to top
  • βρείτε μας στο Twitter
  • βρείτε μας στο Facebook
  • βρείτε μας στο YouTube
  • στείλτε μας email
  • εγγραφείτε στο RSS feed
  • international version

16:21 | 30.11.2015

Esra Dogan

Διεθνή

Στην Τουρκία οι δημοσιογράφοι πληρώνουν υψηλό τίμημα

[...]δεν αποτελεί σοκ ότι η Τουρκία βρίσκεται χαμηλά στις διεθνείς κατατάξεις των χωρών με ελευθερία Τύπου. Το 2014, η Επιτροπή Προστασίας Δημοσιογράφων (CJP), ένας οργανισμός με έδρα τις ΗΠΑ, θεώρησε την Τουρκία στην 10η θέση των πιο επικίνδυνων χωρών στον κόσμο για τους δημοσιογράφους. Στον πρόσφατο Παγκόσμιο Δείκτη Ελευθερίας του Τύπου των Ρεπόρτερ χωρίς Σύνορα (RSF), η Τουρκία είναι 149η ανάμεσα σε 180 χώρες. Ο Ερντογάν, ωστόσο, μάλλον δεν επηρεάστηκε και τόσο από τα κακά νέα, καθώς είχε ήδη από το 2013 κατηγορήσει αυτούς τους ξένους οργανισμούς (CPJ και RSF) ότι υποστηρίζουν την τρομοκρατία.


Την Πέμπτη, στην Τουρκία, δύο γνωστοί δημοσιογράφοι, ο αρχισυντάκτης της Cumhuriyet Can Dundar και ο διευθυντής του γραφείου της εφημερίδας στην Άγκυρα, Erdem Gul συνελήφθησαν λόγω της δημοσίευσης ειδήσεων και εικόνων που εμφανίζουν φορτηγά της ΜΙΤ (Εθνική Υπηρεσία Πληροφοριών) να μεταφέρουν όπλα στην Συρία. Η δίωξη ήταν αποτέλεσμα ενός άρθρου που δημοσιεύθηκε με τον τίτλο “Εδώ είναι τα όπλα που ο Ερντογάν ισχυρίζεται ότι δεν υπάρχουν” στις 29 Μαΐου, με τις κατηγορίες της προπαγάνδισης τρομοκρατικής οργάνωσης, κατασκοπείας και δημοσίευση υλικού κατά παράβαση της κρατικής ασφάλειας. Ο Ερντογάν, ιδιαίτερα ενοχλημένος από το περιεχόμενο των δημοσιεύσεων,  είχε πει σε μια ζωντανή εκπομπή ότι αυτοί οι δημοσιογράφοι «θα το πληρώσουν άσχημα αυτό ».

Το περιστατικό αυτό είναι ένα από τα πιο πρόσφατα παραδείγματα όπου οι τούρκοι δημοσιογράφοι καλούνται να πληρώσουν ακριβά την προσπάθεια άσκησης κριτής δημοσιογραφίας. Με την σύλληψη του Dundar και Gul η Τουρκία ξεκίνησε την εβδομάδα με 30 δημοσιογράφους πίσω από τα σίδερα της φυλακής, από τους οποίους οι 4 είναι αρχισυντάκτες.

Ειλικρινά, η Τουρκία ποτέ στην ιστορία της δεν πήρε καλό βαθμό στην ελευθερία του Τύπου. Τα περισσότερα από τα προβλήματα που υπάρχουν σήμερα είναι κληρονομιά από τα χρόνια των Χουντών, από τα Συντάγματα και τις εμμονές τους για την ενότητα της χώρας και από τους συντηρητικούς νόμους που περιόριζαν την ελευθερία της έκφρασης. Μετά από τα δεκατρία χρόνια “βασιλείας” της κυβέρνησης του AKP, όμως, η κατάσταση έχει φτάσει σε επίπεδα συναγερμού. Πλέον, οι δημοσιογράφοι αντιμετωπίζουν σκληρούς νόμους όταν αναφέρονται σε ευαίσθητα ζητήματα, όταν εκθέτουν τη διαφθορά και τη δωροδοκία, ή όταν απλά κάνουν κριτική στην κυβέρνηση. Ο Ερντογάν δεν διστάζει να δείξει με το δάκτυλό του τους δημοσιογράφους που του ασκούν κριτική, στοχοποιώντας τους ανοικτά ως “κατασκόπους”, “τρομοκράτες” ή “υποστηρικτές του πραξικοπήματος”. Ο υφιστάμενος αντιτρομοκρατικός νόμος και ο τουρκικός ποινικός κώδικας συνεχίζουν να ασκούν πίεση στους αντιπολιτευόμενους δημοσιογράφους, οι οποίοι συχνά δέχονται τη διενέργεια έρευνας εις βάρος τους για “τρομοκρατική προπαγάνδα” ή “προσβολή του προέδρου”, - τις δύο πιο συνηθισμένες κατηγορίες-.

