to top
  • βρείτε μας στο Twitter
  • βρείτε μας στο Facebook
  • βρείτε μας στο YouTube
  • στείλτε μας email
  • εγγραφείτε στο RSS feed
  • international version

17:26 | 22.10.2014

Πολιτική

Σχέδιο προγραμματικού κειμένου προς διαβούλευση του Τμήματος Οικολογίας, Περιβάλλοντος και Χωρικού Σχεδιασμού

πολιτική για την αξιοβίωτη ανάπτυξη, τον κοινωνικό - οικολογικό μετασχηματισμό της παραγωγής, την προστασία και τη διαχείριση του φυσικού και ανθρωπογενούς περιβάλλοντος



 


 


 


 


 

Ιούλιος 2014


 

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7

Εισαγωγή : 5

7. 1. Το περιβαλλοντικό ζήτημα στην Ελλάδα 6

Α. ιστορική διαμόρφωση του συστήματος (μη) προστασίας του περιβάλλοντος στην Ελλάδα 6

Ανεπάρκεια θεσμών και ελεγκτικών μηχανισμών 6

Διαφθορά, περιβαλλοντικό έγκλημα και διάχυτη ανασφάλεια δικαίου 6

Αποτελέσματα όχι ουδέτερα κοινωνικά 7

Διεθνής, Ευρωπαϊκή και Περιφερειακή πολιτική για το περιβάλλον 8

Β. Την περίοδο των μνημονίων 9

Κύρια χαρακτηριστικά της περιόδου 9

Τα σημαντικότερα πλήγματα 10

7.2. Προτάσεις (όραμα και μέτρα) 11

7.2.1. Όραμα και ορίζουσες της στρατηγικής μας 11

Α. Η οικολογική και η οικονομική κρίση συνδέονται και αλληλοτροφοδοτούνται 11

Β. Ανάσχεση της κλιματικής αλλαγής 12

Γ. Το φυσικό περιβάλλον της χώρας, ως βάση ανασυγκρότησης 15

Δ. Τοπική/ συνεργατική διάσταση - με επίκεντρο το περιβάλλον 16

Ε. Υπερεθνικές πρωτοβουλίες για το περιβάλλον 17

7.2.2 Θεσμικά μέτρα- πολιτικές 18

Άμεσα 18

Μεσοπρόθεσμα 19

Ενίσχυση ειδικών υπηρεσιών 19

Αξιολόγηση προηγούμενων θέσεων / θέματα προς διερεύνηση 19

7. 3 Συνοπτική αναφορά ανά τομέα για τα κυριότερα θέματα της περιόδου 20

7. 3.1 Υδατικοί πόροι 20

Περιγραφή προβλήματος (στρατηγικά και λόγω μνημονίου) 20

Προτάσεις (όραμα και μέτρα) 22

α. συνταγματική διασφάλιση της πρόσβασης σε νερό επαρκές και καλής ποιότητας 22

β. εξοικονόμηση και τη σχεδιασμένη διαχείριση των υδατικών πόρων στην αγροτική παραγωγή, τον τουρισμό, την παραγωγή ενέργειας, τη βιομηχανία 22

γ. έλεγχο της εκμετάλλευσης και της ρύπανσης των νερών 23

7.3.2. Δάση –βιοποικιλότητα 24

Κύρια σημεία της πολιτικής για τα δάση, τα φυσικά οικοσυστήματα και τη βιοποικιλότητα* 24

Οι αρχές μας για την αειφορική διαχείριση των χερσαίων φυσικών οικοσυστημάτων και των προστατευόμενων περιοχών. 26

7.3.3. Εξορύξεις μεταλλευμάτων και υδρογονανθράκων 27

Εισαγωγή 27

Περιγραφή προβλήματος (στρατηγικά και λόγω μνημονίου) 28

Προτάσεις (όραμα και μέτρα) 32

Προτεραιότητες για την διαχείριση του ορυκτού πλούτου 32

Αξιολόγηση προηγούμενων θέσεων / θέματα προς διερεύνηση 32

7.3.4. Διαχείριση απορριμμάτων και στερεών αποβλήτων 33

ΠΡΟΤΑΣΗ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ 35

Αξιολόγηση προηγούμενων θέσεων / θέματα προς διερεύνηση: 36

7.3.5. Ενέργεια 37

Κεντρικά κριτήρια μιας αριστερής και οικολογικής ενεργειακής πολιτικής 37

Ο ρόλος της ενέργειας σε ένα αντιδιαμετρικά αντίθετο υπόδειγμα 37

Εκ διαμέτρου αντίθετα κριτήρια για εκ διαμέτρου αντίθετες προτεραιότητες και ανάγκες 38

Άξονες και προτεραιότητες ενεργειακής πολιτικής του ΣΥΡΙΖΑ 39

Κεντρικοί κόμβοι και του νέου υποδείγματος - μεσοπρόθεσμες στοχεύσεις και μετασχηματισμοί 41

Μακροχρόνιος Στρατηγικός Ενεργειακός Σχεδιασμός 41

Ρόλος και λειτουργία του δημόσιου τομέα 41

Εξοικονόμηση – Ενεργειακή Απόδοση 42

Α.Π.Ε 43

Ενεργειακό Κόστος Βιομηχανίας (αναλυτικά - παράρτημα – 7.3.5) 45

7.3.6. Για τα δικαιώματα για την προστασία των ζώων 46

Αδέσποτα 47

Κυνήγι 47

Pet-Shops και παράνομο εμπόριο ζώων 47

Αυστηρός έλεγχος/πάταξη της παράνομης εμπορίας ζώων. Παραγωγικά Ζώα 47

Γουνεμπόριο 48

Πειραματόζωα 48

Ανάπτυξη Φιλοζωϊκής Συνείδησης/Παιδεία 48

Θέσπιση Ειδικής Γραμματείας για τα Δικαιώματα και την Προστασία των Ζώων 48

7.3.7. Αστικό πράσινο και κοινόχρηστοι χώροι 48

7.3.8. Γενετικά Τροποποιημένοι Οργανισμοί (Μεταλλαγμένα) 52

7.3.9. ΓΙΑ ΤΟ ΠΑΡΑΚΤΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΘΑΛΑΣΣΙΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ (προσωρινό – δεν έχει γίνει διαβούλευση) 54

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ : ΑΝΑΛΥΣΗ ΤΟΜΕΩΝ ΚΑΙ ΕΞΕΙΔΙΚΕΥΣΗ ΠΡΟΤΑΣΕΩΝ 58

Παράρτημα - 7.2.1. Β- Ανάσχεση της Κλιματικής Αλλαγής 58

Παράρτημα - 7.3.2. - Πρόγραμμα πολιτικής για τα δάση και τη βιοποικιλότητα 65

Εισαγωγή 65

Α΄ Μέρος: Περιγραφή του προβλήματος 66

Β΄ Μέρος: Οι προτάσεις μας 69

B.1. Το όραμά μας 69

Β.2. Οι αρχές μας για την αειφορική διαχείριση των χερσαίων φυσικών οικοσυστημάτων και των προστατευόμενων περιοχών. 69

Β.3. Μέσα επίτευξης των σκοπών αυτών: 71

Άμεσα μέτρα 71

Μακροπρόθεσμα μέτρα 74

Παράρτημα - 7.3.3.- Εξορύξεις μεταλλευμάτων και υδρογονανθράκων 76

1. Μεταλλευτική Δραστηριότητα στον Κόσμο και στην Ελλάδα. 77

2. Δράσεις του ΣΥΡΙΖΑ για τις Εξορύξεις και τη Μεταλλεία. 78

3. Πολιτική Εκτίμηση του ΣΥΡΙΖΑ για τις Σκουριές και το Κίνημα. 79

4. Η Πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ για Διέξοδο στις Σκουριές και στη Β.Α. Χαλκιδική. 81

Παράρτημα - 7.3.4. – Διαχείριση απορριμμάτων και στερεών αποβλήτων 83

ΑΝΑΛΥΤΙΚΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΤΗΣ ΠΡΟΤΑΣΗΣ 83

1.Σύνταξη εθνικού σχεδίου διαχείρισης 83

2. Σύνταξη περιφερειακού σχεδίου διαχείρισης (με αναθεώρηση των υφιστάμενων ΠΕΣΔΑ) 84

3. Σύνταξη τοπικού σχεδίου διαχείρισης 84

1ο επίπεδο, το κοντινότερο στον πολίτη : διαλογή στην πηγή με δράσεις σε επίπεδο δήμου, γειτονιάς, χώρων εργασίας και κατοικίας 85

2ο επίπεδο : Αποκεντρωμένες μονάδες διαχείρισης με κομποστοποίηση - διαλογή - διαχωρισμός σε επίπεδο μεγάλων δήμων ή ομάδας δήμων 86

Τι χρειάζεται και τι περιλαμβάνει μια ΑΕΟΔΑ 87

3ο επίπεδο: υγειονομική ταφή υπολείμματος (ΧΥΤΥ) σε επίπεδο περιφέρειας, περιφερειακών ενοτήτων ή μεγάλων ομάδων δήμων/ εγκαταστάσεις, διαπεριφερειακού επιπέδου, προσωρινής αποθήκευσης, επεξεργασίας και τελικής διάθεσης των επικινδύνων και νοσοκομειακών απορριμμάτων. 88

Τα περιβαλλοντικά πλεονεκτήματα της πρότασης 89

Παράρτημα -7.3.5. - Ενέργεια 91

Κεντρικά κριτήρια μιας αριστερής και οικολογικής ενεργειακής πολιτικής 91

Ο ρόλος της ενέργειας σε ένα αντιδιαμετρικά αντίθετο υπόδειγμα 92

Περιγραφή κεντρικών παραμέτρων της παρούσας κατάστασης. 93

Άξονες και προτεραιότητες ενεργειακής πολιτικής του ΣΥΡΙΖΑ 95

Άμεσες Προτεραιότητες 95

Εκ διαμέτρου αντίθετα κριτήρια για εκ διαμέτρου αντίθετες προτεραιότητες και ανάγκες 96

Άμεσα μέτρα και προϋποθέσεις σχεδιασμού ριζικής αντιστροφής του ενεργειακού μοντέλου στην κατεύθυνση κοινωνικού – οικολογικού μετασχηματισμού του. 97

Ανάπτυξη κεντρικών κόμβων και κατευθύνσεων (και άμεσων) του νέου υποδείγματος - μεσοπρόθεσμες στοχεύσεις και μετασχηματισμοί 99

Μακροχρόνιος Στρατηγικός Ενεργειακός Σχεδιασμός 99

Ρόλος και λειτουργία του δημόσιου τομέα 100

Εξοικονόμηση – Ενεργειακή Απόδοση 101

Α.Π.Ε 103

Αταξινόμητα σε σχέση με τη δομή σημεία 108

Παράρτημα - 7.3.6. - Για τα ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΤΩΝ ΖΩΩΝ 109

Προστασία και Δικαιώματα Ζώων 109

1 . ΠΑΡΑΓΩΓΙΚΑ ΖΩΑ 109

2. ΠΕΙΡΑΜΑΤΟΖΩΑ 112

3. Γουνεμποριο 114


 

      ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7

Εισαγωγή :

Η προγραμματική συμβολή του τμήματος περιβάλλοντος ξεκινά με μια αναφορά:

α. στην αντιμετώπιση του περιβάλλοντος ως απεριόριστου τροφοδότη της παραγωγής και ταυτόχρονα ως υποδοχέα ανεξέλεγκτων δραστηριοτήτων και αποβλήτων που επιβάλουν οι καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής,

β. στα κυριότερα περιβαλλοντικά προβλήματα όπως εξελίχθηκαν διαχρονικά και

γ. στις ιδιαίτερες συνθήκες του μνημονίου.

Στη συνέχεια αναλύεται η θέση πως τόσο η περιβαλλοντική προστασία1 όσο και η περιβαλλοντική αποκατάσταση είναι θέματα κεντρικής σημασίας για την ανασυγκρότηση των παραγωγικών δραστηριοτήτων αλλά και αλληλένδετα με τον ριζικό κοινωνικό-οικολογικό μετασχηματισμό της παραγωγής και της κατανάλωσης που προϋποθέτει βαθιές ρήξεις με το ισχύον κεφαλαιοκρατικό μοντέλο.

Τέλος, θεωρώντας το φυσικό περιβάλλον της χώρας ένα μοναδικό της πλεονέκτημα, προχωράμε σε προτάσεις που αφορούν: α) τις θεσμικές αλλαγές και β) τα μέτρα, αναλύοντας την σκοπιμότητα και τις κοινωνικές ωφέλειες που προκύπτουν.

Κεντρικό μας πρόταγμα αποτελεί η θεώρηση του περιβάλλοντος ως θεμελιώδους αγαθού και αξίας και η ενσωμάτωση της αντιμετώπισης της διογκούμενης οικολογικής κρίσης σε όλες τις ασκούμενες πολιτικές.

 

7. 1. Το περιβαλλοντικό ζήτημα στην Ελλάδα

Α. ιστορική διαμόρφωση του συστήματος (μη) προστασίας του περιβάλλοντος στην Ελλάδα

Το μοντέλο ανάπτυξης -μεταπολεμικά και ιδιαίτερα μεταπολιτευτικά- στηρίχθηκε στη σπατάλη των φυσικών πόρων παρά τις ήπιες κλιματολογικές συνθήκες και τη σχεδόν ανυπαρξία βαριάς και χημικής βιομηχανίας. Ταυτόχρονα η -συχνά παράνομη- απόρριψη αποβλήτων (αστικών και βιομηχανικών) σωρεύει φαινόμενα ακραίας ρύπανσης (χωματερές, αστικά/βιομηχανικά λύματα κλπ).

Η περιβαλλοντική και χωροταξική νομοθεσία και οι μηχανισμοί εφαρμογής της υπήρξαν ιστορικά ανεπαρκείς: το καθεστώς συσσώρευσης του κεφαλαίου υπέταξε το φυσικό περιβάλλον και τη χωροταξία στις ανάγκες διευκόλυνσης των πάσης φύσεως επενδυτών στον τουρισμό, τη βιομηχανία, τις εξορύξεις, τις κατασκευές, τις μεταφορές, τις ιχθυοκαλλιέργειες κλπ εμποδίζοντας την ανάπτυξη άλλων χρήσεων και πολλές φορές δραματικά υποβαθμίζοντας ή καταστρέφοντας ολόκληρες περιοχές όπως το Θριάσιο, ο Ασωπός κ.λ.π.

Ανεπάρκεια θεσμών και ελεγκτικών μηχανισμών

Αντίστοιχα είναι διαχρονικά ανεπαρκές το θεσμικό, κανονιστικό, νομοθετικό και ρυθμιστικό περιβαλλοντικό πλαίσιο ή και όπου το θεσμικό πλαίσιο είναι σχετικά επαρκές υπάρχει μεγάλη υστέρηση ή μη εφαρμογή. Με σκόπιμες γραφειοκρατικές εμπλοκές, αντικρουόμενες εγκυκλίους, σωρεία τροποποιήσεων μέσα σε άσχετα νομοσχέδια, με έλλειψη ολοκληρωμένων προτύπων προστασίας και ελέγχου περιβάλλοντος, με ανεπαρκή κρατικό μηχανισμό, οδήγησε σε αύξηση κόστους, χωρίς ουσιαστική περιβαλλοντική προστασία με αναποτελεσματικές και χρονοβόρες διαδικασίες. Η συνειδητή επιλογή της θεσμικής παραβατικότητας (δηλαδή της μη συμμόρφωσης των ίδιων των θεσμικών δομών, όπως τοπική αυτοδιοίκηση, ΔΕΚΟ, υπουργεία), «θωρακίστηκε» με ανεπαρκές - χαοτικό θεσμικό πλαίσιο και με κενά συμμόρφωσης με το ευρωπαϊκό πλαίσιο περιβαλλοντικής νομοθεσίας. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η απουσία, ακόμη και σήμερα, Εθνικού Κτηματολογίου και Δασολογίου και η διασπάθιση των πόρων που δαπανήθηκαν για το σκοπό αυτό.

Διαφθορά, περιβαλλοντικό έγκλημα και διάχυτη ανασφάλεια δικαίου

Η επικράτηση της αυθαιρεσίας συνοδεύεται με την μη απονομή δικαιοσύνης σε περιπτώσεις περιβαλλοντικών παραβάσεων και εγκλημάτων. Ακόμη και όταν οι παραβάσεις φθάσουν στα δικαστήρια, ακόμη και όταν τελικά υπάρξουν καταδικαστικές αποφάσεις, αυτές συχνά είτε είναι αναντίστοιχες με τη συντελούμενη παράβαση είτε δεν εφαρμόζονται. Εξίσου σοβαρή είναι η ελεγκτική αδυναμία. Επιλέχθηκε και συντηρήθηκε η αδυναμία παρακολούθησης και ελέγχου της περιβαλλοντικής νομοθεσίας και συμμόρφωσης, με πολιτική εξάρτηση των θεσμών ελέγχου, ελλιπή στελέχωση των ελεγκτικών μηχανισμών, «γνωστικό έλλειμμα» περιβαλλοντικών και χωρικών δεδομένων και εργαλείων διαπίστωσης παραβάσεων.

Έλλειψη περιβαλλοντικής πολιτικής σε εθνικό, ευρωπαϊκό και διεθνές επίπεδο

Πρέπει να σημειωθεί ότι στη χώρα μας, η ενσωμάτωση ακόμη και των θετικών στοιχείων της περιβαλλοντικής πολιτικής της ΕΕ είναι αργή και στρεβλή, συνηθέστερα υπό την απειλή καταδικών από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, με πρόχειρο και αναποτελεσματικό τρόπο και ελλειμματική εφαρμογή. Η ανυπαρξία εγχώριας ενημέρωσης για τη διαμόρφωση των ευρωπαϊκών περιβαλλοντικών πολιτικών και των αντίστοιχων διεθνώς επιδίκων ζητημάτων εξυπηρετεί κύρια την αναπαραγωγή των εξουσιαστικών μηχανισμών κατανομής των φυσικών πόρων και λήψης των αναπτυξιακών αποφάσεων. Επιπλέον, αποτρέπει και μια ουσιαστική συζήτηση για το χαρακτήρα και τα όρια των περιβαλλοντικών πολιτικών της ΕΕ και διαιωνίζει την ουσιαστική απουσία της Ελλάδας από τις διαδικασίες διαμόρφωσής τους. Σχηματικά η έλλειψη περιβαλλοντικής πολιτικής απεικονίζεται :

- στην αδιαφορία ανάληψης πρωτοβουλιών, διαμόρφωσης προτάσεων, άσκησης πιέσεων κλπ στο ευρωπαϊκό και διεθνές επίπεδο,

- στην πλημμελή ενσωμάτωση των κοινοτικών οδηγιών στο εθνικό δίκαιο και στην απροθυμία εφαρμογής τους. Τέλος, στην ακόμη πιο απρόθυμη ανάγνωση και ερμηνεία τους από την άποψη των κοινωνικών αναγκών και των περιβαλλοντικών στόχων,

- στη χαμηλή απορρόφηση των κοινοτικών κονδυλίων συνοχής και στήριξης για έργα προστασίας/ διαχείρισης περιβάλλοντος – μη-ποιοτικά χαρακτηριστικά των περιβαλλοντικών έργων τα οποία χρηματοδοτήθηκαν (π.χ. ΧΥΤΑ, βιολογικοί καθαρισμοί),

- στα χαμηλά ποσοστά των επαγγελμάτων που σχετίζονται με το περιβάλλον, την ελλιπέστατη στήριξη και προώθηση της έρευνας και την σχεδόν ανύπαρκτη καινοτομία που αφορά σε φιλο-περιβαλλοντικές τεχνολογίες παραγωγής και τεχνολογίες προστασίας του περιβάλλοντος.

Αποτελέσματα όχι ουδέτερα κοινωνικά

Τα παραπάνω φαινόμενα θεσμικής ανεπάρκειας, ελλείμματος περιβαλλοντικών πολιτικών και συνολικά μη επαρκούς και αποτελεσματικής προστασίας του περιβάλλοντος, οφείλονται σε συγκεκριμένες πολιτικές επιλογές οι οποίες δεν είναι κοινωνικά ουδέτερες αλλά διευρύνουν τις κοινωνικές και οικονομικές ανισότητες. Συγκεκριμένα, η υποβάθμιση του περιβάλλοντος πλήττει καίρια τις συνθήκες ζωής της μεγάλης κοινωνικής πλειοψηφίας και ιδιαίτερα τα πιο ευάλωτα στρώματα τα οποία δεν έχουν τα μέσα να τις αντιμετωπίσουν (υγεία, διατροφή, περιοχές κατοικίας κ.λ.π.). Αντίστοιχο είναι και το αποτέλεσμα για τις τοπικές παραγωγικές δραστηριότητες μικρής κλίμακας και ιδιαίτερα όσων συνδέονται με το περιβάλλον που συχνά εκτοπίζονται ή και υποβαθμίζονται από την “επέλαση” μεγάλων ιδιωτικών επενδύσεων, με συχνά ευνοϊκές ή και χαριστικές διατάξεις και συνθήκες. Το φαινόμενο αυτό είναι διαχρονικό και εκτεταμένο και παρατηρείται από τη μεταποιητική βιομηχανία και την ενέργεια, έως τον τουρισμό και τον κατασκευαστικό κλάδο. Αποτέλεσμα όλων των παραπάνω είναι η κοινωνική πλειοψηφία να επωμίζεται το κόστος, με έντονη οικονομική διάσταση, της απουσίας προστασίας του περιβάλλοντος, είτε μέσω της υποβάθμισης των συνθηκών ζωής της, είτε μέσω του εκτοπισμού παραγωγικών δραστηριοτήτων μικρής, αλλά μαζικής κλίμακας.

Διεθνής, Ευρωπαϊκή και Περιφερειακή πολιτική για το περιβάλλον

Η παγκοσμιότητα ενός συστήματος που στηρίζεται στον ανταγωνισμό για τη διαρκή οικονομική μεγέθυνση, η παραγωγή τεράστιου πλούτου και η ολοένα και πιο άνιση κατανομή του, οδηγεί σε μια μεγάλης κλίμακας καταστροφή στο περιβάλλον όσο και στους ανθρώπινους πόρους. Ο ανταγωνισμός προκαλεί περιβαλλοντικό και κοινωνικό dumping ιδιαίτερα στις φτωχότερες περιοχές, οι πολυεθνικές επιβάλλουν εντατικές μονοκαλλιέργειες που προκαλούν έλλειψη τροφίμων, ο καταναλωτισμός αποτελεί την κυρίαρχη κουλτούρα. Παρόλο που σε επίπεδο διεθνών θεσμών, διακηρύξεων και συμφωνιών, σημειώνεται η ανησυχία για την ανορθολογική και μη βιώσιμη διαχείριση του περιβάλλοντος, η κατάσταση επιδεινώνεται.

Η περιβαλλοντική πολιτική της Ε.Ε. ιστορικά αναπτύχθηκε στη βάση τριών παραγόντων αντιθετικών και ταυτόχρονα συμπληρωματικών ως προς τα αποτελέσματα τα οποία καταγράφτηκαν κατά το παρελθόν. Ο πρώτος αφορούσε την εμπορική ένωση και την πορεία προς τη νομισματική ενοποίηση που απαιτούσε έναν ενιαίο χώρο λειτουργίας των αγορών. Το χαρακτηριστικό αυτό απαιτούσε, πάντα στα πλαίσια της αγοράς, κοινούς κανόνες στην παραγωγή και στην διαχείριση των φυσικών πόρων. Ο δεύτερος αφορά την ανάπτυξη ισχυρών περιβαλλοντικών και οικολογικών κινημάτων από τη δεκαετία του ‘60 ως συνέπεια και της εμφάνισης του φαινομένου της οικολογικής κρίσης και της κλιματικής αλλαγής, της αντίθεσης στην πυρηνική ενέργεια κ.λ.π. που συνέβαλαν στην δημιουργία μιας σχετικά ισχυρής περιβαλλοντικής συνείδησης σε πλατιά τμήματα του πληθυσμού. Τέλος, ο τρίτος αφορά την ανάπτυξη του κοινωνικού κράτους, των δημοσίων αγαθών και υπηρεσιών κατά την μεταπολεμική περίοδο και μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του ’80, την οποία διαδέχθηκε η επέλαση του νεοφιλελευθερισμού. Συνέπεια αυτών ήταν ή ανάπτυξη ενός πλέγματος περιβαλλοντικού δικαίου και η διαμόρφωση μιας περιβαλλοντικής πολιτικής στην Ε.Ε., που παρά το κοινωνικό έλλειμμα και τις εγγενείς αντιφάσεις, συνέβαλλαν ώστε να εισαχθούν σταδιακά, σε χώρες που υπολείπονται σε σχετικούς θεσμούς και διοικητικές δομές, όπως η Ελλάδα, αρχές περιβαλλοντικής διαχείρισης σε πλείστα θέματα.

Ωστόσο, η κυριαρχία του νεοφιλελεύθερου μοντέλου αμφισβήτησε θεμελιωδώς την παραπάνω κατεύθυνση, εντάσσοντας την προστασία του περιβάλλοντος εξ’ ολοκλήρου στους μηχανισμούς της αγοράς, της ιδιωτικής πρωτοβουλίας, των επενδυτικών ευκαιριών και των ιδιωτικοποιήσεων δημόσιων τομέων, αφαιρώντας ουσιαστικά στοιχεία του κοινωνικού και δημόσιου περιεχομένου της. Σήμερα, που η διεθνής οικονομική κρίση χρησιμοποιείται από τις κυρίαρχες τάξεις ως ευκαιρία για την αποσάθρωση κάθε περιβαλλοντικού κεκτημένου, η κατάσταση στο εσωτερικό της Ε.Ε, τείνει να αντιστραφεί. Οι ακραία νεοφιλελεύθερες πολιτικές του άκρατου ανταγωνισμού, της λιτότητας και της κοινωνικής εξαθλίωσης έχουν ως κύριο θύμα τους και το περιβάλλον και μάλιστα με ιδιαίτερη σφοδρότητα στις χώρες του Ευρωπαϊκού Νότου. Στην εγγύτερη γειτονιά μας, την περιφέρεια της νοτιοανατολικής Ευρώπης και της Μεσογείου, τα περιβαλλοντικά προβλήματα είναι ιδιαίτερα οξυμένα. Αν και τα κράτη μοιράζονται μεγάλης σημασίας φυσικούς πόρους για τους οποίους υπάρχει κοινή ευθύνη, δεν υπάρχουν εγκαθιδρυμένοι μηχανισμοί διεθνούς συνεργασίας και διακρατικές συμφωνίες για ζητήματα όπως η διασυνοριακή ρύπανση υδάτων και η μεταφορά επικινδύνων αποβλήτων. Έτσι, η δήθεν «προωθημένη» περιβαλλοντική πολιτική της ΕΕ παραμένει εν πολλοίς σε θετικές διακηρύξεις αλλά σε ατελέσφορες πολιτικές, σε διαρκείς υποχωρήσεις και τελικά σε αναπαραγωγή του μοντέλου της περιβαλλοντικής καταστροφής εντός και εκτός συνόρων Ε.Ε.

Β. Την περίοδο των μνημονίων

Η ίδρυση Υπουργείου Περιβάλλοντος, το 2009, με την αποκοπή του από τα Δημόσια Έργα και την υπαγωγή της Γενικής Διεύθυνσης Δασών σε αυτό, δήθεν αναβαθμισμένης σε Ειδική Γραμματεία, δημιούργησε προσδοκίες οι οποίες όμως σύντομα διαψεύστηκαν. Στο νέο Υπουργείο υπήχθη και η Ενέργεια, ένας δυναμικός τομέας που συγκεντρώνει το ενδιαφέρον της επιχειρηματικής ελίτ, θεωρητικά υποδεικνύοντας ότι θα δινόταν ιδιαίτερη έμφαση στα θέματα που αφορούν τη σχέση της παραγωγής ενέργειας με την εξάντληση των φυσικών πόρων, τη ρύπανση και την κλιματική αλλαγή.

Στην πράξη αποδείχθηκε το αντίθετο: αν σε μια προηγούμενη περίοδο, τον «τόνο» στις πολιτικές έδιναν οι προτεραιότητες προώθησης των «μεγάλων» δημόσιων έργων, σήμερα αυτός δίνεται από τα συμφέροντα στον τομέα της ενέργειας.

Κύρια χαρακτηριστικά της περιόδου

Στην περίοδο που προηγήθηκε, και στο πλαίσιο της μνημονιακής συνθήκης, περάσαμε γρήγορα από τις διακηρύξεις της «πράσινης ανάπτυξης» της αγοράς, στην πλήρη απαξίωση κάθε περιβαλλοντικού μέτρου και ελέγχου. Το περιβάλλον περιθωριοποιείται περαιτέρω και η νομοθεσία και οι δημόσιοι θεσμοί ελέγχου προβάλλονται ιδεολογικά ως τροχοπέδη της ανάπτυξης. Έχει προκληθεί η διάλυση της διοίκησης σε όλα τα επίπεδα (κεντρικές υπηρεσίες ΥΠΕΚΑ, αποκεντρωμένες δομές – πχ δασαρχεία, πολεοδομίες, αυτοδιοίκηση, φορείς διαχείρισης).

Ενδεικτική είναι η περίπτωση του Πράσινου Ταμείου: περιορισμός των δαπανών του στο μόλις 2,5% των διαθεσίμων και πρόβλεψη για μεταφορά του 97,5% των πόρων του στον κρατικό προϋπολογισμό για τη μείωση του ελλείμματος.

Η οικονομική κρίση δίνει άλλοθι για την περαιτέρω εκποίηση της δημόσιας περιουσίας (επιχειρήσεις, υπηρεσίες, γη) και την παράδοση του φυσικού περιβάλλοντος στο real estate. Η ιδιωτικοποίηση βασικών κοινωνικών αγαθών και υπηρεσιών που ξεκίνησε τα τελευταία χρόνια, επιταχύνεται με τα μνημόνια και τους εφαρμοστικούς νόμους και οδηγεί όχι μόνο σε μια δραματική κλιμάκωση της περιβαλλοντικής καταστροφής αλλά και στην απώλεια δημόσιας περιουσίας και φυσικών πόρων απαραίτητων για την επιβίωση και την παραγωγή.

Η πολιτική αυτή συνοδεύεται αναπόφευκτα από την παραβίαση των δικαιωμάτων των πολιτών στην πληροφόρηση – διαβούλευση και την βάρβαρη καταστολή των κινημάτων υπεράσπισης του περιβάλλοντος.

Τα σημαντικότερα πλήγματα
Α. Συνοπτικά :
  • Η ιδιωτικοποίηση βασικών κοινωνικών αγαθών και πόρων όπως το νερό, η ενέργεια, η διαχείριση απορριμμάτων,

  • η εκποίηση δημόσιων πόρων όπως ορυκτών, δημόσιων και κοινόχρηστων χώρων, δασικών εκτάσεων και

  • η υπαγωγή του χωροταξικού σχεδιασμού στην προώθηση των μνημονιακών επιταγών.

Β. Συγκεκριμένα:

1. Για το Νερό : προωθείται η ιδιωτικοποίηση όχι μόνο των δικτύων διανομής αλλά επίσης των επιφανειακών υδάτων μέσω των μικρών και μεγάλων υδροηλεκτρικών καθώς και των υπογείων υδάτων μέσω των δικαιωμάτων χρήσης. Τα απαραίτητα εργαλεία για την άσκηση πολιτικής, δηλαδή η απογραφή των γεωτρήσεων και τα σχέδια διαχείρισης που με μεγάλη καθυστέρηση εκπονήθηκαν πρόσφατα για όλη τη χώρα, χρησιμοποιούνται για να προωθήσουν την πολιτική επιλογή της ιδιωτικοποίησης. Τα μνημόνια της τελευταίας τριετίας, όπως και σε άλλους τομείς, θα παίξουν και εδώ τον ρόλο καταλύτη με στόχο τόσο την επίσπευση της διαδικασίας, όσο και την επιδείνωση των όρων εις βάρος του δημοσίου. Παράλληλα, τα σημαντικότερα προβλήματα που παραμένουν αφορούν στην εκτεταμένη καταστροφή υδροφορέων κυρίως από βιομηχανική, αγροτική και αστική ρύπανση, στην εξάντλησή τους από υπεράντληση, αλλά και στην υποβάθμιση ή και καταστροφή σημαντικών επιφανειακών υδατικών συστημάτων (Κορώνεια, Βεγορίτιδα, Ασωπός, Πηνειός κλπ).

2. Για την Ενέργεια: προωθούνται fast track μεγάλες επενδύσεις σε όλους τους τομείς, το κερδοσκοπικό μοντέλο διείσδυσης των ΑΠΕ καταστρέφει αγρότες και μικρομεσαίους παραγωγούς, απειλεί το περιβάλλον και επιβαρύνει τους καταναλωτές. Ταυτόχρονα προωθούνται νέες μονάδες γαιανθράκων και μεγάλων Υ/Η, αγωγοί Φ.Α. και πετρελαίου καθώς επίσης και η νέα «μεγάλη ιδέα» των εξορύξεων υδρογονανθράκων.

3. Για τις εξορύξεις: χωρίς καμία μέριμνα για τις αποκαταστάσεις, εντατικοποιούνται πιέσεις για εξορύξεις και μάλιστα χωρίς αποδόσεις για το δημόσιο (royalties). Νέα eldorado αποτελούν οι εξορύξεις χρυσού στη Βόρεια Ελλάδα που έχουν εγείρει μεγάλες τοπικές αντιστάσεις και τα φημολογούμενα κοιτάσματα υδρογοναθράκων.

4. Για τη διαχείριση απορριμμάτων: την πραγματικότητα των ΧΑΔΑ/ΧΥΤΑ διαδέχθηκε η προώθηση των μεγαλοεργολαβικών σχεδιασμών για φαραωνικά εργοστάσια επεξεργασίας σύμμεικτων απορριμμάτων με σκοπό την ενεργειακή αξιοποίηση που ακυρώνουν την προοπτική της ανακύκλωσης και αποτελούν προθάλαμο για την καύση των αποβλήτων

5. Για την ατμοσφαιρική ρύπανση: το φαινόμενο παροξύνεται, με τελευταίο ενδεικτικό στοιχείο την εμφάνιση οξύτατων επεισοδίων αιθαλομίχλης σε πληθώρα αστικών κέντρων. Φαινόμενο που συνδέεται με την ενεργειακή φτώχεια.

6. Στον τομέα χωροταξία – δόμηση - υπό-εκποίηση δημόσια περιουσία: νομιμοποιούνται καταπατήσεις και αυθαιρεσίες, ακόμη και σε προστατευόμενες περιοχές και προωθούνται χωροταξικές «ρυθμίσεις» με στόχο την προώθηση των διευρωπαϊκών δικτύων και τη μετατροπή της χώρας σε α. διαμετακομιστικό χώρο μεταφορών και ενέργειας β. σε ζώνη «ανεμπόδιστης» ανάπτυξης επενδυτικών δραστηριοτήτων. Κύριο χαρακτηριστικό της περιόδου είναι η ίδρυση ΝΠΙΔ με μορφή Α.Ε που αναλαμβάνουν ένα πρωτοφανούς έκτασης εγχείρημα για την εκποίηση δημόσιας περιουσίας με αιχμή του δόρατος το περίφημο ΤΑΙΠΕΔ (αλλά και τα “Επενδύστε στην Ελλάδα”, Εταιρεία Ακινήτων Δημοσίου Α.Ε. (ΕΤΑΔ): Παράκτιο Αττικό Μέτωπο Α.Ε. ΕΛΛΗΝΙΚΟ Α.Ε.).

Παραδείγματα: στους τομείς των εξορύξεων (ειδικό χωροταξικό βιομηχανίας), των ΑΠΕ (ειδικό χωροταξικό ΑΠΕ), του real estate (αναθεωρημένο ειδικό χωροταξικό τουρισμού, σχέδια «αξιοποίησης» Ελληνικού κλπ), στις ιχθυοκαλλιέργειες (ειδικό χωροταξικό υδατοκαλλιεργειών) κλπ για τα οποία έχουν διατυπωθεί ενστάσεις και προσφυγές των σχετικών εμπλεκομένων κοινωνικών φορέων και πλήθους κινήσεων πολιτών.

Οι τάσεις «απαλλαγής» από τους χωροταξικούς κανόνες αποτυπώνονται επιπλέον με τη ρύθμιση για την ιδιωτική χωροθέτηση- πολεοδόμηση. Ιδιαίτερη σημασία έχει η προωθούμενη διάλυση της δασικής υπηρεσίας που σε συνδυασμό με την εγκατάλειψη της διαχείρισης των δασικών οικοσυστημάτων τόσο ως προς τον παραγωγικό τους ρόλο όσο και ως προς την προστατευτική-οικολογική τους διάσταση, την παράδοσή τους στα μεγάλα επιχειρηματικά συμφέροντα (τουριστικά, ενεργειακά, εξορυκτικά κ.α.), την νομιμοποίηση όλων των αυθαιρεσιών και την απουσία δασικών χαρτών και δασολογίου, απειλεί δάση και δασικές εκτάσεις.

Η διάλυση της – ήδη όπως περιγράψαμε προβληματικής- διαδικασίας περιβαλλοντικής αδειοδότησης (fast track, παράκαμψη ΥΠΕΚΑ από Υπουργεία Ανάπτυξης και Τουρισμού) συντείνει σε αυξανόμενες συγκρούσεις χρήσεων και ανασφάλεια δικαίου.

Τέλος, στο όνομα των μνημονιακών υποχρεώσεων εκποιούνται με σκανδαλώδεις όρους αδιαφάνειας και ξεπουλήματος τα δημόσια ακίνητα και μάλιστα σε πολλές περιπτώσεις με το δημόσιο να αναλαμβάνει την υποχρέωση να παραμένει ως ενοικιαστής.

7.2. Προτάσεις (όραμα και μέτρα)

7.2.1. Όραμα και ορίζουσες της στρατηγικής μας

Α. Η οικολογική και η οικονομική κρίση συνδέονται και αλληλοτροφοδοτούνται

H ληστρική εκμετάλλευση κοινωνίας και φύσης και οι αναπτυξιακές ανισομέρειες που επιβάλλει ο καπιταλισμός, εντείνονται σε συνθήκες κρίσης, με την όξυνση των ανταγωνισμών και την επιβολή ακραίου νεοφιλελευθερισμού, ενώ ταυτόχρονα η περιβαλλοντική υποβάθμιση ναρκοθετεί τις μελλοντικές συνθήκες παραγωγής και σωρεύει τεράστιο κοινωνικό και περιβαλλοντικό κόστος.

Αφού οι κρίσεις της οικονομίας και του περιβάλλοντος είναι βαθιές και αλληλένδετες, η αντιμετώπισή τους πρέπει να είναι κοινή. Στον αντίποδα του ανταγωνισμού, της διαρκούς μεγέθυνσης και συσσώρευσης του καπιταλισμού που γεννά την κρίση, υποστηρίζουμε ένα ριζικά διαφορετικό μοντέλο οργάνωσης των σχέσεων κοινωνίας, οικονομίας και περιβάλλοντος.

Ο ίδιος δρόμος δεν μπορεί να οδηγήσει σε άλλα αποτελέσματα. Μόνη πραγματική διέξοδο, για το παρόν και το μέλλον των κοινωνιών, μπορεί να αποτελέσει ένας κοινωνικός-οικολογικός μετασχηματισμός της παραγωγής σε ένα μεταβατικό πρόγραμμα μιας “οικονομίας των αναγκών” σε σοσιαλιστική κατεύθυνση.

Το σχέδιο αυτό στηρίζεται και στις τοπικές παραγωγικές δυνάμεις και τους πόρους κάθε περιοχής, επιδιώκει την ισορροπία και τη συνέργεια μεταξύ των τομέων της παραγωγής, διαφυλάσσει το περιβάλλον και επιτρέπει τη διανομή της παραγόμενης αξίας στο σύνολο του πληθυσμού.

Όλες οι επενδύσεις πρέπει να πραγματοποιούνται μέσα σ’ ένα προστατευτικό για το περιβάλλον νομοθετικό πλαίσιο και να υπόκεινται πάντα στον απαιτούμενο διοικητικό και δημοκρατικό κοινωνικό έλεγχο.

