to top
  • βρείτε μας στο Twitter
  • βρείτε μας στο Facebook
  • βρείτε μας στο YouTube
  • στείλτε μας email
  • εγγραφείτε στο RSS feed
  • international version

Θλιβεροί ρεμπέτες – Private Song / Documenta 14

Κινούμενη μεταξύ ναρκισσισμού και αυτοσαρκασμού, η χορογράφος και χορεύτρια Αλεξάνδρα Μπαχτσετζή απο-ιεροποιεί το ρεμπέτικο, και, μέσα από τη ρωγμή που προκαλεί, φέρνει στο προσκήνιο θέματα που έχουν να κάνουν με το ξένο, την ταυτότητα, το φύλο, τη δημιουργία, τον καλλιτέχνη και τις αντιφάσεις του.


Το Δημοτικό Θέατρο Πειραιά είναι φωτισμένο απ’ έξω με φούξια προβολείς, οι θεατές μπαίνουν από μια πλαϊνή πόρτα, και μέσα από διαδρόμους και σκάλες οδηγούνται στη σκηνή (πάνω στη σκηνή), στο βάθος της οποίας υπάρχουν μερικές σειρές καθίσματα. Η αυλαία είναι κλειστή. Οι θεατρικές συμβάσεις έχουν στρεβλωθεί, η συνθήκη έχει κάτι ασυνήθιστο, σχεδόν εξωτικό (το Δημοτικό Θέατρο είναι μια παραδοσιακή ιταλική σκηνή). Αυτή η σε εισαγωγικά διαστροφή φαίνεται να είναι καταστατικός όρος της παράστασης Private Song, που θα παρακολουθήσουμε.

«Ποια είμαι εγώ που πάω να συναντήσω το ρεμπέτικο;» είναι σαν να αναρωτιέται η Αλεξάνδρα Μπαχτσετζή (Alexandra Bachzetsis αλλού), μια γυναίκα ντυμένη με λατέξ, σαν χορεύτρια σε αμερικανικό strip show, θελκτική και ερωτική, στην εναρκτήρια σκηνή, σημείο εκκίνησης της.

Όσο άσχετη (με το ρεμπέτικο) και ναρκισσιστική, όμως, κι αν φαίνεται αυτή η έναρξη, με τις αποπλανητικές κινήσεις της χορεύτριας, έχει μια (εκούσια ή ακούσια) ειλικρίνεια: συνιστά μια δήλωση ταυτότητας, και υπ’ αυτό το πρίσμα, μπορεί να ειδωθεί, στη συνέχεια, ως η αρχή μιας ιστορίας μεταμόρφωσης (ή και παραμόρφωσης) της Μπαχτσετζή, της Ελβετίδας που έγινε Ελληνίδα, της λίγο πολύ συμβατικής χορογράφου που έγινε πειραματική, μιας από τις ελάχιστες χορογράφους που συμμετέχουν στην Documenta, της συντρόφου ενός από τα επιτελικά στελέχη της διοργάνωσης… τρελής τσιγγάνας; περιπλανώμενης απόκληρης στην κακούργα ξενιτιά; (όπως λέει ένα από τα τραγούδια που ακούγονται στην παράσταση).

H femme désirable απεκδύεται το λατέξ εφαρμοστό ρούχο της, την ταυτότητά της. Φοράει ένα μπλε σταυρωτό κοστούμι, χορεύει τον δικό της ζεϊμπέκικο-σύγχρονο χορό και μεταμορφώνεται σε άντρα.

Η ταυτότητα των αντρών που τη συντροφεύουν στο εγχείρημα (Thibault Lac, Σωτήρης Βασιλείου), ορίζεται κι αυτή εξαρχής με τη στάση και την κίνησή τους. Ο ένας φωτομοντέλο, ο άλλος αθλητής. Και αυτοί χορεύουν με τον τρόπο τους ρεμπέτικα, κι αυτοί μεταμορφώνονται σταδιακά, ώσπου ο ένας καταφεύγει στην πλατεία, περνάει δηλαδή από την πλευρά του θεατή, μόνος και έρημος, ενώ ο άλλος γίνεται για λίγο τραγουδιστής σουξέ.

Η μεταμόρφωση της Μπαχτσετζή προχωράει, όμως, παραπέρα. Κάθεται, με ανοιχτά τα πόδια, σε μια καρέκλα φάτσα στο κοινό (που μέχρι τέλους βρίσκεται στο βάθος της σκηνής), φοράει ανάποδα, σαν ποδιά, ένα τζιν τζάκετ, ρίχνει μπροστά τα μακριά της μαλλιά, κρύβοντας το πρόσωπό της, και στρίβει τα πόδια της, έτσι ώστε να φαίνεται σαν να κάθεται πλάτη στο κοινό, στραμμένη προς την άδεια πλατεία –η αυλαία έχει σηκωθεί–, και τραγουδά.

Είναι ένα τέρας, ένα πρόσωπο που έχει στρεβλωθεί σε υπέρτατο βαθμό. Αυτή η παραμόρφωση του καλλιτέχνη φαίνεται να γίνεται αντιληπτή από την Μπαχτσετζή ως θεμελιώδης συνθήκη του ερμηνευτή, του ανθρώπου, δηλαδή, που καταλαμβάνεται από το πνεύμα του έργου, εδώ του ρεμπέτικου.

