to top
  • βρείτε μας στο Twitter
  • βρείτε μας στο Facebook
  • βρείτε μας στο YouTube
  • στείλτε μας email
  • εγγραφείτε στο RSS feed
  • international version

«Τα παιδιά του Μαρξ και της Κόκα – Κόλα» αντιστάθηκαν στη Χούντα

Ο Στάθης Κουτρουβίδης συζητάει με τον ιστορικό του Πανεπιστημίου της Νέας Υόρκης Κωστή Κορνέτη με αφορμή το βιβλίο του Children of the Dictatorship, Student Resistance, Cultural Politics and the 'Long 1960s' in Greece, ed. Berghahn Books, 2013 για την αντίσταση στο καθεστώς της Χούντας, το ρόλο της αντίστασης στο πεδίο του πολιτισμού και τη σύνδεσή του με την πολιτική, την αντίσταση της νεολαίας.


Τι ιδιαίτερο συνεισφέρει το βιβλίο σας στη συζήτηση για την επτάχρονη στρατιωτική δικτατορία;


Είναι η πρώτη προσπάθεια συστηματικής αποτίμησης της περιόδου από έναν μη συμμετέχοντα και μάλιστα στα αγγλικά. Στόχος του βιβλίου είναι να αναλύσει τις εξελίξεις στην ελληνική κοινωνία στη λεγόμενη «μακρά» - και όχι «σύντομη» - δεκαετία του ’60 και κυρίως στο χώρο τον νέων και να επισημάνει τις συνέχειες και τις ασυνέχειες στην κουλτούρα της διαμαρτυρίας. Σε αυτό το πλαίσιο, προσπάθησα να αναδείξω του λόγους για τους οποίους μια γενιά νέων ανθρώπων ριζοσπαστικοποιήθηκε, εκμεταλλευόμενη τα κενά και τις ασυνέχειες του αυταρχικού καθεστώτος, ζητώντας επιτακτικά πολιτική αλλαγή. Προσπαθώ παράλληλα να αναλύσω τη μνήμη των γεγονότων αυτών, στο πλαίσιο ενός διαλόγου του παρόντος με το παρελθόν, του ιδιωτικού με το δημόσιο, και της καταγραφής των γεγονότων με αυτό που θα ονομάζαμε προσωπική μικρο-ιστορία. Είναι μια από τις πρώτες απόπειρες ιστορικής αποτύπωσης της βιωμένης εμπειρίας και της καθημερινής ζωής μέσα στη δικτατορία. Το βιβλίο ερευνά σε βάθος τη σχέση ανάμεσα στις διεθνείς και τις τοπικές διαστάσεις του φοιτητικού κινήματος, τονίζοντας τις ομοιότητες και τις διαφορές με τα κινήματα και τις εμπειρίες των νεολαιίστικων κινημάτων στη Δυτική Ευρώπη και αλλού. Βγάζω, λοιπόν, την ελληνική περίπτωση από τον απομονωτισμό της εξαίρεσης και την εντάσσω σε ένα ευρύτερο πλαίσιο νεολαιίστικης διαμαρτυρίας των σίξτις ή της«μακράς» δεκαετίας του ’60, τα χρονικά όρια και οι επιπτώσεις της οποίας εκτείνονται πέρα από το στενό πλαίσιο των δέκα χρόνων.
 