Δεν είναι δύσκολο να αντιληφθεί κανείς τους κινδύνους του να είσαι δημοσιογράφος στην Τουρκία, με δεδομένο τον ανησυχητικά αυξημένο αριθμό των δικών και την κράτηση δημοσιογράφων, την λογοκρισία και τις επιθέσεις με στόχο τα ΜΜΕ. Σύμφωνα με την έκθεση της εφημερίδας Bianet για την περίοδο: Ιούλιος-Σεπτέμβριος 2015, μόνο εντός των τριών μηνών, 178 ειδήσεις, 101 ιστοσελίδες, 40 λογαριασμοί του twitter, 3 τηλεοπτικά κανάλια, 3 περιοδικά με γελοιογραφίες, 2 βιβλία και μία ταινία υπέστησαν λογοκρισία. 40 δημοσιογράφοι και εργαζόμενοι στα ΜΜΕ τέθηκαν υπό κράτηση επειδή συνέχισαν να μεταδίδουν ειδήσεις. 21 δημοσιογράφοι, τρεις οργανισμοί ΜΜΕ και ένα τυπογραφείο δέχθηκαν επιθέσεις. Από την εισαγγελία ζητήθηκε η καταδίκη 28 δημοσιογράφων σε κάθειρξη συνολικά 430 χρόνων και 6 μηνών, με βάση τον αντιτρομοκρατικό νόμο. Και άλλοι 60 δημοσιογράφοι διώχθηκαν σύμφωνα με τον Τουρκικό Ποινικό Κώδικα.

Από τους Κεμαλιστές στους διάφορους εκφραστές της αριστεράς, από το κίνημα του Gülen στους υποστηρικτές των Κούρδων, οποιαδήποτε δημοσιογραφική ομάδα δεν είναι φιλοκυβερνητική υφίσταται μερίδιο αυτής της καταπίεσης.

Το κίνημα του Gülen, το οποίο χαρακτηρίζεται πλέον από την Κυβέρνηση ως «παράλληλο κράτος» αποτελεί την πιο πρόσφατη προσθήκη στη λίστα. Αφού συνταράχθηκε από σοβαρές υπόνοιες για διαφθορά τον περασμένο Δεκέμβριο, η Κυβέρνηση έκανε τα πάντα για να περιορίσει την επιρροή αυτού του κινήματος, ηγέτης του οποίου είναι ο Fethullah Gülen, ένας ιεροκήρυκας του Ισλάμ με έδρα τις ΗΠΑ, πρώην σύμμαχος του Ερντογάν που τελικά έγινε πολέμιός του. Από εκείνη τη στιγμή, άρχισαν οι συνεχείς επιθέσεις σε μέσα ενημέρωσης που ήταν γνωστό ότι πρόσκειντο στον Gülen με την κατηγορία του σχεδιασμού πραξικοπήματος. Το τελευταίο χτύπημα στα αντιπολιτευτικά μέσα ενημέρωσης που στηρίζουν τον Gülen έγινε στα τέλη Οκτωβρίου, όταν η αστυνομία έκανε έφοδο στα γραφεία του Ομίλου Μέσων Ενημέρωσης Ipek, διέκοψε τη μετάδοση δύο τηλεοπτικών καναλιών και την έκδοση δύο καθημερινών εντύπων. Οι εργασίες αυτών των μέσων ενημέρωσης συνεχίστηκαν την επόμενη ημέρα με νέα, φιλοκυβερνητική γραμμή, αφού οι διοικήσεις τους αντικαταστάθηκαν από συμμάχους της Κυβέρνησης και 71 δημοσιογράφοι απολύθηκαν