Η Μπαχτσετζή ενεργεί όπως οι πρώτοι ανθρωπολόγοι, που παρατηρούσαν αρχέγονες φυλές, σε εξωτικά μέρη. Οι πρώτοι γεωγράφοι, εθνογράφοι, που καταγράφανε και αντιγράφανε τα σχέδια, τις συνήθειες των ανθρώπων, τις κινήσεις των ιερουργών τους, τους χορούς τους, για να τα μεταφέρουν προς επίδειξη στις δυτικές πρωτεύουσες, από όπου είχαν έρθει.

Αυτό που διακρίνει την Μπαχτσετζή από εκείνους τους πρώτους εξερευνητές είναι ακριβώς αυτή η παραμόρφωση στην οποία υποβάλλεται αυτή και οι συνεργάτες της, η οποία υπερβαίνει το συγκεκριμένο πλαίσιο της έρευνας για το ρεμπέτικο, και εικονοποιεί ευρύτερα το βάσανο, τη διαδρομή του ερευνητή που προσεγγίζει βιωματικά το ξένο. Και με τον τρόπο αυτό θυμίζει την απορρύθμιση, τις αντιφάσεις, την αμφισβήτηση της ταυτότητας, τη δυσφορία απέναντι στον ίδιο τον πολιτισμό και την κουλτούρα προέλευσης του, που περιέγραψε ο Λεβί Στρος στους θλιβερούς τροπικούς.

Η Μπαχτσετζή αφηγείται μια ιστορία σαν εκείνη των πρώτων ανθρωπολόγων, αλλά και την ιστορία του καλλιτέχνη, που δεν φέρνει το ρόλο στα μέτρα του, αλλά προσπαθεί να πάει προς αυτόν, με κωμικά, αλλόκοτα, τερατώδη ενίοτε αποτελέσματα. Σε έναν βαθμό το πετυχαίνει.

Και, όπως η σύγχρονη κοινωνική ανθρωπολογία απομακρύνεται από την παραδοσιακή της μεθοδολογία, η οποία σχετιζόταν με τη μελέτη των εξωτικών κοινωνιών, την εγκατάσταση των ανθρωπολόγων στην υπό μελέτη κοινωνία και την αυθεντία τους, το ίδιο κάνει το Private Song, τουλάχιστον σε ό,τι αφορά την αυθεντία του, αφού εδώ τα πρόσωπα σταπατσάρονται – ίσως μόνον όχι αρκετά.   

Σε κάθε περίπτωση είναι ένα τόλμημα η συνάντηση του ρεμπέτικου με τον σύγχρονο χορό και ένα νέος χώρος (νέες μορφές και περιεχόμενα) ανοίγεται μέσα απ’ αυτή τη συνάντηση.

Μπορεί να μην είναι αποκλειστικότητα της Μπαχτσετζή αυτός ο συγκρητισμός, μπορεί αν κάναμε μεγαλύτερη έρευνα να διαπιστώναμε πως δεν είναι και τόσο πρωτότυπη η ιδέα, μπορεί από τους διοργανωτές της Documenta να αγνοήθηκαν χορογράφοι με σημαντική ερευνητική δουλειά (με πολιτική διάσταση), όπως ο Κωνσταντίνος Μίχος, για να αναφέρω έναν μόνο, και τις site specific χορογραφίες του, στα προσφυγικά της Αλεξάνδρας, στο Σωτηρία και αλλού, αλλά, πιθανά να χρειαζόταν μια ξένη- ελληνίδα να καταπιαστεί με το ρεμπέτικο ώστε, με τον τρόπο της, να θέσει εμμέσως ζήτημα απομυθοποίησής του.

Γιατί η απομυθοποίηση είναι η θεμελιώδης συνθήκη για να αποκτήσει νέα περιεχόμενα και σημασίες το ρεμπέτικο και για να δημιουργηθούν νέες φόρμες απ’ αυτό, να αποκτήσει επιγόνους και, κυρίως, ανανεωτές του.  

Από μια άλλη άποψη, συνδέοντας το ρεμπέτικο, αυτό το ελληνικό παραδοσιακό, ανατολικής προέλευσης στοιχείο, με τον σύγχρονο χορό, με το δυτικό, δημιουργείται ένας τόπος συνάντησης, όπου εγείρονται εκ νέου ζητήματα γύρω από την ελληνική ταυτότητα.

Τέλος, η στροφή της Μπαχτσετζή προς αυτό το πολιτισμικό υλικό (το ρεμπέτικο), που λόγω της ελληνικότητάς του (ένεκα της κρίσης) μπορεί να έλξει το διεθνές ενδιαφέρον, αποκαλύπτει, σε έναν βαθμό, τον τρόπο που οι άνθρωποι καθορίζουν το «δικό μας» και τη ρευστότητα αυτού του δικού μας.

Καλώς ήρθατε στους θλιβερούς ρεμπέτες.

2024 © left.gr | στείλτε μας νεα, σχόλια ή παρατηρήσεις στο [email protected]
§ Όροι χρήσης για αναδημοσιεύσεις Αναφορά Δημιουργού-Μη Εμπορική Χρήση 3.0 Μη εισαγόμενο (CC BY-NC 3.0)