Η δική σας έρευνα ήταν από τις πρώτες που αναφέρονται με ένα επιστημονικό τρόπο σε αυτήν την περίοδο. Γιατί επιλέξατε να επικεντρωθείτε στη νεολαία;
Γιατί είναι ένας από τους βασικούς παίκτες στη συγκεκριμένη συγκυρία. Είναι μια εποχή, όπως καταδεικνύουν και τα πρόσφατα βιβλία της Έφης Αβδελά και του Κώστα Κατσάπη, όπου η νεολαία αναδεικνύεται σε πολύ σημαντικό παράγοντα μέσα στην κοινωνία, αντικατοπτρίζοντας αντίστοιχες εξελίξεις σε παγκόσμιο επίπεδο. Όπως προέβλεπαν θεωρητικοί, όπως ο Χέρμπερτ Μαρκούζε, οι νέοι διαδραματίζουν πρωταγωνιστικό ρόλο στις πολιτικές διεκδικήσεις της εποχής. Η νεολαία αυτή, ούσα αποκομμένη από τους μηχανισμούς κοινωνικής ενσωμάτωσης, εξέφραζε πιο ρητά από οποιαδήποτε άλλη κοινωνική κατηγορία την αντίθεσή της προς το καθεστώς. Επιτίθονταν ευθαρσώς στο τρίπτυχο «πατρίς, θρησκεία, οικογένεια» και κατέκρινε τις αυταρχικές δομές του πανεπιστημίου και της ευρύτερης κοινωνίας, καθώς και τους μηχανισμούς κοινωνικής επιβολής και καταπίεσης που είχε εγκαθιδρύσει το καθεστώς. Τέλος, στη νεολαία οφείλεται η πλέον μαζική μορφή αντίστασης απέναντι στη χούντα – και φυσικά μιλάω για την κατάληψη του Πολυτεχνείου, που ήταν το επιστέγασμα διαδικασιών που είχαν δρομολογηθεί και που βρίσκονταν σε διαρκή κλιμάκωση από πολύ πριν.

Αν και η χρονική απόσταση από τα γεγονότα ήταν αρκετά μεγάλη, με ποιο τρόπο μπορέσατε να προσεγγίσετε το κλίμα της περιόδου;


 Με ενδιέφερε να μεγενθύνω αυτή την ασπρόμαυρη φωτογραφία για να προσεγγίσω τη «δομή του συναισθήματος» -όπως έλεγε χαρακτηριστικά ο μεγάλος βρετανός ιστορικός Ρέυμον Ουίλιαμς – ενός νέου που ζούσε εκείνη την εποχή μέσα σε ένα αυταρχικό καθεστώς. Ερευνητικά δούλεψα με ελληνικά, γαλλικά, βρετανικά και αμερικάνικα αρχεία, σε συνδυασμό με ιδιωτικές συλλογές, τον πλούσιο παράνομο τύπο καθώς και μια συστηματική αποδελτίωση των - λογοκριμένων έως ένα βαθμό –εφημερίδων και περιοδικών. Εστίασα σε πολιτισμικές εκφάνσεις, όπως ο πολιτικός κινηματογράφος, η μουσική και το θέατρο, προσπαθώντας να ιστορικοποιήσω την εμπειρία της πρόσληψης τους από τους επαναστατημένους νέους της εποχής. Το κύριο εργαλείο μου όμως ήταν η προφορική ιστορία και η συλλογή και ανάλυση μαρτυριών από ανθρώπους που ήταν φοιτητές την εποχή εκείνη και που συμμετείχαν στα γεγονότα. Είναι γεγονός πως η απόσταση πλέον είναι μεγάλη. Εστιάζοντας όμως στην υποκειμενικότητα, υπογραμμίζω ακριβώς τις ενδιαφέρουσες εντάσεις ανάμεσα στο παρελθόν και το παρόν, την ιστορική εμπειρία και τη μνήμη, το άτομο και τη συλλογικότητα, και, εν τέλει, τα γραπτά αρχεία με την προφορικότητα και την ενθύμηση.

Επιχειρείτε μια ενοποίηση των γενιών που έζησαν τα γεγονότα του ’60, πριν και μετά τη δικτατορία, και της γενιάς του Πολυτεχνείου. Τι ωθεί σε αυτό το συμπέρασμα;


