to top
  • βρείτε μας στο Twitter
  • βρείτε μας στο Facebook
  • βρείτε μας στο YouTube
  • στείλτε μας email
  • εγγραφείτε στο RSS feed
  • international version

16:28 | 08.12.2013

Πολιτισμός

Τ' όνειρο της Καλυψώς: το φωτογραφικό λεύκωμα από τη Γαύδο του Βασίλη Μαθιουδάκη

«Οι καιροί απλόχερα στόλισαν το νησί της Καλυψώς, την Γαύδο με τα πιο πλούσια κτερίσματα καμωμένα από πέτρα, κέδρα, άμμο και μυρωμένα με θυμάρι και θρούμπι», γράφει ο Βασ. Μαθιουδάκης. Τα υπόλοιπα, σε εικόνες, στο bar Locomotiva την Παρασκευή 13 Δεκέμβρη, στις 8 το βράδυ. Στην παρουσίαση θα μιλήσουν ο συγγραφέας Θ. Σκρούμπελος και η ιστορικός τέχνης Λήδα Καζαντζάκη.


Το σημείωμα για την παρουσίαση του φωτογραφικού λευκώματος  (english below)

 Οι εικόνες είναι τραβηγμένες με τη μεθοδο έκθεσης μακράς διάρκειας που σου επιτρέπει να πειραματιστείς με το χρόνο και τα χρώματα ώστε να δημιουργηθεί αυτό το κοσμογονικό έναστρο μαγικό περιβάλλον. Μια συνομιλία της γης με τον ουρανό, της επίγειας δημιουργίας με τ’ αστέρια. Οι ιδιόρυθμοι χορευτικοί σχηματισμοί των κέδρων, τα βραχώδη γλυπτά και τ’ αργιλώδη τοπία γίνονται μάρτυρες της δημιουργικότητας της φύσης. Οι καιροί απλόχερα στόλισαν το νησί της Καλυψώς, την Γαύδο με τα πιο πλούσια κτερίσματα καμωμένα από πέτρα, κέδρα, άμμο και μυρωμένα με θυμάρι και θρούμπι. Η νυχτερινή βόλτα στην ενδοχώρα του νησιού είναι στα όρια της πτητικότητας όπου το σώμα εγκαταλείπει τη βαρύτητα και τις έγνοιες και αφήνεται σ’ αυτό το μυθικό θέαμα που προσφέρει η Καλυψώ.

Η φύση λοιπόν στην πρώτη της μορφή με χιλιάδες αρχιτεκτονικές λεπτομέρειες, οργανωμένες στο συμπαντικό χάος, συνθέτουν το όλον αφαιρετικά και αυτόνομα, χωρίς να είναι ακόμα αλωμένες από τις λάγνες παγίδες της τεχνολογίας και του πολιτισμού. Με μικρές γωνιές φρούρια ανέγγιχτα από το όνομα της προόδου. Οι πιστοί φίλοι της, οι αέρηδες μαζί με τις φουρτούνες του Λιβυκού προστατεύουν όσο μπορούν το νησί από την τεχνολογική καταστροφή που και εκεί έχει αρχίσει να αφήνει ευθαρσώς τα σημάδια της. Οστόσο τόποι ανέγγιχτοι, βυθισμένοι στη λήθη του χρόνου μαρτυρούν τον μινωικό και τον ρωμαϊκό πολιτισμό που συμβίωσαν μαζί της. 

Άλλοτε πάλι, αγριεμένη, βράχος η ίδια να σμιλεύεται από τη βροχή και τον Γραίγο. Άλλοτε περίλυπη σα τις γερμένες ελιές να κοιτάζει τους πολιτικούς εξόριστους που πάλευαν με την πέτρα, την πέτρα που το ίδιο της το σώμα γέννησε στην πιο αρχέγονη κοσμογονία του. Την πέτρα που άθελά της τυραννά τους ελεύθερους και τους σκεπτόμενους και τους οδηγεί στο βραχώδη κόσμο του Σίσυφου, για να απαλλαγεί από το άνθος του κακού που δεν το γεύτηκε ποτέ. 