Η πίεση που ασκείται σε έναν από τους μεγαλύτερους ομίλους ΜΜΕ της χώρας, Dogan Group, έχει λάβει τεράστιες διαστάσεις τελευταία, με την Δικαιοσύνη να κάνει έρευνες για εντοπισμό τρομοκρατικής προπαγάνδας, καθώς τόσο τα έντυπα (Hurriyet Daily News) όσο και τα τηλεοπτικά και ειδησεογραφικά μέσα του ομίλου (CNN Turk, DHA), έχουν αρχίσει να επικρίνουν σε μεγάλο βαθμό την κυβέρνηση. Το 2009, όταν η Κυβέρνηση Ερντογάν είχε ενορχηστρώσει μία δίκη εναντίον του Ομίλου Dogan, είχε αναγκάσει τον ιδιοκτήτη να απολύσει πολλούς από τούς συντάκτες του και να πουλήσει κάποια από τα ΜΜΕ του σε φιλοκυβερνητικούς ομίλους.

Tα φιλοκουρδικά μέσα ενημέρωσης δέχονται μακράν την περισσότερη καταστολή ανάμεσα στο σύνολο των ΜΜΕ της αντιπολίτευσης, καθώς η αντιτρομοκρατική νομοθεσία συχνά καταφεύγει στο να φιμώνει όσους προσπαθούν να καλύψουν το ευαίσθητο κουρδικό ζήτημα. Δεν προκαλεί έκπληξη ότι το μεγαλύτερο μέρος των δημοσιογράφων και εκδοτών που είναι σήμερα στη φυλακή είναι αυτοί που εκπροσωπούν τα κουρδικά μέσα ενημέρωσης. Όλοι τους κατηγορούνται ότι έχουν διασυνδέσεις με Κούρδους μαχητές, ότι είναι μέλη του PKK ή ότι επιδίδονται σε «τρομοκρατική προπαγάνδα». Γράφοντας ειδήσεις και άρθρα σχετικά με τα αιτήματα των Κούρδων για αυτονομία, κάνοντας συνεντεύξεις με μέλη του PKK ή του YPJ (Μονάδα Κούρδισσων μαχητριών στη Συρία), ή κάνοντας ρεπορτάζ για την `επανάσταση` στην Rojava, θεωρούνται παραπάνω από αρκετοί λόγοι για να αρχίσει εισαγγελική έρευνα εναντίον των φιλοκουρδικών δημοσιογράφων.

Το να νομίζει κανείς ότι οι ξένοι δημοσιογράφοι γλιτώνουν από αυτές τις διώξεις, κάνει λάθος. Ιδιαίτερα εκείνοι που καλύπτουν τη συνεχιζόμενη σύγκρουση μεταξύ του ΡΚΚ και των δυνάμεων ασφαλείας στα νότιο-ανατολικά, δέχονται συνεχείς ερωτήσεις από τις αρχές για τις δραστηριότητές τους. Στα τέλη Αυγούστου η Τουρκία συνέλαβε τέσσερα μέλη του προσωπικού ξένων μέσων ενημέρωσης , οι οποίοι προφυλακίστηκαν με την κατηγορία της τρομοκρατίας. Τρεις από αυτούς (δύο Βρετανοί και ένας Ολλανδός) εκδόθηκαν στις χώρες τους, ενώ ο Ιρακινός συνάδελφός τους, δημοσιογράφος της Vice News, Mohammed Ismael Rassool, εξακολουθεί να κρατείται σε φυλακή υψίστης ασφαλείας στα Άδανα.