Μάλλον το αντίθετο συμβαίνει. Καταδεικνύω το γεγονός πως παρότι υπάρχουν ενδιαφέρουσες συνέχειες σε επίπεδο κοινωνικού μετασχηματισμού, παρατηρείται μια σαφής διαχωριστική γραμμή σε επίπεδο συγκρουσιακών πολιτικών από τα κάτω. Δεν μπορούμε να μιλάμε για συγκρουσιακό κύκλο, όπως συχνά λέγεται, που ξεκινάει στα τέλη του 1950 και στις αρχές του 1960 με τα κινήματα του «114» και του «15%» και συνεχίζεται αδιάλειπτος ως το 1974. Στην πραγματικότητα η δικτατορία αποτελεί μια τομή γιατί διακόπτει βίαια και αμετάκλητα αυτόν τον κύκλο διαμαρτυρίας, για να δώσει τη θέση του σε έναν άλλο. Από την άλλη πλευρά, μέσα στη χούντα συντελείται μια σημαντική αλλαγή: ένα μεγάλο μέρος των πολιτικοποιημένων φοιτητών προερχόταν πλέον από την μεσαία τάξη και από συντηρητικές οικογένειες, συχνά με γονείς στρατιωτικούς κτλ. Σε αντίθεση με την προηγούμενη γενιά των Λαμπράκηδων, που ονομάζω «γενιά Ζ», η οποία προέρχονταν κυρίως από αριστερές ή εργατικές οικογενειακές παραδόσεις, μια νέα γενιά ενηλικιώθηκε μέσα στη χούντα, «Τα παιδιά της Δικτατορίας» - χαρακτηρισμός που παραπέμπει στη θρυλική ταινία του Ζαν Λυκ Γκοντάρ, «Τα παιδιά του Μαρξ και της Κόκα-Κόλα». Είναι μια γενιά που εναγκαλίζεται το κυρίαρχο αριστερό παράδειγμα της εποχής, παρά το γεγονός πως αυτό ερχόταν συχνά σε αντίθεση με το κοινωνικό στάτους ή την πολιτική τοποθέτηση του οικογενειακού της περιβάλλοντος. Έτσι, έκαναν κατά κάποιον τρόπο μια διττή εξέγερση, όχι μόνο απέναντι στο καθεστώς αλλά και στο ίδιο το περιβάλλον τους και τα αποπνικτικά συντηρητικά ήθη της ελληνικής κοινωνίας της εποχής. 
Αντίθετα με τη «γενιά Ζ» που έδρασε στα πιο σκληρά πρώτα χρόνια της χούντας και χαρακτηρίζονταν από έντονες συνέχειες με τη προδικτατορική εποχή που δεν της επέτρεψαν να κατανοήσει πλήρως τις νέες συνθήκες και να δράσει σε αυτές, η νέα αυτή γενιά επέλεξε διαφορετικούς τρόπους κινητοποίησης, εκμεταλλεύτηκε το άνοιγμα του καθεστώτος και προτίμησε την ανοιχτή, μαζική διαμαρτυρία από τα παράνομα και υπόγεια δίκτυα. Τέλος, τα «παιδιά της δικτατορίας» ακριβώς εξαιτίας του ότι μεγάλωσαν μέσα στη χούντα, γνώριζαν πώς να χειριστούν καλύτερα τα κενά και τις ασυνέχειες του ίδιου του αυταρχικού καθεστώτος.

Είναι χαρακτηριστικός ο καθοριστικός ρόλος της γενιάς των Λαμπράκηδων σε αυτήν την πορεία, ως ένα είδος μεταίχμιου ανάμεσα στις δύο γενιές. Από το 1970 όμως και μετά αλλάζει ο τρόπος σκέψης και πολιτικής δράσης. Οι επιρροές από την Ευρώπη είναι τότε πολύ πιο σπουδαίες και καίριες;


Πιστεύω πως ναι. Οι Λαμπράκηδες δεν ήταν τόσο εξωστρεφείς όσο η επόμενη γενιά που καθορίζεται από τον Μάη του ’68 και τα νεολαιίστικα κινήματα του εξωτερικού. Επίσης οι Λαμπράκηδες παρά τα νέα στοιχεία που κόμιζαν, χαρακτηρίζονταν από κοινωνικό συντηρητισμό, πράγμα που αλλάζει άρδην με την επόμενη γενιά ακτιβιστών. Όσον αφορά ένα νέο τρόπο σκέψης, η άρση της προληπτικής λογοκρισίας στάθηκε καταλυτικός παράγοντας. Ευνόησε ιδιαιτέρως τη διακίνηση του πολιτικού βιβλίου και την εκδοτική έκρηξη που επήλθε, με 150 νέους εκδοτικούς οίκους να εξειδικεύονται σε αυτό. Δύο χιλιάδες περίπου νέοι τίτλοι συμπεριλάμβαναν μια σειρά από μεταφράσεις κλασικών πολιτικών έργων, καθώς και υπαινικτικών κειμένων σύγχρονων ελλήνων συγγραφέων που έσπασαν την περίφημη σιωπή τους – με τα «18 Κείμενα» να είναι μόνο η αρχή. Επίσης για πρώτη φορά έχουμε ευρεία κυκλοφορία κειμένων αιρετικών αριστερών στοχαστών, από τον Ρεζίς Ντεμπραί, τον Γκύ Ντεμπόρ και τον Κορνήλιο Καστοριάδη, ως τον Αντόνιο Γκράμσι. Αυτά, σε συνδυασμό με μια σειρά μεταφράσεων των βασικών κειμένων των φοιτητικών εξεγέρσεων στο εξωτερικό όπως το περίφημο «Student Power», παρείχαν στους Έλληνες φοιτητές ένα θεωρητικό οπλοστάσιο, φέρνοντας τους κοντά στο εξεγερσιακό πνεύμα των κινημάτων αμφισβήτησης του εξωτερικού. Όσον αφορά το σκέλος της πολιτικής δράσης, η λεγόμενη φιλελευθεροποίηση του καθεστώτος ευνόησε τη δημιουργία σημαντικών δομών κινητοποίησης, όπως η «Ελληνοευρωπαϊκή Κίνηση Νέων» και οι τοπικοί σύλλογοι, που λειτούργησαν ως χώροι ζύμωσης και επώασης ριζοσπαστισμού.