Μέσα από αυτή τη διαδικασία, σταδιακά θα εκλείψουν οικονομικές δραστηριότητες που είτε έχουν δυσανάλογα μεγάλο οικολογικό αποτύπωμα είτε μπορούν να υποκατασταθούν από περιβαλλοντικά φιλικές παραγωγικές μεθόδους, προϊόντα και υπηρεσίες.

Β. Ανάσχεση της κλιματικής αλλαγής

Η κρισιμότητα του φαινομένου της ανθρωπογενούς κλιματικής αλλαγής θα επηρεάσει δυσανάλογα τα ευαίσθητα οικοσυστήματα και τους φτωχούς. Ο ΣΥΡΙΖΑ συντάσσεται με τα κόμματα και τις οργανώσεις στην Ευρώπη και παγκόσμια που διεκδικούν υψηλούς και δεσμευτικούς στόχους για το κλίμα, που απορρίπτουν τις «ψευδο-λύσεις» (ευέλικτων μηχανισμών, ETS, CDMs, etc.), και απαιτούν κλιματική δικαιοσύνη μεταξύ παγκόσμιου Βορρά και Νότου. Η επιτακτική δραστική ανάσχεση της κλιματικής αλλαγής, τα μέτρα αντιμετώπισης των συνεπειών της και η αποκατάσταση της οικολογικής ισορροπίας αποτελούν ζωτικό όρο για την κοινωνική αναπαραγωγή και τη διασφάλιση των αναγκών της κοινωνικής πλειοψηφίας και ιδιαίτερα των πιο αδύναμων.

Οι συνέπειες της κλιματικής αλλαγής δεν είναι ταξικά ουδέτερες.

Πλήθος επιστημονικών ερευνών που ήρθαν στο φως της δημοσιότητας τα προηγούμενα χρόνια καθώς και στην 5η έκθεση της δεύτερης ομάδας εργασίας της IPCC2 καταδεικνύουν ότι οι συνέπειες της κλιματικής αλλαγής πλήττουν με μεγαλύτερη ένταση τα δις των φτωχών του παγκόσμιου Νότου που ευθύνονται συντριπτικά λιγότερο για την πρόκλησή της, καθώς επίσης και τους εργαζόμενους και τα φτωχά λαϊκά στρώματα του Βορρά, λόγω των λιγότερων μέσων που διαθέτουν για να τις αντιμετωπίσουν αλλά και των παραγωγικών δραστηριοτήτων τους που συνδέονται οργανικά με το τοπικό περιβάλλον (π.χ. γεωργία, αλιεία), που αποτελεί και τόπο μόνιμης διαβίωσής τους.

Ευρώπη – Μεσόγειος

Οι κύριες επιπτώσεις (κίνδυνοι) όπως συνοψίζονται στην πρόσφατη έκθεση της 2ης ομάδας εργασίας της IPCC αφορούν:

  • Αυξημένες οικονομικές απώλειες και συνέπειες για τους κατοίκους, από πλημμύρες σε λεκάνες απορροής ποταμών και ακτές, λόγω αστικοποίησης, αύξησης της στάθμης της θάλασσας, παράκτιας διάβρωσης και των παροχών αιχμής ποταμών.

  • Αυξημένη έλλειψη νερού ιδιαίτερα στη Νότια Ευρώπη.

  • Αυξημένα γεγονότα καύσωνα με συνέπειες: α) για την υγεία και τις συνθήκες διαβίωσης, β) την παραγωγικότητα της εργασίας, γ) την γεωργική παραγωγή, δ) την ποιότητα του αέρα και ε) τον αυξημένο κίνδυνο πυρκαγιών στη νότια Ευρώπη.

Ορισμένα επιπρόσθετα στοιχεία ειδικά για τη λεκάνη της Μεσογείου, σύμφωνα με πρόσφατη μελέτη:

  • Μέχρι το 2050, κατά μέσο όρο, προβλέπονται: α)αύξηση της θερμοκρασίας του αέρα κατά 2°C περίπου και της θάλασσας από 0,8 έως 1,8°C, β) αύξηση της στάθμης της θάλασσας από 6 έως 12 εκατοστά, γ) μείωση της ποσότητας βροχής κατά 5 με 10% και δ) αύξηση στη συχνότητα εμφάνισης ακραίων καιρικών φαινομένων.

Εκπομπές – σωρευτικός προϋπολογισμός άνθρακα

Ο στόχος του περιορισμού της ανόδου της θερμοκρασίας του πλανήτη κάτω από τους 2°C μέχρι το 2100, θεωρείται από τη διεθνή κοινότητα, το ανώτατο επιτρεπτό όριο προκειμένου να μην υπερβούμε το σημείο καμπής που οδηγεί στην καλπάζουσα κλιματική αλλαγή. Στο σενάριο που ανταποκρίνεται στον στόχο των 2°C - RCP2.6 -, πάνω από το 66% των ήδη γνωστών και οικονομικά εκμεταλλεύσιμων αποθεμάτων ορυκτών καυσίμων πρέπει να παραμείνουν στο έδαφος. Σε αυτά, φυσικά, δεν περιλαμβάνονται τα δυνητικά ή μελλοντικά κοιτάσματα ορυκτών πόρων τα οποία θα προκύψουν βάσει της παρούσας τάσης των μεγάλων πολυεθνικών για στροφή στις έρευνες εντοπισμού νέων κοιτασμάτων και ιδιαίτερα των μη-συμβατικών ορυκτών καυσίμων (αντλήσεις βαθέων υδάτων, σχιστολιθικό πετρέλαιο, πισσώδεις άμμοι, σχιστολιθικό αέριο κ.λ.π.). Η εξέλιξη αυτή είναι καταστροφική και οδηγεί, ταχύτατα στο σενάριο της καλπάζουσας κλιματικής αλλαγής. Στο ίδιο καταστροφικό πλαίσιο, εντάσσεται και η παρούσα ενεργειακή πολιτική των μνημονιακών κυβερνήσεων που επικεντρώνεται, μεταξύ άλλων, στις έρευνες εντοπισμού νέων κοιτασμάτων υδρογονανθράκων στο Ιόνιο, Δυτικά και Νότια της Πελοποννήσου και Νότια της Κρήτης.

Στην κατεύθυνση που κινούμαστε σήμερα - «business as usual» -, σύμφωνα με τα σενάρια που αναπτύσσονται, εκτιμάται ότι η άνοδος μπορεί να φθάσει έως και τους 5,30 C, με μέσο όρο τους 4,30 C. Συνεπώς, η ανάσχεση της κλιματικής αλλαγής απαιτεί άμεσες, δραστικές και διαρκείς καθαρές μειώσεις των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου.

Στόχοι – Πολιτικές κατευθύνσεις

Κεντρικό στόχο και διεκδίκηση της αριστεράς σε διεθνές επίπεδο αποτελεί η απαίτηση για την επίτευξη μια δίκαιης φιλόδοξης και δεσμευτικής συμφωνίας που θα βασίζεται στην αρχή - των Η.Ε για την κλιματική αλλαγή - των Κοινών αλλά Διαφοροποιημένων Ευθυνών και των Αντίστοιχων Δυνατοτήτων (CBDRRC) και στον στόχο μη υπέρβασης του ορίου των 1,50 C, στο πλαίσιο του αντίστοιχου προϋπολογισμού άνθρακα.

Δεσμευτικό, κανονιστικό και κοινωνικά δίκαιο πλαίσιο άμεσων μέτρων καθαρών μειώσεων των εκπομπών GHGs ενάντια στην κερδοσκοπία και τις αυταπάτες των μηχανισμών της αγοράς.

Οι μηχανισμοί και τα εργαλεία των αγορών έχουν αποδειχθεί τις τελευταίες δεκαετίες, πέραν όλων των άλλων συνεπειών τους, εντελώς αναποτελεσματικοί για την ανάσχεση της κλιματικής αλλαγής. Η στρατηγική του κεφαλαίου για «πράσινη ανάπτυξη» ή «πράσινο εκσυγχρονισμό» έχει στο επίκεντρό της, όχι την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής, αλλά με αφορμή την τελευταία τη δημιουργία νέων πεδίων κερδοφορίας για την επανάκαμψη της συσσώρευσης, δηλαδή πράσινες «business as usual», το κόστος των οποίων επωμίζεται η κοινωνική πλειοψηφία.

Στη δική μας αντίληψη η αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής και ευρύτερα της συνδυασμένης οικονομικής – οικολογικής κρίσης δεν αφορά, πρωτίστως και μόνο, έναν τεχνικό-τεχνολογικό μετασχηματισμό, αλλά απαιτεί τον ριζικό κοινωνικό-οικολογικό μετασχηματισμό οργάνωσης της κοινωνικής παραγωγής σε μια μεταβατική κατεύθυνση της οικονομίας των αναγκών, με σοσιαλιστικό ορίζοντα.

Αίτημα και διεκδίκηση της αριστεράς και των ριζοσπαστικών κινημάτων αποτελεί η κατάργηση των Συστημάτων Εμπορίας Ρύπων (ETS) μέσω των ειδικών χρηματιστηρίων ρύπων, των Μηχανισμών Καθαρής Ανάπτυξης (CDM) και γενικά των ευέλικτων μηχανισμών του Κιότο που όχι μόνο δεν έχουν επιτύχει κανένα αποτέλεσμα στη μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου και στη μείωση της εξάρτησης από τα ορυκτά καύσιμα, αλλά επιπλέον α) ευνοούν μια διαδικασία κερδοσκοπίας προς όφελος των μεγάλων ρυπαντών, β) αποτελούν τροχοπέδη για τις όποιες μειώσεις μέσω αμφίβολων επενδύσεων σε τρίτες χώρες, γ) μεγιστοποιούν την περιβαλλοντική πίεση μέσω της διάχυσης και επέκτασής σε παγκόσμιο επίπεδο και δ) μετακυλύουν το κόστος στη μεγάλη κοινωνική πλειοψηφία.

Άξονες και μέτρα για την ανάσχεση της κλιματικής αλλαγής

  • Καθαρές μειώσεις των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου κατά 40% έως το 2020 και κατά 95% έως το 2050 σε σχέση με τα επίπεδα του 1990 για τις αναπτυγμένες χώρες.

  • Σταδιακή απεξάρτηση των οικονομιών των ανεπτυγμένων χωρών από τον άνθρακα έως το 2050 – το 2070 σε παγκόσμια κλίμακα -.

  • Δεσμευτική και επαρκή χρηματοδοτική και τεχνολογική υποστήριξη καθώς επίσης και ενισχύσεις για τη δημιουργία υποδομών από τις «αναπτυγμένες» προς τις χώρες του παγκόσμιου Νότου και τις πιο ευάλωτες κοινότητες, τόσο για την ανάσχεση, όσο και για την αντιμετώπιση των συνεπειών της κλιματικής αλλαγής. Το ύψος της απολύτως αναγκαίας χρηματοδοτικής υποστήριξης που απαιτείται ανέρχεται στα, κατ’ ελάχιστον, 100 δις € ετησίως το 2020. Φορέας διαχείρισής της πρέπει να είναι τα Η.Ε.

  • Δραστικά ολοκληρωμένα προγράμματα εξοικονόμησης ενέργειας και αύξησης της ενεργειακής απόδοσης σε: βιομηχανία, γεωργία, κτιριακό τομέα, μεταφορές, συγκοινωνίες.

  • Άμεση ανακοπή των ερευνών και των εξορύξεων μη συμβατικών ορυκτών καύσιμων - σχιστολιθικού αερίου (shale gas), πισσώδους άμμου κ.α. – Αντιστροφή της προωθούμενης κατεύθυνσης αύξησης της χρήσης άνθρακα και του εξωραϊσμού του που προωθούν μεγάλοι πολυεθνικοί όμιλοι μέσω της χρήσης τεχνολογιών δέσμευσης και αποθήκευσης άνθρακα (CCS).

  • Καμιά νέα εγκατάσταση πυρηνικής ενέργειας και ορισμός χρονοδιαγραμμάτων για το οριστικό κλείσιμο των υπαρχουσών.

  • Απόρριψη της παραγωγής βιοκαυσίμων από ενεργειακές καλλιέργειες.

  • Άμεσα μέτρα για το σταμάτημα της αποδάσωσης και την προώθηση μεγάλης κλίμακας αναδασώσεων και αναγέννησης των δασών.

  • Αναδιάρθρωση των υδροβόρων καλλιεργειών και ενίσχυση της παραγωγής βιολογικών προϊόντων με σεβασμό στη βιοποικιλότητα των οικοσυστημάτων.

  • Δραστική περικοπή εξοπλιστικών δαπανών και μεταφορά δημόσιων πόρων στην προστασία του περιβάλλοντος και στην ανάσχεση της κλιματικής αλλαγής.

  • Δημόσια χρηματοδότηση στην έρευνα, την καινοτομία και την ανάπτυξη διαφοροποιημένης τεχνολογίας σε δημόσια πανεπιστήμια, ινστιτούτα, φορείς και δημόσιες επιχειρήσεις για την ανάσχεση και αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής και τον κοινωνικό-οικολογικό μετασχηματισμό της παραγωγής.

  • Προστασία και διασφάλιση των δικαιωμάτων των περιβαλλοντικών προσφύγων.

Γ. Το φυσικό περιβάλλον της χώρας, ως βάση ανασυγκρότησης

Σήμερα, περισσότερο από ποτέ άλλοτε, η διαφύλαξη του περιβαλλοντικού πλούτου και των φυσικών πόρων, σε συνδυασμό με την εξορθολογισμένη διαχείρισή τους και με κύριο άξονα τον αναντικατάστατο ρόλο του Δημόσιου Τομέα, μπορεί να αποτελεί την ραχοκοκαλιά και το πλαίσιο αναφοράς μιας ανθρωποκεντρικής οικονομίας.

H χώρα διαθέτει ένα μοναδικό φυσικό περιβάλλον, με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά παγκόσμιας κληρονομιάς, που επιτελεί σημαντικές φυσικές ρυθμιστικές και προμηθευτικές λειτουργίες και προσδίδει αξία στο σύνολο της παραγωγικής διαδικασίας, σε κάθε κλάδο της οικονομίας. Η οικολογικά ορθή αξιοποίηση του μοναδικού αυτού φυσικού διαθεσίμου αποτελεί από μόνη της μοχλό βιώσιμης ανάπτυξης. Η καλή κατάσταση του περιβάλλοντος, η διευρυμένη οικολογική ποιότητα (όχι μόνο σε προστατευόμενες «νησίδες»), η διατήρηση των τοπίων, της ιστορικής και αρχιτεκτονικής κληρονομιάς, η ανάσχεση της αστικοποίησης, η λήψη άμεσων μέτρων και παρεμβάσεων για την ποιότητα του αστικού και δομημένου περιβάλλοντος, οι περιβαλλοντικές υποδομές (πχ. διαχείριση αποβλήτων, λιμνοδεξαμενές, έργα σε προστατευόμενες περιοχές) και η αντίστοιχη καινοτομία πρέπει να ειδωθούν ως το βασικό «συγκριτικό πλεονέκτημα» της χώρας στους τομείς του τουρισμού, του κοινωνικού-οικολογικού μετασχηματισμού του ενεργειακού μοντέλου, της γεωργίας και των τροφίμων, της δασοπονίας, των υπηρεσιών ποιότητας, της έρευνας και της καινοτομίας, της επικοινωνίας αλλά ακόμη και της μεταποίησης και κλάδων της βιομηχανίας στο βαθμό που συνδέονται με την προώθηση οργανωμένων και ορθολογικά χωροθετημένων βιομηχανικών περιοχών.

Η προστασία του περιβάλλοντος δεν αποτελεί “κόστος” αλλά όρο ικανοποίησης των κοινωνικών αναγκών αφού έχει ως αποτέλεσμα:

- τη δημιουργία θέσεων εργασίας: είτε άμεσα στην περιβαλλοντική προστασία, πρόληψη, αποκατάσταση, είτε μέσω της προστασίας και ανάπτυξης των τομέων που έχουν άμεση σχέση με το περιβάλλον,

- την εξοικονόμηση πόρων (ενέργειας, πρώτων υλών, δαπανών υγείας) για την οικονομία. Η εξοικονόμηση και ορθολογική χρήση των πεπερασμένων εγχώριων κοινών πόρων (Commons) αποτελεί επιπλέον σήμερα αναγκαστική επιλογή για τη βιώσιμη οικονομική ανασυγκρότηση με βάση τις ανάγκες των ανθρώπων,

- την ποιότητα της ζωής και την ιεράρχηση πολιτιστικών αξιών.

Δ. Τοπική/ συνεργατική διάσταση - με επίκεντρο το περιβάλλον

Οι τομείς της διαχείρισης του περιβάλλοντος -φυσικού και ανθρωπογενούς- και των τοπικών πόρων συνδέονται κατεξοχήν με τις δραστηριότητες της συνεταιριστικής και (νέας) μικρομεσαίας οικονομίας. Oι συλλογικές μορφές δραστηριότητας όπως οι συνεταιρισμοί, τα δίκτυα συνεργασίας, οι ομάδες παραγωγών (περιεκτικός χαρακτήρας, ισχυρή διακλαδικότητα, ποιοτικές θέσεις εργασίας, τοπικά προστιθέμενες αξίες, εξοικονόμηση πόρων) συμβάλλουν ιδιαίτερα στην αντιμετώπιση της ανεργίας ταυτόχρονα με την προστασία του περιβάλλοντος.

Τα ζητήματα που αφορούν το περιβάλλον και την ποιότητα ζωής των πολιτών, γενικότερα ο οικολογικός χαρακτήρας του σχεδίου ανασυγκρότησης που προτείνει ο ΣΥΡΙΖΑ είναι στοιχείο φυσιογνωμικό, και μπορεί να κινητοποιήσει ιδιαίτερα την κοινωνία στην συγκεκριμενοποίηση και υλοποίησή του. Άπτονται ιδιαίτερα των διαδικασιών αποκέντρωσης, συμμετοχικού σχεδιασμού και δημοκρατικού κοινωνικού ελέγχου στα μέσα παραγωγής και στα συλλογικά αγαθά που προωθεί η Αριστερά. Αφορά και συνδέεται άρρηκτα με την εμβάθυνση της δημοκρατίας, την αποκέντρωση των αποφάσεων και την αυτοδιοίκηση των τοπικών κοινωνιών από τα πιο μικρά τους κύτταρα. Η συνεργατική δράση περιλαμβάνει:

Κοινωνική κινητοποίηση, προώθηση των δομών κοινωνικής αυτοργάνωσης, κινημάτων πόλης, τοπικών και υπερτοπικών κινήσεων κατοίκων για τη διεκδίκηση και διαμόρφωση αστικών και περιαστικών πάρκων όπως το Μητροπολιτικό Πάρκο Ελληνικού (κοινωνική εμπλοκή τις περιβαλλοντικές δράσεις).

Ε. Υπερεθνικές πρωτοβουλίες για το περιβάλλον

Σημειώνουμε ορισμένα κεντρικά κριτήρια και κατευθύνσεις της ριζοσπαστικής-οικολογικής αριστεράς που αφορούν τις διεθνείς και περιφερειακές πολιτικές δράσεις και πρωτοβουλίες :

α) Είμαστε αντίθετοι στην «εξαγωγή ρύπανσης» γενικά προς λιγότερο ανεπτυγμένα κράτη και ιδιαίτερα του παγκόσμιου Νότου, που ευνοείται από την «απελευθέρωση» των τοπικών αγορών, το χαμηλότερο εργατικό κόστος, την ανεπάρκεια ή και την απουσία θεσμικών πλαισίων και τους ασθενείς μηχανισμούς περιβαλλοντικού ελέγχου, που εντείνουν την ανισότητα και την εκμετάλλευση. Οι μορφές αυτές “αντιστάθμισης” μέσω της μετακύλισης της ρύπανσης, που εντάσσονται στους αγοραίους μηχανισμούς διαχείρισης, δεν έχουν κανένα περιβαλλοντικό και ιδιαίτερα ως προς την κλιματική αλλαγή αποτέλεσμα, καθώς το παγκόσμιο περιβάλλον δεν γνωρίζει διοικητικά, οικονομικά ή αλλά σύνορα.

β) Θεωρούμε σημαντική την υπογραφή ισότιμων διεθνών συμφωνιών, την σύναψη αλληλέγγυων σχέσεων συνεργασίας με τις χώρες της Βαλκανικής και της Μεσογείου ώστε να αποτρέπεται η χρησιμοποίησή τους ως χώρων περιβαλλοντικού ντάμπινγκ, ως υποδοχείς ρυπογόνων και ανθυγιεινών δραστηριοτήτων ή αποθήκες επικίνδυνων αποβλήτων. Προτείνουμε την ανάπτυξη κοινών μηχανισμών για την προστασία και διαχείριση των διακρατικών φυσικών πόρων και συνεργασία σε θέματα χωρικού σχεδιασμού, διασυνοριακής ρύπανσης, υδάτινων πόρων, διαχείρισης αποβλήτων, απαγόρευσης γενετικά τροποποιημένων οργανισμών, απόσυρσης κ.ά.

γ) Είμαστε κατηγορηματικά αντίθετοι/ες στην πυρηνική ενέργεια. Αγωνιζόμαστε για τον διεθνή έλεγχο των υπαρχουσών εγκαταστάσεων μέχρι να επιτευχθεί η οριστική κατάργησή τους. Ειδικά στην περιοχή της Μεσογείου και των Βαλκανίων, προτείνουμε την ανάπτυξη σχέσεων συνεργασίας για τον έλεγχο, την σταδιακή απόσυρση και την μη ανάπτυξης νέων πυρηνικών εγκαταστάσεων. Υποστηρίζουμε ότι είναι μια επικίνδυνη τεχνολογία που παράγει μη διαχειρίσιμα ραδιενεργά απόβλητα, θέτει σοβαρά ζητήματα ασφάλειας και δημιουργεί γεωπολιτικές εξαρτήσεις, στρατιωτικοποιώντας περαιτέρω τη χώρα υπό την κηδεμονία του ΝΑΤΟ.

δ) Τέλος θεωρούμε αναγκαιότητα την ανάπτυξη της συντονισμένης κοινής πολιτικής και κοινωνικής δράσης καθώς επίσης και της ανάληψης κοινών πρωτοβουλιών σε ευρωπαϊκό επίπεδο των δυνάμεων και των κινημάτων της ριζοσπαστικής αριστεράς και οικολογίας για τη διαμόρφωση, ισχυρών και δίκαιων, διεθνών περιβαλλοντικών πολιτικών.

7.2.2 Θεσμικά μέτρα- πολιτικές

Άμεσα

Αναδιάρθρωση Υπουργείου Περιβάλλοντος: Η έμπρακτη πολιτική βούληση για προστασία του φυσικού περιβάλλοντος και οικολογικό μετασχηματισμό της παραγωγής, κατ’ αρχάς εκδηλώνεται με την ενίσχυση του Υπουργείου Περιβάλλοντος (Χωροταξίας και Δασών). Το Υπουργείο εκτός από τους αμιγώς περιβαλλοντικούς τομείς πρέπει να έχει και την εποπτεία των αποφάσεων, πληθώρας άλλων Υπουργείων και κατά προτεραιότητα των τομέων της Ενέργειας και Δημοσίων Έργων αλλά των τομέων Εσωτερικών, Ανάπτυξης, Οικονομικών, Μεταφορών, Ναυτιλίας, Βιομηχανίας, Αγροτικής Ανάπτυξης για θέματα που σχετίζονται με το περιβάλλον.

Νομοθετική ακύρωση συγκεκριμένων (μνημονιακών και όχι μόνο) αποφάσεων που αφορούν : ιδιωτικοποίηση νερού και ενέργειας, αδειοδοτήσεις εξορύξεων χρυσού και νέων κοιτασμάτων, ΣΔΙΤ απορριμμάτων, εκποίηση δημόσιων χώρων όπως Ελληνικού, τις fast track αδειοδοτήσεις, την προστασία και διαχείριση δασών, υγροτόπων, προστατευόμενων περιοχών, ακτών κλπ. Πρώτης προτεραιότητας είναι το πάγωμα των διαδικασιών εκπλειστηριασμού των δημόσιων ακινήτων.

Σε απόλυτη προτεραιότητα η προώθηση επενδυτικών επιλογών χαμηλού άνθρακα του δημόσιου και κοινωνικού τομέα της οικονομίας με χαρακτηριστικά μακρόχρονης απόσβεσης.

Εφαρμογή ολοκληρωμένων προγραμμάτων επείγοντος χαρακτήρα περιβαλλοντικής αποκατάστασης και συνολικού αναπροσανατολισμού του παραγωγικού μοντέλου σε περιοχές προτεραιότητας (π.χ. Πτολεμαΐδα- Κοζάνη, Βιομηχανική περιοχή Θεσ/νικης, λεκάνη Ασωπού, Θριάσιο -Ελευσίνα κλπ).

Αναδιάρθρωση των εσωτερικών υπηρεσιών της διοίκησης και της δικαιοσύνης και αυστηροποίηση του θεσμικού πλαισίου για την απονομή δικαίου και την αντιμετώπιση του περιβαλλοντικού εγκλήματος. Πολιτική δέσμευση αντιστροφής της περιβαλλοντικής υποβάθμισης με νομοθετικά, θεσμικά και χρηματοδοτικά μέτρα. Λήψη νομοθετικών πρωτοβουλιών, μετά από σύγκληση οργάνων διαβούλευσης παραγωγικών - κοινωνικών φορέων νέας σύνθεσης και ρόλου.

Άμεση εφαρμογή της νομοθεσίας περί περιβαλλοντικής ευθύνης για την πρόληψη και πλήρη αποκατάσταση κάθε ζημιάς, με χρήση των προστίμων για περιβαλλοντικούς σκοπούς. Άμεση αναβάθμιση της υπηρεσίας των Επιθεωρητών περιβάλλοντος και ίδρυση παραρτημάτων της σε όλη χώρα με προτεραιότητα στις περιοχές μεγάλων βιομηχανικών συγκεντρώσεων.

Εγκαταστάσεις Seveso : Σημαντική μείωση των παραμέτρων επικινδυνότητας στις υφιστάμενες εγκαταστάσεις Seveso (μείωση ζωνών επικινδυνότητας), σε αντίθετη περίπτωση δεν χορηγείται καμία άδεια έγκρισης περιβαλλοντικών όρων ή άδεια παράτασης λειτουργίας.

Μεσοπρόθεσμα

Επικαιροποίηση του θεσμικού πλαισίου και αντιμετώπιση της πολυδιάσπασης του περιβαλλοντικού αντικειμένου. Ενοποίηση της Περιβαλλοντικής νομοθεσίας και εφαρμογή της νομοθεσίας περιβαλλοντικής αδειοδότησης με σύνταξη ενιαίων προτύπων.

Αναβάθμιση και υποχρεωτική τήρηση διαδικασιών ενημέρωσης και διαβούλευσης με τους πολίτες και ουσιαστική συμμετοχή των αυτοδιοικητικών, παραγωγικών και κοινωνικών φορέων στις διαδικασίες λήψης αποφάσεων, σε κάθε επίπεδο, από το τοπικό έως το εθνικό και το Ευρωπαϊκό. Σε κάθε περίπτωση θα πρέπει να είναι αναγκαία η σύμφωνη γνώμη του οικείου δημοτικού συμβουλίου, καθώς και του περιφερειακού για μεγάλης κλίμακας επεμβάσεις.

Κατάρτιση περιουσιολογίου με προτεραιότητα τα δημόσια ακίνητα και παράλληλα ολοκλήρωση της διαδικασίας σύνταξης των δασικών χαρτών και του Κτηματολογίου με επαναφορά του δημόσιου ελέγχου και του τεκμηρίου κυριότητας του Δημοσίου.

Εκπόνηση προγραμμάτων περιβαλλοντικής εκπαίδευσης σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης και στη διάρκεια του ενεργού βίου κάθε πολίτη. Στήριξη της δημόσιας επιστημονικής έρευνας για ανάπτυξη πρωτογενούς γνώσης, εφαρμογών και καινοτομίας για την προστασία του περιβάλλοντος και την αειφορία.

Ίδρυση και λειτουργία οργανωμένων υποδοχέων βιομηχανικών εγκαταστάσεων και θεσμοθέτηση της υποχρεωτικής εγκατάστασης κάθε νέας βιομηχανικής μονάδας εντός αυτών.

Ενίσχυση ειδικών υπηρεσιών

Ενδυνάμωση της δασικής υπηρεσίας και ενίσχυσής της με εξειδικευμένο προσωπικό ώστε να αποτελέσει σώμα φύλαξης για το φυσικό περιβάλλον με σύνθετες αρμοδιότητες αγροφυλακής, επιθεωρητών περιβάλλοντος, δασοφυλακής, φύλακες προστατευόμενων περιοχών (χερσαίων και θαλάσσιων). Για το θαλάσσιο περιβάλλον η φύλαξη θα γίνεται από το Λιμενικό Σώμα-Ακτοφυλακή.

Ενίσχυση του σώματος επιθεωρητών περιβάλλοντος και ανασύσταση αυτοδιοικητικής αστυνομίας για τον έλεγχο του αστικού περιβάλλοντος και των βιομηχανικών δραστηριοτήτων.

Ισχυροποίηση του θεσμού του Εισαγγελέα περιβάλλοντος, αναβάθμιση των μηχανισμών δικαστικού ελέγχου και του αρμόδιου τμήματος του ΣτΕ.

Αξιολόγηση προηγούμενων θέσεων / θέματα προς διερεύνηση

1. Απαιτείται εξέταση και συζήτηση για το θέμα της αφαίρεσης ή μη από το Υπουργείο περιβάλλοντος του τομέα της Ενέργεια, (αιτιολόγηση υπερ: διαφοροποίηση ρόλων ελεγκτή-ελεγχόμενου, ξεκάθαρος πολιτικός ρόλος «υπέρ του περιβάλλοντος» ενός Υπουργείου στην κυβέρνηση).

2. Ανασύσταση και αναβάθμιση των Οργανισμών Ρυθμιστικού Σχεδίου και Προστασίας Περιβάλλοντος Αττικής, Θεσσαλονίκης, Ιωαννίνων, Βόλου, Ηρακλείου, Καβάλας, λειτουργία τους υπό την εποπτεία των Περιφερειών, με κοινωνική συμμετοχή μέσα από τα Συμβούλιά τους για τον τοπικό χωροταξικό, πολεοδομικό, περιβαλλοντικό σχεδιασμό.

3. Μεταφορά της αρμοδιότητας περιβαλλοντικής αδειοδότησης ,έργων και δραστηριοτήτων κατηγορίας Α1, από το ΥΠΕΚΑ στις Περιφέρειες.


 

7. 3 Συνοπτική αναφορά ανά τομέα για τα κυριότερα θέματα της περιόδου

7. 3.1 Υδατικοί πόροι

Περιγραφή προβλήματος (στρατηγικά και λόγω μνημονίου)

Η ιδιωτικοποίηση της ύδρευσης είναι το πρώτο βήμα για την ιδιωτικοποίηση όλων των διαστάσεων της χρήσης του νερού. Με το 86% της συνολικής υδατικής χρήσης στην Ελλάδα να καταναλώνεται στην άρδευση, είναι προφανές το λαμπρό πεδίο που ανοίγει για την ιδιωτικοποίηση και του αρδευτικού νερού. Η παραχώρηση σε ιδιωτικές ή μεικτές εταιρείες της διαχείρισης όλου του πανάκριβου κύκλου έργων που το συνοδεύει (ταμιευτήρες, αντλιοστάσια, αγωγοί μεταφοράς, αρδευτικά δίκτυα κλπ) θα έχει ως τελικό στόχο την μετακύλιση του (διογκωμένου) κόστους νερού στους αγρότες. Η διαδικασία αυτή διευκολύνεται και από τα πρόσφατα ευρωπαϊκά νομοθετήματα που αφορούν τόσο στη διαχείριση του νερού, όσο και στον αγροδιατροφικό τομέα (νέα ΚΑΠ κλπ).

Κρίσιμα ζητήματα αφορούν:

α. την προωθούμενη από τις κυρίαρχες δυνάμεις ιδιωτικοποίηση των επιχειρήσεων ύδρευσης –αποχέτευσης την ώρα που η παγκόσμια εμπειρία έχει αποδείξει τις αρνητικές συνέπειες στην ποιότητα, την επάρκεια και τις τιμές,

β. τις άδειες και τα δικαιώματα χρήσης νερού με στόχο την εκμετάλλευση και εμπορία των φυσικών αποθεμάτων από ιδιωτικές εταιρίες (π.χ. εμφιάλωσης νερού),

γ. τα υδροηλεκτρικά φράγματα και τις εκτροπές των ποταμών που άμεσα προωθούν την εμπορευματοποίηση του νερού από μεγάλες εταιρίες, ιδιωτικοποιούν τη διαχείριση των ποταμών, διακόπτουν τους υδάτινους κύκλους και καταστρέφουν ανεπανόρθωτα την οικολογική ισορροπία,

δ. μη βιώσιμες πρακτικές άρδευσης και ανυπαρξία/παλαιότητα-εγκατάλειψη των δικτύων άρδευσης ενώ οι Τοπικοί Οργανισμοί Έγγειων Βελτιώσεων που διαχειρίζονται τα δίκτυα ρημάζουν χωρίς προσωπικό και πόρους,

ε. σχέδια διαχείρισης λεκανών απορροής που εκπονήθηκαν χωρίς να λάβουν υπόψη τις οικονομικές δραστηριότητες και τις οικολογικές παραμέτρους.


 

Προτάσεις (όραμα και μέτρα)

α. συνταγματική διασφάλιση της πρόσβασης σε νερό επαρκές και καλής ποιότητας

Θεωρούμε ότι το νερό δεν είναι εμπόρευμα και χρηματοοικονομικό περιουσιακό στοιχείο αλλά ένα κοινό, δημόσιο αγαθό που ανήκει συλλογικά στον ελληνικό λαό και θεμελιώδες ανθρώπινο δικαίωμα, που πρέπει να κατοχυρωθεί συνταγματικά, στη βάση του ψηφίσματος 64/292 του ΟΗΕ για την ελάχιστη ποσότητα νερού, που είναι αναγκαία για κάθε άνθρωπο, και τη διασφάλιση της πρόσβασης στην ποσότητα αυτή καθώς και μια διαχείριση που διαφοροποιεί τις χρήσεις του νερού για το γενικό συμφέρον των πολιτών.

Η αρχή της «κάλυψης του πλήρους κόστους» για τη χρηματοδότηση ολοκληρωμένων υπηρεσιών ύδρευσης πρέπει να ξεπεραστεί, επιστρέφοντας την ευθύνη για την πρόσβαση στο νερό στην κοινωνία ως σύνολο. Η εξασφάλιση πόρων για την επένδυση σε ειδικά έργα υποδομών πρέπει να περάσει στη μέριμνα της γενικής φορολογίας και να ελέγχεται από την κοινωνία.

Η ιδιοκτησία, η διαχείριση και ο έλεγχος των υπηρεσιών ύδρευσης και των υποδομών πρέπει να είναι δημόσια, μη κερδοσκοπική και δημοκρατική, με την ουσιαστική συμμετοχή των πολιτών – καταναλωτών νερού, των εργαζομένων, των τοπικών, παραγωγικών και επιστημονικών φορέων. Ο ΣΥΡΙΖΑ θα εργαστεί για να μην προχωρήσει και θα ακυρώσει την ιδιωτικοποίηση των επιχειρήσεων ύδρευσης Αθήνας και Θεσσαλονίκης.

Όσον αφορά την τιμολόγηση: ισχύει η αρχή ότι η πολιτεία οφείλει να καλύπτει με επάρκεια τις βασικές ανάγκες σε νερό, με αντίστοιχη ποιότητα για κάθε χρήση και όχι στη βάση εμπορευματικών, ιδιωτικοοικονομικών κριτηρίων. Συστήματα κλιμακωτής τιμολόγησης με κοινωνικά κριτήρια αποθαρρύνουν τη σπατάλη νερού και άλλα οικονομικά και όχι μόνο εργαλεία.

β. εξοικονόμηση και τη σχεδιασμένη διαχείριση των υδατικών πόρων στην αγροτική παραγωγή, τον τουρισμό, την παραγωγή ενέργειας, τη βιομηχανία

Η προώθηση της διατήρησης και συντήρησης των υδάτινων κύκλων αποτελεί κυρίαρχη “στρατηγική μείωσης” των επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής στα φυσικά οικοσυστήματα. Απαιτούνται βιώσιμες πρακτικές διαχείρισης, ώστε να προστατευθεί η οικολογία των υδάτινων κύκλων και να διατηρείται η ποιότητα του νερού στα ποτάμια και τους υδροφόρους ορίζοντες. Απαιτείται προσανατολισμός στην κατεύθυνση της εξοικονόμησης του νερού και τη διατήρηση της καλής οικολογικής κατάστασης.

Είναι κοινωνικά, οικονομικά και οικολογικά επωφελής, ο σταδιακός μετασχηματισμός της γεωργικής παραγωγής προς λιγότερο υδροβόρες πρακτικές: Μέτρα και τεχνικές της διαχείρισης της ζήτησης του νερού, χρηματοδότηση μικρών έργων συλλογής νερού (μικροί ταμιευτήρες: έργα που μπορούν να αποθηκεύσουν ποσότητες νερού μεταξύ 10.000 m3 - 100.000 m3), αντιμετώπιση σπατάλης λόγω αρδευτικών μεθόδων ή ανυπαρξίας/ παλαιότητας δικτύων, αναδιάρθρωση καλλιεργειών.

Επίσης προτείνονται έργα επανάχρησης νερού που είχε καταναλωθεί στην ύδρευση ή τη βιομηχανία - τεχνικές επαναχρησιμοποίησης αστικών λυμάτων για την κάλυψη αρδευτικών αναγκών (ιδιαίτερα σε πάρκα).

Είμαστε πλήρως αντίθετοι και στην προωθούμενη ιδιωτικοποίηση των υδροηλεκτρικών φραγμάτων της ΔΕΗ, η οποία τουλάχιστον υπόκειται σε ένα στοιχειώδη δημόσιο έλεγχο, αλλά και στην κατασκευή νέων μεγάλων φραγμάτων, τα οποία διακόπτουν ανεπανόρθωτα τον κύκλο του νερού, προκαλούν ανεπίστρεπτες συνέπειες και δεν μπορούν να θεωρηθούν Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας. Απορρίπτουμε τις προσπάθειες «πράσινου» ξεπλύματος των μεγάλων φραγμάτων με τα σχέδια συμβάσεων «υδροηλεκτρικής βιωσιμότητας», που προωθούν οι ενδιαφερόμενες μερίδες του κεφαλαίου.

Σε ότι αφορά τα Μικρά Υδροηλεκτρικά Έργα η κατάσταση ακολούθησε λίγο -πολύ ότι και στις άλλες μορφές ΑΠΕ: στα περισσότερα υδατορέματα της κεντρικής κυρίως Ελλάδας εμφανίζονται πολλαπλές αιτήσεις χωρίς συνολικό σχεδιασμό και αξιολόγηση των αθροιστικών επιπτώσεων των έργων. Μολονότι πρόκειται για μικρότερης κλίμακας παρεμβάσεις ωστόσο οι επιπτώσεις δεν πρέπει να υποτιμηθούν, ιδιαίτερα αφού συνήθως αφορούν παρθένες φυσικές περιοχές στους ορεινούς όγκους. Τόσο η εκτροπή - που μπορεί ιδιαίτερα σε περιόδους ξηρασίας να διακόπτει τη ροή του ρέματος με επιπτώσεις για την παρόχθια βλάστηση, την πανίδα, τα υπόγεια νερά κλπ - όσο και τα έργα όπως η οδοποιία πρόσβασης, ο υδροηλεκτρικός σταθμός, το φράγμα, τα υδραυλικά έργα, αλλά και η λειτουργική ρύπανση μπορεί να επιφέρουν σημαντικές επιπτώσεις. Η πολιτική μας απέναντι στα Μικρά Υδροηλεκτρικά Έργα εξαρτάται από τον συνυπολογισμό μιας σειράς κριτηρίων σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, όπως της αξιολόγησης των συνεπειών, του μεγέθους (υποστηρίζουμε την επιστροφή του ορίου μεταξύ μεγάλων και μικρών ΥΗΣ στα 5 MW), της μορφής της τεχνολογίας (εκμετάλλευση συνεχούς ροής αντί δημιουργίας ταμιευτήρων), των χωροθετικών περιορισμών όπως και στις υπόλοιπες ΑΠΕ και ασφαλώς του βαθμού συμμετοχής των τοπικών κοινωνιών. Σε κάθε περίπτωση επιβάλλεται η αξιολόγηση κάθε μονάδας μέσα από την ένταξη της σε ένα εθνικό ενεργειακό σχεδιασμό.