Τη νύχτα όταν ησυχάζει, γεύεται τον έρωτα του Ωρίωνα, γυμνώνεται στο γαλαξία και ντύνει το κορμί της μ’ όλα τ’ αστέρια, χωρίς τα φώτα του κόσμου, χωρίς τη μνήμη της ύπαρξής της.  Οι σιωπηλοί περίπατοι στα ρωμαϊκά μονοπάτια, γυμνό κορμί που πάλλεται στους πευκώνες και αγριμεύει στον Κεδρέ’ μικρό παιδί που προσπαθεί να πιάσει το φεγγάρι ανάμεσα στα πετρόσπιτα των Βατσιανών, στις φυλλωσιές του δάσους ή καθώς καθρεφτίζεται στα αφρισμένα κύματα. Άλλες φορές αναζητά τον Οδυσσέα, νυχτοπούλι που κλαίει γοερά και την παρηγορεί ο Σείριος στο τέλος του θέρους.

Τώρα, προσπαθεί να ξεχάσει  τον περιπλανώμενο Οδυσσέα με τη μινωική πορφύρα στα χέρια, τη ρωμαική χλαίνη στο σώμα και το σκισμένο δίκωχο με το κόκκινο αστέρι. Προσπαθεί να αποποιηθεί τον τίτλο της εξορίας της “το νησί του θανάτου” και υποδέχεται ζαλισμένη από τη μέθη τους παραθεριστές φυσιολάτρες που απολαμβάνουν τις ονειρεμένες παραλίες, ζουν ή ζούσαν το ελληνικό όνειρο γύρω από τις βραδυνές φωτιές με την κιθάρα στα χέρια και την ταξική συνείδηση θαμμένη στην άμμο.

Calypso’s dream

The pictures are shot using the method of long exposure, which allows you to experiment with time and colors so that the cosmogenic magical starry surroundings can be created.  A conversation of earth and sky, of the earthly creation with the stars.  The dancing forms of the cedars, the rocky sculptures and the argillaceous landscape are witnesses to nature’s birth.  The weathers have generously decorated Calypso’s island, Gavdos with ornaments made of stone, cedar, sand that have the odor of thyme and oregano. Walking at night at the inner part of the island gives a floating sensation, where the body leaves gravity and worries, and lets go in this magnificent spectacle Calypso offers. 

Nature in its primal form with thousand architectural details, organized in the universal chaos, compose the total minimally and autonomously, without being yet violated by the lustful traps of technology and civilization.  Pictures within pictures like fortresses untouched by progress.  Nature’s loyal friends, the winds with the tempest of the Libyan see protect the island from the technological disaster that has already started to leave its marks.  However, there are lands untouched, buried deep down into time’s oblivion, that reveal the traces of the Minoan and Roman civilizations coexisting.

Some other days, ferocious, she is a rock chiseled by rain and Graigos wind.  

In other days, sad and pensive, like the shrugged olive trees, she looks at the political exiles of the left, who were fighting the rocks, the rock that came out of her own body, in its most primal cosmogony.  The rock that unwillingly tortures the free and the intellectuals, and leads them into the rocky world of Sisyphus, in order to rid herself of the flower of evil, the one she never tasted.

At night, when she calms down, she savors the love of Orion, she is naked in front of the galaxy and dresses up her body with all the stars, without the city lights, without the memory of her existence.  The silent walks in the Roman alleys, a naked body vibrating in the pine woods and going wild in Kedre (ancient cedar forest); a small child that tries to reach for the moon between the stone houses in Vatsiana village, in the forest beds of leaves or as she looks at her reflection in the waves.  Some other times, she looks for Ulysses, a weeping night bird, and has Sirius comforting her at the end of the summer.

Now, she tries to forget the wandering Ulysses with the minoan porfyra (a ruby color) in her hands, the roman cloak around her body and the khaki hat with the red star in front.  She tries to denounce herself from the title of her exile (it was called the island of death), and she welcomes in daze the summer campers, nature lovers, who enjoy the magical beaches, live or used to live the Greek dream around the bonfires with a guitar at hand and the class conscience buried deep in the sand.

2024 © left.gr | στείλτε μας νεα, σχόλια ή παρατηρήσεις στο [email protected]
§ Όροι χρήσης για αναδημοσιεύσεις Αναφορά Δημιουργού-Μη Εμπορική Χρήση 3.0 Μη εισαγόμενο (CC BY-NC 3.0)