Διαβάζοντας το βιβλίο, δίνετε ιδιαίτερο βάρος στην ανάδειξη εκείνων των πολιτιστικών στοιχείων μέσα από τα οποία συγκροτείται η έννοια της αντίστασης στο καθεστώς. Γιατί δίνετε τόσο πολύ βάρος στον πολιτισμό με την ευρύτερη έννοια;


Θέλησα να αναδείξω τους τρόπους με τους οποίους ο πολιτισμός συνυφαίνεται με την πολιτική. Θεωρώ ότι οι φοιτητικές δραστηριότητες αποτελούσαν μέρος ενός ευρύτερου συνόλου κοινωνικών διεργασιών που περιλαμβάνει ο όρος «πολιτισμός» στην ευρύτερη έννοιά του, εννοώντας όχι μόνο τις εκφάνσεις της πνευματικής ζωής αλλά και της κοινωνικής συμπεριφοράς. Έτσι, προσεγγίζω τον πολιτισμό από μια σχεδόν ανθρωπολογική σκοπιά, ως «τρόπο ζωής». Η αναδιάρθρωση των πολιτισμικών χαρακτηριστικών, η επανανοηματοδότηση της λαϊκής παράδοσης από αντιστασιακούς κύκλους, οι τάσεις που έρχονταν από το εξωτερικό, σήμαναν ριζικές αλλαγές στα ήθη του δημόσιου αλλά - και αυτό πρέπει να τονιστεί - και του ιδιωτικού βίου των εξεγερθέντων νέων. Αυτή λοιπόν η νέα γενιά φοιτητών αποτελούσε πρωτοπορία, όχι μόνο σε επίπεδο δράσης, αλλά και αντιλήψεων και καθημερινών πρακτικών. Η ιδιαίτερη κουλτούρα που αναπτύχθηκε – μαζική και υβριδική - προσομοίαζε στο ισχυρό ρεύμα της ριζοσπαστικοποιημένης νεολαίας σε άλλες χώρες, η οποία συνέδεε κατά κόρον το μετασχηματισμό της καθημερινής πραγματικότητάς με το όραμα μιας ευρύτερης πολιτικής αλλαγής.

Τι σηματοδότησε η αλλαγή κλίματος και η χαλάρωση του ελέγχου της δικτατορίας στους όρους δημιουργίας του πνευματικού κόσμου μετά το 1970 για τον αντιστασιακό αγώνα της περιόδου;