γ. έλεγχο της εκμετάλλευσης και της ρύπανσης των νερών

Ο ΣΥΡΙΖΑ/ΕΚΜ αντιτίθεται στην κατασκευή νέων μεγάλων φραγμάτων στα ποτάμια της χώρας, φαραωνικών σχεδίων που διακόπτουν τους υδάτινους κύκλους και καταστρέφουν ανεπανόρθωτα την οικολογική ισορροπία και οδηγούν σε de facto ιδιωτικοποίηση των νερών.

Σχετικά με την εκμετάλλευση των φυσικών υπόγειων αποθεμάτων από ιδιωτικές εταιρίες (που κατοχυρώνουν «δικαιώματα άντλησης») : Αυστηρή επανεξέταση όλων των αδειών και μέτρα κατοχύρωσης των φυσικών πόρων για τις επόμενες γενιές. Δημιουργία ενός επαρκούς δικτύου παρακολούθησης και καταγραφής δεδομένων ποιοτικών και ποσοτικών παραμέτρων του νερού. Νέα διαχειριστικά σχέδια για κάθε περιφέρεια της χώρας με συμπερίληψη όλων των οικολογικών και κοινωνικών παραμέτρων.

7.3.2. Δάση –βιοποικιλότητα

Κύρια σημεία της πολιτικής για τα δάση, τα φυσικά οικοσυστήματα και τη βιοποικιλότητα*

Η ανάγκη μιας νέας πολιτικής για το φυσικό περιβάλλον, με σκοπό τη διατήρηση της βιοποικιλότητας και την αειφορική του διαχείριση, είναι πιο επιτακτική από ποτέ. Τα δάση, τα λιβάδια, οι υγρότοποι και όλα τα φυσικά οικοσυστήματα της Ελλάδας:

  • Φιλοξενούν τεράστια ποικιλότητα ειδών, σημαντική σε παγκόσμιο επίπεδο.

  • Αποτελούν πάνω από το 60% της έκτασης της χώρας, με το μεγαλύτερο μέρος της να ανήκουν στο Δημόσιο, πράγμα παράδοξο για τα Ευρωπαϊκά δεδομένα, όπου τα δάση συνήθως είναι ιδιόκτητα

  • Παρέχουν πληθώρα ανανεώσιμων φυσικών πόρων που μπορούν συμβάλλουν στην αειφορική ανάπτυξη της υπαίθρου και στην εθνική οικονομία

Το φυσικό περιβάλλον στην Ελλάδα υφίσταται εδώ και δεκαετίες σοβαρές πιέσεις από ποικίλα μικρά και μεγάλα συμφέροντα, με την ανοχή και την υποστήριξη των κυβερνήσεων. Ανοχή και συνεχείς νομιμοποιήσεις αυθαιρεσιών, απουσία χωροταξικού σχεδιασμού, ασύδοτη τουριστική ανάπτυξη, εγκατάλειψη της παραγωγής δασικών προϊόντων και της εκτατικής κτηνοτροφίας, αδιαφορία για τη διαχείριση των προστατευόμενων περιοχών είναι μερικά μόνο από τα στοιχεία που συνθέτουν τη δράση των κυβερνήσεων των τελευταίων δεκαετιών. Στα χρόνια των μνημονίων, οι τάσεις αυτές έγιναν επίσημη πολιτική με το πρόσχημα της εξυπηρέτησης του «υπέρτερου δημόσιου συμφέροντος», ενώ στην πραγματικότητα εξυπηρετείται η εγχώρια και διεθνής οικονομική ελίτ εις βάρος της κοινωνίας και του φυσικού περιβάλλοντος.

Ο ΣΥΡΙΖΑ:

  • Αντιλαμβάνεται τα φυσικά οικοσυστήματα ως ενιαία και αλληλοϋποστηριζόμενα, με μεγάλη αξία για τη διατήρηση της φύσης, όπου το Δημόσιο εξασφαλίζει το δικαίωμα όλων των πολιτών στις περιβαλλοντικές τους υπηρεσίες και επενδύει στην αειφορική παραγωγική τους ανασυγκρότηση.

  • Κατανοεί τη σημασία τους ως των πολυτιμότερων πόρων της χώρας, που στηρίζουν τη δασοπονία, την κτηνοτροφία και την αλιεία, παρέχουν καθαρό νερό, καθαρίζουν την ατμόσφαιρα συμβάλλουν στη βελτίωση της ποιότητας ζωής, πόρους τους οποίους δεν μπορούμε ούτε να αναπληρώσουμε ούτε να αγοράσουμε αν χαθούν.

  • Αναγνωρίζει ότι η διαχείριση των δασών και των υπόλοιπων χερσαίων οικοσυστημάτων αναπτύσσεται σε χρονικό βάθος δεκαετιών και για το λόγο αυτό καθορίζονται πολιτικές μακροχρόνιων σχεδίων και στόχων.

και διαμορφώνει μια πολιτική:

  • που προσαρμόζεται στις ιδιαιτερότητες των μεσογειακών οικοσυστημάτων με τη μακραίωνη αλληλεπίδραση φύσης και ανθρώπου,

  • που εξασφαλίζει τη βιοποικιλότητα και τη διατήρηση των ευεργετικών για τον άνθρωπο λειτουργιών των φυσικών οικοσυστημάτων,

  • που προωθεί την κοινωνική οικονομία, τη μικρή κλίμακα, την ποικιλότητα στις επιλογές, την τοπική παραγωγή και κατανάλωση,

  • που διαμορφώνεται μέσω μιας ριζικά διαφορετικής προσέγγισης, αντικείμενο δημόσιου, δημοκρατικού, συμμετοχικού σχεδιασμού και γίνεται ευρέως αποδεκτή,

  • που αναγνωρίζει τη διεθνή διάσταση των περιβαλλοντικών θεμάτων και συμβάλλει σε διεθνείς συνεργασίες για τη διαχείριση, διατήρηση και αποκατάστασή τους.

Οι αρχές μας για την αειφορική διαχείριση των χερσαίων φυσικών οικοσυστημάτων και των προστατευόμενων περιοχών.

  • Υιοθετείται ορισμός του δάσους και των δασικών εκτάσεων που θα εξειδικεύει και δεν θα ανατρέπει την ερμηνευτική δήλωση του Άρθρου 24 του Συντάγματος. Αναμορφώνεται η νομοθεσία με κατάργηση όλων των αντιδασικών/αντιπεριβαλλοντικών διατάξεων.

  • Ενισχύεται ο δημόσιος χαρακτήρας των εκτάσεων με φυσική βλάστηση. Οι δασικοί χάρτες εκπονούνται και επικαιροποιούνται με ευθύνη της δασικής υπηρεσίας, ώστε να διασφαλισθεί η δημόσια περιουσία και να αποτελέσει τη βάση για το Δασολόγιο που επίσης επικαιροποιείται συνεχώς.

  • Η διαχείριση των φυσικών χερσαίων οικοσυστημάτων αποτελεί αντικείμενο μιας ενιαίας κάθετης Δασικής Υπηρεσίας, στελεχωμένης με όλες τις απαραίτητες ειδικότητες.

  • Η διαχείριση των δασών, των λιβαδιών και όλων των φυσικών οικοσυστημάτων ασκείται με ενιαίες διαχειριστικές μελέτες που εξειδικεύονται για τις επιμέρους χρήσεις και δραστηριότητες (δασοπονία, εκτατική κτηνοτροφία, διατήρηση βιοποικιλότητας, υδρονομία κ.ά.). Ασκείται ουσιαστική διαχείριση της άγριας πανίδας με ειδικές διαχειριστικές μελέτες και εξορθολογίζεται η άσκηση της θήρας.

  • Η διαχείριση των φυσικών οικοσυστημάτων προσαρμόζεται στην κλιματική αλλαγή και αυξάνεται η συμβολή τους στην άμβλυνση των επιπτώσεών της. Αναμορφώνεται το σύστημα διαχείρισης προστατευόμενων περιοχών και υιοθετούνται εθνικοί στόχοι και σχέδια δράσης για τη βιοποικιλότητα, τη δασοκάλυψη, την ανόρθωση και αποκατάσταση των υποβαθμισμένων δασών και λιβαδιών και την προστασία του εδάφους.

  • Ανασυγκροτούνται η δασοπονία και η διαχείριση των λιβαδιών για την στήριξη της εκτατικής κτηνοτροφίας. Υποστηρίζεται η εκμετάλλευση των δασών από το δημόσιο (Κρατική Εκμετάλλευση Δασών) και αναμορφώνεται το καθεστώς των δασικών συνεταιρισμών στο πλαίσιο της ανόρθωσης της ορεινής οικονομίας.

  • Επιλέγεται η διαχείριση των δασικών πυρκαγιών ως μέρος της διαχείρισης των χερσαίων οικοσυστημάτων. Ο συντονισμός της καταστολής επανέρχεται στη Δασική Υπηρεσία.

  • Χρηματοδοτείται σταθερά και με δημοκρατικό-κοινωνικό έλεγχο η εφαρμογή της πολιτικής για τη φύση και τα δάση, μέσω του Ταμείου Δασών το οποίο συγκεντρώνει πόρους από τον κρατικό προϋπολογισμό, τις δραστηριότητες της υπηρεσίας και άλλες εθνικές και ευρωπαϊκές πηγές.

  • Η Ελλάδα παρακολουθεί τις διεθνείς εξελίξεις και συμβάλλει ενεργά στη διαμόρφωση και εφαρμογή πολιτικών προώθησης της αειφορίας και τη διατήρηση της βιοποικιλότητας.

  • Εξασφαλίζεται η συνεχής κατάρτιση του προσωπικού και η επιστημονική στήριξη των δασικών υπηρεσιών και όλων όσων εμπλέκονται στη διαχείριση και διατήρηση του φυσικού περιβάλλοντος από τα ερευνητικά και εκπαιδευτικά ιδρύματα της χώρας.

7.3.3. Εξορύξεις μεταλλευμάτων και υδρογονανθράκων3

Εισαγωγή

Στο συγκεκριμένο κεφάλαιο γίνεται περιγραφή του ιδιαίτερα επίκαιρου ζητήματος των εξορύξεων και μια σειρά από προτάσεις στον τομέα αυτόν. Είναι σημαντικό να διαχωρίσουμε την δικιά μας προσέγγιση στο ζήτημα από αυτή που ορίζεται από πλευράς κυβέρνησης, των μνημονίων και του καπιταλιστικού πλαισίου γενικότερα. Σε γενικές γραμμές, το μνημονιακό πλαίσιο αντιμετωπίζει το ζήτημα των εξορύξεων ως ευκαιρία και απάντηση στην κρίση χρέους της χώρας, με δεδομένα οφέλη σε όλες τις κλίμακες (τοπική, εθνική), τα οποία μάλιστα διανέμονται οριζόντια ανά κοινωνικές τάξεις και κατηγορίες. Συνεπώς στο δηµόσιο διάλογο, οι απόψεις και οι πρακτικές που εναντιώνονται σε ένα μοντέλο ανάπτυξης που στηρίζεται στις εξορύξεις βαφτίζονται εύκολα «αντι-αναπτυξιακές», «µειοψηφίες» που ενδιαφέρονται «µονοµερώς» για το περιβάλλον και τις τοπικές κοινωνίες.

Σε αυτό το πλαίσιο είναι σημαντικό να υπογραμμίσουμε ότι η επιλογή ενός μοντέλου ανάπτυξης που στηρίζεται μονομερώς στις εξορύξεις έχει δοκιμαστεί σε πολλές χώρες στο παρελθόν (βλ. Λατινική Αμερική κατά τις δεκαετίες 80-90) και έχει αποτύχει (ειδικά στο νεοφιλελεύθερο πλαίσιο) καθώς χαρακτηρίζεται από:

  1. διευρυμένες κοινωνικές ανισότητες,

  2. αδυναμία στην τεχνολογική εξέλιξη και διάχυση και

  3. δέσμευση όλων των κρατικών πολιτικών (οικονομικών/κοινωνικών) στο «εξορυκτικό» πλαίσιο.

Στον αντίποδα εμείς οφείλουµε να θέσουμε ότι τόσο το περιβάλλον όσο και οι τοπικές κοινωνίες έχουν ούτως ή άλλως την αυταξία τους. Το µεν περιβάλλον διότι χωρίς αυτό –έστω και µέσω των µετασχηµατισµών του– ανάπτυξη δεν νοείται, οι δε τοπικές κοινωνίες γιατί αυτές βιώνουν το «εξωτερικό» κόστος των επενδύσεων και δραστηριοτήτων που τελικά καθόλου εξωτερικό δεν είναι. Γι αυτό το λόγο προτάσσουμε ένα πρόγραμμα που χαρακτηρίζεται από:

  1. κατάργηση αδειών εξορύξεων περιβαλλοντικά επιζήμιων και κοινωνικά άχρηστων,

  2. ολοκληρωμένη και πλήρη διαβούλευση με τις τοπικές κοινωνίες και τους φορείς,

  3. ορθολογικοποίηση των περιβαλλοντικών όρων των εξορύξεων και έλεγχος της υποχρέωσης περιβαλλοντικής αποκατάστασης. Μέτρα για συγκρότηση ταμείου από τις σύγχρονες εξορυκτικές δραστηριότητες για τις αποκαταστάσεις παλαιών εξορυκτικών πεδίων.

  4. κατάργηση νομοθετικών διατάξεων που προσφέρουν σε πολυεθνικές και εγχώριες μεγάλες εταιρείες, σκανδαλώδη προνόμια ως προς τους όρους εξορύξεων.

Περιγραφή προβλήματος (στρατηγικά και λόγω μνημονίου)

Σε παγκόσμιο επίπεδο σήμερα οι εξορύξεις χαρακτηρίζονται από τα εξής:

  • Η ένταση των εξορύξεων σε παγκόσμιο επίπεδο, που συνοδεύεται από εκτεταμένες οικολογικές, συχνά και κοινωνικές καταστροφές, υπαγορεύεται και κυριαρχείται -ιστορικά και εντεινόμενα στο νεοφιλελευθερισμό- από πανίσχυρες πολυεθνικές. Παρόλη την καλλιεργούμενη ιδεολογία της «πράσινης ανάπτυξης», οι εξορύξεις ως μοντέλο ανάπτυξης, έχουν μείνει ανέπαφες και έχουν διευρυνθεί, στο πλαίσιο του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού.

  • Με το ξέσπασμα της οικονομικής και χρηματοπιστωτικής κρίσης στον παγκόσμιο Βορρά από το 2007 και μετά, οι νεοφιλελεύθερες «πράσινες» ενεργειακές πολιτικές της αγοράς (ιδίως το πράσινο NewDeal στις ΗΠΑ και η στρατηγική της ΕΕ για το 2020) έχουν δώσει τη θέση τους σε σκληρά προγράμματα λιτότητας και ανταγωνιστικότητας. Αυτή η διαδικασία, προφανώς πάει χέρι-χέρι με: α) την επιμονή στο ήδη υπάρχον ενεργειακό μοντέλο που στηρίζεται στα ορυκτά καύσιμα και στις συνδεόμενες υποδομές και τεχνολογίες, β) την προτεραιότητα στις επιλογές πετρελαίου, άνθρακα και φυσικού αερίου (ειδικά στις Η.Π.Α.) και γ) την προσπάθεια ενίσχυσης εξορύξεων σχιστολιθικού αερίου.

  • Από την άλλη πλευρά, η διαφαινόμενη κορύφωση της παραγωγής πετρελαίου (peak oil) και η πίεση για αύξηση της παραγωγής και διαθέσιμων αποθέματων, αναγκάζει τις ιδιωτικές επιχειρήσεις και τις κυβερνήσεις να εξερευνήσουν νέα πεδία για εξόρυξη πετρελαίου σε πιο απομακρυσμένες περιοχές, συμπεριλαμβανομένων των βαθέων υδάτων. Η ανάπτυξη νέων, προηγμένων τεχνολογιών εξόρυξης, σε συνδυασμό με τις πολιτικές και οικονομικές πιέσεις προς «αδύναμες» κυβερνήσεις του παγκόσμιου Νότου έχει οδηγήσει τους επενδυτές σε εξορύξεις σε εύθραυστες περιβαλλοντικά και κοινωνικά περιοχές με ιδιαίτερα δυσμενείς συνέπειες (περιβαλλοντικές καταστροφές, εκτοπίσεις πληθυσμών κα).

  • Όσον αφορά τις εξορύξεις υδρογονανθράκων θα μπορούσαμε να αναφέρουμε πολλά για τα προβλήματα που δημιουργούνται σε σχέση με το περιβάλλον και τις κοινωνικές σχέσεις. Θα επιμείνουμε όμως σε ένα που έχει ιδιαίτερη σημασία για την περίοδο στην Ελλάδα. Στις χώρες που προτάσσεται το μοντέλο των εξορύξεων ως μοντέλο ανάπτυξης παρατηρείται ότι οι οικονομίες τους εξαρτώνται κατά το μεγαλυτερο ποσοστό από τις εξωτερικές χρηματοδοτικές εισροές (ξένες επενδύσεις για εγκαταστάσεις εξόρυξης/επεξεργασίας και εξαγωγές υδρογονανθράκων). Οι “εξαρτήσεις” αυτές με τη σειρά τους καθορίζουν το σύνολο των πολιτικών του εκάστοτε κράτους από το κοινωνικό κράτος μέχρι την ανάπτυξη τεχνολογίας. Ο καταμερισμός των κοινωνικών συνεπειών καταλήγει τελικά σε βάρος των χαμηλότερων στρωμάτων. Παράλληλα, η όποια διαδικασία εξόρυξης δεν μπορεί να επιτευχθεί παρά μόνο με εκποίηση του δημόσιου πλούτου και της γης προς όφελος των πολυεθνικών που διαθέτουν το κεφάλαιο και τη τεχνολογία για τα προτεινόμενα έργα.

  • Οι θεσμικοί επενδυτές, όπως τα hedge-funds, τα συνταξιοδοτικά ταμεία που ωθήθηκαν να επενδύσουν (νεοφιλελεύθερη πρακτική που εν τέλει στρέφεται εναντίον των εργαζομένων) και τα αμοιβαία κεφάλαια, είναι ανάμεσα σε εκείνους που κατέχουν σήμερα μεγάλο κεφάλαιο μετοχών των εταιρειών εξόρυξης. Αυτό έχει σημασία για το πλαίσιο χρηματοδότησης των εξορυκτικών δραστηριοτήτων.

  • Το κράτος σε αυτή τη διαδικασία έχει κομβικό ρόλο καθώς δημιουργεί όλες τις ευνοϊκές συνθήκες (φθηνή κρατική γη, νομοθετικές ρυθμίσεις, συχνά και δημόσιες υποδομές, εξασφάλιση χρηματοδότησης, έλλειψη περιβαλλοντικών ελέγχων) που δίνει τη δυνατότητα στις εταιρίες για εύκολο και γρήγορο πλουτισμό.

  • Το συνολικό κόστος εξόρυξης μειώνεται εν μέσω κρίσης καθώς το κόστος εργασίας γίνεται μικρότερο (π. χ. μείωση μισθών), η αγορά της γης κοστίζει λιγότερο (πωλήσεις κρατικής γης λόγω χρέους), η κοινωνική αντίσταση καταστέλλεται ευκολότερα σε «έκτακτες καταστάσεις» λόγω κρίσης, το εξωτερικό κόστος μειώνεται (βλ. περιβάλλον) με τη «νόμιμη» καταπάτηση ή έκτακτη αλλαγή περιβαλλοντικής νομοθεσίας και ρυθμίσεων.

  • Σε ότι αφορά το χρυσό έχει σημασία το ότι έχει καταγραφεί τεράστια αύξηση στις τιμές του κατά την τελευταία δεκαετία, η οποία συνεπάγεται και αύξηση των εξορύξεων χρυσού σε παγκόσμιο επίπεδο. Μέσα από το πρίσμα αυτού που θεωρείται ως η μεγαλύτερη καταγεγραμμένη άνοδος του εμπορεύματος από τη μεταπολεμική περίοδο και έπειτα (2003-2012), μεγάλες εξορυκτικές εταιρείες χρυσού, έχουν προχωρήσει σε μεγάλες εξαγορές και έχουν επεκταθεί από τις δραστηριότητες εξερεύνησης νέων πεδίων ως και την παραγωγή.

Ειδικά στην Ελλάδα (εν μέσω μνημονίων):

  • Οι εξορύξεις (χρυσού, άλλων μεταλλευμάτων, λιγνίτη, αλλά και πετρελαίου, φυσικού αερίου κλπ) διαφημίζονται ως σανίδα σωτηρίας, ενώ στην πραγματικότητα είτε παραδίδονται δωρεάν είτε αποτελούν πεδίο νέας αφαίμαξης δημόσιου χρήματος για αμφίβολα σχέδια.

  • Η κυβέρνηση παρουσιάζει τις εξορύξεις υδρογονανθράκων ως το μεγάλο “success story”, μιλώντας για τεράστια έσοδα, μυθώδεις ποσότητες και κρυμμένους θησαυρούς. Οι όποιες θεωρίες και απόψεις περί τεράστιων κοιτασμάτων δεν στηρίζονται σε επιστημονικά στοιχεία, αποτελούν εκτιμήσεις, που κύριο στόχο έχουν να διαμορφώσουν ένα κλίμα αποδοχής του «εξορυκτισμού» ως διαδικασία αποπληρωμής του χρέους και ανάκαμψης της ελληνικής οικονομίας. Οδηγούμαστε σε παραχωρήσεις περιοχών και επιλογή εταιρειών με διαδικασίες “Fast Track” από εξωθεσμικά όργανα . Μια τέτοια εξέλιξη το μόνο που εγγυάται είναι την καταλήστευση των όποιων κοιτασμάτων και μηδαμινά οφέλη για το κράτος και την κοινωνία.

  • Τα περιβαλλοντικά, κοινωνικά και οικονομικά κόστη από έναν τέτοιο προσανατολισμό του παραγωγικού μοντέλου, προδιαγράφονται τεράστια σε μια μεσογειακή νησιωτική χώρα, με ευαίσθητα οικοσυστήματα, θαλάσσια και χερσαία, με ιδιαίτερη πολιτισμική κληρονομιά, με τον τουρισμό μια από τις βασικές παραγωγικές της δραστηριότητες, με τις αντίστοιχες πραγματοποιημένες υποδομές και επενδύσεις. Σε κάθε περίπτωση σε μια χώρα με εξειδικευμένο εργατικό δυναμικό, με πληθώρα παραγωγικών δυνατοτήτων και υποδομών, η μεταστροφή του παραγωγικού προσανατολισμού της στο μοντέλο του “εξορυκτισμού”, ασύμβατο με μια σειρά άλλων παραγωγικών δραστηριοτήτων, που ταυτόχρονα περιλαμβάνει τα καταστροφικά ενδεχόμενα ατυχημάτων, εντείνει τη στρατιωτικοποίηση και την γεωπολική ένταση στην περιοχή, δεν αποτελεί θετική πρόταση για τις ανάγκες της κοινωνικής πλειοψηφίας και για τον προσανατολισμό σε μια “οικονομία των αναγκών”.4

  • Τα όποια έσοδα, αν και όταν υπάρξουν, δεν μπορεί προφανώς να υπολογιστούν τώρα, χωρίς σεβασµό σε κάποιους ελάχιστους χρόνους που προϋποθέτει η πολύπλοκη και πολυδιάστατη έρευνα που απαιτείται. Γι’ αυτό άλλωστε ακόµη και τα πιο αισιόδοξα µέλη της επιστημονικής κοινότητας κρατούν αποστάσεις από καλοπροαίρετες ή κακοπροαίρετες απλουστεύσεις ως προς το χρόνο που θα απαιτηθεί για να ολοκληρωθεί ένας ευρύς αριθµός απαιτητικών µελετών, οι οποίες θα πρέπει να συνεκτιµηθούν στο πλαίσιο ενός πολυπαραµετρικού υπολογισµού κόστους-οφέλους.

  • Ακόµη και τα πιο απλά θέµατα σε σχέση µε έρευνα για κοιτάσµατα και εξορύξεις πετρελαίου θα έπρεπε να απαιτούν την ενασχόληση ενός πλήθους επιστημόνων από ένα ένα ευρύ πεδίο θετικών επιστηµών αλλά και επιστηµών της φύσης (π.χ. βιολογία θαλάσσιων οικοσυστηµάτων) µαζί µε οικονοµολόγους διαφόρων ειδικοτήτων, πολιτικούς επιστήµονες και δικηγόρους µε απαιτητικές εξειδικεύσεις. Και προφανώς θα όφειλαν να απαιτούν την εξειδικευμένη έρευνα σε διεπιστηµονικά πεδία ώστε να µεταφράζονται τα επιστηµονικά-τεχνικά διακυβεύµατα και να διατυπώνονται οι εναλλακτικές πολιτικές με τρόπο κατανοητό από τους πολίτες της χώρας, που είναι και αυτοί που θα πρέπει να αποφασίσουν. Τέλος είναι ιδιαίτερα σημαντικό να σημειώσουμε ότι η διάθεση δημόσιων πόρων στην έρευνα (επενδύσεις) προκαθορίζει και στον έναν ή τον άλλο βαθμό εγκλωβίζει τον παραγωγικό σχεδιασμό σε αυτήν την κατεύθυνση, έναντι εναλλακτικών που δεν έχουν καν εξεταστεί.

  • Ο ισχύων και ο υπό μεταρρύθμιση χωρικός σχεδιασµός φαίνεται ότι προτάσσει την «επιχειρηµατική» διάσταση του θέµατος. Οι θεσµοθετηµένες διαδικασίες fast-track για την «επιτάχυνση και διαφάνεια υλοποίησης στρατηγικών επενδύσεων» λειτουργούν στην κατεύθυνση της παράκαµψης εµποδίων περιβαλλοντικού και κοινωνικού χαρακτήρα που αναδεικνύουν συχνά πρωτοβουλίες και συλλογικότητες.

Εξάλλου αυτό που παρατηρείται ως προς τα χωροταξικά σήμερα είναι μια προσπάθεια:

  • να εναρμονιστούν οι προγενέστεροι σχεδιασµοί µε τις τρέχουσες ανάγκες όπως αποτυπώθηκαν στα τοµεακά σχέδια που εκπονήθηκαν για την εξυπηρέτηση των «επενδυτών»,

  • να νοµιµοποιηθούν επιλογές που ήδη έγιναν,

  • να κατευθυνθούν στοχευµένα τις χρηµατοδοτήσεις δηµόσιων και ιδιωτικών έργων µέσω κοινοτικών κονδυλίων και αναπτυξιακών προγραµµάτων,

  • και να περιβληθεί µε επιστηµονική εγκυρότητα και κοινωνική αποδοχή η νέα αντίληψη για την «ανάπτυξη» που είναι ακριβώς όπως και η παλιά αλλά µε λιγότερες προφάσεις και περιστροφές.

  • Στην κατεύθυνση αυτή το ειδικό χωροταξικό για την βιομηχανία, προβλέπει την ανάπτυξη καθετοποιημένων μονάδων μεταποίησης προϊόντων εξόρυξης σε δάση και προστατευόμενες περιοχές (δεν εξαιρούνται ούτε οι περιοχές NATURA, ούτε οι Εθνικοί Δρυμοί, ούτε οι Ζώνες Ειδικής Προστασίας, παρά μόνον οι «οικότοποι κοινοτικής προτεραιότητας».) Οι διατάξεις του χωροταξικού για την βιομηχανία περιλαμβάνουν μεταξύ άλλων την «εναρμόνιση των Γενικών Πολεοδομικών Σχεδίων (Γ.Π.Σ.) προς τις κατευθύνσεις του παρόντος». Ανατρέπεται έτσι η προσπάθεια των ΟΤΑ όπου βρίσκονται οι μεταλλευτικές περιοχές να σχεδιάσουν την μελλοντική τους ανάπτυξη με τρόπο ήπιο και βιώσιμο και προσαρμόζεται όλο το θεσμικό πλαισίο στις απαιτήσεις της μεταλλευτικής βιομηχανίας.

  • Ο απαρχαιωμένος Μεταλλευτικός Κώδικας, ακόμα σε ισχύ από το 1973, θεωρεί αυθαίρετα ότι κάθε εκμετάλλευση μεταλλείου είναι υπόθεση «εθνικής ωφελείας», μπροστά στην οποία δεν υπολογίζονται όχι μόνο τα ατομικά δικαιώματα των πολιτών, αλλά ούτε η συνταγματική επιταγή της προστασίας του περιβάλλοντος.

  • Για τα ιδιωτικά μεταλλεία ο μεταλλευτικός κώδικας δεν προβλέπει μεταλλευτικά δικαιώματα υπέρ του Δημοσίου - οι μεταλλευτικές εταιρείες διευκολύνονται για τη λειτουργία τους με ειδικά τιμολόγια  ηλεκτρικής ενέργειας, άντληση νερών δωρεάν από ιδιωτικές γεωτρήσεις, χρησιμοποίηση ερευνών του Δημοσίου για την εντοπισμό κοιτασμάτων (ΙΓΜΕ), εγγυήσεις του Δημοσίου για το δανεισμό τους.

  • Οι εταιρείες αυτές, ενώ εκμεταλλεύονται δημόσιο πλούτο, όχι μόνο δεν καταβάλουν τίμημα υπέρ του δημοσίου, (αφού πως αναφέρθηκε δεν προκύπτουν μεταλλευτικά δικαιώματα για το δημόσιο, αλλά επιπλέον επιδοτούνται. Επιπλέον, ενώ η κυβέρνηση είχε εξαγγείλει (Μάρτιος 2013) ότι «προχωρά με ταχείς ρυθμούς στον καθορισμό και την είσπραξη τελών επί μεταλλευτικών δικαιωμάτων υπέρ του Δημοσίου από ιδιωτικά μεταλλεία», η επιτροπή που θα καθόριζε τους όρους - αναδρομικά από 1/1/2013 αγνοείται.

  • Θεσμικά έχει υπάρξει μεταβίβαση των μελλοντικών τελών από μεταλλευτικά δικαιώματα στο ΤΑΙΠΕΔ (μεσοπρόθεσμο), που πρακτικά συνεπάγεται την πλήρη απώλεια ελέγχου5.

Προτάσεις (όραμα και μέτρα)

Προτεραιότητες για την διαχείριση του ορυκτού πλούτου
  • Η αντιμετώπιση των εξορυκτικών δραστηριοτήτων ως αναπόσπαστο μέρος των τοπικών, περιφερειακών και εθνικού επιπέδου δημοκρατικών σχεδιασμών που να συνυπολογίζουν το πραγματικό κόστος που καλείται να πληρώσει η κοινωνία για την αντιμετώπιση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων, τις μακροχρόνιες επιπτώσεις της περιβαλλοντικής υποβάθμισης, της αλλοίωσης του τοπίου, του μακροχρόνιου καθορισμού του παραγωγικού μοντέλου καθώς και τις συγκρούσεις στις χρήσεις γης. Στα πλαίσια αυτά εκτιμούμε ότι είναι μονόδρομος, η ακύρωση των επενδύσεων εξόρυξης χρυσού ως κοινωνικά άχρηστων και περιβαλλοντικά επιζήμιων.

  • Η ακύρωση διατάξεων του μεταλλευτικού κώδικα, του ειδικού χωροταξικού της βιομηχανίας και η κατάργηση των fast-track επενδύσεων με παράκαμψη νομοθετικών διαδικασιών, ώστε να μη δίνονται στους εγχώριους/πολυεθνικούς επιχειρηματίες σκανδαλώδη και αντισυνταγματικά προνόμια και εξουσία.

  • Η αξιόπιστη δημόσια έρευνα και καταγραφή των αποθεμάτων στην Ελλάδα.

  • Η στροφή της μεταλλευτικής δραστηριότητας προς πράσινες εξορύξεις – αποκαταστάσεις πεδίων και αξιοποίηση τελμάτων (αποβλήτων και στείρων).

  • Οι αποφάσεις πρέπει να λαμβάνονται μέσα από ένα πλατύ κοινωνικό διάλογο για τη συνετή και κοινωφελή αξιοποίηση των πόρων, επισημαίνοντας ότι:

  • αφορούν μη αντιστρεπτές επεμβάσεις,

  • αφορούν και στους όρους αναπαραγωγής των επερχόμενων γενιών και

  • είναι κρίσιμες για τη μελλοντική κατάσταση της χώρας συνεπώς δεν μπορούν να ληφθούν υπό το εκβιαστικό καθεστώς του φόβου.

  • Η σύσταση Ερευνητικού Κρατικού-δημόσιου Φορέα. Αναγκαία, απαραίτητη προϋπόθεση, κρίνεται η ύπαρξη και στενή συνεργασία μ’ ένα ερευνητικό δημόσιο ινστιτούτο (ΙΓΜΕ-ΕΛΚΕΘΕ), που θα έχει αρμοδιότητα πάνω σε όλους τους ορυκτούς πόρους. Με την ενοποίηση της βασικής έρευνας και την αξιοποίηση του υψηλού εγχώριου επιστημονικού δυναμικού μπορούμε να είμαστε σε θέση να εκτιμήσουμε σωστά τ’ αποτελέσματα των ερευνών και να χαράξουμε την σωστή στρατηγική για το μέλλον.

  • Στην κατεύθυνση αυτή, η όποια μελλοντική απόφαση σε σχέση με νέες εξορύξεις (μεταλλευμάτων, υδρογοναθράκων κ.λ.π.), θα πρέπει να συνυπολογίζει και να αποτιμά το σύνολο των επισφαλειών και των επιπτώσεων. Tόσο στο ευαίσθητο μεσογειακό οικοσύστημα της χώρας όσο και στις άλλες κύριες παραγωγικές δραστηριότητες, ιδιαίτερα για τους τομείς του τουρισμού και της αλιείας που παρουσιάζουν προφανείς ασυμβατότητες με τις εξορύξεις υδρογονανθράκων στο Αιγαίο.

Αξιολόγηση προηγούμενων θέσεων / θέματα προς διερεύνηση

Ο ΣΥΡΙΖΑ από τις εκλογές του 2012 και μετά (αλλά και κατά την προηγούμενη περίοδο) έχει κρατήσει μια συνεπή στάση σε ότι αφορά στα τοπικά κινήματα που εναντιώνονται σε ζητήματα εξορύξεων με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα το ζήτημα του χρυσού στη Χαλκιδική. Τα οικολογικά κινήματα στις διάφορες κλίμακες τους όλα τα προηγούμενα χρόνια, έδωσαν τεράστια ώθηση στην Αριστερά, την τροφοδότησαν με νέα στοιχεία. Τα ίδια στηριζόμενα από την Αριστερά διαμόρφωσαν και μια νέα ταυτότητα ριζοσπαστικής, αντισυστημικής πάλης. Αυτή η σύνδεση έχει γίνει κατανοητή και έχει αξιοποιηθεί από το ΣΥΡΙΖΑ.

Οι δυσκολίες όμως έχουν να κάνουν με την αδυναμία μιας ολοκληρωμένης προσέγγισης στο ζήτημα των εξορύξεων ως μέρος ενός ευρύτερου κοινωνικού/οικολογικού μετασχηματισμού. Σε αυτό το πλαίσιο η αδυναμία μελέτης του προβλήματος σε όλες τις κλίμακες (τοπική, εθνική, υπερεθνική) αλλά και τις πτυχές του (οικονομική, αναπτυξιακή, κοινωνική) είναι χαρακτηριστική. Τέλος, το ζήτημα των εξορύξεων είναι κατεξοχήν ζήτημα που απαιτεί συνεχείς συζητήσεις με τα άλλα τμήματα επεξεργασίας προγράμματος (π.χ. βιομηχανίας και ενέργειας) αναγνωρίζοντας όμως πάντα την ανάγκη υπεράσπισης ενός οικολογικού μετασχηματισμού.

7.3.4. Διαχείριση απορριμμάτων και στερεών αποβλήτων

Με αποκέντρωση, κοινωνικό έλεγχο, δημόσιο χαρακτήρα στηριγμένη στις προτεραιότητες της μείωσης των απορριμμάτων και της διαλογής στην πηγή.

Διανύουμε μια περίοδο, στην οποία έχουν δρομολογηθεί διαδικασίες λήψης σημαντικών αποφάσεων στον τομέα της διαχείρισης των απορριμμάτων, οι οποίες θα την καθορίσουν με μη αναστρέψιμο τρόπο για τις επόμενες δεκαετίες. Σήμερα, ενώ η διαχείριση των απορριμμάτων στη χώρα διατηρείται σε τριτοκοσμική κατάσταση, τα μεγαλοεργολαβικά σχέδια βρίσκονται σε πλήρη εξέλιξη. Είμαστε μάρτυρες μιας πραγματικότητας που χαρακτηρίζεται:

  • Από ελάχιστα ποσοστά ανακύκλωσης (θεωρητικά 15%, στην πράξη πολύ λιγότερο).

  • Από ανεξέλεγκτη διάθεση σε παράνομους χώρους αστικών και βιομηχανικών αποβλήτων.

  • Από απόλυτο σκοτάδι για την παραγωγή και διαχείριση των αποβλήτων, επικίνδυνων και μη, από βιομηχανίες και λοιπές παραγωγικές δραστηριοτήτες και υπηρεσίες. Διατηρούνται κρυμμένα στα «σύμμεικτα –δημοτικά» απόβλητα με συνέπεια αφενός την επισφαλή για τη δημόσια υγεία και το περιβάλλον διαχείρισή τους και αφετέρου τη μεταφορά του κόστους διαχείρισης και της ευθύνης, οικονομικής και όχι μόνο, από τους παραγωγούς στους πολίτες-δημότες, ως να πρόκειται για απόβλητα νοικοκυριών. Το υφιστάμενο σύστημα, όπως έχει αναπτυχθεί, δεν ασχολείται με το είδος των αποβλήτων και την πηγή προέλευσης, ούτε βέβαια με την παραγωγή αποβλήτων.

  • Από ημι-ελεγχόμενη διάθεση στους περισσότερους Χώρους Υγειονομικής (υποτίθεται) Ταφής Απορριμμάτων της χώρας, με χαρακτηριστικότερη την τοξική βόμβα στη Φυλή.

  • Από ελάχιστες περιπτώσεις πιο οργανωμένης διάθεσης-διαχείρισης, που, ωστόσο, απέχει πολύ από την περιβαλλοντικά ασφαλή και κοινωνικά ορθολογική διαχείριση.

  • Από εκατοντάδες επιχειρήσεις «ανακύκλωσης υλικών» που κανείς δεν γνωρίζει πόσες είναι, κανείς δεν ελέγχει τη λειτουργία τους και τη διακίνηση των υλικών.

  • Από απουσία διαδικασιών ελέγχου, αξιολόγησης και συντονισμού των δράσεων και παντελή έλλειψη έως αποτροπή του κοινωνικού ελέγχου για τη λειτουργία των εγκαταστασεων.

  • Από απουσία αξιόπιστων στοιχείων ( βάση δεδομένων ) για τα παραγόμενα απορρίμματα, λείπει δηλαδή το ουσιώδες στοιχείο για οποιονδήποτε σχεδιασμό.

