to top
  • βρείτε μας στο Twitter
  • βρείτε μας στο Facebook
  • βρείτε μας στο YouTube
  • στείλτε μας email
  • εγγραφείτε στο RSS feed
  • international version

Θεσσαλονίκη: «Και αρχαία και μετρό»

Όταν η ιστορία γίνεται μπίζνα


Στο σημείωμα αυτό δεν πρόκειται να εξιστορήσουμε τις περιπέτειες του μετρό της Θεσσαλονίκης από το 1976, όταν το έργο εντάχθηκε στον προϋπολογισμό. Θα εστιάσουμε στην ανασκαφή που ξεκίνησε το 2012 στους σταθμούς Βενιζέλου και Αγίας Σοφίας ταυτόχρονα με εκείνη στον τύμβο Καστά στην Αμφίπολη. Η δεύτερη αυτή ανασκαφή προσέλκυσε το κυβερνητικό ενδιαφέρον, με αποτέλεσμα να διενεργηθεί υπό την επήρεια μιας άκρως εθνικιστικής αντίληψης, στο πλαίσιο του Μακεδονικού ζητήματος, και να αναδειχθεί ως αντιπροσωπευτική περίπτωση κατάχρησης του παρελθόντος. Εδώ τη μνημονεύουμε μόνο ως παράδειγμα προς σύγκριση με την ανασκαφή στη Θεσσαλονίκη, η οποία, επίσης λόγω πολιτικών παρεμβάσεων, εξελίσσεται αρνητικά ως προς την τύχη των ευρημάτων και την ανάπτυξη της πόλης.

Στο σταθμό Βενιζέλου αποκαλύφθηκε εμβληματικό σταυροδρόμι (Βενιζέλου και Εγνατία), όπως είχε διαμορφωθεί στα τέλη 6ου-αρχές 7ου αιώνα, σύμφωνα με τη ρωμαϊκή χωροταξία των μεγαλουπόλεων του ανατολικού τμήματος της Αυτοκρατορίας. Πρόκειται για τμήμα λιθόστρωτου «άξονα» με κατεύθυνση βορρά-νότου (λατινικά cardo) και μαρμαρόστρωτης οδού με κατεύθυνση ανατολής-δύσης (decumanus maximus, «μέση οδός»), σε μήκος πλέον των 75 μ., με δημόσια κτίρια, εργαστήρια, το «τετράπυλο» και «τους οκτώ πεσσούς που το στήριζαν...». Επίσης στο σταθμό Αγίας Σοφίας εντοπίστηκε το ανατολικό μισό (περίπου 190 τ.μ.) μαρμαρόστρωτης πλατείας, στοά έκτασης 29,5 μ., κρηναίο οικοδόμημα/ νυμφαίο, ψηφιδωτά δάπεδα κ.ά.. Αν στην ανασκαφή της Αμφίπολης τα ευρήματα χρησιμοποιήθηκαν ως πολιτικό κίνητρο για να προκαλέσουν εθνικιστική έξαρση και πατριδοκαπηλία, η αποκάλυψη κοσμικών οικοδομημάτων στο κέντρο της Θεσσαλονίκης δεν ενθουσίασε παρά μόνο το Δήμο, αρχαιολόγους και φιλίστορες· αντίθετα, αρμόδιοι κρατικοί θεσμοί και η εταιρεία Αττικό Μετρό Α.Ε., χωρίς να συμβουλευθούν το ΤΕΕ και τα συναφή πανεπιστημιακά Τμήματα, αυθαίρετα συντάχθηκαν με τη θέση «όλες οι αρχαιότητες» να αποσπασθούν και να τοποθετηθούν «κάπου αλλού», ώστε να «μπορούμε να δούμε όλες τις φάσεις της πόλης», του Μ. Τιβέριου, συμβούλου της εταιρείας καθηγητή κλασικής Αρχαιολογίας στο ΑΠΘ. Η αποδοχή της πρότασης αυτής, στην οποία θα επανέλθουμε, στην ουσία στερούσε από την πόλη την εξόφθαλμη απόδειξη της ιδιότητάς της ως ρωμαϊκής/ βυζαντινής μεγαλούπολης, γι’ αυτό προκάλεσε αντιδράσεις: Την προσφυγή του Δήμου Θεσσαλονίκης (17-6-2013), την αναστολή της εφαρμογής σχετικής υπουργικής απόφασης και την ανησυχία για τον κίνδυνο που οι αρχαιότητες διέτρεχαν με τον τεμαχισμό/ αποκόλληση και την (αβέβαιη) επανατοποθέτησή τους.