Στα πρώτα, πέτρινα χρόνια της δικτατορίας η δημιουργία μαζικής δράσης ήταν αδύνατη, ακριβώς λόγω του ότι το μέγεθος της καταστολής δεν επέτρεπε τη δημιουργία δομών κινητοποίησης. Η λεγόμενη «ελεγχόμενη φιλελευθεροποίηση» της χούντας, στην προσπάθεια εδραίωσής της, παρείχε στο φοιτητικό κίνημα τις πολιτικές ευκαιρίες που του επέτρεψαν να αναδειχθεί – θυμίζω πως τα πρώτα βήματα του αντιδικτατορικού φοιτητικού κινήματος έγιναν μέσα από τις προσφυγές στα πρωτοδικεία, διεκδικώντας το δικαίωμα εκλογής αιρετών διοικήσεων στους συλλόγους τους, συνεπώς είχε «λεγκαλιστικά» χαρακτηριστικά που αποσκοπούσαν στην εκμετάλλευση των χαραμάδων του συστήματος. Το άνοιγμα του καθεστώτος απέτυχε παταγωδώς καθώς μέσω μικρών παραχωρήσεων – και με τη βία να συνεχίζεται αδιάλειπτη - οδήγησε μια νέα γενιά στην πολιτική συνειδητοποίηση, ωθώντας την σε ακόμη μεγαλύτερες διεκδικήσεις σε θέματα ελευθερίας του λόγου και της πολιτικής έκφρασης. Επιπλέον, η αλλαγή κλίματος συνέβαλε στη μαζικοποίηση του κινήματος, υπό την καθοδήγηση -αλλά όχι και τον έλεγχο- μια σειράς οργανώσεων κομουνιστικών αποχρώσεων, με σημαντικότερες βέβαια την Αντι-ΕΦΦΕ, την ΚΟΣ Ρήγας Φεραίος και την ΑΑΣΠΕ.

Η δουλειά σας παρουσιάζει συγκριτικά στοιχεία ανάμεσα στα γεγονότα του 1973 και του Πολυτεχνείου και αυτών που συνέβησαν το 1968 σε αρκετές ευρωπαϊκές χώρες. Ποιες ήταν οι ομοιότητες και οι διαφορές ανάμεσα τους;


Θέλησα να γεφυρώσω το χάσμα ανάμεσα στην αντίληψη που θέλει τη γενιά του Πολυτεχνείου του 1973 να αποτελεί τον ελληνικό Μάη του ’68, πρεσβεύοντας μια υποτιθέμενη συνέπεια με την ευρωπαϊκή εμπειρία από την μία, και τη θεώρηση που επιμένει στη μοναδικότητα της ελληνικής περίπτωσης, από την άλλη. Θα έλεγα πως η αλήθεια βρίσκεται κάπου στη μέση: επρόκειτο για ένα ξεχωριστό κίνημα που όμως αποτελούσε μέρος ενός γενικότερου παραδείγματος. Ήταν ένας αντικατοπτρισμός της ευρωπαϊκής εμπειρίας με πολλά κοινά σε επίπεδο ιδεολογίας, ουτοπίας, αισθητικής και συμβόλων, αλλά χωρίς τον έντονο πρωτοποριακό χαρακτήρα της τελευταίας, λόγω των ιδιαίτερων συνθηκών που είχε επιβάλει το δικτατορικό καθεστώς. Και βέβαια με τα δικά της, ιδιαίτερα, τοπικά χαρακτηριστικά. Βέβαια, όπως και σε άλλες χώρες του ευρωπαϊκού νότου υπό δικτατορικό καθεστώς ή στις χώρες του λεγόμενου ανατολικού μπλοκ, στην Ελλάδα το βασικό αίτημα ήταν η ελευθερία του λόγου και γενικότερα ο σεβασμός πολύ βασικών ανθρωπίνων δικαιωμάτων, πράγμα που σαφώς τη διαχωρίζει από το γενικότερο πνεύμα του ’68. Την ίδια στιγμή, όμως, είναι ο συνδυασμός πολιτισμικής ανυπακοής και πολιτικής διαμαρτυρίας που παρατηρούμε σε όλες αυτές τις περιπτώσεις, καθώς και η ταυτόχρονη συνείδηση του γενεαλογικού και πολιτικού ανήκειν σε μια ευρύτερη εξεγερμένη γενιά, συνδέει την ελληνική με την παγκόσμια εμπειρία, παρά τις θεμελιώδεις διαφορές ανάμεσά τους.