Ταυτόχρονα σχεδόν σε όλη τη χώρα, βρίσκονται σε εξέλιξη δημοπρατήσεις φαραωνικών έργων με τη μέθοδο σύμπραξης Δημόσιου - Ιδιωτικού Τομέα. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι ποσότητες των απορριμμάτων που σχεδιάζεται να «επεξεργαστούν» αυτές οι μονάδες είναι τόσο μεγάλες, ώστε να αγνοούνται όχι μόνο οι στόχοι που η ίδια η πολιτεία θέτει για την ανακύκλωση, αλλά και τα στοιχεία που ανακοινώνουν για την παρούσα κατάσταση. Έτσι, ενώ σήμερα ανακοινώνουν ότι το 82% των απορριμμάτων6 οδηγείται στην ταφή, ο σχεδιασμός των μονάδων επεξεργασίας σύμμεικτων απορριμμάτων αφορά στο 93% του συνόλου των παραγόμενων απορριμμάτων της χώρας. Και, μάλιστα, χωρίς να συνυπολογίζουν τη δραστική μείωση των απορριμμάτων λόγω της κρίσης.

Τι θα παράγουν όμως αυτές οι τεράστιες και πανάκριβες, τόσο στην κατασκευή όσο και στη λειτουργία, μονάδες; Αν κρίνουμε από τα αποτελέσματα της υφιστάμενης μονάδας μηχανικής επεξεργασίας (ΕΜΑΚ) στη Φυλή και από τα (ωραιοποιημένα) στοιχεία της ΜΠΕ των μονάδων επεξεργασίας της Πελοποννήσου (τα μόνα διαθέσιμα μέχρι τον Ιούλιο του 2014), διαπιστώνουμε ότι:

  • Η ανάκτηση ανακυκλώσιμων υλικών θα φτάνει, το πολύ, το 15%.

  • Το 40% θα αφορά ζυμώσιμη - οργανική ύλη, πιθανότατα επιμολυσμένη, από την οποία το μόνο που δεν περιμένουμε είναι την παραγωγή εδαφοβελτιωτικού - κόμποστ.

  • Το υπόλοιπο 45% θα αφορά σε ένα μείγμα, αποτελούμενο, κυρίως, από χαρτί, πλαστικό και μη διαχωρισμένη οργανική ύλη.

Με άλλα λόγια, ανεξάρτητα από το πως θα βαφτίζονται τα παραγόμενα προϊόντα των σχεδιαζόμενων μονάδων επεξεργασίας σύμμεικτων απορριμμάτων (κομπόστ - CLO, υπόλειμμα ή δευτερογενές καύσιμο - RDF), έχουμε να κάνουμε, κατά το μεγαλύτερο μέρος τους, με την «πρώτη ύλη» των μελλοντικών εργοστασίων καύσης. Που σε μια επόμενη φάση, αν επιτρέψουμε την κατασκευή των μεγάλων μονάδων επεξεργασίας σύμμεικτων, θα μας «σερβιριστούν» σαν ένα αναγκαίο κακό. Προσθέτοντας νέα υπέρογκα κόστη στη διαχείριση των απορριμμάτων. «Καύση απορριμμάτων», επιγραμματικά σημαίνει τεράστιο κόστος, σοβαρούς περιβαλλοντικούς κινδύνους, σπατάλη πολύτιμων πόρων και μηδαμινή ανάκτηση ενέργειας. Χαρακτηριστική και πρόσφατη περίπτωση, η συμφωνία ΥΠΕΚΑ και τσιμεντοβιομηχάνων για χρήση των «εναλλακτικών» καυσίμων (μεταχειρισμένα ελαστικά,RDF,SRF, κ.ά.) με ανεξέλεγκτες δυσμενείς περιβαλλοντικές συνέπειες.

Οι επιλογές αυτές από την πλευρά κεφαλαίου - πολιτείας – τρόικας, έχουν αντι-περιβαλλοντικό και αντικοινωνικό χαρακτήρα, ενώ θα ωφελήσουν αποκλειστικά τα μεγάλα οικονομικά συμφέροντα, που εποφθαλμιούν την ανάληψη των σχετικών εργολαβιών. Δεν έχουν μείνει αναπάντητες. Τα τελευταία χρόνια, κινήσεις πολιτών, σε όλη την Ελλάδα, επιχειρούν όχι μόνο να φρενάρουν τέτοια σχέδια και να αναδείξουν το πρόβλημα, αλλά και να διατυπώσουν ένα τεκμηριωμένο και συγκροτημένο εναλλακτικό σχέδιο σε κεντρικό, περιφερειακό και τοπικό επίπεδο, ενώ έχουν ξεκινήσει και οι προσπάθειες κοινωνικών συνεταιρισμών για την ανακύκλωση. Με τις Συμπράξεις Δημόσιου & Ιδιωτικού Τομέα (ΣΔΙΤ) για τις Μονάδες επεξεργασίας σύμμεικτων απορριμμάτων, αν επιτρέψουμε να προχωρήσουν, ο θεσμικός και κοινωνικός ρόλος της Αυτοδιοίκησης ακυρώνεται, μετατρέπεται σε εργαλείο εφαρμογής της μνημονιακής πολιτικής και εισπρακτικό μηχανισμό στην υπηρεσία των επιχειρηματικών συμφερόντων, που ετοιμάζονται να λεηλατήσουν το δημόσιο πλούτο και τα λαϊκά εισοδήματα και με τη διαχείριση των απορριμμάτων, εκτοξεύοντας στα ύψη τα δημοτικά τέλη.

ΠΡΟΤΑΣΗ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ

Με αποκέντρωση, κοινωνικό έλεγχο, δημόσιο χαρακτήρα στηριγμένη στις προτεραιότητες της μείωσης των απορριμμάτων και της διαλογής στην πηγή.

Στον αντίποδα των κυρίαρχων επιλογών προτείνουμε ένα μοντέλο διαχείρισης με άξονες την αποκέντρωση των δραστηριοτήτων, την ενθάρρυνση της κοινωνικής συμμετοχής, την αξιοποίηση του εγχώριου παραγωγικού δυναμικού και την διατήρηση του δημόσιου χαρακτήρα στη διαχείριση των απορριμμάτων. Ένα μοντέλο που αφορά αποκεντρωμένες υποδομές διαχείρισης, με τη λογική της εγγύτητας, της μικρής κλίμακας, του χαμηλού κόστους και της μέγιστης ανταποδοτικότητας. Ένα μοντέλο που:

- μειώνει δραστικά το σημερινό κόστος διαχείρισης (ανέρχεται 80 -140 ευρώ/τόνο για αποκομιδή και 25 - 45 ευρώ/τόνο για διάθεση) με προοπτικές συνεχούς μείωσης ως και αποκόμισης καθαρού οφέλους, σε πλήρη λειτουργία, σε αντίθεση με τον τριπλασιασμό του κόστους διαχείρισης που προβλέπουν οι σημερινοί σχεδιασμοί μονάδων επεξεργασίας απορριμμάτων,

- περιορίζει δραματικά το κόστος για την χρηματοδότηση των εγκαταστάσεων και των εξοπλισμών σε σχέση με τα προτεινόμενα φαραωνικά έργα των μονάδων επεξεργασίας με ΣΔΙΤ.

Συνοπτικά η πρόταση περιλαμβάνει:

  • την απαίτηση για ένα ριζικά νέο σχεδιασμό διαχείρισης σε εθνικό, περιφερειακό και δημοτικό επίπεδο,

  • την ακύρωση των σχεδιαζόμενων κεντρικών μονάδων επεξεργασίας σύμμεικτων απορριμμάτων,

  • την αναθεώρηση των συστημάτων εναλλακτικής διαχείρισης,

  • τη διαμόρφωση πολιτικών και σχεδίων για: α) την πρόληψη δημιουργίας & μείωση της παραγωγής αποβλήτων, β) την ανάκτηση και επαναχρησιμοποίηση υλικών, γ) την διαλογή στην πηγή καθαρών ανακυκλώσιμων και βιοαποδομήσιμων υλικών, δ) τον διαχωρισμό των επικινδύνων αποβλήτων, με υιοθέτηση οικονομικών και κοινωνικών εργαλείων και ε) την ενσωμάτωσή τους στις τομεακές πολιτικές,

  • την κατάρτιση και εφαρμογή σχεδίων σε τοπικό-περιφερειακό επίπεδο με βάση τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της περιοχής αναφοράς και συγκεκριμένους ποσοτικούς στόχους. (Βιομηχανικές περιοχές, λιμάνια, αεροδρόμια τουριστικοί προορισμοί κλπ). Οι δράσεις σε επίπεδο γειτονιάς (όπως π.χ. τα πράσινα σημεία) μπορούν να κατευθύνουν την διαχείριση στο επίπεδο της ευθύνης που αναλογεί σε κάθε τοπική κοινωνία μειώνοντας τις τεράστιες αντιθέσεις που δημιουργούν οι περιοχές που αναλαμβάνουν σήμερα την απόρριψη σκουπιδιών ολόκληρων αστικών περιοχών εις βάρος του βιοτικού επιπέδου των κατοίκων των περιοχών αυτών (πχ Φυλή),

  • την άμεση θεσμοθέτηση διαδικασίας συντονισμού-αξιολόγησης του συστήματος διαχείρισης σε κάθε επίπεδο (δημιουργία ενιαίας βάσης δεδομένων, έλεγχος και παρακολούθηση της αποδοτικότητας όλων των επί μέρους δράσεων ιδιωτικών και δημόσιων, στο πλαίσιο του συστήματος), διορθωτικές παρεμβάσεις και ανάπτυξη δημόσιου ελεγκτικού μηχανισμού με συντονισμό σε κάθε επίπεδο.

Στην κατεύθυνση αυτή θα συμβάλλει η δημιουργία ενιαίου Φορέα για την Διαχείριση Αποβλήτων που θα αναλάβει :

- την επεξεργασία των πολιτικών και μέτρων για την ενσωμάτωση των στόχων για τη διαχείριση αποβλήτων στις τομεακές πολιτικές την κατάρτιση και

- τον έλεγχο υλοποίησης εθνικού σχεδίου διαχείρισης στερεών αποβλήτων και ανακύκλωσης,

με συντονισμό και παράλληλες δράσεις με τους τοπικούς φορείς στα πλαίσια μιας λογικής που θα βασίζεται σε προγραμματικούς στόχους ανακύκλωσης στην πηγή και κομποστοποίησης οργανικών από την μία πλευρά αλλά και ελαχιστοποίησης και απομόνωσης επικίνδυνων αποβλήτων με κριτήρια και οφέλη για τις επιχειρήσεις και τους Οργανισμούς που θα συμβάλλουν σε αυτό.

Είναι σημαντικό να τονιστεί το οικονομικό, το κοινωνικό αλλά και το περιβαλλοντικό όφελος που έχει μια τέτοιου τύπου διαχείριση που υιοθετεί και ενσωματώνει, στην πράξη, τις διεθνείς εμπειρίες και τις καλές πρακτικές, συμπεριλαμβανομένης και της ιεράρχησης στη διαχείριση, που εισάγει η οδηγία 2008/98/ΕΕ.

Αξιολόγηση προηγούμενων θέσεων / θέματα προς διερεύνηση:

Ο ρόλος των κοινωνικών / συνεταιριστικών επιχειρήσεων ανακύκλωσης.

Θεωρούμε ότι κοινωνικές και συνεταιριστικές επιχειρήσεις ανακύκλωσης μπορούν να παίξουν ένα σημαντικό ρόλο στην ενεργοποίηση των πολιτών και πρέπει να ενταχθούν μέσα στο πλαίσιο των δημοτικών σχεδίων διαχείρισης με προϋποθέσεις ώστε να εξασφαλιστεί ο δημόσιος / κοινωνικός χαρακτήρας της διαχείρισης και να μην αποτελέσουν προσπάθειες έμμεσης ιδιωτικοποίησης του τομέα.

7.3.5. Ενέργεια

Κεντρικά κριτήρια μιας αριστερής και οικολογικής ενεργειακής πολιτικής

  1. Η ενέργεια δημόσιο-κοινωνικό αγαθό, όχι εμπόρευμα.

  2. Δημοκρατικός προσδιορισμός, σχεδιασμός και ικανοποίηση των κοινωνικών ενεργειακών αναγκών.

  3. Η ενεργειακή πολιτική και το εκάστοτε ενεργειακό μοντέλο κομβικός παράγοντας του συνολικού μοντέλου παραγωγής. Συνεπώς, τα κριτήρια της αποκέντρωσης, του δημοκρατικού της σχεδιασμού - έλεγχου (κοινωνίας και εργαζομένων) και της προώθησης των αντίστοιχων κοινωνικών και τεχνολογικών μορφών, συνδέονται με τη μεταβατική κατεύθυνση προς μια «οικονομία των αναγκών».

  4. Ανάσχεση της κλιματικής αλλαγής. Καθαρές μειώσεις στις εκπομπές GHGs, στην κατεύθυνση της απεξάρτησης από τα ορυκτά καύσιμα και της μετάβασης σε μια οικονομία «μηδενικών εκπομπών άνθρακα».

  5. Σεβασμός στη φέρουσα ικανότητα των οικοσυστημάτων (ικανότητα αφομοίωσης και ανανέωσης) -Ελαχιστοποίηση της περιβαλλοντικής πίεσης με στόχο τη διατήρηση - αποκατάσταση του φυσικού και ανθρωπογενούς περιβάλλοντος.

  6. Προώθηση, κατά προτεραιότητα, της τοπικής παραγωγής και κατανάλωσης, σύνδεσης του τόπου παραγωγής με αυτόν της κατανάλωσης.

Ο ρόλος της ενέργειας σε ένα αντιδιαμετρικά αντίθετο υπόδειγμα

συνυπολογίζοντας ότι:

α) η ενεργειακή παραγωγή αποτελεί μια «βαριά» δραστηριότητα, με εξαιρετικά δυσμενείς περιβαλλοντικές (τοπικές και υπερτοπικές) επιπτώσεις, συχνά μη αντιστρεπτές, που επηρεάζουν τόσο τις παραγωγικές δυνατότητες όσο και τις συνθήκες διαβίωσης των επερχόμενων γενεών,

β) βρισκόμαστε σε μια μεσογειακή χώρα, με έντονο το νησιωτικό στοιχείο, με ιδιαίτερα γεωμορφολογικά χαρακτηριστικά, ποικιλομορφία οικοσυστημάτων και ταυτόχρονα με σημαντικά στοιχεία παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομίας,

γ) βρισκόμαστε στη χώρα «πειραματόζωο» της κρίσης, αλλά ταυτόχρονα με συσσωρευμένες υποδομές, αναπτυγμένο παραγωγικό, επιστημονικό και τεχνολογικό δυναμικό (ενεργό και αργούν) και σημαντική εξειδίκευση των εργαζόμενων, άρα με σημαντικές παραγωγικές δυνατότητες.

Συνεπώς, στο πλαίσιο μιας «Κυβέρνησης της Αριστεράς» και μιας ταξικής και οικολογικής ενεργειακής πολιτικής, η ενέργεια7 αντιμετωπίζεται:

ως μια διαρκώς μειούμενη «εισροή» -αναγκαίος όρος- της κοινωνικής παραγωγής και αναπαραγωγής για την κάλυψη των συλλογικών κοινωνικών αναγκών, στον αντίποδα της κεφαλαιοκρατικής αντίληψης που την αντιμετωπίζει ως μια μεγιστοποιούμενη «εκροή» - εμπόρευμα - ενός κεντρικότατου κλάδου, «αιμοδότη» της καπιταλιστικής συσσώρευσης – στην κατεύθυνση διαρκούς μεγέθυνσης.

Εκ διαμέτρου αντίθετα κριτήρια για εκ διαμέτρου αντίθετες προτεραιότητες και ανάγκες

Ο κομβικός ρόλος της ενέργειας στην οργάνωση της κοινωνικής παραγωγής, στην κάλυψη των κοινωνικών αναγκών, αλλά και στην προστασία του περιβάλλοντος και την ανάσχεση της κλιματικής αλλαγής επιτάσσει την ταχεία μετάβαση σε καθεστώς δημόσιου-κοινωνικού αγαθού. Ιδιαίτερα στην παρούσα κατάσταση της κρίσης δεν μπορεί να κατευθύνεται το εισόδημα της κοινωνικής πλειοψηφίας (που εξαθλιώνεται), αλλά και δημόσιοι πόροι, στην εξασφάλιση της κερδοφορίας μεγάλων ιδιωτικών ομίλων με την εγκαθίδρυση καταστάσεων όπως η παρούσα, όπου η ενεργειακή υπερεπάρκεια συνδυάζεται με εκτεταμένη ενεργειακή φτώχεια –πέραν των άλλων συνεπειών της –.

Η ενεργειακή πολιτική που προτείνουμε, στο σύνολο της, με αποτίμηση του κόστους σε όρους συνολικού κοινωνικού κόστους είναι μια πολιτική μείωσης του κόστους της ενέργειας στην κοινωνική παραγωγή και κατανάλωση. Η επιτακτική ανάγκη ριζικού κοινωνικού-οικολογικού μετασχηματισμού του ενεργειακού τομέα απαιτεί την αποδέσμευση του τομέα της ενέργειας από το κέρδος. Οι απαραίτητες επενδύσεις (π.χ. διείσδυση των Α.Π.Ε., υποδομές, μέτρα εξοικονόμησης, ενεργειακής απόδοσης) των οποίων προτείνουμε την σχεδιασμένη επιτάχυνση, πραγματοποιούμενες στο πλαίσιο «κοινωνικής- περιβαλλοντικής ρύθμισης», με πυλώνες το δημόσιο και την κοινωνική οικονομία, έχουν αυξημένο πολλαπλασιαστικό αποτέλεσμα στο συνολικό κοινωνικό εισόδημα, δημιουργώντας μισθιακά εισοδήματα, θέσεις εργασίας κ.λ.π. (στον ίδιο τον κλάδο, αλλά και σε σημαντικές παραγωγικές δραστηριότητες που συνδέονται με αυτόν).

Συνεπώς, τα κριτήρια του ανταγωνισμού, του ιδιωτικού, του κέρδους, της μεγάλης κλίμακας, της συγκέντρωσης, της ανταγωνιστικότητας και της ληστρικής εκμετάλλευσης των φυσικών διαθεσίμων επιβάλλεται να αντικατασταθούν από τα κριτήρια, του δημοσίου, των κοινωνικών αναγκών, της δημοκρατίας, της αποκέντρωσης, της κατάλληλης (κοινωνικά, περιβαλλοντικά και οικονομικά) κλίμακας, της αλληλεγγύης, της συνεργατικότητας και της οικολογικής ισορροπίας.

Για την ενεργό κοινωνική και πολιτική στήριξη ενός τέτοιου εγχειρήματος κοινωνικού –οικολογικού μετασχηματισμού του ενεργειακού μοντέλου είναι σήμερα δυνατό να συγκροτηθεί ένα εξαιρετικά πλατύ κοινωνικό μέτωπο μεταξύ: α) των εργαζόμενων στις προς ιδιωτικοποίηση δημόσιες επιχειρήσεις, των οποίων οι εργασιακές συνθήκες και τα δικαιώματα συρρικνώνονται ενώ απειλούνται άμεσα με απολύσεις β) πλατιών κοινωνικών στρωμάτων, με επίκεντρο την ενεργειακή φτώχεια και τη ραγδαία αύξηση των τιμολογίων γ) των πρωτοπόρων δυναμικών τοπικών-οικολογικών κινημάτων που δίνουν σκληρούς αγώνες για την προστασία του περιβάλλοντος, των συνθηκών διαβίωσης και των τοπικών παραγωγικών δραστηριοτήτων.

 

Άξονες και προτεραιότητες ενεργειακής πολιτικής του ΣΥΡΙΖΑ

  1. Εξασφάλιση της επάρκειας παροχής, της ασφάλειας εφοδιασμού, μεταφοράς και λειτουργίας των συστημάτων στο σύνολο του τομέα της ενέργειας.

  2. Δραστική αντιμετώπιση της ενεργειακής φτώχειας με επαρκή, αδιατάρακτη και καθολική πρόσβαση (νοείται ως δικαίωμα) στο κοινό (δημόσιο) αγαθό της ενέργειας του συνόλου του πληθυσμού, με κλιμακούμενη δίκαιη τιμολογιακή πολιτική, χαμηλές τιμές για την ευρεία λαϊκή κατανάλωση με προτεραιότητα στους/στις ανέργους/ες και στους/στις εργαζόμενους/ες χαμηλού εισοδήματος και τις μικρές επιχειρήσεις. Η ελάχιστη ποσότητα ηλεκτρικής ενέργειας και πετρελαίου θέρμανσης που ανταποκρίνεται στα κριτήρια αξιοπρεπούς διαβίωσης θα πρέπει να είναι καθολικά αναγνωρισμένη - να εξασφαλίζεται- για όλους/ες.

  3. Άμεση ανακοπή όλων των προωθούμενων σχεδίων ενεργειακών εγκαταστάσεων και παρεμβάσεων που υποβαθμίζουν το περιβάλλον, με προτεραιότητα στα έργα fast track (κυρίως ΒΑΠΕ), στις επεμβάσεις σε δάση, σε υγροτόπους και συνολικά σε ευαίσθητα οικοσυστήματα.

  4. Κεντρικούς άξονες της ενεργειακής μας πολιτικής αποτελούν η εξοικονόμηση ενέργειας, η αύξηση της ενεργειακής απόδοσης και η σχεδιασμένη ευρεία διείσδυση των Α.Π.Ε. (όχι συμπληρωματικά αλλά με ρόλο υποκατάστασης των ορυκτών καυσίμων). Στην κατεύθυνση αυτή, απαιτείται περιγραφή και ποσοτικοποίηση των στόχων, με εξειδίκευση ανά χωρική ενότητα, τομέα και τεχνική-τεχνολογική μορφή.

  5. Ακύρωση των επιχειρούμενων ιδιωτικοποιήσεων και ανάληψη πρωτοβουλιών για την ανάκτηση πλήρους δημόσιας ιδιοκτησίας των στρατηγικής σημασίας επιχειρήσεων – πυλώνων του κλάδου της ενέργειας [ΔΕΗ (ΑΔΜΗΕ, ΔΕΔΔΗΕ), ΕΛΠΕ, ΔΕΠΑ, ΔΕΣΦΑ, ΕΠΑ], ως αναγκαία συνθήκη.

  6. Ταχεία αντιστροφή των ν/φ πολιτικών «απελευθέρωσης της αγοράς ενέργειας» και ιδιωτικοποιήσεων που κυριάρχησαν τις προηγούμενες δεκαετίες – στην Ελλάδα από το 1999 - με την εμπορευματοποίηση της ενέργειας και την ιδιωτικοποίηση του κλάδου.

  7. Ανατροπή του ρυθμιστικού πλαισίου της χονδρεμπορικής και λιανικής αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας, των μηχανισμών τιμολόγησης και των χρεώσεων, των επιδοτήσεων, των ποικίλων προνομιακών ρυθμίσεων και ευρύτερα του καθεστώτος λειτουργίας (θεσμικό πλαίσιο) των ιδιωτών παραγωγών. Η στροφή σε κριτήρια κοινωνικής – περιβαλλοντικής ρύθμισης και ο πρωταγωνιστικός ρόλος του δημοσίου, εξοικονομεί πόρους στο εσωτερικό του ίδιου του κλάδου. Ιδιαίτερη μέριμνα και ρύθμιση δίκαιης διευθέτησης του προβλήματος πρέπει να υπάρξει για τους μικρούς και πολύ μικρούς παραγωγούς των ΑΠΕ και τους αγρότες που ωθήθηκαν στην επένδυση του “χρυσορυχείου” των ΑΠΕ και σήμερα απειλούνται με οικονομική καταστροφή.

  8. Άμεση ανάκληση του μνημονιακού μέτρου εξίσωσης του ΕΦΚ. Επείγοντα δραστικά μέτρα για την πάταξη της νοθείας στα καύσιμα, του λαθρεμπορίου καυσίμων και ειδικά στο ναυτιλιακό πετρέλαιο.

  9. Έναρξη διαδικασιών κατάρτισης ολοκληρωμένου και δημοκρατικού Μακροχρόνιου Στρατηγικού Ενεργειακού Σχεδιασμού

  10. Χωροθέτηση των ενεργειακών εγκαταστάσεων με κοινωνικά-περιβαλλοντικά κριτήρια και κοινωνική διαβούλευση με τη συμμετοχή των τοπικών κοινωνιών και ιδιαίτερα ριζική αναθεώρηση των χωροταξικών ρυθμίσεων για τις Α.Π.Ε σε εντελώς νέα βάση. Διαμόρφωση θεσμικού πλαισίου, δέσμης κινήτρων και μέτρων, για την προώθηση της κοινωνικής παραγωγής όλων των μορφών, με έμφαση στην αποκέντρωση της παραγωγής και της σύνδεσης του τόπου παραγωγής με τον τόπο κατανάλωσης.

  11. Αξιοποίηση της διείσδυσης του φ/α, κατά προτεραιότητα, στην απευθείας κατανάλωσή του ιδιαίτερα στον οικιακό τομέα, στη βιοτεχνία και στη βιομηχανία αντί της προώθησής του για παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας. Αξιοποίηση της απόβλητης θερμότητας των θερμοηλεκτρικών σταθμών για τηλεθέρμανση κοντινών οικισμών και πόλεων και για παραγωγικούς σκοπούς (θερμοκήπια, ξηραντήρια κ.ά.)

  12. Απεγκλωβισμός των κοινωνιών στα ενεργειακά κέντρα της χώρας (Πτολεμαΐδα, Μεγαλόπολη) από την πρόσδεση –μονοκαλλιέργεια – στην παραγωγή ενέργειας από ορυκτά καύσιμα. Απαιτείται ένα πρόγραμμα ολοκληρωμένης αξιοβίωτης ανάπτυξης των περιοχών με κατά το δυνατόν αποκατάσταση των σοβαρότατων περιβαλλοντικών επιπτώσεων. Πρόκειται για μια ενδεχομένως μακρά και δύσκολη διαδικασία που προϋποθέτει τόσο την οργανική συμμετοχή των τοπικών κοινωνιών όσο τη δέσμευση σημαντικών δημόσιων πόρων.

  13. Τα αποθέματα ασφαλείας 90 ημερών θα διατηρούνται εντός της χώρας αντί του εξωτερικού.

  14. Απόρριψη της πυρηνικής ενέργειας. Ανάληψη πρωτοβουλίας σε περιφερειακό (Βαλκάνια – Αν. Μεσόγειο), Ευρωπαϊκό και διεθνές επίπεδο για την αποτροπή κάθε νέας εγκατάστασης και τον ορισμό χρονοδιαγράμματος για το οριστικό κλείσιμο των υπαρχουσών.

  15. Απόρριψη της παραγωγής βιοκαυσίμων από ενεργειακές καλλιέργειες σε βάρος άλλων καλλιεργειών. Πιθανή αξιοποίηση υπολειμμάτων παραγωγικών διαδικασιών ως βιομάζας για παραγωγή ενέργειας.

  16. Απαγόρευση της εξόρυξης σχιστολιθικού αερίου και πετρελαίου (Shale gas / oil) και της υδραυλικής ρωγμάτωσης (fracking). Πέρα από το γεγονός ότι η στροφή στα μη–συμβατικά ορυκτά καύσιμα οδηγεί ταχύτατα στην καλπάζουσα κλιματική αλλαγή, η υδραυλική ρωγμάτωση είναι μια περιβαλλοντικά καταστροφική μέθοδος εξόρυξης που συνδέεται: α) με την κατανάλωση τεραστίων ποσοτήτων νερού, β) με την ταξική και ραδιενεργό ρύπανση επιφανειακών και υπογείων υδάτων, γ) με υψηλές εκπομπές GHGs και ιδιαίτερα μεθανίου, δ) με αλλαγές στις χρήσεις γης και ε) με προβλήματα επαγόμενης σεισμικότητας.

Κεντρικοί κόμβοι και του νέου υποδείγματος - μεσοπρόθεσμες στοχεύσεις και μετασχηματισμοί

Μακροχρόνιος Στρατηγικός Ενεργειακός Σχεδιασμός

Ο απαραίτητος ολοκληρωμένος, δημόσιος και δημοκρατικός Μακροχρόνιος Στρατηγικός Ενεργειακός Σχεδιασμός θέτει τις βάσεις του ενεργειακού μοντέλου σε μέσο-μακροπρόθεσμο επίπεδο. Συγκροτείται σε τέσσερεις βασικές αλληλένδετες λειτουργίες:

α) απάντηση στα θεμελιώδη ερωτήματα: i) των «υποκειμένων» που σχεδιάζουν, παράγουν, διαχειρίζονται, ελέγχουν, καταναλώνουν, ii) καθορισμού των κριτηρίων και των μεθόδων αξιολόγησης, iii) του προσδιορισμού των ενεργειακών κοινωνικών αναγκών και της ποσότητας της ενέργειας που απαιτείται, iii) του τρόπου που αυτή θα παράγεται, iv) των επιλεγόμενων μέσων, v) του συνολικού κόστους σε όρους κοινωνικού κόστους και vi) της δυναμικής εξέλιξης στο χρόνο.

β) πλατιά δημοκρατική διαδικασία εκπόνησής του. Συγκεκριμένα: ίδρυση δημόσιου φορέα που αναλαμβάνει το συντονισμό υλοποίησης του, δημόσιες επιχειρήσεις ενέργειας, επιστημονικοί – τεχνικοί – κοινωνικοί φορείς, συνδικαλιστικοί φορείς των εργαζομένων που σχετίζονται με τον τομέα, αυτοδιοίκηση, συνεταιριστικά/συνεργατικά σχήματα, ευρύτερα κοινωνικές οργανώσεις και τοπικά κινήματα για την ενέργεια.

γ) διαδραστική διάρθρωση και σύνδεση των επιπέδων με επίκεντρο το εθνικό – διεθνές, ευρωπαϊκό, περιφερειακό – και αντίστοιχα περιφερειακό και δημοτικό/τοπικό. Η λειτουργία αυτή είναι μεγάλης σημασίας καθώς συνδέεται με την συνολική διαδικασία αποκέντρωσης της παραγωγής, σύνδεσης του τόπου παραγωγής με τον τόπο κατανάλωσης, αλλά και της αποκατάστασης της οικολογικής ισορροπίας. Σε αυτό το πλαίσιο μπορεί να ενταχθεί και ένα πρόγραμμα προσέλκυσης εργαζομένων και ανέργων από τα αστικά κέντρα προς την περιφέρεια, ενίσχυσης του παραγωγικού ιστού στην ύπαιθρο γενικά και ειδικά στις ορεινές περιοχές και τα νησιά. Τέλος, προβλέπει και σχεδιάζει τις απαραίτητες διασυνδέσεις των δικτύων μεταφοράς με γειτονικές χώρες, με αμοιβαία επωφελείς συμφωνίες ανταλλαγής, στο πλαίσιο της ισότιμης και αλληλέγγυας οικονομικής συνεργασίας που συμβάλλει στην ευστάθεια και ασφάλεια του συστήματος.

Ρόλος και λειτουργία του δημόσιου τομέα
  • Η πλήρης ανάκτηση της κρατικής μορφής ιδιοκτησίας των στρατηγικών ενεργειακών επιχειρήσεων αποτελεί αναγκαία αλλά όχι ικανή συνθήκη. Στη δική μας αντίληψη η κατεύθυνση αυτή διαρθρώνεται σε τρία επίπεδα: α) κρατική μορφή ιδιοκτησίας των επιχειρήσεων, β) μετατροπή τους σε δημόσιες επιχειρήσεις, λειτουργία με κριτήρια δημοσίου συμφέροντος και συγκεκριμένα κοινωνικών και περιβαλλοντικών αναγκών και γ) κοινωνικοποίησή τους, που μεταφράζεται σε έλεγχο από την κοινωνία και τους εργαζόμενους, με προώθηση της αποκέντρωσης και διάχυσης –κοινωνικοποίησης – της παραγωγής.

  • Ο δημόσιος χαρακτήρας δε μπορεί να αναπαράγει τη μέχρι σήμερα λειτουργία των ΔΕΚΟ, με τις παθογένειες διαφθοράς, αδιαφάνειας, πελατειακών σχέσεων, εξυπηρέτησης ιδιωτικών συμφερόντων και συνολικά κομματικής-κυβερνητικής εκμετάλλευσης που παρατηρούνται. Στον αντίποδα, η επιχειρησιακή και κοινωνική αποτελεσματικότητα, θα στηρίζεται στην πλήρη διαφάνεια και στη δημοκρατική λειτουργία με έλεγχο της κοινωνίας, των εργαζομένων και του κοινοβουλίου. Μια 100% δημόσια, ενιαία και καθετοποιημένη ΔΕΗ, θα συμβάλλει καθοριστικά στον ενεργειακό σχεδιασμό, στην εξοικονόμηση ενέργειας, στην αποκέντρωση καθώς επίσης και στη διαδικασία σταδιακής απεξάρτησης από τα ορυκτά καύσιμα (λιγνίτη), με την προώθηση της διείσδυσης των ΑΠΕ, διασφαλίζοντας παράλληλα, την ευστάθεια του συστήματος, σχεδιάζοντας και εξασφαλίζοντας (υλοποίηση) τις απαραίτητες επενδύσεις σε νέες υποδομές αλλά και τη συνέργεια και υποβοήθηση - με παροχή τεχνογνωσίας και μέσων - οργάνωσης του κοινωνικού κλάδου της παραγωγής ενέργειας.

  • Τέλος με την ανάκτηση των ΕΛΠΕ, το δημόσιο θα μπορεί αποφασιστικά να παρέμβει στον κλάδο των πετρελαιοειδών για τον έλεγχο των τιμών στον τομέα της εμπορίας και την αντιστροφή της κατάστασης οξείας ρύπανσης στο Θριάσιο, με την λήψη επειγόντων μέτρων.

Εξοικονόμηση – Ενεργειακή Απόδοση
  • Στην δική μας αντίληψη η σύνδεση της εκτεταμένης εξοικονόμησης ενέργειας και της αύξησης της ενεργειακής απόδοσης εντάσσεται στον στόχο μείωσης, σε απόλυτα μεγέθη, της συνολικής παραγωγής και κατανάλωσης ενέργειας, εξυπηρετώντας συνδυασμένα τους στόχους της επάρκειας, της απεξάρτησης από τα ορυκτά καύσιμα και της ανάσχεσης της κλιματικής αλλαγής.

  • Οι πολιτικές για την ενεργειακή εξοικονόμηση και την αύξηση της ενεργειακής απόδοσης μπορούν γενικά να δώσουν ώθηση σε μια σειρά εγχώριων παραγωγικών δραστηριοτήτων που εκτείνονται από τον τομέα των κατασκευών και της βιομηχανίας (εγχώρια παραγωγή τεχνολογικού εξοπλισμού, υλικών κατασκευών) μέχρι τον τομέα των μελετών - σχεδιασμού που εμπλέκει το εγχώριο επιστημονικό –τεχνικό δυναμικό. οι πολιτικές κινήτρων συνδυάζουν πλέγμα μέτρων που σχετίζονται με την φορολογική πολιτική, την πιστωτική πολιτική (τράπεζες) και την τιμολογιακή πολιτική για την ενέργεια – κίνητρα χρηματοδότησης (επιδότηση κόστους κεφαλαίου), φορολογικές απαλλαγές, ταμείο προώθησης από διαβαθμισμένη φορολόγηση ενεργοβόρων δραστηριοτήτων και υψηλής (πολυτελούς) κατανάλωσης και αξιοποίηση ευρωπαϊκών πόρων (εάν διατίθενται).

  • Τα πετρελαϊκά προϊόντα που αποτελούν το 66% της τελικής κατανάλωσης ενέργειας κατευθύνονται κυρίως στους δύο πιο ενεργοβόρους τομείς, τις μεταφορές (45%) και τον οικιακό τομέα (24%) με αθροιστική συμμετοχή στην τελική κατανάλωση 69%. Η ριζική παρέμβαση στους δύο αυτούς τομείς για την απεξάρτηση από τα ορυκτά καύσιμα και ιδιαίτερα από τα πετρελαϊκά προϊόντα αποτελεί πρώτη προτεραιότητα.

  • Ανάπτυξη πυκνών δικτύων μαζικών μέσων μεταφοράς (ΜΜΜ) και συγκοινωνιών, μέσων σταθερής τροχιάς και ιδιαίτερα ηλεκτροκίνητων, τόσο για συγκοινωνίες αστικές ή μη, όσο και για εμπορευματικές μεταφορές.

  • Ευρύ πρόγραμμα ενεργειακής αναβάθμισης κτιρίων με προτεραιότητα στα δημόσια κτίρια και χώρους (π.χ. βιοκλιματικές αναπλάσεις). Προώθηση βιοκλιματικής αρχιτεκτονικής, εξοικονόμησης και εισαγωγής νέων τεχνολογιών στο φωτισμό δημόσιων χώρων και δρόμων. Θέσπιση πολιτικής κινήτρων για τους ιδιώτες.

  • Προγράμματα εξοικονόμησης με πολιτική κινήτρων -αντικινήτρων και για τους τομείς της γεωργίας, της βιομηχανίας και της εμπορίας -υπηρεσιών.

  • Κεντρικό ρόλο θα παίξει η κινητοποίηση θεσμών και δημοσίων φορέων ΟΤΑ α΄ και β΄ βαθμού, τα δημόσια πανεπιστήμια και πλήθος επιστημονικών, τεχνικών και κοινωνικών φορέων και οργανισμών καθώς επίσης και η κινητοποίηση γενικά του εγχώριου επιστημονικού, τεχνικού και εργατικού δυναμικού, με πειραματισμό νέων θεσμών και κινήτρων στην κατεύθυνση της κοινωνικής οικονομίας με δημιουργία π.χ. συνεταιριστικών σχημάτων και άλλων μορφών οργάνωσης ομάδων νέων ανέργων που δεν θα αναπαράγουν την κλασική επιχειρηματική μορφή.

Α.Π.Ε
  • Οι ΑΠΕ στα πλαίσια του ριζοσπαστικού οικολογικού σχεδίου της Αριστεράς, δεν αντιμετωπίζονται απλώς ως μια τεχνολογική μετάβαση, αλλά συνδέονται άρρηκτα με τα χαρακτηριστικά της ενέργειας κοινωνικού-δημόσιου αγαθού, αποτελώντας πυρήνα του κοινωνικού-οικολογικού ενεργειακού μετασχηματισμού και του στόχου μετάβασης σε μια «οικονομία των αναγκών».

  • Η προώθηση των Α.Π.Ε διενεργείται στον αντίποδα του σημερινού μοντέλου ανεξέλεγκτης εγκατάστασης ΒΑΠΕ, με κριτήρια κοινωνικής-περιβαλλοντικής ρύθμισης. Το κριτήριο του κέρδους αντικαθίσταται από το κριτήριο ικανοποίησης των ενεργειακών αναγκών, είτε παραγωγικών, είτε καταναλωτικών. Βάσει της αρχής αυτής και στο πλαίσιο της συνολικής μας πρότασης ενεργειακής πολιτικής θεσμοθετείται η αντίστοιχη πολιτική κινήτρων για την επιδότηση πραγματοποίησης της επένδυσης Α.Π.Ε. για την κάλυψη συγκεκριμένων ενεργειακών αναγκών, αντί της παραγωγής κέρδους από την επιδοτούμενη διανομή της ενέργειας στο δίκτυο.

  • Η προώθηση των Α.Π.Ε συνεπάγεται την κινητοποίηση σε δημοκρατικές διαδικασίες σχεδιασμού, χωροθέτησης, παραγωγής και ελέγχου, ευρύτατων κοινωνικών δυνάμεων: δημόσιες επιχειρήσεις ενέργειας, επιστημονικοί – τεχνικοί – κοινωνικοί φορείς (π.χ. δημόσια πανεπιστήμια, ΚΑΠΕ, ΤΕΕ κ.λ.π), συνδικαλιστικοί φορείς των εργαζομένων που σχετίζονται με τον τομέα, τοπική αυτοδιοίκηση (ΟΤΑ) α΄ και β΄ βαθμού, τοπικά κινήματα για την ενέργεια, και ευρύτερα τοπικές κοινωνίες και τα νέα σχήματα του τομέα της κοινωνικής οικονομίας που θα αναδύονται.