Σταδιακά, μέσα από συλλογικές διαδικασίες, Δήμου και αρχαιολόγων, το αίτημα «και αρχαία και μετρό» ωρίμαζε, καθώς ο Σύλλογος Ελλήνων Αρχαιολόγων το πρόβαλε με δημόσιες συζητήσεις, ημερίδα κ.ά., τοπικά και διεθνώς. Το Μάιο 2015 η Αττικό Μετρό επαναπροσλαμβάνει τον ομότιμο καθηγητή Μ. Τιβέριο ως εμπειρογνώμονα. Έκτοτε μεσολάβησε ένα διάστημα παύσης των εργασιών και μη πληρωμής των εργαζόμενων. Η αλλαγή ωστόσο κυβέρνησης το ίδιο έτος, σήμανε τη μεταστροφή της τύχης των αρχαίων, αφού κυβέρνηση, Δήμος και αρχαιολόγοι συμφώνησαν να παραμείνουν αυτά κατά χώραν. Έτσι, από το 2016, μετά την ομόφωνη απόφαση του ΚΑΣ για τον «ανασχεδιασμό» των αρχαιοτήτων στο σταθμό Βενιζέλου, ξανάρχισαν οι εργασίες. Η αποπεράτωση του μετρό προγραμματίστηκε για το φθινόπωρο 2019. Τότε θα άρχιζε η δοκιμαστική λειτουργία του, ενώ το πρώτο μισό του 2020 θα παραδιδόταν η βασική γραμμή, χωρίς το σταθμό Βενιζέλου, η αποπεράτωση του οποίου προσδιορίστηκε για το 2023.

Παράδοξα, μετά τις δημοτικές και βουλευτικές εκλογές του 2019 διεκόπησαν εκ νέου οι εργασίες στο μετρό, ενώ οι νέες τοπικές αρχές διέδιδαν και μέσω του τύπου τη θέση «απόσπαση και επανατοποθέτηση των αρχαίων». Η παλιμβουλία επιβεβαιώθηκε σύντομα: Από το βήμα της ΔΕΘ ο πρωθυπουργός, σε μια κρίση τελειομανίας, ανήγγειλε: «[...] επιστρέφουμε στην αρχική λύση με απόσπαση και επανατοποθέτηση» των αρχαιοτήτων, γιατί διαφορετικά «θα σήμαινε ένα έργο κολοβό». Επιπλέον, αποφάνθηκε ότι το μετρό «μπορεί να λειτουργήσει ενιαίο και στο σύνολό του τον Απρίλιο του 2021»! Η απουσία διαλόγου του πρωθυπουργού με ειδικούς, αλλά η «απόλυτη συνεννόησή [του] με τους φορείς της πόλης», προδίδει αδιαφορία για την ουσία του θέματος και βιασύνη για τακτοποίηση τετελεσμένων, άσχετων με την αρτιότερη διαχείριση των αρχαίων. Επιπλέον, ενώ έως τον Ιούλιο 2019 είχαν καταβληθεί στους εργολάβους «περί τα 200 εκατ. ευρώ» για αποζημιώσεις, με τις «καθαρές κουβέντες» του ο πρωθυπουργός φρόντισε να εκτινάξει το εν λόγω ποσό ακόμη ψηλότερα. Ανεξάρτητα αν πρόκειται για έκφραση ρεβανσισμού κυρίως ντόπιων παραγόντων, που είχαν πρωτοστατήσει στην απόσπαση των αρχαίων, η κυβερνητική θέση είναι αυθαίρετη ιστορικά και τεχνικά και συνιστά καταπάτηση των αποφάσεων των θεσμών, ενώ λειτουργεί αντι-αναπτυξιακά και κατασταλτικά της προβολής του ιστορικού προφίλ της Θεσσαλονίκης. Βέβαιο είναι επίσης ότι το αποκύημα της περί-σκεψης «φορέων» και πρωθυπουργού προεξοφλεί δυσάρεστα τετελεσμένα για το Δήμο και τους δημότες αλλά επωφελή για τους πάμπολλους εμπλεκόμενους. Πρόκειται για συγχορδία, όχι «φαντασμάτων», αλλά επώνυμων υπό πρωθυπουργική διεύθυνση. Μάλιστα ο πρωθυπουργός δεν παρέλειψε να ονοματίσει και έναν από αυτούς, τονίζοντας ότι στη μητροπολιτική ζώνη «το βάρος των καθημερινών μετακινήσεων των πολιτών πρέπει να σηκώσει ο ΟΑΣΘ» -αφού βέβαια του εξασφάλισε ήδη τριετή παράταση της κερδοσκοπικής λειτουργίας του.