Βλέπετε σήμερα αναλογίες με εκείνη την περίοδο; Αν ναι, γιατί δεν μαζικοποιείται ένα νεολαϊίστικο κίνημα αντίστασης σήμερα;


Παρά το γεγονός πως η σημερινή πολιτική κατάσταση έχει αρκετά από τα μετα-δημοκρατικά χαρακτηριστικά ενός καθεστώτος «εκτάκτου ανάγκης»,δεν πιστεύω πως βιώνουμε μια «νέα χούντα».Είναι σαφές πως η Ελλάδα δεν βρίσκεται υπό στρατιωτικό δικτατορικό καθεστώς, ολοκληρωτικού ή άλλου τύπου. Θα πρέπει να είμαστε εξαιρετικά προσεκτικοί με τη χρήση των όρων, γιατί διαφορετικά οι λέξεις σχετικοποιούνται και χάνουν τη σημασία και το ειδικό τους βάρος. Όλες αυτές οι αναφορές στη δικτατορία – που «δεν τελείωσε το ’73» –καταδεικνύουν μια μεγάλη ανάγκη για ιστορικά σημεία αναφοράς και για τη δημιουργία γενεαλογιών, άσχετα με το κατά πόσο αυτές αντέχουν στη βάσανο της ανάλυσης. Τα όλο και πιο συχνά φαινόμενα αυταρχισμού, παραβίασης της ελευθερίας της έκφρασης και αστυνομικής βίας, δεν πρέπει να μας σπρώχνουν στην παγίδα της υπερβολής και της εξομοίωσης ανόμοιων πραγμάτων, παρά την οργή που δημιουργεί η οριακότητα της κατάστασης και τα ερωτήματα που προκύπτουν σχετικά με την ποιότητα της δημοκρατίας.
 
Δεν θα συμφωνήσω πως στις μέρες μας δεν βλέπουμε τη γέννηση και μαζικοποίηση κοινωνικών κινημάτων με επίκεντρο τη νεολαία. Το Δεκέμβριο το 2008 ζήσαμε ένα πολύ έντονο κύμα εξέγερσης, κυρίως από μαθητές, που κινήθηκε στα όρια ανάµεσα στην κοινωνική ανυπακοή, την ουτοπία και τη μανία καταστροφής. Το κίνημα των αγανακτισμένων το 2011 – με όλες τις αντιφάσεις και την πολιτική και γενεαλογική πολυσυλλεκτικότητά του – εμπεριείχε επίσης έντονα στοιχεία μαζικής, νεολαιίστικης δράσης. Βέβαια, την στιγμή που γράφονται αυτές οι γραμμές η αναβίωση αυταρχικών πρακτικών από πανεπιστημιακούς και κυβερνητικούς κύκλους και το άνευ προηγουμένου κλείσιμο του πανεπιστημίου Αθηνών λίγες μόλις μέρες πριν από την επέτειο του Πολυτεχνείου ίσως και να λειτουργήσουν ως “κρίσιμη στιγμή” για τους φοιτητές που βρίσκονται σε αναβρασμό.

Σήμερα, γενικεύεται η συζήτηση περί του τέλους της μεταπολίτευσης. Πώς τοποθετείστε απέναντι σε παρόμοιες σκέψεις;


Οι αξιακές αναταράξεις που δημιούργησε η κρίση είναι λογικό να θέτουν υπό αμφισβήτηση τα κυρίαρχα αφηγήματα, τις πολιτισμικές γενεαλογίες και τους τρόπους εννοιολόγησης του παρελθόντος στο παρόν.  Για χρόνια θεωρούνταν αδιαμφισβήτητο γεγονός πως η Μεταπολίτευση ήταν μια βελούδινη διαδικασία μετάβασης και εδραίωσης των δημοκρατικών θεσμών. Η επανεξέταση των πολιτικών συμπεριφορών, των πολιτισμικών αναλύσεων και των ταυτοτήτων που διαμορφώθηκαν μετά τα μέσα της δεκαετίας του 1970 μέχρι την παρούσα συγκυρία είναι κάτι παραπάνω από θεμιτή. Η νέα όμως ηγεμονική ανάγνωση πριμοδοτεί αποκλειστικά αρνητικές κρίσεις, θέτοντας υπό καθολική αμφισβήτηση και όσα μέχρι πρόσφατα θεωρούνταν κεκτημένα της περιόδου αυτής. Το να βαφτίζουμε τη Μεταπολίτευση υπαίτιο για όλα τα κακώς κείμενα της ελληνικής κοινωνίας σήμερα είναι άκρως προβληματικό. Πέρα από τα λάθη και τις αστοχίες, οφείλουμε να αναγνωρίσουμε και τις κατακτήσεις της, που ήταν πολλές. Από την κατάργηση της βασιλείας, τον εκδημοκρατισμό της ελληνικής κοινωνίας με την ενσωμάτωση των αριστερών που ζούσαν για δεκαετίες σε ένα ιδιότυπο καθεστώς άπαρντχαιντ και τη δημιουργία κράτους πρόνοιας, μέχρι την αναδιανομή του εισοδήματος, τη διεύρυνση των μεσαίων στρωμάτων και τη γενική άνοδο του βιοτικού επιπέδου. Ίσως όντως αυτή η περίοδος να έχει φτάσει στα όρια της – πράγμα που βλέπουμε να συμβαίνει αντίστοιχα και σε άλλες χώρες με αυταρχικό παρελθόν σε κατάσταση κρίσης, όπως η Ισπανία ή η Πορτογαλία. Η αποτίμηση της όμως θα πρέπει να γίνει με νηφάλιο τρόπο και χωρίς υπερβολές και αφορισμούς.