  • Η ανάπτυξη δημόσιων ενεργειακών υποδομών αλλά και εγχώριας παραγωγής συστημάτων και μονάδων Α.Π.Ε αποτελεί προτεραιότητα. Ο σχεδιασμός και η ανάπτυξη νέων τεχνολογιών, η διαφοροποίηση των υπαρχουσών ώστε να είναι συμβατές με τις εκάστοτε ανάγκες και η απεξάρτηση από το επιβαλλόμενο τεχνικό-τεχνολογικό μονοπώλιο μεγάλων ομίλων είναι στοιχεία ζωτικής σημασίας. Ιδιαίτερα στην αξιολόγηση και ανάπτυξη των τεχνολογιών αποθήκευσης, στο σχεδιασμό των δικτύων, με εισαγωγή έξυπνων δικτύων (smart grids) στην παραγωγή των ίδιων των συστημάτων Α.Π.Ε. (π.χ. εξοπλισμός Α/Γ, βάσεις και πάνελ φ/β) είναι σημαντικό να αναπτυχθεί εγχώρια βιομηχανία αξιοποιώντας όλες τις υπάρχουσες δυνατότητες και επιχειρήσεις για την κατασκευή τους (π.χ. ναυπηγεία Σκαραμαγκά, ΕΑΒ).

  • Πέρα από τον δημόσιο τομέα η ανάπτυξη των ΑΠΕ από αυτοπαραγωγούς (οικιακούς, γεωργούς, κτηνοτρόφους, βιοτέχνες, τουριστικές μονάδες), συνεταιριστικά/συνεργατικά σχήματα, εταιρίες λαϊκής βάσης, ΟΤΑ, προωθείται με μια πολιτική κινήτρων για τη μαζική εγκατάσταση μικρής κλίμακας συστημάτων ΑΠΕ, που στοχεύουν στην ανάπτυξη της κοινωνικής και αποκεντρωμένης παραγωγής ενέργειας, για παραγωγική ή καταναλωτική χρήση με «καθαρή» και φθηνή ενέργεια από Α.Π.Ε. που ενισχύει και τα χαρακτηριστικά ενεργειακής αυτονομίας.

  • Η χωροθέτηση των Α.Π.Ε πρέπει κατά προτεραιότητα να κατευθύνεται στον δομημένο χώρο, α) αστικό περιβάλλον και κτήρια (ιδιαίτερα σχολεία, νοσοκομεία, ΑΕΙ, κ.α) σύμφωνα με σαφείς χωροτακτικούς και πολεοδομικούς κανόνες, β) στις ΒΙΠΕ, γ) κατά μήκος των οδικών αξόνων, δ) σε στρατόπεδα. Ζώνες αποκλεισμού πρέπει να αποτελούν: α) οι χαρακτηρισμένες περιοχές απολύτου προστασίας, β) οι οικότοποι προτεραιότητας του Δικτύου Natura, γ) οι βραχονησίδες, δ) όλοι οι υγρότοποι, ε) η γη υψηλής παραγωγικότητας, ζ) όλες οι βουνοκορφές πάνω από το δασοόριο, στ) διατηρητέοι οικισμοί και κτίρια.

  • Στη γεωργία οι Α.Π.Ε μπορούν να διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο. Πέρα από την μεμονωμένη αυτοπαραγωγή θα μπορούσαν να δημιουργηθούν συνεταιριστικά σχήματα από ομάδες αγροτών αξιοποιώντας, ανάλογα με τις ιδιαιτερότητες, την αντίστοιχη μορφή εγκατάστασης Α.Π.Ε (αιολικά, φ/β, γεωθερμία, ή βιοαέριο) αξιοποιώντας την ενέργεια στην ίδια την γεωργική παραγωγή, αλλά και στα επόμενα στάδια της επεξεργασίας και της τυποποίησης σε τοπικό επίπεδο. Μέσα από τέτοιες συνεταιριστικές μορφές μπορούν να δημιουργηθούν μονάδες παραγωγής βιοαερίου με την αξιοποίηση γεωργικών-κτηνοτροφικών και δασικών υλοτομικών υπολειμμάτων και υποπροϊόντων, όπως και υπολειμμάτων κήπου, με την παραγωγής θερμότητας, ηλεκτρικής ενέργειας, εδαφοβελτιωτικών, για πληθώρα χρήσεων.

  • Στον κτιριακό τομέα με την καθοριστική συμβολή των ΟΤΑ, μπορούν να προωθηθούν για τα δημόσια κτίρια (κατ’ απόλυτη προτεραιότητα), αλλά και για τα ιδιωτικά, με πολιτική κινήτρων, εκτεταμένα προγράμματα εφαρμογών γεωθερμίας για τη θέρμανση των κτηρίων, εγκατάσταση φ/β στις στέγες καθώς επίσης πολύ μικρών Α/Γ (ηλεκτρισμός) και φυσικά ηλιακών συστημάτων.

  • Χρήσιμες μπορούν να είναι και οι εφαρμογές γεωθερμίας είτε για την παραγωγή ηλεκτρισμού, είτε θερμότητας (θέρμανση κτιρίων, γεωργικός τομέας –θερμοκήπια) και ιδιαίτερα στα πεδία υψηλής ενθαλπίας. Για τις μεγάλης κλίμακας εφαρμογές απαιτείται προσεκτικός σχεδιασμός και εφαρμογή τεχνολογιών με συμμετοχή σε όλα τα στάδια της τοπικής κοινωνίας, ώστε να αποφευχθούν αρνητικά φαινόμενα του παρελθόντος.

  • Εξίσου αυστηρό πλαίσιο κανόνων (περιβαλλοντικών, κοινωνικών, χωροθέτησης κ.λ.π.) πρέπει να ακολουθείται και στην ανάπτυξη των μικρών Η/Υ εγκαταστάσεων Α.Π.Ε., με επανακαθορισμό του ορισμού τους, π.χ. πρόταση επαναφοράς όριου μεγέθους 5 MW, καθορισμού της τεχνολογικής μορφής -αξιοποίηση συνεχούς ροής αντί κατασκευής ταμιευτήρων -, περιορισμών χωροθέτησης και ένταξής τους στον Μακροχρόνιο Στρατηγικό Ενεργειακό Σχεδιασμό .

  • Στο πλαίσιο, της συνολικής πολιτικής μας για τις Α.Π.Ε., είμαστε αντίθετοι στα μεγάλα υδροηλεκτρικά έργα.

  • Απαιτείται ορισμός αντιτίμου για τις δημόσιες εκτάσεις που έχουν καταληφθεί και την εκμετάλλευση πόρων (νερού, αιολικού δυναμικού κ.λ.π.) από υφιστάμενες εγκαταστάσεις, για την αποκατάσταση κοινωνικών και περιβαλλοντικών επιπτώσεων.

  • Τέλος, σημαντική είναι η εφαρμογή της αρχής διαρκούς παρακολούθησης και λειτουργίας όλων των εγκαταστάσεων.

Ενεργειακό Κόστος Βιομηχανίας (αναλυτικά - παράρτημα – 7.3.5)

Το θέμα του ενεργειακού κόστους στη βιομηχανία και ιδιαίτερα στη βαριά ενεργοβόρα βιομηχανία έχει αναδυθεί στην επικαιρότητα τους τελευταίους μήνες σε εγχώριο αλλά και ευρωπαϊκό επίπεδο8. Εντάσσεται σε ένα συνολικό πλαίσιο άσκησης ισχυρών πιέσεων από την πλευρά της ευρωπαϊκής βαριάς βιομηχανίας για μείωση του κόστους ενέργειας μέσα από διμερείς συμβάσεις, συμβάσεις διακοψιμότητας, απαλλαγές κ.λπ. Εν πολλοίς, ζητούν να επιδοτηθεί το ενεργειακό τους κόστος σε βάρος της κοινωνίας, προκειμένου να αυξηθεί η ανταγωνιστικότητά τους στις διεθνείς αγορές.

Συνοπτικά:

Η ενεργοβόρα βιομηχανία δεν μπορεί, διαρκώς, να επιδοτείται στο κόστος λειτουργίας, εν προκειμένω στο κόστος ενέργειας, από την κοινωνία και το δημόσιο, που επωμίζονται το βάρος, με την πραγματοποίηση αντίστροφης αναδιανομής εισοδήματος, την πρόσδεση σε μια ενεργοβόρα παραγωγή και τη διατήρηση του παρόντος ενεργειακού μοντέλου.

Αποτελεί πλήρως αναποτελεσματικό – κοινωνικά, περιβαλλοντικά, οικονομικά- υπόδειγμα αυτό της στήριξης ενός βιομηχανικού μοντέλου που βασίζεται στη σπατάλη ενέργειας και ταυτόχρονα στην απορρόφηση πολύτιμων οικονομικών πόρων από το σύνολο της παραγωγής, το κοινωνικό κράτος και την κοινωνία ευρύτερα, ώστε να καλύπτεται το έλλειμμα στις επενδύσεις εισαγωγής σύγχρονης τεχνολογίας, μέτρων εξοικονόμησης και αύξησης της ενεργειακής απόδοσης των ιδιωτικών βιομηχανιών (προκειμένου να αυξάνει βραχυπρόθεσμα η ιδιωτική κερδοφορία), καθώς επίσης και να αντισταθμίζεται η πτώση ζήτησης.

Η διαιώνισή του, πέρα από την αναδιανομή πόρων και εισοδημάτων υπέρ λίγων και αντικίνητρο για επενδύσεις αύξησης της ενεργειακής απόδοσης και αντι-ρύπανσης, υπονομεύει το σύνολο της εγχώριας παραγωγής, δημιουργώντας ένα ντόμινο διάχυσης της οικονομικής αναποτελεσματικότητας που ταυτόχρονα αυξάνει τη συνολική ανεργία.

Απαιτούνται άμεσα επενδύσεις για την εισαγωγή νέων τεχνολογιών αλλά και συστημάτων αυτοπαραγωγής9 που μειώνουν το ενεργειακό κόστος και την εκπεμπόμενη ρύπανση. Η ανάληψη του κόστους πρέπει να προέλθει πρωτίστως από τις ίδιες τις επιχειρήσεις που συσσώρευαν κέρδη και δευτερευόντως από μια πολιτική κινήτρων αλλά και κανονιστικών μέτρων (π.χ. ρήτρα ενεργειακής απόδοσης) που θα προωθούν την πραγματοποίηση τέτοιων επενδύσεων, έχοντας θετικό πολλαπλασιαστικό αποτέλεσμα τόσο για το σύνολο της παραγωγής και των συνολικών θέσεων εργασίας, όσο και για το περιβάλλον και την αλλαγή του ενεργειακού μοντέλου.10

7.3.6. Για τα δικαιώματα για την προστασία των ζώων

Στο ζήτημα των Δικαιωμάτων και της Προστασίας των Ζώων η στάση μας είναι πολιτική και βιοηθική, ενάντια στην αδικία, την ασύδοτη εκμετάλλευση των ζώων, την αδιαφορία της πολιτείας και της κοινωνίας.

Τα ζώα ως συναισθανόμενα και νοήμονα όντα πονούν, υποφέρουν, βασανίζονται.

Φέρνουμε το θέμα στον πυρήνα της γενικότερης συζήτησης για τα δικαιώματα, τη βιώσιμη/αειφόρο ανάπτυξη, τον ανθρώπινο πολιτισμό – το παρόν και το μέλλον του.

Αδέσποτα

Αυστηρή εφαρμογή από Περιφέρεια και δήμους του Ν. 4039/12 και των τροποποιήσεων του Ν. 4235/14 που προβλέπουν: περισυλλογή, θεραπεία, εμβολιασμό, στείρωση, σήμανση, επανατοποθέτηση, φιλοξενία, υιοθεσία, ευαισθητοποίηση της κοινωνίας, μέριμνα (τάισμα/ πότισμα).

  • Συστηματικός έλεγχος από τις φιλοζωικές οργανώσεις, βελτίωση σχετικής νομοθεσίας.

  • Μετατροπή της κακοποίησης/εγκατάλειψης ζώου από πλημμέλημα σε κακούργημα.

  • Ίδρυση Ειδικής Υπηρεσίας για τα Ζώα στην ΕΛ.ΑΣ.

Κυνήγι

  • Αυστηρή εφαρμογή κείμενης νομοθεσίας περί κυνηγετικών αδειών.

  • Περαιτέρω περιορισμός της κυνηγετικής δραστηριότητας, χρονικά/χωρικά.

  • Δημιουργία νέων/επέκταση υφιστάμενων πάρκων προστατευόμενης άγριας ζωής.

  • Ουσιαστική πάταξη λαθροθηρίας με αυτόφωρες διαδικασίες/αύξηση προστίμων/αποτελεσματικότερη φύλαξη.

  • Τακτικοί έλεγχοι για εξακρίβωση προϊόντων λαθροθηρίας σε καταστήματα εστίασης/πώλησης κρέατος και υπαίθριες αγορές/ αυστηροποίηση ποινών.

  • Αναβάθμιση της θηροφυλακής, μη εξαρτώμενης από το κυνηγετικό λόμπι. Κατάργηση διατάξεων με τις οποίες παραχωρούνται δημόσιες εξουσίες σε ιδιωτικούς φορείς στον τομέα της δασοφυλακής-θηροφυλακής.

Pet-Shops και παράνομο εμπόριο ζώων

  • Απαγόρευση πώλησης άγριων ζώων.

  • Απαγόρευση φύλαξης κατοικίδιων στους χώρους/βιτρίνες των καταστημάτων. Να επιτρέπεται μόνο η διαμεσολάβηση προς νόμιμους εκτροφείς.  

Αυστηρός έλεγχος/πάταξη της παράνομης εμπορίας ζώων. Παραγωγικά Ζώα

  • Σταδιακός περιορισμός της εντατικής κτηνοτροφίας· εκπόνηση αειφόρου/προοδευτικής κτηνοτροφικής πολιτικής για την ελαχιστοποίηση των αρνητικών επιπτώσεων για το περιβάλλον, τη δημόσια υγεία, τις τοπικές κοινωνίες, την ευζωία των ζώων.

  • Αυστηρότεροι έλεγχοι σε όλα τα στάδια παραγωγής και μεταφοράς, ορθή εφαρμογή των Ευρωπαϊκών Οδηγιών με στόχο την καλύτερη μεταχείριση των ζώων. Αναλυτική σήμανση σε κάθε στάδιο παραγωγής.

  • Καθολική απαγόρευση θανάτωσης ζώων δίχως αναισθητοποίηση.

  • Εντοπισμός και σφράγιση των παράνομων εκτροφείων/σφαγείων, καταπολέμηση της διαφθοράς των κτηνιατρικών υπηρεσιών, λειτουργικός εκσυγχρονισμός τους.

  • Απαγόρευση εξαγωγής ζώντων ζώων.

Γουνεμπόριο

  • Η σύγχρονη διεθνής τάση σε όλο τον πολιτισμένο κόσμο τείνει προς την κατάργηση των εκτροφείων γουνοφόρων ζώων και του εμπορίου γούνας.

  • Σε αρκετές ευρωπαϊκές χώρες, πρόσφατες αποφάσεις των κοινοβουλίων καταργούν είτε περιορίζουν δραστικά τις σχετικές δραστηριότητες (Ηνωμένο Βασίλειο,  Αυστρία, Κροατία, Ολλανδία, Σλοβενία κλπ).

  • Στη χώρα μας, σε συνεργασία με τις τοπικές κοινωνίες της Δυτικής Μακεδονίας, προτείνουμε την αλλαγή του παραγωγικού μοντέλου, τη σταδιακή κατάργηση του γουνεμπορίου σε βάθος χρόνου και την αντικατάσταση της κυριαρχίας της γούνας στην τοπική οικονομία με άλλες αειφορικές, φιλικές προς το περιβάλλον δραστηριότητες και στρατηγικό στόχο την εξασφάλιση βιώσιμης απασχόλησης στον ντόπιο πληθυσμό.

  • Σε αυτό το πλαίσιο, θεωρούμε απαραίτητο το φραγμό στην αδειοδότηση για νέα εκτροφεία/επέκταση υφιστάμενων και παράλληλα την απαρέγκλιτη εφαρμογή όλων των προβλεπομένων από την ευρωπαϊκή νομοθεσία προνοιών για την ευζωία και την ευθανασία των εκτρεφόμενων γουνοφόρων.

Πειραματόζωα

  • Αυστηροποίηση αδειοδότησης χρήσης πειραματόζωων.

  • Μέχρι τη δημιουργία κατάλληλου εδάφους για την πλήρη κατάργηση της χρήσης πειραματόζωων, αποδεχόμαστε την υπεύθυνη/περιορισμένη χρήση τους και ταυτόχρονα εναντιωνόμαστε στην εργαλειοποίησή τους.

Ανάπτυξη Φιλοζωϊκής Συνείδησης/Παιδεία

Στόχος του ΣΥΡΙΖΑ είναι η διαμόρφωση μιας κοινωνίας που σέβεται και προστατεύει τη φύση και τα ζώα. Στην κατεύθυνση της καλλιέργειας φιλοζωικής συνείδησης καθοριστικός είναι ο ρόλος του σχολείου.

Προτείνουμε την ένταξη μαθήματος και δράσεων με το κατάλληλο περιεχόμενο στο επίσημο σχολικό πρόγραμμα.

Θέσπιση Ειδικής Γραμματείας για τα Δικαιώματα και την Προστασία των Ζώων

7.3.7. Αστικό πράσινο και κοινόχρηστοι χώροι

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Το αστικό πράσινο στην Ελλάδα, εδώ και δεκαετίες αντιμετωπίζεται ως ζήτημα αισθητικής και ως συμπληρωματική παρέμβαση εξωραϊσμού των αστικών κέντρων και όχι ως βασικός περιβαλλοντικός παράγοντας, στα πλαίσια μιας βιώσιμης πόλης. Η έλλειψη χώρων αστικού πρασίνου στις ελληνικές πόλεις, δεν προέκυψε ως αποτέλεσμα κοντόφθαλμων επιλογών αλλά αποτέλεσε εξ αρχής πολιτική επιλογή εξυπηρέτησης μικρότερων και μεγαλύτερων οικονομικών συμφερόντων. Στα τελευταία χρόνια της επικράτησης των νεοφιλελεύθερων πολιτικών, έχει νομιμοποιηθεί πλήρως η επιχειρηματική εκμετάλλευση των κοινόχρηστων χώρων, ως μόνης ρεαλιστικής λύσης επιβίωσης των ελάχιστων πνευμόνων πρασίνου.

ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΟΣ

Από τον 19ο αιώνα που το νεοσύστατο ελληνικό κράτος επέλεξε ως πρωτεύουσα την Αθήνα, ήταν ήδη γνωστή η σπουδαιότητα του αστικού και του περιαστικού πρασίνου για το επίπεδο διαβίωσης των κατοίκων της νέας πόλης. Με παρεμβάσεις όπως τη δενδροφύτευση των λόφων της Αθήνας, τη δημιουργία κήπων στο κέντρο της και μεγάλων αλσών χιλιάδων στρεμμάτων στις παρυφές της και την αναδάσωση των περιαστικών ορεινών όγκων, οι πολεοδόμοι και οι δασολόγοι της εποχής, σχεδίαζαν την νέα πρωτεύουσα με πρώτιστο κριτήριο την περιβαλλοντική αναβάθμιση και τη βελτίωση του μικροκλίματος της πόλης και δευτερευόντως την αισθητική της ανάπλαση.

Ο λόγος που οι παραπάνω σχεδιασμοί δεν υλοποιήθηκαν δεν διαφέρει από τον λόγο για τον οποίο όλα τα αστικά κέντρα που αναπτύχθηκαν τον προηγούμενο αιώνα στη χώρας μας, παρουσιάζουν την ίδια έλλειψη κοινόχρηστων χώρων αστικού πρασίνου: Η γη ως εμπόρευμα και ως πηγή γρήγορου πλουτισμού. Έκτοτε, ο κοινόχρηστος χώρος, προκύπτει ως περίσσευμα από την ανοικοδόμηση και όχι ως αποτέλεσμα συγκεκριμένων πολεοδομικών πολιτικών και παρεμβάσεων, καθώς προέχει αυτού το οικονομικό κέρδος των λογής συμφερόντων.

Παρόλ' αυτά, τις τελευταίες δεκαετίες, και αφού η διαβίωση στα ελληνικά αστικά κέντρα έχει γίνει περιβαλλοντικά “αβίωτη”, τα κινήματα των πολιτών ανέβασαν στην ατζέντα το πρόβλημα της έλλειψης του πρασίνου, αντιστάθηκαν στη μείωση των κοινόχρηστων χώρων και “απαίτησαν” τη δημιουργία νέων. Από τέτοιες δράσεις, κληρονομήσαμε μεταξύ άλλων και μια πλούσια νομολογία γύρω από το θέμα των αλσών-πάρκων και των κοινόχρηστων χώρων αστικού πρασίνου εν γένει.

Ωστόσο, τα “μνημονιακά” χρόνια, όπου με το πρόσχημα της κρίσης χρέους της χώρας, το εγχώριο και το ξένο κεφάλαιο βρίσκουν την ευκαιρία να πλιατσικολογήσουν στη δημόσια περιουσία, οι κοινόχρηστοι χώροι αστικού πρασίνου, βρίσκονται στο στόχαστρο, μαζί με τα βουνά μας, τους αιγιαλούς και τις παραλίες μας. Παράλληλα ακόμα και δημόσιοι φορείς, πιέζουν προς την νομιμοποίηση αυθαιρεσιών και την αλλαγή χρήσης κοινόχρηστων χώρων προκειμένου να χωροθετήσουν “κοινωφελείς” εγκαταστάσεις αντιμετωπίζοντας τούς ελεύθερους χώρους ως δωρεάν γη, ενώ οι απαλλοτριώσεις για δημιουργία νέων χώρων δεν υλοποιούνται ποτέ.

Για τα άλση-πάρκα και για τους λοιπούς κοινόχρηστους χώρους εν γένει, προκρίνεται, στη λογική “Τhere Ιs Νo Αlternative”, η ιδιωτικοποίηση μέρους ή όλου προκειμένου να συνεχίσουμε να διατηρούμε το δικαίωμα στο πράσινο. Τα τελευταία χρόνια πλήθος αυθαίρετων κατασκευών έχουν “νομιμοποιηθεί” ενώ σχεδιάζεται η εκχώρηση εκτάσεων για την κατασκευή εγκαταστάσεων, ακόμα και φαραωνικών, απολύτως ασύμβατων με το ρόλο και τον προορισμό των αλσών-πάρκων και των κοινόχρηστων αστικών χώρων.

ΟΡΑΜΑ ΚΑΙ ΜΕΤΡΑ

Οι κοινόχρηστοι χώροι αστικού πρασίνου είναι ζωτικής σημασίας για την οργάνωση του αστικού ιστού, εξυπηρετούν τις ανάγκες των κατοίκων και οδηγούν σε αναβάθμιση της ποιότητας ζωής τους, αφού:

  • Βελτιώνουν την ποιότητα του αέρα και συμβάλλουν στη μείωση της θερμοκρασίας

  • Συμβάλλουν στην απορρόφηση και το φιλτράρισμα της ηλιακής ακτινοβολίας

  • Βελτιώνουν το ακουστικό περιβάλλον της πόλης αφού απορροφούν τους θορύβους

  • Αποτελούν καταφύγια βιοποικιλότητας εντός του αστικού ιστού

  • Προσφέρουν πλήθος άυλες υπηρεσίες για τον κάτοικο (αναψυχή, κοινωνική συναναστροφή κλπ).


Η ανάγκη για την προστασία και ανάπτυξη του αστικού πρασίνου είναι αναντίρρητη και αποτελεί απόλυτη προτεραιότητα που δεν υποτάσσεται έναντι άλλων.

Στόχος είναι να επιτευχθεί αναδιανομή των χώρων πρασίνου σε όλη την πόλη με στόχο την εξασφάλιση ισότιμων αναλογιών έκτασης πρασίνου ανά κάτοικο. 

Η προσβασιμότητα όλων – και κυρίως όσων το έχουν περισσότερο ανάγκη - σε χώρους αστικού ή περιαστικού πρασίνου είναι ζήτημα δημοκρατίας

Να επαναπροσδιορίσουμε την προσέγγιση στο σχεδιασμό των πόλεων, με τέτοιο τρόπο ώστε να εξασφαλίζεται:

• η προστασία του περιβάλλοντος και της βιοποικιλότητας (κοινό αγαθό, συνταγματικά κατοχυρωμένο)

• η ποιότητα ζωής των κατοίκων (με στόχο τη βιοκλιματική αναβάθμιση των πόλεων) 

• αλλά και η προσβασιμότητα όλων στους χώρους αυτούς, που αποτελούν χώρο

έκφρασης της διαφορετικότητας, αναψυχής και πολυπολιτισμικότητας

  • Πρώτος στόχος είναι η αύξηση των τετραγωνικών μέτρων πρασίνου ανά εξυπηρετούμενο κάτοικο. Ενδιαφέρει και η ποσοτική αύξηση του πρασίνου ανά κάτοικο αλλά κυρίως ενδιαφέρει η χωρική κατανομή του πρασίνου να είναι τέτοια ώστε όλοι οι κάτοικοι να έχουν πρόσβαση σε ενιαίους χώρους υψηλού αρδευόμενου πρασίνου και όχι μόνο σε νησίδες και πλατείες. Ειδικά τα οικοδομικά τετράγωνα τα οποία είναι υψηλής πληθυσμιακής πυκνότητας, θα πρέπει να επισημανθούν και να τους δοθεί προσοχή.

  • Δεύτερος στόχος είναι η δημιουργία του δικτύου πρασίνου. Επί της ουσίας πρόκειται για δυο δίκτυα που θα ενοποιηθούν σε ένα. 

  • Ένα οικολογικό δίκτυο που θα συνδέσει τα ενδιαιτήματα και τους χώρους υψηλής οικολογικής σημασίας, με σκοπό την αποκατάσταση της κατάτμησης του τοπίου και της επαναφοράς της μετακίνησης και «μετανάστευσης» των ειδών.

  • Και ένα δεύτερο δίκτυο πρασίνου εξυπηρετήσεων των πολιτών, περιπατητικό και ποδηλατικό, που συνδέει όμορφες διαδρομές και κοινωφελείς χώρους με τα πάρκα και τους άλλους χώρους πρασίνου, ώστε να προάγει την άθληση, τον πολιτισμό και την ποιότητα ζωής

Και τα δυο μαζί, ενοποιημένα, είναι έτσι σχεδιασμένα, ώστε να συμβάλουν:

  • στην βιοκλιματική αναβάθμιση της πόλης

  • στο δροσισμό

  • στον αερισμό και

  • στη μείωση του φαινομένου των θερμών νησίδων

Άμεσα μέτρα για την προστασία και την ανάπτυξη του πρασίνου στις πόλεις μας:

  1. Κατάργηση των μνημονιακών διατάξεων με τις οποίες οι πόροι του Πράσινου Ταμείου δύνανται να δεσμεύονται κατά 97,5% για την αποπληρωμή του χρέους. Απόδοση των απαιτούμενων πόρων προς την τοπική αυτοδιοίκηση για την υλοποίηση απαλλοτριώσεων αποκλειστικά για χώρους πρασίνου, άλση και πάρκα καθώς και πράσινες διαδρομές.

  2. Κατάργηση όλων των διατάξεων με τις οποίες επιτρέπεται η αλλαγή του προορισμού των αλσών και η απόδοση των εκτάσεων σε άλλες χρήσεις (γήπεδα, αναψυκτήρια, ειδικές χρήσεις κλπ) παρά μόνο όσων κατασκευών είναι απαραίτητες για τη λειτουργικότητα του χώρου, ως χώρου αναψυχής των κατοίκων.

  3. Ακύρωση όλων των συμβάσεων και αποφάσεων που αλλάζουν τον κοινόχρηστο χαρακτήρα των ελεύθερων χώρων εντός του αστικού ιστού

  4. Χρηματοδότηση για τη δημιουργία Μητροπολιτικών-υπερτοπικών Πάρκων επί εκτάσεων που απελευθερώνονται από άλλες προηγούμενες χρήσεις (Ελληνικό, Γουδί κλπ) ως πόλων αναψυχής, πρασίνου, πολιτιστικών και αθλητικών δραστηριοτήτων υπό την διαχείριση της Τοπικής/Περιφερειακής Αυτοδιοίκησης και μετά από δημοκρατικές και συμμετοχικές διαδικασίες.

  5. Χρηματοδότηση των ΟΤΑ για την δημιουργία χώρων πρασίνου και αναψυχής στο τεράστιο απόθεμα ελεύθερων χώρων μέσα στα πολεοδομικά συγκροτήματα που αποτελούν χώροι ανενεργών χρήσεων που υπάγονται σε ειδικό καθεστώς ρυθμίσεων, όπως εγκαταλελειμένα στρατόπεδα, λατομεία, εργοστάσια, κλπ.

  6. Ενίσχυση των αρμόδιων δημόσιων υπηρεσιών σε εξειδικευμένο προσωπικό και προσαρμογή των οργανογραμμάτων τους (πχ γεωτεχνικοί σε πολεοδομικές υπηρεσίες, τμήματα αλσών και πάρκων στις δασικές υπηρεσίες που έχουν στην χωρική τους αρμοδιότητα αστικά κέντρα κλπ) ώστε να εξασφαλίζεται τόσο η επιστημονική υποστήριξη των φορέων της ΤΑ στη διαχείριση των κοινόχρηστων χώρων αστικού πρασίνου όσο και η προστασία τους από αυθαιρεσίες.

  7. Χαρτογράφηση-Απογραφή του αστικού πρασίνου σε επίπεδο πολεοδομικού συγκροτήματος και δημιουργία βάσης δεδομένων σχετικά με το ιδιοκτησιακό καθεστώς του κάθε χώρου, το πολεοδομικό καθεστώς, τις τυχόν ειδικότερες ρυθμίσεις που τον διέπουν, ώστε βάσει των παραπάνω να συνταχθεί Στρατηγικό Σχέδιο και επιμέρους σχέδια διαχείρισης.

7.3.8. Γενετικά Τροποποιημένοι Οργανισμοί (Μεταλλαγμένα)

Η αντίθεσή μας στους Γενετικά Τροποποιημένους Οργανισμούς στηρίζεται στο ότι:

  • Η Γενετική Τροποποίηση παράγει νέες μορφές ζωής που δεν θα εμφανίζονταν ποτέ στη φύση

  • Δεν μπορεί να υπάρξει έλεγχος των επιπτώσεων της Γενετικής Τροποποίησης. Επειδή κάθε γενετική τροποποίηση έχει τη μοναδικότητά της, μπορεί να ελεγχθεί ένας οργανισμός μόνο ως προς γνωστές τροποποιήσεις. Δεν υπάρχει τεχνολογία ελέγχου άγνωστης τροποποίησης. Ο έλεγχος δηλαδή που γίνεται από την ΕΕ αφορά μόνο τροποποιήσεις που δηλώνουν οι εταιρείες.

  • Οι Γενετικά Τροποποιημένοι Οργανισμοί διασταυρώνονται με φυσικούς οργανισμούς, αναπαράγονται και μεταφέρονται με απρόβλεπτες συνέπειες.

  • Δεν υπάρχει επιστημονική απόδειξη ότι δεν υπάρχουν κίνδυνοι για την υγεία και το περιβάλλον

  • Υπάρχουν επιπτώσεις στη βιοποικιλότητα, την οικολογική ισορροπία, την διατροφική ασφάλεια

  • Εξαιτίας της κατοχύρωσης πνευματικής ιδιοκτησίας (πατεντών) από τις πολυεθνικές που ασχολούνται με την παραγωγή Γενετικά Τροποποιημένων Οργανισμών τόσο η γνώση και η τεχνολογία όσο και οι αγρότες και η διατροφή ελέγχονται απόλυτα από λίγες πολυεθνικές εταιρείες

  • Οι ΓΤΟ δεν σώζουν από την πείνα. Η παραγωγή τροφής παγκοσμίως αυξάνεται πιο γρήγορα απ' ότι ο πληθυσμός της Γης. Έτσι κι αλλιώς, οι ΓΤΟ δεν αυξάνουν την παραγωγή (πολύ συχνά ντόπιες ποικιλίες προσαρμοσμένες στο περιβάλλον αλλά και παραδοσιακές πρακτικές είναι πιο παραγωγικές). Αυτό που πετυχαίνουν οι ΓΤΟ είναι η συγκέντρωση όλου του κύκλου της παραγωγής σε ένα κέντρο που ελέγχει και αυξομειώνει τις τιμές σε όλα τα σημεία του κύκλου κατά το δοκούν. Εν τέλει αυτό που στοχεύουν οι πολυεθνικές των τροφίμων που προωθούν τους ΓΤΟ είναι ο παγκόσμιος έλεγχος της διατροφής μέσω του ελέγχου της γεωργίας. Αυτό εξάλλου εξυπηρετεί και η επερχόμενη συμφωνία ΤΤΙP που θα αναδράσει συνεργιστικά με την επικείμενη άρση της απαγόρευσης της καλλιέργειας ΓΤΟ στην ΕΕ.

Λόγω των παραπάνω θέση μας πρέπει να είναι κάθετη:

  1. Καθολική απαγόρευση καλλιέργειας - εκτροφής ΓΤΟ στην Ελλάδα

  2. Καθολική απαγόρευση εισαγωγής ΓΤΟ ως πρώτης ύλης προς μεταποίηση ασχέτως αν το τελικό προϊόν προορίζεται για χρήση μέσα στη χώρα ή για εξαγωγή.

  3. Υποχρέωση ενημέρωσης της πολιτείας και των αρμόδιων υπηρεσιών από εταιρείες που εμπορεύονται είδη που περιέχουν ΓΤΟ ή παράγωγά τους σε οποιοδήποτε σημείο της παραγωγής και διατήρηση βάσης δεδομένων και αντίστοιχης δημόσιας ενημερωτικής σελίδας

  4. Καθολική υποχρέωση εμφανούς και χαρακτηριστικής σήμανσης πρωτογενών προϊόντων (π.χ. καλαμπόκι, ντομάτα κ.λ.π) και παράγωγων προϊόντων ΓΤΟ (π.χ. τσιπς από ΓΤ καλαμπόκι, κρέας ή γάλα ή γαλακτοκομικά από ζώα που έχουν τραφεί με ΓΤ σόγια/καλαμπόκι)

  5. Ορισμός εθνικού εργαστηρίου αναφοράς (σε υφιστάμενο ΑΕΙ ή ερευνητικό κέντρο) για έλεγχο ΓΤΟ ή προϊόντων που περιέχουν ΓΤΟ σε οποιοδήποτε στάδιο παραγωγής τους με σκοπό τον έλεγχο των παραπάνω.

7.3.9. ΓΙΑ ΤΟ ΠΑΡΑΚΤΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΘΑΛΑΣΣΙΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ (προσωρινό – δεν έχει γίνει διαβούλευση)

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Ο κατάλογος των δυσμενών ανθρωπογενών παρεμβάσεων στο παράκτιο και το θαλάσσιο περιβάλλον είναι μεγάλος και ιδιαίτερα ανησυχητικός. Θερμική και χημική ρύπανση, απόβλητα, συνθετικές χημικές και τοξικές ουσίες, βαρέα μέταλλα, ραδιενεργά κατάλοιπα, υποβάθμιση και καταστροφή ενδιαιτημάτων, απειλούμενα και υπό εξαφάνιση είδη, επιβαρυμένα αλιευτικά πεδία είναι προβλήματα που υπερβαίνουν τα εθνικά πλαίσια. Η πολιτική για το παράκτιο αλλά κυρίως για το θαλάσσιο περιβάλλον ξεπερνά τα εθνικά πλαίσια. Κατά συνέπεια, η ολοκληρωμένη αντιμετώπισή τους άπτεται και θεμάτων εξωτερικής πολιτικής και προϋποθέτει συγκεκριμένες διακρατικές προσεγγίσεις, συνεργασίες και συμφωνίες.

Η Ελλάδα ως θαλάσσια, ευρωπαϊκή και μεσογειακή χώρα συμμετέχει σε ευρωπαϊκούς και διεθνείς οργανισμούς σχετικούς με το θαλάσσιο και παράκτιο περιβάλλον, αλλά παρά την διαχρονική σημαντικότητα που αποτελούν για τον πολιτισμό της και την ανάπτυξή της, οι θάλασσές της και οι ακτές της, κάθε άλλο παρά συμμετέχει στην χάραξη της σχετικής ευρωπαϊκής και μεσογειακής θαλάσσιας και παράκτιας πολιτικής και πρακτικής (κραυγαλέα πρόσφατη περίπτωση η υδρόλυση εν πλω των χημικών της Συρίας), τις οποίες παρακολουθεί και ενίοτε με ιδιαίτερη καθυστέρηση και παραλήψεις. Έτσι, ενώ με το Ν. 3983/2011, η οδηγία Πλαίσιο για τη Θαλάσσια Στρατηγική 2008/56/ΕΚ, ενσωματώθηκε στο εθνικό δίκαιο, η «Συνθήκη της Βαρκελώνης για την προστασία του θαλάσσιου περιβάλλοντος και των παράκτιων περιοχών της Μεσογείου» ουδέποτε ενσωματώθηκε στην ελληνική νομοθεσίας, το δε «Πρωτόκολλο για μια Ολοκληρωμένη Διαχείριση της Παράκτιας Ζώνης της Μεσογείου» που θέτει ως προτεραιότητα την προσαρμογή στην κλιματική αλλαγή, αναμένει ακόμη την υλοποίησή του.

Δυστυχώς, στην Ελλάδα της κρίσης η εφαρμοζόμενη σήμερα νεοφιλελεύθερη πολιτική, αλλά και η παλαιότερη «εκσυγχρονιστική» οδηγούν σε περιβαλλοντική οπισθοδρόμηση που ιδιαίτερα το τελευταίο διάστημα είναι πιο έντονη από ποτέ και στηρίζεται σε μια πρωτόγνωρη για τα κοινοβουλευτικά χρονικά αντισυνταγματική νομοθέτηση, με διάσπαρτες διατάξεις για παρόμοια θέματα σε εντελώς άσχετα νομοθετήματα και διεθνείς συμβάσεις. Κορωνίδα της νομικής/συνταγματικής εκτροπής το νομοσχέδιο έκτρωμα για τον Αιγιαλό που αποσύρθηκε εν μέρει μετά τις αντιδράσεις πολιτών, οργανώσεων και επιστημονικών φορέων τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό.

Για την αριστερά, το παράκτιο και το θαλάσσιο περιβάλλον ανήκουν στα κοινά αγαθά και επομένως αποτελούν ενδογενείς αξίες και δεν έχουν απλά μια αξία χρήσης. Κατά συνέπεια οι έννοιες της «εκμετάλλευσης», «ορθολογικής αξιοποίησης», «αειφορικής ανάπτυξης» είναι αποπροσανατολιστικές, αντιεπιστημονικές και δεν αποτελούν βάση για μια αριστερή πολιτική για το παράκτιο και το θαλάσσιο περιβάλλον. Η διατήρηση, αποκατάσταση και αναβάθμιση του παράκτιου και του θαλάσσιου περιβάλλοντος και η ένταξή τους σε ένα ολοκληρωμένο σχέδιο δημοκρατικής και διαφανούς διαχείρισης αποτελούν άμεσες προτεραιότητες. Σε αυτή την κατεύθυνση χρειάζονται ολοκληρωμένες παρεμβάσεις σε μια σειρά από κρίσιμους τομείς, με διασφάλιση της κοινωνικής συμμετοχής και αποδοχής και δημοκρατικές διαδικασίες λήψης των αποφάσεων και εφαρμογής των σχετικών πρακτικών.

Οι προτάσεις μας

  1. Μείωση αποβλήτων, λυμάτων, λιπασμάτων και πλαστικών που οδηγούνται στις θάλασσες και μέτρα ενάντια στην υποβάθμιση και τη μείωση της βιολογικής ποικιλότητας με άμεση προτεραιότητα στις κλειστές θαλάσσιες λεκάνες και τις ήδη επιβαρυμένες παράκτιες περιοχές, με διαχειριστικές πρακτικές μείωσης της έντασης των ανθρωπογενών πιέσεων.

  1. Παράκτιες ζώνες – Αιγιαλός – Παραλία.