Η απροθυμία τοπικών και κυβερνητικών κύκλων για αξιοποίηση των αρχαιοτήτων της Θεσσαλονίκης, θα μπορούσε να εξηγηθεί με την υποβάθμιση του ρωμαϊκού παρελθόντος στην ελληνική ιστοριογραφία· το ίδιο δεν θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς για το βυζαντινό παρελθόν της, αφού στο πλαίσιο των επαναπροσδιορισμών της εθνικής ιδεολογίας, η πόλη, καθ’ εαυτή ή από κοινού με το Άγιο Όρο, έπαιξε σημαντικό ρόλο τουλάχιστον τον 20ό αιώνα. Από τις ιστορικές εικόνες της, αυτή που προκρίθηκε, τουλάχιστον μεταπολεμικά οπότε ανδρώθηκαν οι σημερινοί «φορείς» της πόλης, αντλεί πράγματι από βυζαντινά κείμενα -όχι όμως της πρωτο-βυζαντινής περιόδου, στην οποία χρονολογούνται τα επίμαχα μνημεία. Όπως είναι γνωστό, η Θεσσαλονίκη αναδείχτηκε κυρίως κέντρο συγκρότησης και ακτινοβολίας της μυστικής Ορθοδοξίας, που διαδόθηκε στα Βαλκάνια και ευρύτερα. Εντούτοις, η μεταπολεμική αναβίωση της ησυχαστικής εκδοχής πίστης/ λατρείας από επιστημονικά κέντρα και την εκκλησία, σήμανε μάλλον την άκριτη αναπαραγωγή του βυζαντινού μυστικού λόγου και τη συγκρότηση μιας σύστοιχης εικόνας της πόλης, με κύρια χαρακτηριστικά την εσωστρέφεια και τη θρησκοληψία συναφώς με τα εθνικά/ ψυχροπολεμικά και αντι-κομμουνιστικά/ μετεμφυλιακά ιδεολογήματα. Εντέλει, το λογοτεχνικό/ ιστορικό προφίλ της εξυφάνθηκε με θεολογικό και εθνικιστικό στημόνι και υφάδι: Από τη μια μεριά, αναπαραστάθηκε ως «ερωτική» πόλη, σύμφωνα με την ησυχαστική θεολογική τάση - κι όχι βάσει κάποιας λογοτεχνίζουσας ή ελευθεριάζουσας αντίληψης, όπως την εκλαμβάνουν ετερόκλητοι ιδεολογικά κύκλοι. Από την άλλη, η έμφαση στους πρόσφυγες και στη μικρασιατική καταστροφή -ένα από τα παθήματα του έθνους-, της προσέδωσε κατ’ αποκλειστικότητα το χαρακτηριστικό της «προσφυγομάνας», που ρίχνει στη λήθη τον παλαιότερο κοσμοπολίτικο χαρακτήρα της, προς όφελος ενός στείρου ελληνοκεντρισμού.

