσης– παραχώρησε διακριτικά τη θέση του στον (παντελώς άσχετο) Χρυσόστομο.

Τον εξοβελισμό του δεύτερου Γρηγορίου, εξηγεί η κ. Γαζή, επέβαλε η αισθητή απόκλισή του από την καθυπόταξη της αρχαιοελληνικής σκέψης στα εκκλησιαστικά δόγματα, που χαρακτηρίζει το έργο των υπολοίπων: μεταξύ άλλων, αμφισβήτησε ακόμη και τον αμετάκλητο χαρακτήρα της «τελικής κρίσεως», ερμηνεύοντας τη θεία τιμωρία σαν θεραπευτικό (και όχι εξοντωτικό) μέτρο.

Ακόμη πιο ρηξικέλευθη υπήρξε η επιλογή του να αναδείξει ως ισότιμη συνομιλήτρια την «αδελφή και διδάσκαλό» του Μακρίνα, γνωστή σε μεταγενέστερους θεολόγους ως «η Τέταρτη Καππαδόκισσα».

Ο αδελφός τους Μέγας Βασίλειος, απεναντίας, την αγνοεί ολοκληρωτικά – υποδεικνύοντας, διά της σιωπής του, τη θέση των γυναικών στο μελλοντικό «ελληνοχριστιανικό» οικοδόμημα.

tags: άρθρα

2024 © left.gr | στείλτε μας νεα, σχόλια ή παρατηρήσεις στο [email protected]
§ Όροι χρήσης για αναδημοσιεύσεις Αναφορά Δημιουργού-Μη Εμπορική Χρήση 3.0 Μη εισαγόμενο (CC BY-NC 3.0)