Η παράκτια ζώνη είναι ένα ενιαίο, δυναμικό και ιδιαίτερα ευαίσθητο οικοσύστημα που τόσο στον ελλαδικό χώρο άλλα και στον ευρωπαϊκό έχει δεχτεί πολλαπλές ανθρώπινες παρεμβάσεις με αποτέλεσμα την μερική ή/και ανεπανόρθωτη αποσταθεροποίηση και υποβάθμισή της. Ευθύνη σε αυτό έχουν οι πολιτικές που ακολουθήθηκαν από τις συντηρητικές, "εκσυχρονιστικές", νεο-φιλελεύθερες και μνημονιακές κυβερνήσεις (τόσο με την περιβαλλοντική & "αναπτυξιακή" πολιτική τους όσο και με την απουσία ελέγχων) αλλά και η "άτολμη" ευρωπαϊκή πολιτική για το θέμα αυτό (η ολοκληρωμένη διαχείριση της παράκτιας ζώνης παραμένει για περισσότερο από μια δεκαετία σύσταση και δεν έχει γίνει ακόμη οδηγία). Απόρροια αυτής της πολιτικής είναι η μη ένταξη στην ελληνική νομοθεσία του Πρωτοκόλλου της Βαρκελώνης «Για την ολοκληρωμένη διαχείριση των παρακτίων ζωνών της Μεσογείου» (αν και έχει υπογραφεί από την Ελλάδα) που καθορίζει ότι η ζώνη στην οποία δεν επιτρέπεται η δόμηση δεν μπορεί να έχει πλάτος μικρότερο των 100 μέτρων, από την υψηλότερη χειμερινή ίσαλη γραμμή. Αλλά και η παρωχημένη, ανεπαρκής και επιστημονικά προβληματική διαδικασία ορισμού του αιγιαλού, παραλίας και παλαιού αιγιαλού (και με τον παλαιότερο νόμο του 2001), που έχει επιτρέψει στο παρελθόν αλλά και πολύ περισσότερο στα επόμενα χρόνια (αν διατηρηθεί η πρόσφατη νομολογία τους 2014 για τον αιγιαλό) την "οικοπεδοποίηση" παραλιακών ζωνών και την κατάργηση της ελεύθερης πρόσβασης, που σημαίνει τελικά κατάργηση της συνταγματικά κατοχυρωμένης κοινής χρήσης του αιγιαλού.

Η χώρα μας έχει ανάγκη από ένα ολοκληρωμένο σχέδιο διαχείρισης της παράκτιας ζώνης (όπου ο καθορισμός του αιγιαλού, της παραλίας και του παλαιού αιγιαλού, θα γίνεται με επιστημονικά κριτήρια που θα λαμβάνουν υπόψη την πολυπλοκότητα του παράκτιου οικοσυστήματος, την κλιματική αλλαγή και την διαχρονική ανάγκη προστασίας από τις παράκτιες πλημμύρες και τη διάβρωση), που θα εξασφαλίζει τον συντονισμό όλων των συναρμόδιων φορέων που σχετίζονται με την οικονομική ανάπτυξη, τη χωροταξία και το περιβάλλον, καθώς και τη συμμετοχή των επιστημονικών φορέων και των τοπικών κοινωνιών, με σκοπό την επίτευξη της απαιτούμενης συναίνεσης σε όλα τα επίπεδα, για τη διαμόρφωση ενός προτύπου ανάπτυξης, που θα προστατεύει τους μοναδικούς φυσικούς πόρους και το τοπίο της παράκτιας ζώνης, αξιοποιώντας τους παράλληλα σε μια μακροχρόνια βιώσιμη προοπτική.

Στην ελληνική νομοθεσία θα πρέπει να διατυπώνεται ένα ξεκάθαρο πλαίσιο που θα περιλαμβάνει το εύρος των ζωνών που θεωρούνται προστατευόμενες και κοινόχρηστες, τους περιορισμούς στις χρήσεις γης γύρω από αυτές, τα μέτρα που αφορούν στην προστασία από τη διάβρωση των ακτών και τις προσχώσεις και το εύρος της παράκτιας ζώνης μέσα στην οποία οποιαδήποτε έργο ή δραστηριότητα μπορεί να έχει επίπτωση στις προστατευόμενες περιοχές. Επίσης, θα πρέπει να θεσμοθετεί τη δημιουργία φορέα, με ουσιαστικές αποφασιστικές αρμοδιότητες που θα έχει την ευθύνη και της διαβούλευσης, του συντονισμού και της διαχείρισης των παράκτιων ζωνών..

  1. Υδατοκαλλιέργειες

Ο κλάδος των θαλάσσιων υδατοκαλλιεργειών (ιχθυοκαλλιέργειες και οστρακοκαλλιέργειες) έδωσε εντυπωσιακά αποτελέσματα και σήμερα η δραστηριότητα αυτή αποτελεί τον πρώτο εξαγωγικό κλάδο στο χώρο των αγροτικών προϊόντων, παρά τις έντονες στρεβλώσεις που εμφανίζει, αφού παρουσιάζεται μια εξαιρετική συγκέντρωση κεφαλαίου -μόλις 3 εταιρείες ελέγχουν το 70% της παραγωγής. Και επίσης οι υδατοκαλλιέργειες κατηγορούνται για την υποβάθμιση του θαλάσσιου περιβάλλοντος γεγονός το οποίο οφείλεται τόσο στην χωρίς αντικειμενικά κριτήρια χωροθέτηση τους όσο και στην συχνή παραβίαση του ανώτατου ορίου παραγωγής, αλλά και στις εφαρμοζόμενες διαχειριστικές πρακτικές, την ελλειπή τήρηση της περιβαλλοντικής νομοθεσίας και την έλλειψη ελέγχων . Δυστυχώς το ειδικό χωροταξικό που θα ρύθμιζε τα προβλήματα αυτά, συντάχθηκε κατά παραγγελία των μεγάλων επιχειρήσεων του κλάδου,  με  αδιαφανείς και παράνομες διαδικασίες,  προκαλώντας την κινητοποίηση πλήθους παράκτιων Δήμων και άλλων φορέων. Στην πραγματικότητα επιδεινώνει το πρόβλημα,  νομιμοποιεί υφιστάμενες προβληματικές μονάδες και ενδύει με μανδύα "χωροταξικής νομιμότητας" την χωρίς έλεγχο επιβάρυνση ήδη επιβαρυμένων περιοχών.

Απαιτείται:

  • Άμεση αναθεώρηση του ειδικού χωροταξικού με διαβούλευση με τις τοπικές κοινωνίες και τους παραγωγούς

  • Έμφαση στην έρευνα και τεχνολογία για την εξαγωγή τεχνογνωσίας στο εξωτερικό.

  1. Αλιεία και Αλιευτικά αποθέματα

Η Ελληνική αλιεία αποτελείται από την επαγγελματική και την ερασιτεχνική αλιεία. Η επαγγελματική αλιεία παράγει περί το 1% του ΑΕΠ, αριθμεί περίπου 18000 σκάφη και απασχολεί γύρω στους 30000 αλιείς, ενώ ο κύκλος εργασιών γύρω από αυτήν είναι πολύ μεγαλύτερος (διακίνηση, εξαγωγή κυρίως μεγάλων πελαγικών ειδών, μεταποίηση, κατασκευή και εμπορία αλιευτικών εργαλείων και συσκευών ναυσιπλοΐας, καρνάγια, μηχανουργεία και ναυπηγεία κλπ.).

Η αλιεία στη χώρα μας έχει μεγάλη σημασία για τις παράκτιες και κυρίως τις νησιωτικές περιοχές, ως κλάδος της πρωτογενούς παραγωγής, αλλά και ως παραδοσιακή απασχόληση με μεγάλες κοινωνικές και πολιτισμικές επιδράσεις, κατείχε δε κεντρικό ρόλο στην οικονομία και την κοινωνική ζωή των νησιών από αρχαιοτάτων χρόνων. Η διατήρηση αυτής της οικονομικής δραστηριότητας έχει πολλαπλή σημασία: οικονομική, κοινωνική και πολιτισμική. Με τα ιδιαίτερα τοπικά χαρακτηριστικά της, αποτελεί δραστηριότητα που προκαλεί ενδιαφέρον και για τον τουρισμό, στον οποίο μπορεί να διαδραματίσει και πιο ενεργό ρόλο, μέσω του αλιευτικού τουρισμού.

Για την διατήρηση των αλιευτικών πόρων είναι αναγκαία:

  1. ΕΚΤΙΜΗΣΗ ΚΑΙ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΤΩΝ ΑΛΙΕΥΤΙΚΩΝ ΑΠΟΘΕΜΑΤΩΝ: θα πρέπει να ενισχυθούν οι περιφερειακές υπηρεσίες αλιείας και ταυτόχρονα θα πρέπει να υπάρχουν θεσμοθετημένες και ισχυρές οργανώσεις αλιέων σε επίπεδο περιφέρειας, όσο και σε πανελλαδικό, οι οποίες να συμμετέχουν στη λήψη των διαχειριστικών αποφάσεων.

  1. ΑΛΙΕΥΤΙΚΗ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ: Χρειάζεται εκσυγχρονισμός της αλιευτικής νομοθεσίας στην κατεύθυνση της προστασίας του αλιευτικού κλάδου και των φυσικών πόρων, καθώς ο αλιευτικός κώδικας είναι παλιός και τα νέα προβλήματα που ανακύπτουν αντιμετωπίζονται με αποσπασματικό τρόπο, ενώ οι προωθούμενες τροπολογίες που αφορούν την πλήρη απελευθέρωση της ερασιτεχνικής αλιείας, καθώς και τον αλιευτικό τουρισμό, είναι σε κατεύθυνση βλαπτική τόσο για τα αποθέματα, όσο και τους επαγγελματίες ψαράδες. Επίσης, η αποτελεσματική διαχείριση των αλιευτικών μας αποθεμάτων, σχετίζεται και με θέματα εξωτερικής πολιτικής (ΑΟΖ, επέκταση χωρικών υδάτων).

4. ΛΙΜΕΝΙΚΕΣ ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΕΙΣ: Η πληθώρα "αλιευτικών καταφυγίων" (πραγματικών ή εικονικών) που έγιναν τα προηγούμενα χρόνια, με ευρωπαϊκές κυρίως χρηματοδοτήσεις, σε πολλές περιπτώσεις αποτέλεσαν καταφύγια μιζών και εργολαβικών συναλλαγών, χωρίς να εξυπηρετούν πραγματικές ανάγκες, συσσώρευσαν τόνους τσιμέντου στην παράκτια ζώνη και σε αρκετές περιπτώσεις επιτάχυναν προβλήματα διάβρωσης της ακτής ή/και υποβάθμισαν την ποιότητα των παράκτιων νερών, ενώ πιο ελαφρές κατασκευές (π.χ. με πλωτές προβλήτες) σε κατάλληλα μέρη, επαρκούν, ιδιαίτερα για τα μικρά σκάφη. Αναγκαίος όρος για την επιβίωση της αλιείας, η δυνατότητα ασφαλούς ελλιμενισμού, η ύπαρξη στα λιμάνια θέσεων για αλιευτικά και πρόβλεψη για τον εφοδιασμό τους, ή τη δυνατότητα προσέγγισης για εκφόρτωση αλιευμάτων και η εξασφάλιση εγκαταστάσεων συντήρησης και επισκευής των αλλιευτικών σκαφών και εργαλείων χωρίς δυσμενής επιπτώσεις στο θαλάσσιο και χερσαίο παράκτιο περιβάλλον.

Θεσμικά ζητήματα

  • Πρέπει να υπάρξει συνεννόηση μεταξύ των χωρών που συνεκμεταλλεύονται τα αποθέματα της περιοχής μας και η συνεκμετάλλευση να ληφθεί υπ’ όψιν, τόσο στις επιστημονικές εκτιμήσεις των αποθεμάτων, όσο και στη λήψη διαχειριστικών μέτρων.

  • Θα πρέπει να ενισχυθεί η απευθείας διάθεση των αλιευμάτων από τους παραγωγούς, καθώς και η δημιουργία συνεταιριστικών ή οικοτεχνικών μονάδων επεξεργασίας ή μεταποίησης, καθώς και ενίσχυση παραδοσιακών επαγγελμάτων που σχετίζονται με την ελληνική αλιεία, όπως τα παραδοσιακά καρνάγια, κατασκευή αλιευτικών εργαλείων κλπ.

  • Θα πρέπει να θεσμοθετηθεί η εκπαίδευση των νέων αλιέων σε θέματα διαχείρισης αλιευτικών πόρων, ναυσιπλοΐας, συντήρησης και ασφάλειας σκάφους, αλιευτικών τεχνικών.

  1. Παρακολούθηση, έρευνα για το θαλάσσιο περιβάλλον και σύνδεση με την κοινωνία

  • Ένταξη και στήριξη της θαλάσσιας έρευνας στα πλαίσια της δημόσιας ερευνητικής πολιτικής. Επέκταση των συστημάτων παρακολούθησης – πρόγνωσης του θαλάσσιου περιβάλλοντος στις περιφέρειες της χώρας. Ισχυροποίηση του ερευνητικού στόλου και των θαλάσσιων ερευνητικών υποδομών με ευρύτερο γεωπολιτικό χαρακτήρα και περιβαλλοντικό πρόσημο. Σε αυτό το πλαίσιο σημειώνουμε ότι είναι επιτακτική η ανάγκη διατήρησης και ενίσχυσης του δημόσιου χαρακτήρα των ερευνητικών κέντρων με ουσιαστική δημόσια χρηματοδότηση και ερευνητική ανεξαρτησία.

  • Ενίσχυση δράσεων περιβαλλοντικής εκπαίδευσης με έμφαση στην θάλασσα και διάχυσης της επιστημονικής γνώσης στην κοινωνία.


 

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ : ΑΝΑΛΥΣΗ ΤΟΜΕΩΝ ΚΑΙ ΕΞΕΙΔΙΚΕΥΣΗ ΠΡΟΤΑΣΕΩΝ

Παράρτημα - 7.2.1. Β- Ανάσχεση της Κλιματικής Αλλαγής

Η «συνδυασμένη οικονομική-οικολογική κρίση» είναι ο όρος που περιγράφει τη δίδυμη δομική κρίση του καπιταλισμού της εποχής μας. Προεξάρχουσα παράμετρο της οικολογικής κρίσης αποτελεί η κλιματική αλλαγή που συχνά χαρακτηρίζεται ως η μεγαλύτερη σύγχρονη απειλή για την ανθρωπότητα. Στον σύγχρονο καπιταλισμό ο ρυθμός μετασχηματισμού του βιοφυσικού περιβάλλοντος ανταγωνίζεται ευθέως τις βασικές βιογεωχημικές διεργασίες του πλανήτη, μεταβάλλοντας τις οικολογικές ισορροπίες που επέτρεψαν την ανάπτυξη και εξέλιξη του ανθρώπινου είδους και των κοινωνιών. Το στοιχείο αυτό χαρακτηρίζει ειδικά τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής (Κ.Τ.Π) αποτελώντας σύγχρονη αντίφασή του, που απειλεί όχι γενικά τον πλανήτη ή τη φύση, αλλά το παρόν και το μέλλον των κοινωνιών.

Συνεπώς, η επιτακτική δραστική ανάσχεση της κλιματικής αλλαγής, τα μέτρα αντιμετώπισης των συνεπειών της και η αποκατάσταση της οικολογικής ισορροπίας αποτελούν ζωτικό όρο για την κοινωνική αναπαραγωγή και την διασφάλιση των αναγκών της κοινωνικής πλειοψηφίας και ιδιαίτερα των πιο αδύναμων.

Οι συνέπειες της κλιματικής αλλαγής δεν είναι ταξικά ουδέτερες.

Πλήθος επιστημονικών ερευνών που ήρθαν στο φως της δημοσιότητας τα προηγούμενα χρόνια καταδεικνύουν ότι οι συνέπειες της κλιματικής αλλαγής πλήττουν με μεγαλύτερη ένταση τα δις των φτωχών του παγκόσμιου Νότου που ευθύνονται συντριπτικά λιγότερο για την πρόκλησή της, καθώς επίσης και τους εργαζόμενους και τα φτωχά λαϊκά στρώματα του Βορρά, λόγω των λιγότερων μέσων που διαθέτουν για να τις αντιμετωπίσουν (υποδομές και πρόσβαση σε κοινωνικές υπηρεσίες/αγαθά – π.χ. υγείας, ύδρευσης, ενέργειας -, δυσμενείς εργασιακές συνθήκες, επιβαρυμένες περιοχές κατοικίας – π.χ. αστικά κέντρα, βιομηχανικές, παρόχθιες περιοχές-) αλλά και των παραγωγικών δραστηριοτήτων τους που συνδέονται οργανικά με το τοπικό περιβάλλον (π.χ. γεωργία, αλιεία), που αποτελεί και τόπο μόνιμης διαβίωσής τους.

Ενδεικτικά στοιχεία που αποτυπώνονται ακόμα και σε εκθέσεις διεθνών οργανισμών που χαρακτηρίζονται κατά τεκμήριο για τη συντηρητική τους προσέγγιση αναφέρουν: α) βάσει των σημερινών τάσεων, η λειψυδρία θα πλήξει το 40% του παγκόσμιου πληθυσμού ή 3,9 δις μέχρι το 2050, β) το κόστος των ζημιών λόγω ακραίων καιρικών φαινομένων που συνδέονται με διαταραχές του κύκλου του νερού κυμάνθηκε μεταξύ 50-100 δις $ από το 1980-2009, ενώ μέχρι το 2050 εκτιμάται ότι θα απειλούνται 1,6 δις και περιουσιακά στοιχεία αξίας 45 τρις. $, γ) παρά τη μη σημαντική διαφοροποίηση στη χωρική κατανομή των ακραίων καιρικών φαινομένων, τα θύματα (95%) βρίσκονται εκτός χωρών ΟΟΣΑ, ενώ οι οικονομικές απώλειες εντός (66%)11, δ) άνοδος της θερμοκρασίας μεταξύ 3-4 ο C θα έχει ως συνέπεια 330 εκατ. να εκτοπιστούν λόγω πλημμυρών, ε) άνοδος 3 ο C θα θέσει προ απειλής εξαφάνισης το 20-30% των χερσαίων ειδών, θα προκαλέσει έκρηξη των επιδημιών με επιπλέον 220-400 εκατ. να εκτίθενται στη μαλάρια, ενώ επιπρόσθετα 600 εκατ. θα αντιμετωπίσουν το φάσμα του υποσιτισμού έως το 208012, στ) το 2001 για πρώτη φορά εκτιμήθηκε ότι ο αριθμός των «περιβαλλοντικών προσφύγων» ξεπέρασε τον αριθμό των ανθρώπων που εκτοπίστηκαν λόγω πολέμου, ενώ η Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες δήλωσε ότι 36 εκατ. εκτοπίστηκαν το 2009 λόγω φυσικών καταστροφών, με τα 20 εξ’ αυτών να συνδέονται με την κλιματική αλλαγή. Επίσης, σύμφωνα με το Περιβαλλοντικό Πρόγραμμα των Ηνωμένων Εθνών (UNEP) 50 εκατ. «περιβαλλοντικοί πρόσφυγες» ενδέχεται να προέρχονται μόνο από την Αφρική έως το 206013.

Στην 5η έκθεση της δεύτερης ομάδας εργασίας της IPCC που παρουσιάστηκε τον Μάρτιο στη Yokohama τονίζεται, μεταξύ άλλων, ότι: «Οι συνέπειες της κλιματικής αλλαγής αναμένεται να επιδεινώσουν τη φτώχεια στις περισσότερες αναπτυσσόμενες χώρες και να δημιουργήσουν νέους θυλάκους στις χώρες με αυξανόμενη ανισότητα, τόσο στις αναπτυγμένες όσο και στις αναπτυσσόμενες χώρες»14.

Ορισμένα στοιχεία για την παρούσα κατάσταση

Ανάμεσα στην πλειάδα των εκθέσεων και των ερευνών που διαρκώς δημοσιεύονται και αφορούν στην κλιματική αλλαγή επιλέγουμε να αντλήσουμε στοιχεία από την πρόσφατη 5η έκθεση της Διακυβερνητικής Επιτροπής για την Κλιματική Αλλαγή των Ηνωμένων Εθνών (Intergovernmental Panel on Climate Change- IPCC) που δημοσιοποιείται κατά τμήματα από τον περασμένο Σεπτέμβρη και θα ολοκληρωθεί, με την παρουσίαση της τελικής σύνθεσης, τον προσεχή Οκτώβρη. Επιλέγουμε την έκθεση της IPCC λόγω του κεντρικού ρόλου που διαδραματίζει στη διαμόρφωση της διεθνούς ατζέντας – συμμετέχουν 195 κράτη μέλη - και ιδιαίτερα στις συνδιασκέψεις των Ηνωμένων Εθνών για την Κλιματική Αλλαγή (επόμενη διάσκεψη (UNFCC) στη Λίμα του Περού (COP-20) τον Δεκέμβρη του 2014). Σημειώνουμε ότι οι εκθέσεις τις IPCC θεωρούνται επιστημονικά συντηρητικές καθώς η δομή τους εδράζεται στη συναίνεση και στον ελάχιστο κοινό παρονομαστή μεταξύ χιλιάδων επιστημόνων.

  • Η ανθρωπογενής προέλευση της κλιματικής αλλαγής είναι αδιαμφισβήτητη. Η ανθρώπινη επίδραση αποτελεί την κυρίαρχη αιτία της παρατηρούμενης ανόδου της θερμοκρασίας από το 1950, με ποσοστό «βεβαιότητας» 95-100%.

  • Η άνοδος της θερμοκρασίας του παγκόσμιου κλίματος είναι αδιαμφισβήτητη. Όλες οι μαρκοχρόνιες τάσεις υπερθέρμανσης επιβεβαιώνονται. Τα παγκόσμια θερμοκρασιακά δεδομένα επιφανείας, ξηράς και ωκεανών, δείχνουν μια μέση άνοδο της θερμοκρασίας 0,85ο C από το 1880 έως το 2012, με αμελητέα συμβολή φυσικών παραγόντων (±0,1 ο C).

  • Κάθε μια από τις προηγούμενες τρεις δεκαετίες ήταν διαδοχικά η θερμότερη από το 1850. Στο Βόρειο ημισφαίριο τα προηγούμενα 30 χρόνια ήταν τα θερμότερα των τελευταίων 1400 ετών.

  • Τη δεκαετία 2002 -2011 ο ρυθμός απώλειας πάγου από τα παγετώδη καλύμματα της Γροιλανδίας εξαπλασιάστηκε σε σχέση με την προηγούμενη 1992-2001, ενώ αντίστοιχα της Ανταρκτικής πενταπλασιάστηκε.

  • Η παγκόσμια μέση στάθμη της θάλασσας έχει αυξηθεί γρηγορότερα κατά τον 20ό αιώνα από ό,τι κατά οποιαδήποτε άλλη περίοδο τα τελευταία 2000 χρόνια.

  • Οι ωκεανοί απορροφούν περισσότερη θερμότητα και περισσότερο CO2 (30% των εκπομπών) από την ατμόσφαιρα, θερμαίνονται, χάνουν οξυγόνο και οδηγούνται σε αύξηση της οξίνισης, παράγοντες που επηρεάζουν αρνητικά τα οικοσυστήματα, αλλάζουν τη βιοποικιλότητα και οδηγούν ακόμη και σε εξαφανίσεις ειδών.

Ευρώπη – Μεσόγειος

Οι κύριες επιπτώσεις (κίνδυνοι) όπως συνοψίζονται στην πρόσφατη έκθεση της 2ης ομάδας εργασίας της IPCC αφορούν:

  • Αυξημένες οικονομικές απώλειες και συνέπειες για τους κατοίκους, από πλημμύρες σε λεκάνες απορροής ποταμών και ακτές, λόγω αστικοποίησης, αύξησης της στάθμης της θάλασσας, παράκτιας διάβρωσης και των παροχών αιχμής ποταμών.

  • Αυξημένη έλλειψη νερού. Σημαντική μείωση στη διαθεσιμότητα υδάτων από ποτάμια και υπόγεια ύδατα, συνδυαζόμενη με αυξημένη ζήτηση υδάτινων πόρων και με μειωμένη απορροή λόγω της αυξημένης εξάτμισης, ιδιαίτερα στη Νότια Ευρώπη.

  • Αυξημένες επιπτώσεις για τους πληθυσμούς αλλά και οικονομικές απώλειες λόγω αυξημένων γεγονότων καύσωνα με συνέπειες: α) για την υγεία και τις συνθήκες διαβίωσης, β) την παραγωγικότητα της εργασίας, γ) την γεωργική παραγωγή, δ) την ποιότητα του αέρα και ε) τον αυξημένο κίνδυνο πυρκαγιών στη νότια Ευρώπη15.

Ορισμένα επιπρόσθετα στοιχεία ειδικά για τη λεκάνη της μεσογείου, σύμφωνα με πρόσφατη μελέτη16:

  • Μέχρι το 2050, κατά μέσο όρο, προβλέπονται: α)αύξηση της θερμοκρασίας του αέρα κατά 2°C περίπου και της θάλασσας από 0,8 έως 1,8°C, β) αύξηση της στάθμης της θάλασσας από 6 έως 12 εκατοστά, γ) μείωση της ποσότητας βροχής κατά 5 με 10% και δ) αύξηση στη συχνότητα εμφάνισης ακραίων καιρικών φαινομένων.

  • Λιγότερη βροχή και περισσότερη εξάτμιση θα οδηγήσουν στην εξάντληση των επιφανειακών (-36% από τα ποτάμια προς τη θάλασσα) και των υπόγειων υδάτων και στην υφαλμύρωση των παράκτιων υδροφορέων. Ήδη σήμερα 30 εκατομμύρια άνθρωποι στα νότια και ανατολικά τμήματα της Μεσογείου δεν έχουν πρόσβαση σε ασφαλές νερό.

  • Η μειωμένη διαθεσιμότητα νερού και η αυξημένη συχνότητα και ένταση των κυμάτων καύσωνα καθιστούν τα οικοσυστήματα πιο ευάλωτα, ενώ τα εδάφη μετατρέπονται από καταβόθρες σε πηγές εκπεμπόμενου άνθρακα.

  • Ιδιαίτερα φαίνεται να επηρεάζονται οι παραδοσιακές καλλιέργειες της Μεσογείου (σιτάρι, ελιές, αμπέλια), εξ αιτίας των υψηλότερων θερμοκρασιών και της λειψυδρίας.

Εκπομπές – σωρευτικός προϋπολογισμός άνθρακα

  • Οι συνολικές ανθρωπογενείς εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου (GHGs) συνέχισαν να αυξάνονται από το 1970-2010 με μεγαλύτερες απόλυτες αυξήσεις στο τέλος της περιόδου (ετήσια αύξηση 1,3 %, 1970-2000, έναντι 2,2% 2000-2010 ).

  • Οι εκπομπές CO2 από την καύση ορυκτών καυσίμων και από τις βιομηχανικές δραστηριότητες συνεισέφεραν περίπου το 78% της αύξησης των συνολικών εκπομπών GHGs από το 1970-2010.

  • Περίπου οι μισές, σωρευτικά, ανθρωπογενείς εκπομπές μεταξύ 1750-2010 έχουν πραγματοποιηθεί τα τελευταία 40 έτη.

  • Οι ετήσιες ανθρωπογενείς εκπομπές GHGs αυξήθηκαν κατά 10 GtCO2eq ( από τους 40 στους 49 GtCO2eq) μεταξύ 2000 - 2010, δηλαδή περίπου 22%. Αύξηση που προέρχεται κατά 47% από τον ενεργειακό εφοδιασμό και κατά 30% από τη βιομηχανία17.

  • Οι ατμοσφαιρικές συγκεντρώσεις, τριών εκ των αερίων του θερμοκηπίου, διοξειδίου του άνθρακα (CO2), μεθανίου (CH4) και υποξειδίου του αζώτου (N2O), έχουν αυξηθεί σε πρωτοφανή επίπεδα τουλάχιστον για τα προηγούμενα 800.000 χρόνια, με ποσοστά αύξησης σχετικά με τα προβιομηχανικά επίπεδα (1750), 40%, 150% και 20% αντίστοιχα.

  • Η συνολική αύξηση των ανθρωπογενών εκπομπών CO2 από την προβιομηχανική περίοδο 1750 έως το 2011 ανέρχεται στους 545 GtC με το μεγαλύτερο ποσοστό να προέρχεται από την καύση των ορυκτών καυσίμων (365 GtC), ενώ η αποδάσωση και άλλες αλλαγές στις χρήσεις γης ευθύνονται για έκλυση 180 GtC18.

Ο στόχος των 2°C και ο σωρευτικός προϋπολογισμός άνθρακα

Ο στόχος του περιορισμού της ανόδου της θερμοκρασίας του πλανήτη κάτω από τους 2°C μέχρι το 2100, θεωρείται από την επιστημονική κοινότητα – αλλά και από τη διεθνή κοινότητα συνολικά – το ανώτατο επιτρεπτό όριο προκειμένου να μην υπερβούμε το σημείο καμπής που οδηγεί στην καλπάζουσα κλιματική αλλαγή με καταστροφικές επιπτώσεις για την πανίδα και την χλωρίδα του πλανήτη και φυσικά για τους ανθρώπινους πληθυσμούς.

Στην κατεύθυνση που κινούμαστε σήμερα - «business as usual» - σύμφωνα με τα σενάρια που αναπτύσσονται εκτιμάται ότι η άνοδος μπορεί να φθάσει έως και τους 5,30 C, με μέσο όρο τους 4,30 C. Συνεπώς, η ανάσχεση της κλιματικής αλλαγής απαιτεί άμεσες, δραστικές και διαρκείς καθαρές μειώσεις των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου.

Στο σενάριο που ανταποκρίνεται στον στόχο των 2°C - RCP2.6 – οι σωρευτικές ανθρωπογενείς εκπομπές επιβάλλεται να περιοριστούν στους 800 GtC. Εάν από αυτές αφαιρέσουμε τους 531 GtC που έχουν ήδη ιστορικά «δαπανηθεί», «απομένουν» συνολικά 269 GtC ώστε να μην υπερβούμε τον συνολικό προϋπολογισμό άνθρακα. Εάν υποθέσουμε ότι καταναλώναμε μόνο τα ήδη γνωστά και οικονομικά εκμεταλλεύσιμα αποθέματα ορυκτών καυσίμων, θα εκλύαμε πάνω από 800 GtC στην ατμόσφαιρα. Συνεπώς, γίνεται σαφές ότι πάνω από το 66% αυτών πρέπει να παραμείνουν στο έδαφος. Σε αυτά, φυσικά, δεν περιλαμβάνονται τα δυνητικά ή μελλοντικά κοιτάσματα ορυκτών πόρων τα οποία θα προκύψουν βάσει της παρούσας τάση των μεγάλων πολυεθνικών ορυκτών καυσίμων για στροφή στις έρευνες εντοπισμού νέων κοιτασμάτων και ιδιαίτερα των μη-συμβατικών ορυκτών καυσίμων (αντλήσεις βαθέων υδάτων, σχιστολιθικό πετρέλαιο, πισσώδεις άμμοι, σχιστολιθικό αέριο κ.λ.π.). Η εξέλιξη αυτή είναι καταστροφική και οδηγεί, ταχύτατα στο σενάριο της καλπάζουσας κλιματικής αλλαγής. Στο ίδιο πλαίσιο, της αντίστροφης έναντι της επιβεβλημένης, από τα επιστημονικά δεδομένα, κατεύθυνσης που επιτάσσει την παραμονή στο έδαφος του 66% των ήδη γνωστών και οικονομικά εκμεταλλεύσιμων αποθεμάτων ορυκτών καυσίμων, εντάσσεται και η παρούσα ενεργειακή πολιτική των μνημονιακών κυβερνήσεων που επικεντρώνεται, μεταξύ άλλων, στις έρευνες εντοπισμού νέων κοιτασμάτων υδρογονανθράκων στο Ιόνιο, Δυτικά και Νότια της Πελοποννήσου και Νότια της Κρήτης.

Στόχοι – Πολιτικές κατευθύνσεις

Κεντρικό στόχο και διεκδίκηση της αριστεράς σε διεθνές επίπεδο αποτελεί η απαίτηση για την επίτευξη μια δίκαιης φιλόδοξης και δεσμευτικής συμφωνίας που θα βασίζεται στην αρχή - των Η.Ε για την κλιματική αλλαγή - των Κοινών αλλά Διαφοροποιημένων Ευθυνών και των Αντίστοιχων Δυνατοτήτων (Common But Differentiated Responsibilities and Respective Capabilities – CBDRRC)19 και στο στόχο μη υπέρβασης του ορίου των 1,50 C στο πλαίσιο του αντίστοιχου προϋπολογισμού άνθρακα. Η εφαρμογή της απαιτεί τον προσδιορισμό των αντίστοιχων στόχων, χρονοδιαγραμμάτων και μέτρων στο πλαίσιο της κλιματικής δικαιοσύνης, της αλληλεγγύης και αμοιβαιότητας που ταυτόχρονα θα παρέχει χρηματοδοτική και τεχνολογική υποστήριξη καθώς επίσης και βοήθεια για τη δημιουργία υποδομών στις χώρες που στερούνται των απαραίτητων δυνατοτήτων20. Κρίσιμο σταθμό αποτελεί η συνδιάσκεψη του Παρισιού (COP 21 – 2015).

Οι συνέπειες της κλιματικής αλλαγής είναι παρούσες και έχουν άμεση επίδραση στις ζωές μας. Πλησιάζουμε, εάν δεν έχουμε ήδη φθάσει, τα κριτικά σημεία των ορίων των πλανητικών οικοσυστημάτων. Παρά ταύτα η προηγούμενη 19η Παγκόσμια Διάσκεψη του ΟΗΕ για την Κλιματική Αλλαγή κυριαρχήθηκε από τα εταιρικά συμφέροντα κολοσσιαίων ομίλων που συνδέονται με τα ορυκτά καύσιμα και χαρακτηρίστηκε από την εκπρόσωπο της GUE/NGL Sabine Wils « μια τεράστια οπισθοδρόμηση για την κλιματική δικαιοσύνη».

Δεσμευτικό, κανονιστικό και κοινωνικά δίκαιο πλαίσιο άμεσων μέτρων καθαρών μειώσεων των εκπομπών GHGs ενάντια στην κερδοσκοπία και τις αυταπάτες των μηχανισμών της αγοράς.

Οι μηχανισμοί και τα εργαλεία των αγορών έχουν αποδειχθεί τις τελευταίες δεκαετίες, πέραν όλων των άλλων συνεπειών τους, εντελώς αναποτελεσματικοί για την ανάσχεση της κλιματικής αλλαγής.

Η στρατηγική του κεφαλαίου για «πράσινη ανάπτυξη» ή «πράσινο εκσυγχρονισμό» έχει στο επίκεντρό της, όχι την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής, αλλά με αφορμή την τελευταία τη δημιουργία νέων πεδίων κερδοφορίας για την επανάκαμψη της συσσώρευσης, δηλαδή πράσινες «business as usual», το κόστος των οποίων επωμίζεται η κοινωνική πλειοψηφία.

Αίτημα και διεκδίκηση της αριστεράς και των ριζοσπαστικών κινημάτων αποτελεί η κατάργηση των Συστημάτων Εμπορίας Ρύπων (ETS) μέσω των ειδικών χρηματιστηρίων ρύπων, των Μηχανισμών Καθαρής Ανάπτυξης (CDM) και γενικά των ευέλικτων μηχανισμών του Κιότο που όχι μόνο δεν έχουν επιτύχει κανένα αποτέλεσμα στη μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου και στη μείωση της εξάρτησης από τα ορυκτά καύσιμα, αλλά επιπλέον α) ευνοούν μια διαδικασία κερδοσκοπίας προς όφελος των μεγάλων ρυπαντών, β) αποτελούν τροχοπέδη για τις όποιες μειώσεις μέσω αμφίβολων επενδύσεων σε τρίτες χώρες, γ) μεγιστοποιούν την περιβαλλοντική πίεση μέσω της διάχυσης και επέκτασής σε παγκόσμιο επίπεδο και δ) μετακυλύουν το κόστος στη μεγάλη κοινωνική πλειοψηφία21.

Η ανάσχεση της κλιματικής αλλαγής δεν αφορά, πρωτίστως, έναν τεχνικό-τεχνολογικό μετασχηματισμό.

Στη δική μας αντίληψη η αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής και ευρύτερα της συνδυασμένης οικονομικής – οικολογικής κρίσης απαιτεί έναν ριζικό κοινωνικό-οικολογικό μετασχηματισμό οργάνωσης της κοινωνικής παραγωγής σε μια μεταβατική κατεύθυνση της οικονομίας των αναγκών, με σοσιαλιστικό ορίζοντα.

Απέναντι στα κυρίαρχα κριτήρια του κέρδους, της διαρκούς μεγέθυνσης - συσσώρευσης, της αγοράς, της εμπορευματοποίησης και των ιδιωτικοποιήσεων, του ανταγωνισμού, της συγκέντρωσης και της σπατάλης αντιπαραθέτουμε: α) τις συλλογικές κοινωνικές, β) τη δημοκρατία στον σχεδιασμό και στην παραγωγή με έλεγχο της κοινωνίας και των εργαζομένων, γ) τα δημόσια-κοινωνικά αγαθά, δ) την αποκέντρωση, ε) το σεβασμό στα οικοσυστήματα και στις τοπικές χρήσεις γης, στ) τη διάχυση της έρευνας και της τεχνολογίας, διαφοροποιημένης ανάλογα με τις ανάγκες,, ζ) την εξοικονόμηση, η) την αλληλεγγύη και τον διεθνισμό και θ) την αποκατάσταση της οικολογικής ισορροπίας.

Άξονες και μέτρα για την ανάσχεση της κλιματικής αλλαγής22

  • Καθαρές μειώσεις των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου κατά 40% έως το 2020 και κατά 95% έως το 2050 σε σχέση με τα επίπεδα του 1990 για τις αναπτυγμένες χώρες.

  • Σταδιακή απεξάρτηση των οικονομιών των ανεπτυγμένων χωρών από τον άνθρακα έως το 2050 – το 2070 σε παγκόσμια κλίμακα -.

  • Δεσμευτική και επαρκή χρηματοδοτική και τεχνολογική υποστήριξη καθώς επίσης και ενισχύσεις για τη δημιουργία υποδομών από τις «αναπτυγμένες» προς τις χώρες του παγκόσμιου Νότου και τις πιο ευάλωτες κοινότητες, τόσο για την ανάσχεση, όσο και για την αντιμετώπιση των συνεπειών της κλιματικής αλλαγής. Το ύψος της απολύτως αναγκαίας χρηματοδοτικής υποστήριξης που απαιτείται υπολογίζεται ότι θα ανέλθει, κατ’ ελάχιστον, στα 100 δις € ετησίως το 2020. Φορέας διαχείρισής της πρέπει να είναι τα Η.Ε.

  • Δραστικά ολοκληρωμένα προγράμματα εξοικονόμησης ενέργειας και αύξησης της ενεργειακής απόδοσης σε: βιομηχανία, γεωργία, κτιριακό τομέα, μεταφορές, συγκοινωνίες.

  • Άμεση ανακοπή των ερευνών και των εξορύξεων μη συμβατικών ορυκτών καύσιμων - σχιστολιθικού αερίου (shale gas), πισσώδους άμμου κ.α. – Αντιστροφή της προωθούμενης κατεύθυνσης αύξησης της χρήσης άνθρακα και του εξωραϊσμού τους που προωθούν μεγάλοι πολυεθνικοί όμιλοι μέσω της χρήσης τεχνολογιών δέσμευσης και αποθήκευσης άνθρακα (CCS).

  • Καμιά νέα εγκατάσταση πυρηνικής ενέργειας και ορισμός χρονοδιαγραμμάτων για το οριστικό κλείσιμο των υπαρχουσών.

  • Απόρριψη της παραγωγής βιοκαυσίμων από ενεργειακές καλλιέργειες.

  • Άμεσα μέτρα για το σταμάτημα της αποδάσωσης και την προώθηση μεγάλης κλίμακας αναδασώσεων και αναγέννησης των δασών.

