Η Alapis ξεκίνησε το 2003 ως μία μικρή εταιρία συμφερόντων Λαυρεντιάδη και εξελίχθηκε σταδιακά σε μια από τις μεγαλύτερες φαρμακευτικές εταιρείες στα Βαλκάνια. Το 2009, στο απόγειό της, απασχολούσε περισσότερους από 3.500 εργαζομένους, με τζίρο της τάξης των 480 εκατ. ευρώ και καθαρα κέρδη 82 εκ. ευρω. Μεταξύ 2007-2009 πραγματοποιήθηκαν δυο αυξήσεις μετοχικού κεφαλαίου συνολικού ύψους 1,3 δις ευρώ ενώ το ύψος της δανειοδότησης από τις τράπεζες έφτασε 1,2 δις ευρώ (μεταξύ αυτών και η τράπεζα του Λαυρεντιάδη Proton Bank).
Ενώ το 2010 φάνηκαν τα πρώτα σημάδια απαξίωσης έφτασε το πρώτο τρίμηνο του 2011 να παρουσιάζει ζημιές 22,2 εκ. στα καθαρά αποτελέσματα. Ανάμεσα στα σχέδια εξυγίανσης της εταιρείας τον Ιούλιο του 2012, ήταν και η «οικειοθελής» απόλυση ενός μεγάλου μέρους εργαζομένων, ενώ η εξόφληση των αποζημιώσεών τους ακόμη εκκρεμεί. Η εταιρεία συνέχισε τις απολύσεις μέσα στα «νόμιμα» πλαίσια του 5%.
Σήμερα, έχουν απαξιωθεί σχεδόν όλες οι δραστηριότητες και εγκαταστάσεις της Αlapis, μεταξύ των οποίων και υπερσύγχρονες και σε πολλές περιπτώσεις μοναδικές παραγωγικές μονάδες, αποθήκες και φαρμακαποθήκες εξοπλισμένες με υπερσύγχρονα ρομποτικά συστήματα, εργαστήρια κ.λπ. Έχουν απομείνει 293 εργαζόμενοι η πλειοψηφία των οποίων βρίσκεται σε επίσχεση εργασίας, καθώς η εταιρεία έχει κηρύξει στάση πληρωμών από το Νοέμβριο εκτός δυο εξαιρέσεων. Η δε διοίκηση είναι, όπως χαρακτηριστικά σημειώνουν οι εργαζόμενοι, άφαντη, γεγονός που γεννά σημαντικά ερωτηματικά.
Η απόφαση του δικαστηρίου στην αίτηση της εταιρίας για υπαγωγή της στο άρθρο 106 (ειδική εκκαθάριση σε λειτουργία) απέρριψε το σχετικό αίτημα, στη βάση του ότι στο σχέδιο που κατατέθηκε από την εταιρεία δε διαφαινόταν η βιωσιμότητά της κατά τη διάρκεια της εκκαθάρισης.
Κεντρικό σημείο της συζήτησης των εργαζομένων και των βουλευτών υπήρξε το δίκαιο αίτημα των πρώτων να αναγνωριστούν και να αποδοθούν οι αποκλειστικές ευθύνες της οικογένειας Λαυρεντιάδη για τη χρεοκοπία της επιχείρησης, στην οποία οδήγησε η επί συναπτών ετών αδιαφανής, ανεύθυνη και μη χρηστή διαχείριση την οποία ακολούθησε όλα αυτά τα χρόνια. Μία τέτοια διοίκηση είναι αδιανόητο να εξακολουθεί να διαπραγματεύεται σήμερα την τύχη της εταιρείας και των εργαζομένων της.
Κοινός τόπος της συζήτησης υπήρξε η ανάγκη να δοθεί μία πολιτική λύση στο πρόβλημα της Alapis. Μία τέτοια λύση προϋποθέτει καταρχάς η κυβέρνηση και τα συναρμόδια Υπουργεία να αναλάβουν από την πλευρά τους τις απαραίτητες πολιτικές πρωτοβουλίες. Προϋποθέτει ταυτόχρονα την ανάληψη ευθύνης από την πλευρά των ουσιαστικών σήμερα ιδιοκτητών της επιχείρησης, δηλαδή των πιστωτικών ιδρυμάτων, προκειμένου να διασφαλιστούν καταρχάς τα εργασιακά, μισθολογικά και ασφαλιστικά δικαιώματα των εργαζομένων. Κατά δεύτερον, και δεδομένου του κοινωνικά ευαίσθητου και αναγκαίου ρόλου που μία τέτοια επιχείρηση μπορεί να διαδραματίσει στο πλαίσιο της παραγωγικής ανασυγκρότησης της χώρας, μία βιώσιμη και δίκαιη λύση οφείλει να στοχεύει στην ανασυγκρότηση της παραγωγικής λειτουργίας της Alapis, δεδομένης της δυνατότητάς της να καλύψει ένα ευρύτατο φάσμα φαρμακευτικών σκευασμάτων, συμβάλλοντας στον στόχο της επάρκειας της χώρας μας στα αναγκαία για την υγεία των πολιτών φάρμακα.