Υπάρχει μια τάση αναθεωρητισμού απέναντι στα γεγονότα της περιόδου της χουντικής επταετίας. Πώς προσεγγίζετε ανάλογες σκέψεις;


Αν αναφέρεστε στον αναθεωρητισμό σε σχέση με το γεγονός πως υπήρχαν μεγάλα κομμάτια της ελληνικής κοινωνίας που συνειδητά και ανοιχτά στήριξαν το καθεστώς, πιστεύω πως είναι καλοδεχούμενος. Είναι καιρός να μιλήσουμε ανοιχτά για αυτό το τεράστιο ταμπού. Εάν μιλάτε για τον αναθεωρητισμό σε σχέση με το Πολυτεχνείο, αυτός με βρίσκει απέναντι του. Η συλλήβδην απαξίωση της γενιάς του Πολυτεχνείου είναι αντίστοιχη με αυτήν της γενιάς του ‘68 σε άλλες χώρες, όπως για παράδειγμα στη Γαλλία, και είναι βολική γιατί έχουμε ανάγκη από εξιλαστήρια θύματα, ειδικά στην παρούσα συγκυρία. Αν όμως αυτή η τάση δεν είναι καινούργια, για πρώτη όμως φορά βλέπουμε μια συνειδητή απόπειρα αμφισβήτησης της κομβικότητας του Πολυτεχνείου και την προώθηση της άποψης πως ίσως τα πράγματα να είχαν εξελιχθεί καλύτερα για τη χώρα αν δεν είχε συμβεί – όπως για παράδειγμα στο θέμα της Κύπρου. Αυτή την οπτική τη θεωρώ όχι απλώς εξαιρετικά άστοχη και ανιστορική, αλλά και άκρως επικίνδυνη. Το Πολυτεχνείο, από ένας γενικά αποδεχτός τόπος μνήμης τις τελευταίες δεκαετίες, μετατρέπεται σταδιακά αλλά τάχιστα σε διχαστικό μνημονικό γεγονός, που θυμίζει τα πρώτα χρόνια της Μεταπολίτευσης.

Η διαδρομή της αγωνιστικής παρέμβασης της νεολαίας που μελετάτε αντικρούει τις θεωρίες περί του πρόσκαιρου και όχι τόσο πολιτικού χαρακτηριστικού τους. Υπάρχουν βαθύτερα κοινωνικά χαρακτηριστικά στο νεολαιίστικο κίνημα;