  • Αναδιάρθρωση των υδροβόρων καλλιεργειών και ενίσχυση της παραγωγής βιολογικών προϊόντων με σεβασμό στη βιοποικιλότητα των οικοσυστημάτων.

  • Δραστική περικοπή εξοπλιστικών δαπανών και μεταφορά δημόσιων πόρων στην προστασία του περιβάλλοντος και στην ανάσχεση της κλιματικής αλλαγής.

  • Δημόσια χρηματοδότηση στην έρευνα, την καινοτομία και την ανάπτυξη διαφοροποιημένης τεχνολογίας σε δημόσια πανεπιστήμια, ινστιτούτα, φορείς και δημόσιες επιχειρήσεις για την ανάσχεση και αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής και τον κοινωνικό-οικολογικό μετασχηματισμό της παραγωγής με ταυτόχρονη δημιουργία νέων μόνιμων θέσεων εργασίας – με πλήρη εργασιακά δικαιώματα και επαρκείς αμοιβές – σε όλο το εύρος των υπαρχόντων αλλά και νέων τομέων και κλάδων που θα αναδυθούν.

  • Προστασία και διασφάλιση των δικαιωμάτων των περιβαλλοντικών προσφύγων.

Παράρτημα - 7.3.2. - Πρόγραμμα πολιτικής για τα δάση και τη βιοποικιλότητα

Εισαγωγή

Το κείμενο αυτό αφορά τις προγραμματικές θέσεις του ΣΥΡΙΖΑ για τη διατήρηση και διαχείριση των δασών και γενικότερα της βιοποικιλότητας στα χερσαία οικοσυστήματα. Το κείμενο δίνει βάρος στη διατήρηση και αειφορική διαχείριση των δασικών και λιβαδικών οικοσυστημάτων που εντάσσονται στα δάση και τις δασικές εκτάσεις, καθώς αποτελούν σχεδόν το 60% της χώρας και έχουν ιδιαίτερη αξία για σημαντικές οικοσυστημικές υπηρεσίες (π.χ. νερό) αλλά και την αειφορική-οικολογική παραγωγική ανασυγκρότηση. Περιλαμβάνει επίσης τις γενικές αρχές και κατευθύνσεις για τη διαχείριση και τη διοίκηση των προστατευόμενων περιοχών.

Γιατί μια ειδική πολιτική για τα δάση και τα χερσαία φυσικά οικοσυστήματα;

Η ανάγκη μιας νέας πολιτικής για το φυσικό περιβάλλον είναι επιτακτική. Μια πολιτική με στόχο την αειφορική διαχείριση, την προστασία και την ανάπτυξη των δασικών και των εν γένει φυσικών χερσαίων οικοσυστημάτων, με σκοπό αφενός την προστασία της βιοποικιλότητας και την αποτροπή των φαινομένων της κλιματικής αλλαγής και της ερημοποίησης κι αφετέρου την αειφόρο ανάπτυξη της υπαίθρου και την ικανοποίηση των αναγκών των κατοίκων των ορεινών και των μειονεκτικών περιοχών. Τα δάση, τα λιβάδια, οι υγρότοποι και όλα τα φυσικά οικοσυστήματα της Ελλάδας:

  • Αποτελούν πάνω από το 60% της έκτασης της χώρας με το μεγαλύτερο μέρος τους να αποτελούν δημόσια περιουσία, πράγμα παράδοξο για τα Ευρωπαϊκά δεδομένα, όπου τα δάση συνήθως είναι ιδιόκτητα. Δεν πρέπει επίσης να ξεχνά κανείς ότι ο ελληνικός λαός πολέμησε σκληρά για να απελευθερώσει αυτή τη γη και να την υπερασπιστεί.

  • Μαζί με τα παραδοσιακά δασολιβαδικά και αγροδασικά συστήματα φιλοξενούν τεράστια ποικιλότητα ειδών, σημαντική σε παγκόσμιο επίπεδο, ενώ και η ίδια η συγκρότησή τους σε δεκάδες τύπους τοπίων αυξάνει ακόμα περισσότερο τη βιοποικιλότητα.

  • Είναι πολύτιμα για την αειφόρο ανάπτυξη. Αποτελούν πολύτιμο δυναμικό για την παραγωγή πρώτων υλών, τη στήριξη της αγροτικής οικονομίας, τους υδατικούς πόρους και την παροχή άυλων υπηρεσιών όπως η αναψυχή, ο αθλητισμός στη φύση κ.ά. Είναι επίσης ευαίσθητα στην κλιματική αλλαγή, αλλά ταυτόχρονα αποτελούν κρίσιμο παράγοντα στην ανάσχεση των επιπτώσεών της.

  • Επιδρούν σημαντικά και στο θαλάσσιο περιβάλλον. Οι ελληνικές θάλασσες τροφοδοτούνται σε θρεπτικές ουσίες από τους ποταμούς, ιδιαίτερα αυτούς με μόνιμη και μεγάλη παροχή, ενώ τα Δέλτα των ποταμών συχνά αποτελούν σημαντικούς τόπους αναπαραγωγής πολλών ειδών ψαριών και μαλακίων.

  • Στην πλειονότητά τους, με εξαίρεση ορισμένους μεγάλους υγρότοπους και κοίτες ποταμών, βρίσκονται στον ορεινό χώρο, για την ακρίβεια κυριαρχούν σε αυτόν. Η διαχείριση του ορεινού χώρου έχει τεράστια σημασία για την υδατική οικονομία και την κτηνοτροφία.

  • Κυριαρχούν επίσης στα νησιά, μια άλλη ιδιαίτερη χωρική οντότητα με τεράστια σημασία για τη διατήρηση της φυσικής και πολιτιστικής κληρονομιάς, σε τοπικό και εθνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο.

Α΄ Μέρος: Περιγραφή του προβλήματος

Τα χερσαία φυσικά οικοσυστήματα της Ελλάδας (δάση, λιβάδια, υγρότοποι, βραχώδεις εκτάσεις κ.ά.) καλύπτουν σχεδόν το 60% της έκτασης της και κυριαρχούν στον ορεινό χώρο. Η βλάστηση, η χλωρίδα και η πανίδα είναι από τις πλουσιότερες στην Ευρώπη και στη Μεσόγειο. Αξιοσημείωτη είναι επίσης η ποικιλότητα των ανθρωπογενών ημιφυσικών-πολιτιστικών τοπίων των οποίων η διατήρηση είναι κρίσιμη για τη διατήρηση της βιοποικιλότητας. Η ποικιλότητα των φυσικών και ημιφυσικών τοπίων και η ιδιαίτερη ιστορία της συνεξέλιξής τους με την ανθρώπινη παρουσία, σε συνδυασμό με την κυριαρχία τους στον ορεινό χώρο, τα καθιστά πολύτιμα για τη διατήρηση της φύσης αλλά και για την παροχή προϊόντων και υπηρεσιών. Το νερό, η προστασία των εδαφών, το ξύλο, η βοσκήσιμη ύλη, οι υπηρεσίες αναψυχής, η άμβλυνση των ακραίων κλιματικών συνθηκών των πόλεων είναι μερικά από αυτά.

Το φυσικό περιβάλλον στην Ελλάδα υφίσταται εδώ και δεκαετίες σοβαρές πιέσεις από ποικίλα μικρά και μεγάλα συμφέροντα, με την ανοχή και την υποστήριξη των κυβερνήσεων. Ανοχή και συνεχείς νομιμοποιήσεις αυθαιρεσιών, απουσία χωροταξικού σχεδιασμού, ασύδοτη τουριστική ανάπτυξη, εγκατάλειψη της παραγωγής δασικών προϊόντων και της εκτατικής κτηνοτροφίας, αδιαφορία για την τη διαχείριση των προστατευόμενων περιοχών είναι μερικά μόνο από τα στοιχεία που συνθέτουν τη δράση των κυβερνήσεων των τελευταίων δεκαετιών. Στα χρόνια των μνημονίων, οι τάσεις αυτές έγιναν επίσημη πολιτική με το πρόσχημα της εξυπηρέτησης του «υπέρτερου δημόσιου συμφέροντος», ενώ στην πραγματικότητα εξυπηρετείται η εγχώρια και διεθνής οικονομική ελίτ εις βάρος της κοινωνίας και του φυσικού περιβάλλοντος.

Παρά τις διακηρύξεις και την υποτιθέμενη ενίσχυση της προστασίας τους, οι επιπτώσεις της «ανάπτυξης» και του «εκσυγχρονισμού» είναι πολύ σοβαρές. Οι ελληνικοί υγρότοποι υπέστησαν μεγάλες απώλειες τον 20ο αιώνα τόσο σε αριθμό όσο και σε έκταση, γεγονός που δυστυχώς συνεχίζεται, αν και με χαμηλότερους ρυθμούς. Τα ανοικτά λιβαδικά τοπία με τα πλούσια σε χλωρίδα φρυγανικά οικοσυστήματα στα νησιά και τις παράκτιες περιοχές υποβαθμίζονται συνεχώς λόγω της ανεξέλεγκτης οικοδόμησης. Αντίθετα, στις ορεινές περιοχές τα ποολίβαδα μετατρέπονται σε πυκνούς θαμνώνες με μικρή άξια για τη βιοποικιλότητα και καμία την εκτατική κτηνοτροφία, έναν από τους σπουδαιότερους τομείς της ελληνικής οικονομίας, λόγω της αδιαφορίας σχεδιασμού ουσιαστικής αγροτικής και δασικής πολιτικής.

Τα δάση υφίστανται σοβαρές φυσικές και ανθρωπογενείς πιέσεις και απειλές, οι οποίες αναμένεται να ενταθούν λόγω της κλιματικής αλλαγής. Σύμφωνα με πρόσφατη δημοσίευση, η πλειονότητα των ελληνικών δασών αναμένεται να χάσει μεγάλο μέρος της παραγωγικότητάς της στα επόμενα 50 έτη ενώ, εφόσον καταστραφούν από φυσικά ή ανθρωπογενή αίτια, το πιθανότερο είναι να υποβαθμιστούν σε δάση άλλων μορφών, πιο ανθεκτικών στην ξηρασία. Παρά την αύξησή τους στον ορεινό χώρο, στις παράκτιες και περιαστικές περιοχές τα δάση γίνονται θύματα μιας δαίδαλώδους διαπλοκής μικρών και μεγάλων συμφερόντων που σε αγαστή συνεργασία με όλες τις κυβερνήσεις διαμόρφωσαν μέσω της χαώδους νομοεσίας και της θεσμικής παραβατικότητας ένα καθεστώς ασυδοσίας, κυρίως πάνω στη δημόσια γη. Αποτέλεσμα είναι να χάνονται για οικοδόμηση οικιών, τουριστικών καταλυμάτων, ακόμα και βιομηχανικών μονάδων.

Από τη δεκαετία του 1980, ακολουθείται σταθερά μια η πολιτική εγκατάλειψης της παραγωγής δασικών προϊόντων με την ταυτόχρονη εκχώρηση της όποιας δραστηριότητας σε ιδιώτες. Παρά την αύξηση των δυνατοτήτων παραγωγής προϊόντων υψηλής αξίας με τρόπο αειφορικό και συμβατό με τη διατήρηση της βιοποικιλότητας, αφού στην Ελλάδα εφαρμόζεται η φυσική δασοπονία, ο τομέας εγκαταλείπεται από το δημόσιο. Μείωση επενδύσεων, αποδυνάμωση δασικών υπηρεσιών, συστηματική υπονόμευση της Κρατικής Εκμετάλλευσης Δασών, αδιαφορία για την έρευνα για το φυσικό περιβάλλον, τα δάση και τα λιβάδια, έμμεση ανάθεση σε ιδιώτες των υπηρεσιών θηροφύλαξης και εγκατάλειψη της ορεινής υδρονομικής είναι μερικά μόνο από τα γεγονότα που σημαδεύουν τις εξελίξεις στον τομέα αυτό. Μακροπρόθεσμα, η πολιτική της ανυπαρξίας δασικής πολιτικής συνέβαλε καθοριστικά στη μείωση των επενδύσεων και των θέσεων εργασίας στα δάση και στον ορεινό χώρο, καθώς και στον περιορισμό της παρουσίας της Δασικής Υπηρεσίας που μπορεί, λόγω της αποκεντρωμένης φύσης της εργασίας της, να εφαρμόσει και να επιβλέψει και πολιτικές για τη διατήρηση της φύσης.

Η πολιτική για τη διατήρηση της βιοποικιλότητας κινήθηκε με βάση την ικανοποίηση των ελάχιστων απαιτήσεων της ευρωπαϊκής νομοθεσίας και αυτό με αμφιλεγόμενη επιτυχία. Το νομικό πλαίσιο για τις προστατευόμενες περιοχές χαλαρώνει όλο και περισσότερο απέναντι σε δραστηριότητες που έχουν επιπτώσεις στη βιοποικιλότητα, η εθνική χρηματοδότηση για την έρευνα πάνω στη βιοποικιλότητα κινείται κοντά στο μηδέν, ενώ η διοίκηση των προστατευόμενων περιοχών σε τοπικό και εθνικό επίπεδο καρκινοβατεί. Η δε διεθνής παρουσία της Ελλάδας, μιας χώρας με ιδιαίτερα μεγάλη βιοποικιλότητα είναι σχεδόν ανύπαρκτη.

Στην εξέλιξη αυτή συνέτεινε και το ότι στην ΕΕ δεν υπάρχει κοινή δασική πολιτική, αλλά διάσπαρτα μέτρα εντός της ΚΑΠ που απευθύνονται κυρίως σε δασικές επιχειρήσεις του ιδιωτικού τομέα. Άλλες ευρωπαϊκές πολιτικές, που θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για τη – διαμόρφωση έστω – αρχών μιας διευρυμένης πολιτικής δασών και φυσικού περιβάλλοντος, όπως η δημιουργία του Natura 2000, έπεσαν θύματα άγνοιας και συντεχνιακών θεωρήσεων. Ενδεικτικό της αδιαφορίας των μεταπολιτευτικών κυβερνήσεων για τα δάση είναι ότι η Ελλάδα αποτελεί τη μόνη χώρα της ΕΕ που δεν διαθέτει Εθνικό Πρόγραμμα για τα Δάση.

Η ελληνική φύση αντί να αντιμετωπίζεται ως πολύτιμο δημόσιο αγαθό, βρίσκεται σε σχέση υποτέλειας ως προς τους ποικίλους κερδοσκόπους, με αποτέλεσμα τον σταδιακά μειούμενο βαθμό προστασίας της, ώστε να επιτυγχάνεται η οικονομική μεγέθυνση, αντί μιας ανάπτυξης βιώσιμης με σεβασμό στο περιβάλλον και στις ανάγκες του ανθρώπου.

Η πολιτική για τα χερσαία φυσικά οικοσυστήματα και τα δάση στα χρόνια των μνημονίων, γίνεται πλέον εγκληματική, επιταχύνοντας με ραγδαίους ρυθμούς την διάλυση της αειφορικής διαχείρισής τους. Η ελληνική φύση παραδίδεται στο ιδιωτικό κεφάλαιο χωρίς περιορισμούς με το προστατευτικό νομοθετικό πλαίσιο να ξηλώνεται μέρα με τη μέρα ώστε κάθε επέμβαση, ανεξαρτήτως κόστους για το φυσικό περιβάλλον ή τον άνθρωπο, να επιτρέπεται και να αδειοδοτείται. Η προστασία του περιβάλλοντος υποκλίνεται και υποτάσσεται στο «υπέρτερο» «δημόσιο» συμφέρον που δεν είναι άλλο από το όφελος της εγχώριας και διεθνούς οικονομικής ελίτ. Είναι τόση η σπουδή προς αυτή την κατεύθυνση που συχνά νομοθετικές ρυθμίσεις αλλάζουν επί το χαλαρότερο εντός λίγων μηνών, καθώς όλο και κάποιος ενδιαφερόμενος τις κρίνει αυστηρές και γραφειοκρατικές.

Η μοναδική αποκεντρωμένη υπηρεσία του ΥΠΕΚΑ, η Δασική Υπηρεσία οδηγείται στην πλήρη διάλυση: διάφοροι διοικητικοί πειραματισμοί τις τελευταίες δεκαετίες, αποξένωση της από τον τομέα των δασικών πυρκαγιών, εκχώρηση αρμοδιοτήτων σε ιδιώτες και ανεπαρκής στελέχωση οδηγεί σε απογύμνωση από έμπειρα στελέχη στον σχεδιασμό και την εφαρμογή δασικής πολιτικής.

Σημαντικά εργαλεία διαχείρισης των λεκανών απορροής, όπως είναι τα ειδικά δασοτεχνικά έργα γίνονται σε περιορισμένη κλίμακα αφενός λόγω της χαμηλής χρηματοδότησης και αφετέρου λόγω του αποπροσανατολισμού της Δασικής Υπηρεσίας από τον κύριο σκοπό της. Οι αποκαταστάσεις των φυσικών οικοσυστημάτων, μια αμιγώς επιστημονική και τεχνική εργασία, από τις σημαντικότερες για τη θωράκιση της χώρας απέναντι στην κλιματική αλλαγή, στις νέες προκλήσεις για τη διατήρηση της βιοποικιλότητας και στην οικολογική παραγωγική ανασυγκρότηση της δασοπονίας και της κτηνοτροφίας, υποχρηματοδοτείται και συχνά αντιμετωπίζεται με ελαφρότητα.

Ανάλογη κατάσταση επικρατεί επίσης και στη εκπαίδευση και έρευνα για τη φύση. Ανορθολογικός σχεδιασμός και πελατειακές σχέσεις στη χωρική κατανομή της δασικής εκπαίδευσης που εντείνεται, εκμηδενισμένη χρηματοδότηση της έρευνας για τη βιοποικιλότητα της χώρας και τη διαχείριση των χερσαίων φυσικών οικοσυστημάτων είναι μερικά από τα χαρακτηριστικά της κατάστασης που επικρατεί. Ένας ιδιαίτερα κρίσιμος τομέας για την επιστημονική στήριξη της προστασίας και της διαχείρισης των οικοσυστημάτων αυτών, η δασική έρευνα έχει πέσει θύμα ερασιτεχνισμών.

Β΄ Μέρος: Οι προτάσεις μας

B.1. Το όραμά μας

Ο ΣΥΡΙΖΑ:

  • Αντιλαμβάνεται τα φυσικά οικοσυστήματα ως ενιαία και αλληλοϋποστηριζόμενα, με μεγάλη αξία για τη διατήρηση της φύσης, όπου το Δημόσιο εξασφαλίζει το δικαίωμα όλων των πολιτών στις περιβαλλοντικές τους υπηρεσίες και επενδύει στην αειφορική παραγωγική τους ανασυγκρότηση.

  • Κατανοεί τη σημασία τους ως των πολυτιμότερων πόρων της χώρας, που στηρίζουν τη δασοπονία, την κτηνοτροφία και την αλιεία, παρέχουν καθαρό νερό, καθαρίζουν την ατμόσφαιρα συμβάλλουν στη βελτίωση της ποιότητας ζωής, πόρους τους οποίους δεν μπορούμε ούτε να αναπληρώσουμε ούτε να αγοράσουμε αν χαθούν.

  • Αναγνωρίζει ότι η διαχείριση των δασών και των υπόλοιπων χερσαίων οικοσυστημάτων αναπτύσσεται σε χρονικό βάθος δεκαετιών και για το λόγο αυτό καθορίζονται πολιτικές μακροχρόνιων σχεδίων και στόχων.

και διαμορφώνει μια πολιτική:

  • που προσαρμόζεται στις ιδιαιτερότητες των μεσογειακών οικοσυστημάτων με τη μακραίωνη αλληλεπίδραση φύσης και ανθρώπου

  • που εξασφαλίζει τη βιοποικιλότητα και τη διατήρηση των ευεργετικών για τον άνθρωπο λειτουργιών των φυσικών οικοσυστημάτων

  • που προωθεί την κοινωνική οικονομία, τη μικρή κλίμακα, την ποικιλότητα στις επιλογές, την τοπική παραγωγή και κατανάλωση

  • που διαμορφώνεται μέσω μιας ριζικά διαφορετικής προσέγγισης, αντικείμενο δημόσιου, δημοκρατικού, συμμετοχικού σχεδιασμού και γίνεται ευρέως αποδεκτή

  • που αναγνωρίζει τη διεθνή διάσταση των περιβαλλοντικών θεμάτων και συμβάλλει σε διεθνείς συνεργασίες για τη διαχείριση, διατήρηση και αποκατάστασή τους.

Β.2. Οι αρχές μας για την αειφορική διαχείριση των χερσαίων φυσικών οικοσυστημάτων και των προστατευόμενων περιοχών.

  • Υιοθετείται ορισμός του δάσους και των δασικών εκτάσεων που θα εξειδικεύει και δεν θα ανατρέπει την ερμηνευτική δήλωση του Άρθρου 24 του Συντάγματος. Αναμορφώνεται η νομοθεσία με κατάργηση όλων των αντιδασικών/αντιπεριβαλλοντικών διατάξεων.

  • Διατηρείται και ενισχύεται ο δημόσιος χαρακτήρας όλων των εκτάσεων με φυσική βλάστηση (δασών, λιβαδιών, υγροτόπων κ.λπ.) που βρίσκονται υπό δημόσιο έλεγχο, ως κρίσιμο εργαλείο για την αειφορική και ολοκληρωμένη διαχείριση τους. Ο υφιστάμενος έλεγχος του μεγαλύτερου ποσοστού των ορεινών και ημιορεινών εδαφών από το Δημόσιο ή άλλους οργανισμούς δημοσίου συμφέροντος όπως οι ΟΤΑ, δίνει τη δυνατότητα χάραξης ενιαίων πολιτικών για την οικολογική ανασυγκρότηση της δασοπονίας, της εκτατικής κτηνοτροφίας και τη διατήρηση της φύσης, με κριτήριο τις ανάγκες των πολλών όχι μόνο σήμερα αλλά και στο μέλλον. Κρίσιμο βήμα προς αυτή την κατεύθυνση είναι η εκπόνηση των δασικών χαρτών και του δασολογίου. Εδώ επισημαίνεται ότι το ισχύον νομικό πλαίσιο θέλει εκ βάθρων αναμόρφωση μέσω της οποίας θα τίθεται επικεφαλής του εγχειρήματος η δασική υπηρεσία, η οποία θα έχει την ευθύνη για την κατάρτιση και ανάρτηση των δασικών χαρτών, ώστε το τελικό προϊόν να είναι αξιόπιστο, να αποτυπώνει με τον καθαρότερο τρόπο τα δάση μας, να διασφαλίζει την δημόσια περιουσία και να αποτελέσει τη βάση για το Δασολόγιο, ως ενός πραγματικά αναπτυξιακού εργαλείου για τη προστασία και διαχείριση των δασικών οικοσυστημάτων.

  • Εισάγεται η ολοκληρωμένη διαχείριση των δασών και των λιβαδιών με ενιαίες διαχειριστικές μελέτες με τις απαραίτητες εξειδικεύσεις των παραγωγικών χρήσεων (δασοπονία, εκτατική κτηνοτροφία, υδρονομία κ.λπ.). Η ολοκληρωμένη διαχείριση εξυπηρετεί μεταξύ άλλων την υδρολογική διαχείριση και την ενσωμάτωση, με οικολογικά αποδεκτό τρόπο, παραδοσιακών και ήπιων ανθρώπινων δραστηριοτήτων. Το νέο νομοθετικό πλαίσιο πρέπει να ανταποκρίνεται στην σύγχρονη αντίληψη για τη διαχείριση του φυσικού περιβάλλοντος. Η διαχείριση όλων των χερσαίων φυσικών οικοσυστημάτων, ανεξάρτητα αν πρόκειται για δασικό σύμπλεγμα που υπόκειται σε ξυλοπονική εκμετάλλευση ή όχι, είναι επιβεβλημένη και πρέπει να υπακούει σε σύγχρονες προδιαγραφές. Ασκείται ουσιαστική διαχείριση της άγριας πανίδας με ειδικές διαχειριστικές μελέτες και εξορθολογίζεται η άσκηση της θήρας.

  • Η διαχείριση των φυσικών οικοσυστημάτων προσαρμόζεται στην κλιματική αλλαγή και αυξάνεται η συμβολή τους στην άμβλυνση των επιπτώσεών της. Υιοθετούνται εθνικοί στόχοι για τη δασοκάλυψη και την αντιμετώπιση των επιπτώσεων από την κλιματική αλλαγή κατά δασικό τύπο και περιοχή, με ειδικότερους σχεδιασμούς για την ανόρθωση των υποβαθμισμένων δασών και λιβαδιών και την προστασία του εδάφους.

  • Ανασυγκροτούνται η δασοπονία και η διαχείριση των λιβαδιών για την στήριξη της εκτατικής κτηνοτροφίας. Υποστηρίζεται η εκμετάλλευση των δασών από το δημόσιο (Κρατική Εκμετάλλευση Δασών) και αναμορφώνεται το καθεστώς των δασικών συνεταιρισμών στο πλαίσιο της ανόρθωσης της ορεινής οικονομίας.

  • Η Ελλάδα μεταβαίνει από την καταστολή των δασικών πυρκαγιών στη διαχείριση των δασικών πυρκαγιών ως μέρος της διαχείρισης των δασικών και των υπόλοιπων χερσαίων οικοσυστημάτων. Ο συντονισμός της καταστολής επανέρχεται στη Δασική Υπηρεσία, η οποία θα στηριχθεί με υλικοτεχνική υποδομή και προσωπικό, καθώς και εκσυγχρονισμένο νομικό πλαίσιο.

  • Χρηματοδοτείται σταθερά και με δημοκρατικό-κοινωνικό έλεγχο η εφαρμογή της πολιτικής για τη φύση και τα δάση, μέσω του Ταμείου Δασών το οποίο συγκεντρώνει πόρους από τον κρατικό προϋπολογισμό, τις δραστηριότητες της υπηρεσίας και άλλες εθνικές και ευρωπαϊκές πηγές. Η διατήρηση και αποκατάσταση των αξιών και λειτουργιών των δασών, των λιβαδικών (βοσκόμενων και μη) και των υπόλοιπων φυσικών οικοσυστημάτων απαιτεί εφαρμογή μακροχρόνιων προγραμμάτων που έχουν ως προϋπόθεση τη σταθερή χρηματοδότηση. Οι επενδύσεις στους τομείς αυτούς έχουν πολλαπλασιαστικά οφέλη για την κοινωνία, τόσο ως προϋπόθεση παραγωγής προϊόντων όσο, κυρίως, μέσω της παροχής πληθώρας υπηρεσιών, όπως το νερό, η ρύθμιση της θερμοκρασίας κ.ά.

  • Η Ελλάδα παρακολουθεί τις διεθνείς εξελίξεις και συμβάλλει ενεργά στη διαμόρφωση και την εφαρμογή πολιτικών προώθησης της αειφορίας και τη διατήρησης της βιοποικιλότητας, τόσο στην ίδια τη χώρα όσο και σε χώρες που έχουν ανάγκη παροχής βοήθειας στους τομείς αυτούς. Ιδιαίτερο βάρος δίνεται στις χώρες της Μέσης Ανατολής και της Βόρειας Αφρικής όπου οι επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής θα έχουν ολέθριες επιπτώσεις στον άνθρωπο και τη φύση.

  • Εξασφαλίζεται η έγκαιρη και έγκυρη επιστημονική στήριξη των δασικών υπηρεσιών και όλων όσων εμπλέκονται στη διαχείριση και διατήρηση των δασών, των λιβαδιών και του φυσικού περιβάλλοντος εν γένει. Αυτό επιτυγχάνεται α) με την οικονομική στήριξη και αξιοποίηση των δημόσιων δασικών και συναφών ερευνητικών ιδρυμάτων και β) μέσω ενός ειδικού χρηματοδοτικού μηχανισμού που θα απευθύνεται στα λοιπά ερευνητικά ιδρύματα (ΑΕΙ/ΤΕΙ κ.λπ.). Η επιστημονική στήριξη θα αφορά επίσης τη διαρκή κατάρτιση του προσωπικού της δασικής υπηρεσίας και τη συμβολή της στην περιβαλλοντική εκπαίδευση πάνω σε θέματα διατήρησης της βιοποικιλότητας, των δασών και του φυσικού περιβάλλοντος γενικότερα.

Β.3. Μέσα επίτευξης των σκοπών αυτών:

Άμεσα μέτρα

  1. Επαναφορά της κάθετης οργάνωσης της υπηρεσίας και μετονομασία της σε Γενική Διεύθυνση Δασών και Φυσικού Περιβάλλοντος23 με τον διακριτικό τίτλο «Δασική Υπηρεσία». Τα δασικά ερευνητικά ινστιτούτα υπάγονται στην εποπτεία της Δασικής Υπηρεσίας με νομική μορφή που θα αποφασιστεί μετά από διαβούλευση με τους ερευνητές τους. Σε επόμενη φάση, μετά από ευρεία διαβούλευση, η Δασική Υπηρεσία θα αναδιοργανωθεί ώστε να συγχωνευθούν σε αυτήν οι υπηρεσίες του Υπουργείου Περιβάλλοντος που ασχολούνται σήμερα με το φυσικό περιβάλλον24. Καταργούνται όλες οι ειδικές δομές τύπου fast track. Ιδρύεται γραφείο διεθνών σχέσεων υπαγόμενο στον Γενικό Διευθυντή με στελέχωση από έμπειρα στελέχη της ΔΥ για την παρακολούθηση και συμμετοχή στις ευρωπαϊκές και διεθνείς εξελίξεις.

  2. Υιοθετείται ορισμός των δασικών και των χερσαίων φυσικών οικοσυστημάτων ο οποίος θα εξειδικεύει και δεν θα ανατρέπει (όπως γίνεται μέχρι σήμερα) την ερμηνευτική δήλωση του αρ. 24 του Συντάγματος, θα συνάδει με την επιστήμη της οικολογίας και θα λαμβάνει υπόψη τη δυναμική εξέλιξη των οικοσυστημάτων. Η ολοκλήρωση των δασικών χαρτών ως βασικών εργαλείων για την προστασία και διοίκηση των δασικών οικοσυστημάτων αποτελεί προτεραιότητα, όμως χρειάζεται νέο νομικό πλαίσιο. Η εκχώρηση της αρμοδιότητας κατάρτισης των δασικών χαρτών στην Κτηματολόγιο ΑΕ, ενώ φαινομενικά έχει το πλεονέκτημα της ταχύτερης ολοκλήρωσης του έργου, ουσιαστικά το υπονομεύει.

  3. Η Επιτροπή Φύση 2000 διατηρεί τις αρμοδιότητές της και αποκτά γραφείο διοικητικής και οικονομικής υποστήριξης, επαρκώς στελεχωμένο και χρηματοδοτείται απευθείας από τον κρατικό προϋπολογισμό. Η στελέχωσή της γίνεται με διαφανή τρόπο από εκπροσώπους άλλων υπουργείων, της επιστημονικής κοινότητας, επιστημονικών-επαγγελματικών φορέων που έχουν σχέση με τη διαχείριση φυσικού περιβάλλοντος (π.χ. Γεωτεχνικό Επιμελητήριο), και της κοινωνίας των πολιτών. Τα υποψήφια μέλη της παρουσιάζονται στην αρμόδια επιτροπή του κοινοβουλίου που γνωμοδοτεί για την καταλληλότητά τους25.

  4. Διατήρηση του υφιστάμενου μοντέλου διοίκησης των προστατευόμενων περιοχών για να αποφευχθούν προβλήματα στη χρηματοδότηση από το ΕΣΠA. Ταυτόχρονα στελεχώνεται κατάλληλα υπηρεσία του ΥΠΕΚΑ και των διαχειριστικών αρχών με αποκλειστική αρμοδιότητα τη στήριξη των Φορέων Διαχείρισης σε θέματα διοίκησης και οικονομικής διαχείρισης. Θεσμοθετείται άμεσα η χρηματοδότηση από τον κρατικό προϋπολογισμό των βασικών λειτουργικών αναγκών των ΦΔ.

  5. Άμεση έκδοση των απαραίτητων ΠΔ εφόσον ελεγχθούν ως προς τη συμβατότητά τους με τους σκοπούς ίδρυσης των προστατευόμενων περιοχών και της κατηγορίας προστασίας στην οποία εντάσσονται. Αφαιρούνται όλες οι χαριστικές ρυθμίσεις που εξυπηρετούν κερδοσκοπικά συμφέροντα στη γη ή σε άλλους τομείς. Κύρωση της συμφωνίας για το Διασυνοριακό Πάρκο Πρεσπών και προετοιμασία ανάλογης συμφωνίας για τη Λίμνη Δοϊράνη.

  6. Επανακαθορισμός των επιτρεπτών επεμβάσεων στα δασικά οικοσυστήματα και κατάργηση όλων των διατάξεων νόμων (μνημονιακών και μη) που παρακάμπτουν την αδειοδότηση των επεμβάσεων σε δάση και δασικές εκτάσεις και περιορίζουν το προστατευτικό πλαίσιο για τα δασικά οικοσυστήματα.

  7. Θεσμοθετείται η παραχώρηση κατά χρήση λιβαδικών εκτάσεων για τουλάχιστον 5 έτη και η δυνατότητα ίδρυσης των απαραίτητων κτηνοτροφικών εγκαταστάσεων με αυστηρούς όρους, αλλά και τη στήριξη των κτηνοτρόφων με την εκπόνηση από τη Δασική Υπηρεσία σε συνεργασία με τους ΟΤΑ των σχεδίων διαχείρισης των λιβαδιών.

  8. Αναθεώρηση όλου του πλαισίου άσκησης της θήρας και προστασίας της άγριας πανίδας. Κατάργηση διατάξεων με τις οποίες παραχωρούνται δημόσιες εξουσίες σε ιδιωτικούς φορείς στον τομέα της δασοφυλακής-θηροφυλακής. Οι κυνηγετικοί σύλλογοι παύουν να έχουν οποιεσδήποτε ειδικές σχέσεις με τη Δασική Υπηρεσία και εποπτεύονται από την Πολιτεία όπως όλα τα σωματεία. Επαναφορά της έκδοσης κυνηγετικών αδειών στις δασικές υπηρεσίες με αυστηρό έλεγχο σε συνεργασία με την Αστυνομία της καταλληλότητας οπλοφορίας, με παράλληλη εξασφάλιση ότι οι πόροι που συγκεντρώνονται θα διατίθενται για τη θηροφύλαξη, τη διατήρηση της πανίδας και την παροχή βασικών υπηρεσιών στους κυνηγούς. Επανακαθορισμός της κυνηγετικής περιόδου σύμφωνα με τις επιστημονικές μελέτες για την προστασία ιδιαίτερα της ορνιθοπανίδας. Συνεργασία με τα σωματεία περίθαλψης και προστασίας ζώων και τους ειδικούς επιστημονικούς φορείς για τη δημιουργία σαφούς σχετικού νομοθετικού πλαισίου. Βελτίωση της συνεργασίας με τις τελωνειακές αρχές για την αντιμετώπιση του παράνομου εμπορίου αγρίων ειδών. Αυστηρές ποινές για τη χρήση δηλητηριασμένων δολωμάτων, έλεγχος διακίνησης φυτοφαρμάκων (απαγόρευση κατοχής και μεταφοράς χωρίς συνταγή και εκτός δρομολογίου χώρου αποθήκευσης αδειοδοτημένου αγρού χρήσης). Η χονδρική μεταφορά φυτοφαρμάκων ή η μεταφορά μεγάλων ποσοτήτων τους υπάγεται στη νομοθεσία μεταφοράς επικίνδυνων ουσιών.

  9. Άμεσα μέτρα βελτίωσης της φυτοπαθολογικής επαγρύπνησης και προστασίας σε συνεργασία με τους επιστημονικούς φορείς που έχουν τη σχετική τεχνογνωσία. Δίνεται άμεσα προτεραιότητα στην αντιμετώπιση του έλκους του πλατανιού και στη συνέχιση της αντιμετώπισης του έλκους της καστανιάς.

  10. Οι αρμοδιότητες φύλαξης του αγροτικού χώρου μεταφέρονται στη Δημοτική Αστυνομία. Εξετάζεται η δυνατότητα μεταφοράς του προσωπικού φύλαξης του αγροτικού χώρου που σήμερα βρίσκεται στη Δασική Υπηρεσία στη Δημοτική Αστυνομία, ανάλογα με τις υπηρεσιακές ανάγκες της Δασικής Υπηρεσίας. Για τη φύλαξη του χερσαίου περιβάλλοντος ακατοίκητων νησίδων και θεασμοθετείται συνεργασία της Δασικής Υπηρεσίας με το Λιμενικό Σώμα-Ελληνική Ακτοφυλακή.

  11. Δημιουργία σε επίπεδο νομού ή περιφέρειας τεχνικής υπηρεσίας που θα συντονίζει τη χρήση μηχανολογικού εξοπλισμού ή άλλων μέσων που διαθέτει ή νοικιάζει το δημόσιο ώστε να μπορεί άμεσα να επεμβαίνει σε επείγουσες καταστάσεις και να μπορεί να κατεδαφίζει αυθαίρετα.

  12. Άμεση έναρξη των διαδικασιών οριοθέτησης των ρεμάτων και ποταμών που περιγράφονται στα δεδομένα βάσης των σχεδίων λεκανών απορροής με οικολογικά κριτήρια και κατ’ ελάχιστο σύμφωνα με τις προβλέψεις της Οδηγίας Πλαίσιο για τα νερά και της Οδηγίας για τις πλημμύρες. Αυστηρή προστασία των ζωνών αυτών και των δελταϊκών τους σχηματισμών. Καταργούνται άμεσα όλες οι χαριστικές διατάξεις και εξαιρέσεις για την οριοθέτηση των ρεμμάτων και ποταμών.

  13. Άμεση έναρξη διαβούλευσης για τη διαδικασία δημιουργίας και επικαιροποίησης του δασολογίου το οποίο στο πλαίσιο της ολοκληρωμένης διαχείρισης θα περιλαμβάνει τα λιβάδια, τους υγροτόπους και τα υπόλοιπα χερσαία φυσικά οικοσυστήματα. Στο πλαίσιο της διαδικασίας αυτής εκπονείται και χάρτης βλάστησης της χώρας με λεπτομέρεια που θα καθορισθεί από τη διαβούλευση.

  14. Τροποποιείται κατάλληλα η διοίκηση του Προγράμματος Αγροτικής Ανάπτυξης ώστε όλες οι αποφάσεις που σχετίζονται με τα δασικά μέτρα να εγκρίνονται και από την Ειδική Γραμματεία Δασών και Φυσικού Περιβάλλοντος. Επανέρχεται στη διοίκηση της, η διαχείριση του ειδικού φορέα δασών. Σταθερή και αδιάλειπτη χρηματοδότηση του τομέα από τον κρατικό προϋπολογισμό. Θεσμοθετείται η δυνατότητα οι περιφερειακές δασικές υπηρεσίες να μπορούν να διαχειρίζονται άμεσα ποσοστό των εσόδων τους για τη συντήρηση υποδομών και αμοιβές προσωπικού που συμβάλλουν στα έσοδα αυτά (π.χ. έσοδα από το Φαράγγι της Σαμαριάς να διατίθενται άμεσα για τη συντήρησή του).

  15. Εξετάζεται η δυνατότητα προμήθειας με τη μέγιστη συμμετοχή ελληνικών βιομηχανιών 3 ενιαίων τύπων οχημάτων για προσωπικό και ελαφρύ εξοπλισμό, προσαρμοσμένων στις ανάγκες των ελληνικών δασικών υπηρεσιών και τις κλιματικές συνθήκες που θα έχουν όλες οι δασικές υπηρεσίες ώστε να επιτυγχάνονται οικονομίες κλίμακας στην προμήθεια και τη συντήρηση. Εξετάζεται η δυνατότητα τα κρατικά οχήματα να προμηθεύονται καύσιμα από κρατικά πρατήρια αφορολόγητα και εφαρμόζονται διαφανείς κανόνες χρήσης τους ώστε να αποφεύγονται σπατάλες και άσκοπες μετακινήσεις. Κατάργηση κάθε υποχρέωσης των οχημάτων αυτών σε πληρωμές διοδίων, τελών κυκλοφορίας κ.λπ.