Ντόπιοι παράγοντες, έχοντας βιώσει αυτές τις ιδεολογικές πρακτικές ως «έξη» (habitus), επόμενο είναι να υποτιμούν τη σημασία των επίμαχων αρχαιοτήτων, καθώς αυτές επικαιροποιούν το παγανιστικό και κοσμοπολίτικο παρελθόν της Θεσσαλονίκης, γνωρίσματα που υπονομεύουν, ή πάντως σχετικοποιούν, την ησυχαστική εικόνα της. Παρόμοια και ο σύμβουλος-καθηγητής της κλασικής Αρχαιολογίας, με δηλωμένη την «απέχθειά» του «στους... βυζαντινισμούς», σκέφτηκε αυθόρμητα να μετακινήσει τα ρωμαϊκά/ βυζαντινά ευρήματα, για «να δούμε όλες τις φάσεις της πόλης». Οι παραπάνω απαξιωτικές προσεγγίσεις θυμίζουν τη στάση του αρτισύστατου κράτους απέναντι στις βυζαντινές αρχαιότητες, οι οποίες ως «άχρηστες» καταστρέφονταν προς όφελος των θαμμένων βαθύτερα κλασικών. Βέβαια, το Βυζάντιο (4ος αι.-1453), «εμβαπτισμένο» στα ελληνο-χριστιανικά ύδατα του μοντέρνου έθνους - κράτους, τελικά εντάχθηκε από το 1880 και εξής στην κυρίαρχη εθνική ιδεολογία ως δεσμός που γεφύρωνε το χρονικό και ιδεολογικό κενό μεταξύ Αρχαιότητας και Νέου Ελληνισμού, έτσι ώστε να εξασφαλιστεί ένα είδος τρίσημης ενότητας -αναβάθμιση όμως που δεν ίσχυσε αυτονόητα και για τις βυζαντινές αρχαιότητες. Αυτές αναγνωρίστηκαν ως «άξιες λόγου» και «ιδιοκτησία» του κράτους, με νόμο του κράτους το 1899.

Η απαξίωση των βυζαντινών ευρημάτων, το 19ο αιώνα και σήμερα, δεν ερμηνεύεται με τον ίδιο τρόπο, επειδή η «ιστορία» δεν αποτελεί πλέον τον κορμό του (εθνικού) πολιτισμού και την ύλη της εθνικής συνοχής -κοινωνικο-ιδεολογικές λειτουργίες που τείνουν να εκλείψουν στο νεοφιλελεύθερο πλαίσιο. Όσο για τη συνοχή ως αίτημα έχει υποκατασταθεί από την αποθέωση της «διαφορετικότηας», ενώ ο «πολιτισμός» διεθνοποιείται και αναβαθμίζεται σε οικονομικό διακύβευμα διαπλεκόμενο με επίσης διεθνοποιημένους προσοδοφόρους τομείς, «τον τουρισμό, τον αθλητισμό» και τις κατασκευαστικές εταιρείες. Ακριβώς, η μετεκλογική αυθαίρετη ακινητοποίηση του μετρό, στην ουσία, αποτελεί προϋπόθεση για την υλοποίηση της κυβερνητικής αντίληψης περί «αυτοχρηματοδοτούμενου» και «ανακυκλούμενου» πολιτισμού, νοούμενου επίσης ως «οικονομικού και τουριστικού εργαλείου» -κοινώς συναλλαγές, ιδιωτικοποιήσεις. Από αυτή την άποψη, η πρωθυπουργική θέση ‘όχι κολοβό μετρό’, που θεσμοθετήθηκε βοηθούσης της πλειοψηφίας του εγκάθετου Κ.Α.Σ., συνιστά μόνο δευτερευόντως στάση ρεβανσισμού. Ο απροκάλυπτα προσχηματικός λόγος (ψεύδη, ανακρίβειες, υπεραισιόδοξοι στόχοι), που γενικότερα ξεδιπλώνεται με κυνισμό και αμοραλισμό πέρα από χρονοδιαγράμματα, με διασπάθιση δημόσιου χρήματος και αδιαφορία για την ανάπτυξη, εκφράζει την πολιτική ιδιωτικού πλουτισμού και μέσω της συστηματικής κωλυσιεργίας κατασκευής δημόσιων έργων.

Δίκαια λοιπόν οι Σύλλογοι Ελλήνων Αρχαιολόγων και Υπαλλήλων ΥΠΠΟΑ καταγγέλλουν «την έκπτωση του πολιτισμού... σε αποκλειστικά οικονομικό μέγεθος...» και υπερασπίζονται την πλουραλιστική μνήμη της Θεσσαλονίκης, που διεκδικήθηκε με επιτυχία τα τελευταία χρόνια και με άλλες ευκαιρίες.

* Η Αγγελική Κωνσταντακοπούλου είναι ιστορικός

tags: άρθρα

2024 © left.gr | στείλτε μας νεα, σχόλια ή παρατηρήσεις στο [email protected]
§ Όροι χρήσης για αναδημοσιεύσεις Αναφορά Δημιουργού-Μη Εμπορική Χρήση 3.0 Μη εισαγόμενο (CC BY-NC 3.0)