 Παρόλο που ο Ερντογάν διατείνεται ότι ''πουθενά στον κόσμο δεν υπάρχει μεγαλύτερη ελευθερία τύπου'', επισημαίνοντας ως απόδειξη τις συχνές προσβολές του ιδίου και της οικογένειάς του, τα στοιχεία λένε το αντίθετο. Από τότε που ο Ερντογάν έγινε πρόεδρος τον Αύγουστο του 2014, τουλάχιστον 200 άνθρωποι έχουν ερευνηθεί από τις αρχές και πάνω από εκατό έχουν διωχθεί με τις κατηγορίες της προσβολής ή της επίθεσης εναντίον των προσωπικών δικαιωμάτων του Προέδρου σύμφωνα με τα άρθρα 125 και 299 του τουρκικού ποινικού κώδικα. Στις περισσότερες περιπτώσεις, οι καταγγελίες αποτελούν σαφή παραδείγματα της εντεινόμενης παράνοιας του Ερντογάν για λογοκρισία. Για παράδειγμα, τον Μάρτιο δύο σκιτσογράφοι του σατιρικού περιοδικού Penguen κρίθηκαν ένοχοι για προσβολή του Προέδρου για μια γελοιογραφία στο εξώφυλλο του τεύχους του Αυγούστου του 2014 που απεικόνιζε τον νεοεκλεγέν Ερντογάν να φτάνει στο προεδρικό μέγαρο λέγοντας “Τι ήπια γιορτή. Θα μπορούσαμε τουλάχιστον να έχουμε θυσιάσει ένα δημοσιογράφο”. Ο εισαγγελέας υποστήριξε ότι στο σκίτσο υπήρχε συγκεκριμένη χειρονομία άντρα που υπονοούσε ότι ο Ερντογάν είναι ομοφυλόφιλος. Σε κάθε σκιτσογράφο επιβλήθηκε πρόστιμο περίπου 2.500 ευρώ .

Υπό τις συνθήκες αυτές, δεν αποτελεί σοκ ότι η Τουρκία βρίσκεται χαμηλά στις διεθνείς κατατάξεις των χωρών με ελευθερία Τύπου. Το 2014, η Επιτροπή Προστασίας Δημοσιογράφων (CJP), ένας οργανισμός με έδρα τις ΗΠΑ, θεώρησε την Τουρκία στην 10η θέση των πιο επικίνδυνων χωρών στον κόσμο για τους δημοσιογράφους. Στον πρόσφατο Παγκόσμιο Δείκτη Ελευθερίας του Τύπου των Ρεπόρτερ χωρίς Σύνορα (RSF), η Τουρκία είναι 149η ανάμεσα σε 180 χώρες. Ο Ερντογάν, ωστόσο, μάλλον δεν επηρεάστηκε και τόσο από τα κακά νέα, καθώς είχε ήδη από το 2013 κατηγορήσει αυτούς τους ξένους οργανισμούς (CPJ και RSF) ότι υποστηρίζουν την τρομοκρατία.

Μάλιστα, ο Eρντογάν και η Κυβέρνηση του AKP δείχνουν να θεωρούν ότι μπορούν να συνεχίσουν να ελέγχουν την Τουρκία χωρίς να τους απασχολεί η κριτική που τους γίνεται και μοιάζουν να έχουν επιτύχει τον στόχο τους έως ένα βαθμό. Ως αποτέλεσμα του μακροχρόνιου ελέγχου των μέσων ενημέρωσης από την Κυβέρνηση, έχουν σε μεγάλο βαθμό εξαφανιστεί οι πλουραλιστικές φωνές από τα μέσα ενημέρωσης και έχει ενθαρρυνθεί η αυτολογοκρισία. Πλέον, στην Τουρκία, οι δημοσιογράφοι που έχουν ακόμα το κουράγιο να υψώνουν αντιπολιτευτική φωνή ή να ασκούν «πραγματική» δημοσιογραφία πληρώνουν υψηλό τίμημα για αυτήν τους την επιλογή.

2024 © left.gr | στείλτε μας νεα, σχόλια ή παρατηρήσεις στο [email protected]
§ Όροι χρήσης για αναδημοσιεύσεις Αναφορά Δημιουργού-Μη Εμπορική Χρήση 3.0 Μη εισαγόμενο (CC BY-NC 3.0)