Ένα από τα βαθύτερα κοινωνικά χαρακτηριστικά του κινήματος έχει να κάνει με την ίδια την σύνθεσή του. Για πρώτη φορά παιδιά κατώτερων κοινωνικών τάξεων και παιδιά από την επαρχία εισήλθαν μαζικά στο πανεπιστήμιο, αλλάζοντας ριζικά την κοινωνική σύνθεση του φοιτητικού σώματος. Η όσμωση τους με παιδιά μεσοαστικών οικογενειών δημιούργησε ένα πολυταξικό μείγμα με ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Θα πρέπει να αναφερθούμε επίσης και στην αυξανόμενη παρουσία γυναικών στο κίνημα, και μάλιστα με ηγετική παρουσία – ειδικά μετά την λανθασμένη τακτική του καθεστώτος να στρατεύσει φοιτητές μετά από την πρώτη κατάληψη της Νομικής το Φεβρουάριο του ’73. Σε επίπεδο κοινωνικών διεκδικήσεων, τέλος, πέρα από τη σύγκρουση τους με ένα βίαιο και αυταρχικό καθεστώς, οι φοιτητές – βαθιά αριστεροί στο σύνολο τους - οραματίζονταν μια πιο δίκαιη κοινωνία εν γένει. Τα αιτήματα τους ήταν συχνά ιδιαίτερα ριζοσπαστικά, παρόλο που δεν μπορούσαν να αρθρωθούν στην ολότητα τους εξαιτίας των καταπιεστικών συνθηκών. Δεν είναι τυχαίο πως στο Πολυτεχνείο λειτούργησε και εργατική συνέλευση με ιδιαίτερα προωθημένες διεκδικήσεις. Αυτές οι αγωνιστικές παρακαταθήκες κληροδότησαν στα πρώτα μεταπολιτευτικά χρόνια το «συντακτικό» της πολιτικής διαμαρτυρίας, η οποία έφερε την ανεξίτηλη σφραγίδα και το τεράστιο βάρος του αντιδικτατορικού αγώνα.

Ασχολείστε επισταμένα με τις πολιτιστικές συμπεριφορές των ανθρώπων που δεν είναι άμεσα πολιτικές. Γιατί δίνετε ιδιαίτερο βάρος σε αυτές;


Δεν θα συμφωνήσω με την ανάγνωσή σας. Οι πολιτισμικές αντιστάσεις στις οποίες επικεντρώνομαι ήταν εξόχως και πολύ άμεσα πολιτικές – είτε αυτό είχε να κάνει με τις εκδόσεις και το πολιτικό βιβλίο, με τις κινηματογραφικές λέσχες και τις συζητήσεις με τον Θόδωρο Αγγελόπουλο, τις διαμαρτυρίες του Β’ εξώστη στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, την «ομοιοπαθητική» χρήση της παράδοσης από μουσικούς όπως ο Διονύσης Σαββόπουλος, είτε, τέλος, με τις πολιτικές παρεμβάσεις του Ελεύθερου Θεάτρου. Ο ρόλος των διαφόρων πολιτισμικών εκφάνσεων στη διάδοση της διαμαρτυρίας ήταν πολλαπλός, συμβάλλοντας τα μέγιστα στη δημιουργία μιας νέας πολιτικής συνειδητοποίησης και νέων, ριζοσπαστικών συλλογικών ταυτοτήτων. Σε αυτό το πλαίσιο, πρωτεύοντα ρόλο έπαιξε και μια σχεδόν μιμητική σχέση με τα νεολαιίστικα κινήματα του εξωτερικού και μια τάση πολιτισμικής μεταβίβασης των πολιτικών και πολιτισμικών ερεθισμάτων από άλλες χώρες, όπως η Γαλλία, η Ιταλία και οι ΗΠΑ. Ταινίες όπως το «Γούντστοκ» ή το «Φράουλες και Αίμα» στάθηκαν αφορμή για διαδηλώσεις, με τους νέους να προχωρούν σε ένα είδος επιτέλεσης των τεκταινόμενων στη μεγάλη οθόνη, εντάσσοντας κατ’ αυτό τον τρόπο την διαμαρτυρία τους μέσα στο ευρύτερο πλαίσιο των σίξτις. Αυτή η τάση ταύτισης με τις εξελίξεις στον έξω κόσμο, προδίδει την πεποίθηση των αντιδικτατορικών φοιτητών πως αποτελούσαν μέρος ενός ευρύτερου διεθνούς αγώνα, με κοινά σύμβολα, κοινά διαβάσματα και ακούσματα, και ένα κοινό εχθρό, τον αμερικάνικο ιμπεριαλισμό.

2024 © left.gr | στείλτε μας νεα, σχόλια ή παρατηρήσεις στο [email protected]
§ Όροι χρήσης για αναδημοσιεύσεις Αναφορά Δημιουργού-Μη Εμπορική Χρήση 3.0 Μη εισαγόμενο (CC BY-NC 3.0)