Μακροπρόθεσμα μέτρα

  1. Έκδοση οριστικών προδιαγραφών ολοκληρωμένων διαχειριστικών μελετών για τα δάση και τα λιβάδια και τις υπόλοιπες εκτάσεις με φυσική βλάστηση στη βάση της ολοκληρωμένης διαχείρισης με εξειδικεύσεις των παραγωγικών χρήσεων (δασοπονία, εκτατική κτηνοτροφία κ.λπ.). Επικαιροποίηση όλων των προδιαγραφών εκπόνησης μελετών αρμοδιότητας της Δασικής Υπηρεσίας.

  1. Αναδιάρθρωση της υπηρεσίας με τις ακόλουθες βασικές κατευθύνσεις:

  • Όλες οι κεντρικές και περιφερειακές υπηρεσίες και αρμοδιότητες που σχετίζονται με το χερσαίο φυσικό περιβάλλον μεταφέρονται στη νέα καθετοποιημένη Δασική Υπηρεσία (η οποία θα έχει στην αρμοδιότητά της το σύνολο των χερσαίων φυσικών οικοσυστημάτων) υπαγόμενη στο Υπουργείο Περιβάλλοντος26.

  • Η περιφερειακή οργάνωση και η εσωτερική διάρθρωση της δασικής υπηρεσίας γίνεται κατά τρόπο που να εξασφαλίζει συνεχή και αποτελεσματική παρουσία της σε όλο των χώρο ευθύνης της για τη διαχείριση και τη φύλαξη και την εξυπηρέτηση των πολιτών. Εξασφαλίζεται επίσης η μέγιστη δυνατή αποκέντρωση μέσων και εξειδικευμένου προσωπικού για τον σχεδιασμό, την παρακολούθηση και τη διοικητική (οικονομική, νομική κ.λπ.) υποστήριξη της διατήρησης και της διαχείρισης των φυσικών οικοσυστημάτων. Δημιουργούνται δομές υποστήριξης για την εκπόνηση διαχειριστικών μελετών, μελετών ορεινών υδρονομικών έργων, μεγάλων προγραμμάτων αποκατάστασης δασικών και λιβαδικών οικοσυστημάτων και τοπίων και άλλων εξειδικευμένων μελετών σε περιφερειακό επίπεδο.

  • Η Δασική Υπηρεσία στελεχώνεται επαρκώς με προσωπικό κατάλληλο για τη νέα της αποστολή (δασολόγους, δασοπόνους, βιολόγους, νομικούς, ειδικούς στη δημόσια διοίκηση, ειδικούς πληροφορικής, μηχανικούς κ.λπ.) που κατανέμονται κατάλληλα στην κεντρική και τις περιφερειακές υπηρεσίες.

  • Η Δασική Υπηρεσία διαχειρίζεται με διαφάνεια και δημοκρατικό-κοινωνικό έλεγχο τους πόρους του Ταμείου Δασών και τους πόρους που αφορούν τη διαχείριση και διατήρηση του φυσικού περιβάλλοντος στον χώρο ευθύνης της. Ειδική πρόνοια λαμβάνεται για τη διαχείριση των πόρων που αφορούν το θαλάσσιο περιβάλλον. Έχει επίσης την εποπτεία εφαρμογής των σχετικών ευρωπαϊκών πολιτικών και κοινοτικών προγραμμάτων.

  • Εισάγεται πληροφοριακή υποδομή για την ταχεία διακίνηση της πληροφορίας που αφορά τη διοίκηση, τα οικονομικά στοιχεία, επιστημονικές πληροφορίες κ.λπ., ώστε να διευκολύνονται τόσο οι πολίτες όσο και το έργο της υπηρεσίας.

  • Τα δασικά ερευνητικά ινστιτούτα υπάγονται στη δασική υπηρεσία και δημιουργείται σταθερό πλαίσιο συνεργασίας με όλους τους φορείς εκπαίδευσης και έρευνας σε θέματα φυσικού περιβάλλοντος. Η Δασική Υπηρεσία παρέχει πρακτική εκπαίδευση στους νέους επιστήμονες που επιθυμούν να ασχοληθούν με το φυσικό περιβάλλον (δασολόγοι-δασοπόνοι, βιολόγοι, γεωπόνοι, νομικοί, μηχανικοί κ.λπ.).

  • Εξασφαλίζεται η άμεση πρόσβαση των υπηρεσιών σε επιστημονική στήριξη σε έκτακτες περιπτώσεις.

  • Δίνονται κίνητρα διαρκούς κατάρτισης του προσωπικού και δυνατότητας εξέλιξης στην ιεραρχία.

  • Επιδιώκονται οι μέγιστες δυνατές συνέργειες σε τοπικό επίπεδο με άλλες δημόσιες υπηρεσίες, ιδιαίτερα στην ύπαιθρο (αγροτικές υπηρεσίες, αστυνομία, πυροσβεστική) σε θέματα κτηριακής υποδομής.

  • Θεσμοθετείται η διασύνδεση σε επίπεδο σχεδιασμού και εφαρμογής πολιτικών και μέτρων που σχετίζονται τον τομέα της διαχείρισης υδάτινων πόρων, του αγροτικού για θέματα της κτηνοτροφίας, της βιομηχανίας κ.λπ.

  • Εισάγονται δημοκρατικές, διαφανείς και αποτελεσματικές διαδικασίες διαβούλευσης με τη φορείς που ασχολούνται με την προστασία της φύσης, τη δασική βιομηχανία, τους ιδιώτες δασοκτήμονες, τα κυνηγετικά σωματεία κ.λπ. ώστε να λαμβάνονται υπόψη οι θέσεις όλων των εμπλεκομένων μερών στη λήψη αποφάσεων.

  1. Επικαιροποίηση του νομοθετικού πλαισίου για τη διατήρηση της βιοποικιλότητας σε έναν νόμο και κατάργηση όλων των εξαιρέσεων που αυξάνουν τους κινδύνους για τη βιοποικιλότητα. Αναμορφώνεται το θεσμικό πλαίσιο διαχείρισης των προστατευόμενων περιοχών. Ειδικότερα:

  • Τα ζητήματα διατήρησης της βιοποικιλότητας και διαχείρισης των φυσικών οικοσυστημάτων των χερσαίων και κυρίως χερσαίων προστατευόμενων περιοχών υπάγονται στην Δασική Υπηρεσία και εξασφαλίζονται διαφανείς και αποτελεσματικές διαδικασίες διαβούλευσης κατά τη λήψη αποφάσεων που επηρεάζουν την τοπική κοινωνία.

  • Η διαχείριση των θαλάσσιων και κυρίως θαλάσσιων προστατευόμενων περιοχών ασκείται από τις αρμόδιες υπηρεσίες διαχείρισης του θαλάσσιου περιβάλλοντος.

  • Σε χερσαίες ή θαλάσσιες περιοχές μεγάλης σημασίας για τη διατήρηση της βιοποικιλότητας, του τοπίου ή άλλων φυσικών και πολιτιστικών αξιών λειτουργούν φορείς διαχείρισης. Το νομικό καθεστώς των φορέων διαχείρισης εξασφαλίζει αφενός τη δυνατότητα των τοπικών κοινωνιών να συνδιαμορφώνουν τις δράσεις των φορέων που αφορούν τις αρμοδιότητες που σχετίζονται με την περιβαλλοντική ενημέρωση και εκπαίδευση, την αναψυχή, τη στήριξη τοπικών πρωτοβουλιών ποιότητας, αφετέρου τις υπηρεσίες των φορέων να εφαρμόζουν τα προβλεπόμενα από το νομικό καθεστώς διαχείρισης κάθε περιοχής και το γενικότερο θεσμικό πλαίσιο για τη διατήρηση της βιοποικιλότητας χωρίς τη δυνατότητα επιρροής από τοπικές μικροσκοπιμότητες και εξαρτήσεις.

  • Η Επιτροπή Φύση 2000 συντονίζει επιστημονικά τη διαχείριση των προστατευόμενων περιοχών, την κοινωνική διαβούλευση για τη διατήρηση της βιοποικιλότητας και τη διαχείριση των προστατευόμενων περιοχών και τη σύνταξη των εθνικών εκθέσεων που αφορούν τη βιοποικιλότητα.

  1. Ευρύς επιστημονικός και κοινωνικός διάλογος για τη μετάβαση από την εποχή της καταστολής των δασικών πυρκαγιών στην εποχή της διαχείρισης των δασικών πυρκαγιών. Κεντρική κατεύθυνση θα αποτελεί ότι ο συντονισμός της καταστολής, που αποτελεί μέρος της διαχείρισης των δασικών πυρκαγιών, επανέρχονται στη Δασική Υπηρεσία, η οποία θα στηριχθεί με εξειδικευμένο και υλικοτεχνική υποδομή. Επίσης θα αναμορφωθεί, όπου χρειάζεται, το νομικό πλαίσιο συνεργασίας με την Πυροσβεστική Υπηρεσία, του ΟΤΑ και τις οργανώσεις εθελοντών.

  2. Επανεκκίνηση της Κρατικής Εκμετάλλευσης Δασών, αναμόρφωση του νομικού πλαισίου των δασικών συνεταιρισμών και διευκόλυνση υλοποίησης έργων με αυτεπιστασία. Η ΚΕΔ αποτέλεσε μοχλό ανάπτυξης του ορεινού χώρου και σήμερα μπορεί μετά από επανακαθορισμό της συνεργασίας με τους δασικούς συνεταιρισμούς και τη δασική βιομηχανία να παίξει τον ίδιο ρόλο. Αναμορφώνεται το καθεστώς των δασικών συνεταιρισμών στο πλαίσιο της ενδυνάμωσης της κοινωνικής και συνεταιριστικής οικονομίας. Αναδιοργανώνονται τα Κρατικά Δασικά Εργοστάσια που μπορούν εκτός από την κάλυψη αναγκών των δασικών και άλλων κρατικών υπηρεσιών, να αποτελέσουν και χώρους εκπαίδευσης, έρευνας και καινοτομίας σε συνεργασία με τη δευτεροβάθμια και την τριτοβάθμια εκπαίδευση και ερευνητικά ιδρύματα. Δημιουργείται νομικό πλαίσιο που εξασφαλίζει διαφάνεια και διευκολύνει την πρόσληψη προσωπικού, προμήθεια υλικών και απασχόληση μηχανημάτων για την υλοποίηση έργων με αυτεπιστασία.

  3. Εκπονούνται και εγκρίνονται εγκαίρως με τους κατάλληλους ποσοτικούς στόχους όλες οι εθνικές στρατηγικές, προγράμματα, σχέδια δράσεις κ.λπ. που απορρέουν από τις διεθνείς και εθνικές υποχρεώσεις μέσα από διαφανείς διαδικασίες που επιτρέπουν την ουσιαστική συμμετοχή όλων των ενδιαφερόμενων μερών. Εξασφαλίζεται ευρεία διαβούλευση και συμμετοχή ειδικών επιστημόνων κατά την κατάρτιση μελλοντικών σχεδίων και νομοθετικών ρυθμίσεων τόσο στην Ελλάδα όσο και στην Ευρωπαϊκή Ένωση.

  4. Εκπόνηση Εθνικού Δασικού Προγράμματος που είναι συμβατό με την Εθνική Στρατηγική για τη Βιοποικιλότητα που επικαιροποιούνται εγκαίρως. Το ΕΔΠ περιλαμβάνει εθνικούς στόχους για τη δασοκάλυψη και την αντιμετώπιση των επιπτώσεων από την κλιματική αλλαγή κατά δασικό τύπο και περιοχή σε αναλογία με το πρότυπο χωρικού σχεδιασμού που θα υιοθετηθεί. Περιλαμβάνει επίσης ειδικότερους σχεδιασμούς για τη διατήρηση των γενετικών πόρων, την ανόρθωση των υποβαθμισμένων φυσικών οικοσυστημάτων και την προστασία του εδάφους.

  5. Θέσπιση τακτικής απογραφής δασικών και λιβαδικών πόρων ταυτόχρονα με την 10ετή απογραφή της Εθνικής Στατιστικής Αρχής.

Παράρτημα - 7.3.3.- Εξορύξεις μεταλλευμάτων και υδρογονανθράκων

ΣΥΡΙΖΑ - Μεταλλεία, Σκουριές, Διακυβέρνηση

1. Μεταλλευτική Δραστηριότητα στον Κόσμο και στην Ελλάδα.

Ο λεγόμενος τρίτος κόσμος υπήρξε ανέκαθεν ο «παράδεισος» της μεταλλευτικής ασυδοσίας όπου ανδρώθηκε το μεταλλευτικό λόμπι και όπου όμως, η κοινωνική ευημερία περιορίστηκε σε χάντρες και καθρεφτάκια. Η κατάσταση αυτή σήμερα τείνει να επεκταθεί -ίσως λίγο πιο ήπια- και σε άλλες περιοχές του κόσμου. Στην Ευρώπη η πρωτοβουλία Verheugen και το πρόγραμμα «PROMINE» έχουν σαν στόχο τους να διαμορφώσουν το θεσμικό πλαίσιο που θα προστατεύει την μεταλλευτική βιομηχανία από ανταγωνιστικές χρήσεις (όπως προστατευόμενες περιοχές, αγροτική οικονομία, τουρισμός κλπ) και να χαρτογραφήσουν τα μεταλλευτικά πεδία ώστε να εξορύξουν τα μέταλλα με ευκολία και χωρίς ιδιαίτερες περιβαλλοντικές και κοινωνικές δεσμεύσεις. Τα λεγόμενα “expert groups” που συμβουλεύουν την Ευρωπαϊκή Επιτροπή κυριαρχούνται από τους λομπίστες της εξορυκτικής βιομηχανίας και των μεγάλων εταιρειών και με αδιαφανείς διαδικασίες διαμορφώνουν πολιτικές και οδηγίες κομμένες και ραμμένες στα συμφέροντά τους. Η έννοια του κοιτάσματος από τα λόμπι βρίσκεται πλέον στην σφαίρα του ιδεατού ίχνους μετάλλου στον φλοιό της γης και σε απίθανα βάθη. Σαν αποτέλεσμα, κυριαρχεί η τάση για εξορύξεις εκτεταμένης κλίμακας (mega mining), έξω από την φέρουσα ικανότητα των άτυχων περιοχών, και για υποβάθμιση της περιβαλλοντικής προστασίας και νομοθεσίας. Εξάλλου τα μεταλλευτικά λόμπι είναι τα πρώτα σε τρόπους διαφυγής κερδών και αποφυγής φορολογίας, μέσα από δαιδάλους θυγατρικών εταιρειών, μυστικών δικαιοδοσιών και εταιρειών-διαύλων, με αποτέλεσμα στην «φιλοξενούσα» χώρα να μένουν στην πραγματικότητα μόνο κρανίου τόπος και τοξικά σκουπίδια. Επιπλέον δεν συζητιούνται καν οι εναλλακτικές πολιτικές του περιορισμού της κατανάλωσης ή της ανακύκλωσης (παράδειγμα η ανακύκλωση του χρυσού θα υπέρ-αρκούσε για την ισχνή βιομηχανική του χρήση, η εξόρυξή του έχει μόνο καταναλωτικούς και χρηματιστηριακούς σκοπούς). Η καταστροφική μεταλλεία μεγάλης κλίμακας παρουσιάζεται δήθεν σαν «αειφόρος» ή σαν «πράσινη» μεταλλεία και χρησιμοποιείται για προκάλυψη της καταστροφής μια τυποποιημένη φρασεολογία όπως «οικολογικές τεχνικές», «βιωσιμότητα» και «υψηλή τεχνολογία» που δεν έχουν καμιά σχέση με την πραγματικότητα που βιώνουν οι άτυχες περιοχές του πλανήτη.

Η Ελλάδα έχει και μεγάλο ορυκτό απόθεμα αλλά και πικρή εμπειρία από την μέχρι σήμερα αξιοποίηση αυτού του αποθέματος, με την κατάσταση, αν συνεχίσει ως έχει, να δείχνει στο μέλλον πιο ζοφερή. Με τη βοήθεια του αναχρονιστικού μεταλλευτικού κώδικα, αλλά και με την διαπλοκή του μεταλλευτικού λόμπι με το πολιτικό κατεστημένο της χώρας, έχει διαμορφωθεί ένα καθεστώς ιδιωτικής μεταλλειοκτησίας χωρίς δημόσιο όφελος και έλεγχο, χωρίς κοινωνικά κριτήρια αξιοποίησης και με καταπάτηση της περιβαλλοντικής και χωροταξικής νομοθεσίας, ακόμα και με φωτογραφική προσαρμογή τους. Επειδή οι μεταλλευτικές δραστηριότητες είναι από τη φύση τους περιβαλλοντικά «εχθρικές» και απαιτούν αυξημένες δαπάνες αποκατάστασης, ποτέ δεν έχασαν οι λομπίστες την ευκαιρία να πετύχουν περιβαλλοντικές «εκπτώσεις» με τις προσβάσεις τους στην πολιτική εξουσία. Φυσικά το καθεστώς και οι άνθρωποί του πάντα αποζημιώθηκαν από αυτή την συναλλαγή. Με το πρόσχημα της κρίσης, το περιβάλλον και οι φυσικοί πόροι τείνουν σήμερα να θεωρούνται σαν αναλώσιμα, μέσα σε ένα κλίμα όπου «η σωτηρία της πατρίδας» έχει γίνει πεδίο δράσης για εύκολο και αθέμιτο κέρδος και άλλοθι για καταστροφή. Η πλούσια σε μεταλλικά και μη μεταλλικά ορυκτά Ελλάδα, είναι από τους πρώτους στόχους των βιομηχανικών λόμπι και προορίζεται να μετατραπεί ολόκληρη, ηπειρωτική και νησιωτική, σε απέραντο εξορυκτικό πεδίο χωρίς κανόνες περιβαλλοντικής προστασίας και δημόσιου/κοινωνικού οφέλους. Με τον τρόπο που επιχειρείται σήμερα να επεκταθεί η εξορυκτική δραστηριότητα στην Ελλάδα καταρρίπτονται ολοένα και περισσότερο οι κυβερνητικοί μύθοι ότι η εκμετάλλευση του ορυκτού πλούτου θα βγάλει την χώρα από την κρίση και γίνεται πλέον φανερό ότι πίσω από αυτού του είδους την εκμετάλλευση, βρίσκονται συμφέροντα που όχι μόνο καταστρέφουν τους φυσικούς πόρους και το περιβάλλον, αλλά απειλούν τον ίδιο τον άνθρωπο και την κοινωνική συνοχή.

2. Δράσεις του ΣΥΡΙΖΑ για τις Εξορύξεις και τη Μεταλλεία.

Αφετηρία μας είναι ότι οποιαδήποτε ανθρωπογενής δραστηριότητα έχει επίδραση στο περιβάλλον και άρα το βασικό κριτήριο της επιλογής της πρέπει να είναι η αειφορικότητά της, δηλαδή η αναστρεψιμότητα της προκαλούμενης βλάβης, η σχέση της δραστηριότητας με τη φέρουσα ικανότητα της περιοχής και το τελικά προσδοκώμενο καθαρό κοινωνικό και δημόσιο όφελος σε βάθος χρόνου. Βασική αρχή της δράσης του ΣΥΡΙΖΑ για τις εξορύξεις και τη μεταλλεία είναι ότι αυτές μπορούν να έχουν από επωφελή μέχρι καταστρεπτική επίδραση ανάλογα με το επιστημονικό, πολιτικό και θεσμικό πλαίσιο με το οποίο γίνεται η διαχείρισή τους. Η επιστημονικά τεκμηριωμένη θέση μας είναι ότι, με τα σημερινά τεχνολογικά δεδομένα, δεν είναι δυνατόν να υπάρξει στην Ελλάδα αειφόρος (βιώσιμη) μεταλλεία με φαραωνικού τύπου εξορύξεις που εκμεταλλεύονται ψήγματα των μετάλλων και απορρίπτουν τεράστιες ποσότητες τοξικών (όπως συμβαίνει με το χρυσό), ακόμα και αν αυτές γίνονταν με δημόσιο έλεγχο, επειδή το οποιοδήποτε όφελος δεν μπορεί να αντισταθμίσει μακροπρόθεσμα τη ζημία στο περιβάλλον, στους φυσικούς πόρους και στην εθνική οικονομία συνολικά. Σε παγκόσμιο και κύρια σε ευρωπαϊκό επίπεδο, ο ΣΥΡΙΖΑ σκοπεύει να επηρεάσει τους όρους και τις προϋποθέσεις με τις οποίες γίνονται οι εξορύξεις σε κατεύθυνση περιβαλλοντικής και κοινωνικής προστασίας, και σε αντίθεση με το σχεδόν μοναδικό κριτήριο της εύκολης κερδοφορίας με το οποίο λειτουργεί σήμερα το μεταλλευτικό λόμπι. Η αλλαγή του συσχετισμού δυνάμεων σε βάρος του αχαλίνωτου νεοφιλελεύθερου μπλοκ στα ευρωπαϊκά όργανα μπορεί να είναι καθοριστική, υποβοηθούμενη και από τα πολλά κινήματα ακτιβισμού και σκεπτικισμού για βιώσιμους και αειφόρους τρόπους ανάπτυξης. Στο πλαίσιο αυτό θα καταβάλλει κάθε δυνατή προσπάθεια για να περιοριστούν και να σταματήσουν οι εξορύξεις μεγάλης κλίμακας που θεωρούν σαν κοίτασμα ακόμα και τα ίχνη των μετάλλων στον φλοιό της γης, καταστρέφουν τους φυσικούς πόρους και απορρίπτουν στο περιβάλλον τοξικά χημικά. Το θεσμικό πλαίσιο για τις εξορύξεις που έχει σκοπό να θεσπίσει ο ΣΥΡΙΖΑ από κυβερνητική θέση για την εξορυκτική δραστηριότητα στην Ελλάδα, θα επιχειρήσει να το προβάλλει και σε όλα τα θεσμικά όργανα της Ευρώπης.

Ο ΣΥΡΙΖΑ από θέση κυβερνητικής ευθύνης έχει πρόθεση αλλά και βούληση να τοποθετήσει τη μεταλλευτική δραστηριότητα στην Ελλάδα σε κανόνες συμμόρφωσης με το δημόσιο όφελος, με την περιβαλλοντική προστασία και με την κοινωνική συνοχή ακριβώς επειδή ο ορυκτός πλούτος της χώρας είναι δημόσιο και κοινωνικό αγαθό. Το νέο αυτό πλαίσιο θα κινείται σε τρεις βασικούς άξονες.

Πρώτος άξονας είναι η εναρμόνιση της μεταλλευτικής δραστηριότητας με δημόσιο και κοινωνικό έλεγχο-όφελος που θα προκύψει από την άμεση αλλαγή του αποικιοκρατικού μεταλλευτικού κώδικα, αλλά και με άλλες ρυθμίσεις κοινωνικής ανταποδοτικότητας (π.χ. συμμετοχή της τοπικής κοινωνίας στα κέρδη της μεταλλευτικής δραστηριότητας, διάθεση εσόδων για υποδομές και υπηρεσίες κοινωνικής πρόνοιας κλπ). Το ΙΓΜΕ μπορεί να έχει σημαντικό ρόλο αφού διαθέτει αξιόλογο επιστημονικό προσωπικό, αλλά αφού ανασυσταθεί σε ορθολογική επιστημονική βάση και απεμπλακεί από την αμαρτωλή διαπλοκή του παρελθόντος.

Δεύτερος άξονας είναι η απαρέγκλιτη εφαρμογή της περιβαλλοντικής και χωροταξικής νομοθεσίας σε όλες τις φάσεις της δραστηριότητας με ανασυγκρότηση των μηχανισμών ελέγχου σε κεντρικό και περιφερειακό επίπεδο ώστε να γίνουν διαφανείς και αποτελεσματικοί. Για όλες τις λειτουργούσες δραστηριότητες, κάθε παρέκκλιση από την ισχύουσα περιβαλλοντική και χωροταξική νομοθεσία θα δημοσιοποιείται και θα επισύρει τις κυρώσεις που προβλέπονται από τον νόμο (ο νόμος προβλέπει από πρόστιμα μέχρι παύση των εργασιών),για δε τις περιπτώσεις όπου διαπιστώνεται ότι όροι λειτουργίας είναι προσχηματικοί και δεν συνάδουν με την νομοθεσία, θα απαιτείται η αλλαγή τους. Περιπτώσεις όπου έχουν γίνει φωτογραφικές διευκολύνσεις και αποδεδειγμένα παρεμποδίζουν την περιβαλλοντική προστασία, θα επανεξεταστούν νομοθετικά.

Τρίτος άξονας είναι ο έλεγχος «αειφορίας και κοινωνικής αποδοχής» για κάθε νέα μεταλλευτική δραστηριότητα, όπου θα συνεκτιμώνται ισόρροπα και ουσιαστικά οι οικονομικές, οι περιβαλλοντικές και οι κοινωνικές επιπτώσεις. Εργαλεία για την εκτίμηση αυτή θα είναι: η ανεξάρτητη επιστημονική γνωμάτευση, τα διακριτά κριτήρια αξιολόγησης (όπως π.χ. τρόπος εξόρυξης, χρήση επικίνδυνων χημικών, υδατικά αποθέματα, γειτνίαση με κατοικημένες περιοχές, κίνδυνος από αστοχίες κλπ), η ουσιαστική διαβούλευση με όλους τους εμπλεκόμενους φορείς και τέλος οι κανόνες κοινωνικής έγκρισης και αποδοχής (όπως π.χ. δημοψήφισμα).

3. Πολιτική Εκτίμηση του ΣΥΡΙΖΑ για τις Σκουριές και το Κίνημα.

Με τα επιστημονικά και πολιτικά δεδομένα που υπάρχουν μέχρι στιγμής, ο ΣΥΡΙΖΑ διαπιστώνει ότι η δραστηριότητα των Σκουριών (μαζί και με τις μεγαλύτερου μεγέθους επεκτάσεις που δρομολογεί το «επενδυτικό» σχέδιο) δεν είναι ούτε επένδυση, ούτε ανάπτυξη, αλλά μια τριτοκοσμικού τύπου πειρατεία στην οικονομία, στην κοινωνία, στον άνθρωπο και στο περιβάλλον. Για την ακρίβεια πρόκειται για μια από τις πιο σκανδαλώδεις υποθέσεις μεταφοράς δημόσιου και κοινωνικού πλούτου στα χέρια παρασιτικών ιδιωτικών συμφερόντων ενώ παράλληλα υποθηκεύει το περιβάλλον, τους φυσικούς πόρους, την εθνική οικονομία, την ίδια τη δημοκρατία και το μέλλον χιλιάδων ανθρώπων και των παιδιών τους. Το σκηνικό αυτό το συνθέτουν μια σειρά από διαχρονικές ενέργειες που ευνοούν αποκλειστικά και μόνο την εταιρεία (τις περισσότερες φορές φωτογραφικά), και συνολικά την εγγενή διαπλοκή και τον επιχειρηματικό παρασιτισμό. Ενδεικτικά αναφέρονται η σκανδαλώδης μεταβίβαση των ‘μεταλλείων Κασσάνδρας’ στην Ελληνικός Χρυσός άνευ τιμήματος και διαγωνισμού, η κατάθεση και αποδοχή ψευδών και κατ’ ουσία περιβαλλοντοκτόνων όρων για την ΑΕΠΟ (βλ. στο τέλος της ενότητας*), η απουσία διαβούλευσης, η προκλητική αγνόηση της γνώμης της ανεξάρτητης επιστημονικής κοινότητας, η διαχρονική οικονομική και πολιτική εύνοια προς την εταιρεία, η αναξιοπιστία και οι διαρκείς παρανομίες της εταιρείας με την συγκάλυψη των εκάστοτε κυβερνήσεων, κ.ά. Όλα τα παραπάνω έχουν σαν αποτέλεσμα να επιχειρείται σήμερα να στηθεί μια δήθεν «επένδυση» όπου τα κέρδη είναι εταιρικά ενώ τα κεφάλαια είναι δημόσια και κοινωνικά, που βάζει σε άμεσο κίνδυνο τους φυσικούς πόρους, το περιβάλλον και τον άνθρωπο, που δημιουργεί διαρκή απειλή για την εργασία στην περιοχή και, που για να προχωρήσει, χρειάζεται άγρια καταστολή και τη δημιουργία εταιρικού κράτους αυθαιρεσίας.

Οι Σκουριές συμπυκνώνουν κυριολεκτικά το πολιτικό πρόβλημα της χώρας. Έχει γίνει πλέον φανερό ότι το επιχείρημα «ο χρυσός των Σκουριών θα σώσει την Ελλάδα και θα την βγάλει από την κρίση» είναι ταυτόσημο με το επιχείρημα «τα μνημόνια είναι ευλογία και φέρνουν το success story». Οι Σκουριές αναδείχνουν ένα καθεστώς διαχρονικό, ενιαίο και κοινωνικά εχθρικό αλλά και μια κοινωνία αλληλεγγύης και ελπίδας που προσπαθεί να βάλει φρένο στον συνειδητό σχεδιασμό της καταστροφής της. Το πολιτικό κατεστημένο της χώρας προστατεύει τις Σκουριές με κάθε μέσο επιδιώκοντας δυο βασικά πράγματα: τη επίδειξη δύναμης και επικυριαρχίας του νεοφιλελεύθερου δόγματος του σοκ και το εύκολο (έως μαύρο) χρήμα που θα συνεχίζει να κινεί τα γρανάζια του παρασιτισμού και της διαπλοκής του, και όχι φυσικά την κοινωνία και την εργασία όπως διατείνονται οι μέντορες της «επένδυσης». Αυτός είναι και ο λόγος που μια ανωφελής και καταστροφική δραστηριότητα βαφτίστηκε «επένδυση» και επιχειρείται να υλοποιηθεί «πάση θυσία». Για τον ίδιο λόγο, όσα μέσα «ενημέρωσης» προπαγανδίζουν υπέρ των μνημονίων και της τρόικας, προπαγανδίζουν ταυτόχρονα και υπέρ της «χρυσής επένδυσης» των Σκουριών. Για τον ίδιο λόγο η ανιστόρητη θεωρία των δυο άκρων εστιάζει στις Σκουριές όπου το θεμελιώδες δικαίωμα άμυνας της κοινωνίας στην καταστροφή της βαφτίζεται ‘εγκληματική οργάνωση’. Για τους παραπάνω λόγους ο ΣΥΡΙΖΑ θεωρεί την επέκταση της μεταλλείας στη ΒΑ Χαλκιδική, αρχής γενομένης από τις Σκουριές, πολιτικό γεγονός πρώτης γραμμής και αποτέλεσμα της εφαρμογής στη χώρα των καταστροφικών μνημονίων. Η «επιχείρηση Σκουριές» είναι ενταγμένη στον γενικότερο σχεδιασμό για εκποίηση και αναδιανομή του κοινωνικού πλούτου και συγκέντρωσή του στα χέρια της εγχώριας παρασιτικής ολιγαρχίας και των δανειστών, γεγονός που έχει αναπόφευκτο καταστροφικό τίμημα για τη χώρα και την κοινωνία. Στο πνεύμα αυτό το κίνημα των Σκουριών εκφράζει τη συνολική προσπάθεια της κοινωνίας να αντικρούσει την ανεπίστροφη καταστροφή που της ετοιμάζουν οι μνημονιακές κυβερνήσεις και να χαράξει εναλλακτική αξιοπρέπειας, όχι μόνο γι’ αυτήν αλλά και για τις επόμενες γενιές. Για να γίνει όμως το κίνημα απειλή για το πολιτικό κατεστημένο της χώρας, χρειάστηκε πρώτα να σπάσει το τείχος σιωπής και στρέβλωσης των μέσων «ενημέρωσης» της διαπλοκής, με συστηματική και αδιάλειπτη προσπάθεια των επιτροπών αγώνα. Το κίνημα καταφέρνει να παραμείνει όρθιο και ζωντανό, παρ’ όλη την κατά μέτωπο επίθεση των μηχανισμών της καθεστωτικής προπαγάνδας και βίας, επειδή στηρίζεται στους πυλώνες της αλληλεγγύης και της ελπίδας. Όλα τα παραπάνω βοηθούν το κίνημα να αποκτήσει πανελλαδική εμβέλεια και να συσπειρώσει κόσμο κάθε προέλευσης που «βλέπει» στις Σκουριές, αυθόρμητα και χωρίς κομματική κηδεμόνευση, την επέλαση της νεοφιλελεύθερης μνημονιακής λαίλαπας. Αυτοί είναι και οι λόγοι που εξουσία και εταιρεία προσπαθούν, μάταια βέβαια, να σπιλώσουν το κίνημα προσάπτοντας σε αυτό χαρακτηριστικά που ούτε τα έχει ούτε θα ήθελε να τα έχει, βαφτίζοντάς το ‘άκρο’ και ‘τρομοκρατικό’. Η ακύρωση της «επένδυσης» θα είναι μια μεγάλη νίκη του κινήματος κοινωνικής σωτηρίας για τη χώρα συνολικά.

Τα βασικότερα σημεία της παραπλάνησης είναι τα ακόλουθα:

  • Η εκβιαστική «μηδενική λύση» (ή τα παίρνουμε όλα ή αφήνουμε το περιβάλλον σε άθλια κατάσταση).

  • Οι υδατικοί πόροι (η τήρηση των όρων θα επιφέρει λειψυδρία και ρύπανση των υδατικών αποθεμάτων).

  • Η τοξική σκόνη και η αέρια ρύπανση (η σκόνη είναι δήθεν αθώα και δεν φτάνει ούτε σε 5 km απόσταση, ενώ έρχεται σκόνη από την Αφρική).

  • Το κυάνιο, τα δηλητήρια και η «ακαριαία τήξη» (προτάθηκε μέθοδος ανεφάρμοστη που θα έχει σαν αποτέλεσμα την ρίψη κυανίου και αρσενικού στο περιβάλλον).

  • Η όξινη τοξική απορροή και η λιθογόμωση (το φαινόμενο συμβαίνει παντού αλλά εδώ δεν θα συμβεί).

  • Οι αστοχίες και τα ακραία φυσικά φαινόμενα (ενώ η δραστηριότητα «κάθεται» σε σεισμογόνο ρήγμα, αντιμετωπίστηκε σαν να μην υπάρχει + δεν συμβαίνουν στον κόσμο ατυχήματα από μεταλλευτικές δραστηριότητες!).

  • Η έκταση, οι περιοχές και τα όρια της εκσκαφής (ευχέρεια για επεκτάσεις χωρίς νέες άδειες σε περιοχές εκατό φορές μεγαλύτερες από τις Σκουριές).

  • Η διαβαλκανική μεταλλουργία (μεταφορά, επεξεργασία και απόρριψη τοξικών από άλλα μέρη της Ελλάδας και των Βαλκανίων, δηλαδή ο δήμος Αριστοτέλη κάτι σαν διαβαλκανική χαβούζα).

  • Η απουσία Στρατηγικής Μελέτης Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων (ΣΜΠΕ) (αν και υποχρεωτική, δεν κατατέθηκε για να μην φανεί η έκταση των επιπτώσεων σε βάθος χρόνου).

  • Το colpo grosso με την τιμή του χρυσού (τα οικονομικά στοιχεία δεν προσαρμόστηκαν στις νέες αυξημένες τιμές του χρυσού).

  • Η Χαλκιδική είναι συγκρίσιμη με την Αρκτική περιοχή (κάποιες φορές ακούστηκε και με τις ερήμους του κόσμου).

4. Η Πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ για Διέξοδο στις Σκουριές και στη Β.Α. Χαλκιδική.

Ενώ όλη η χώρα συνθλίβεται από το καταστροφικό σχέδιο των μνημονίων και της λιτότητας, η Β.Α. Χαλκιδική και ο δήμος Αριστοτέλη βρίσκονται ανάμεσα στις συμπληγάδες και των μνημονίων αλλά και της μεταλλευτικής μονοκαλλιέργειας, που όπως φάνηκε παραπάνω είναι οι δυο όψεις του ίδιου νομίσματος. Για το λόγο αυτό στη Β.Α. Χαλκιδική χρειάζονται ριζικές αλλαγές ώστε να αποτραπεί η καταστροφή, να αποκατασταθεί η κοινωνική συνοχή και να αναδειχτούν τα συγκριτικά πλεονεκτήματα της περιοχής, με μια ιδιαίτερα έντονη και διαρκή προσπάθεια οικονομικής ανάκαμψης και καταπολέμησης της ανεργίας. Ο ΣΥΡΙΖΑ καταθέτει για διαβούλευση μια πρόταση διαχείρισης της περιοχής που βρίσκεται στην κατεύθυνση της συνολικής του πρότασης για την παραγωγική ανασυγκρότηση της χώρας, δηλαδή το εναλλακτικό σχέδιο απέναντι στον μνημονιακό σχεδιασμό της καταστροφής. Την πρόταση αυτή δεσμεύεται ότι θα την προωθήσει από τη θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης και θα την υλοποιήσει από θέση κυβερνητικής ευθύνης μαζί με τις ευρύτερες αλλαγές που σχεδιάζει στο οικονομικό και κοινωνικό πεδίο της χώρας, πιστεύοντας ότι με αυτήν ωφελείται άμεσα η κοινωνία, η εργασία και η εθνική οικονομία. Η πρόταση κινείται σε τρία επίπεδα που πρέπει να προχωρήσουν παράλληλα και συγχρονισμένα.

Πρώτο επίπεδο είναι η ακύρωση της λεγόμενης «επένδυσης» με μια δέσμη νομοθετικών πρωτοβουλιών που θα καταργούν τις σκανδαλώδεις συμβάσεις παραχώρησης και την έωλη Απόφαση Έγκρισης Περιβαλλοντικών Όρων (ΑΕΠΟ), θα προβλέπουν τον αποχαρακτηρισμό της περιοχής από αποκλειστικά μεταλλευτική και θα αποδίδουν ευθύνες σε ενόχους αθέμιτης διαπλοκής, οικονομικών/περιβαλλοντικών σκανδάλων και καταστρατήγησης δημόσιας περιουσίας. Τα στοιχεία για μια τέτοια νομοθετική στήριξη είναι πλέον επαρκή. Στο πλαίσιο αυτό θα διεκδικηθούν τα απολεσθέντα έσοδα του δημοσίου και τα έξοδα αποκατάστασης των περιβαλλοντικών ζημιών. Τα μέτρα αυτά θα αποκαταστήσουν το αίσθημα δικαίου και άρα θα συμβάλλουν στην αποκατάσταση της ηρεμίας στην περιοχή. Αντικρούοντας τα επιχειρήματα άλλων πολιτικών χώρων (κύρια εταιρικών) πρέπει να αναφέρουμε ότι η ακύρωση της «επένδυσης» είναι μονόδρομος για τη βιώσιμη αναπτυξιακή ανόρθωση της ευρύτερης περιοχής. Το ‘επιχείρημα’ της τήρησης των περιβαλλοντικών όρων δεν ευσταθεί αφού οι όροι είναι ψευδείς και άρα η εφαρμογή τους οδηγεί ούτως ή άλλως σε ανεπίστροφη περιβαλλοντική υποβάθμιση και καταστροφή. Η ενεργοποίηση οποιουδήποτε ελεγκτικού μηχανισμού στην περίπτωση αυτή απλά θα διαπίστωνε μια μόνιμη και ανεπίστρεπτη περιβαλλοντική βλάβη. Αλλά ούτε το ‘επιχείρημα’ της αλλαγής των όρων της «επένδυσης» αντέχει αφού η οποιαδήποτε αλλαγή προϋποθέτει ακύρωση των υπαρχόντων όρων, δηλαδή της «επένδυσης» συνολικά, αφού με αυτούς τους όρους δόθηκε η έγκριση.

Δεύτερο επίπεδο είναι η συνέχιση με δημόσιο/κοινωνικό έλεγχο και σε φθίνουσα πορεία των παραδοσιακών μεταλλευτικών δραστηριοτήτων με ταυτόχρονη σταδιακή αποκατάσταση του περιβάλλοντος, όπου θα απασχοληθούν και οι ήδη εργαζόμενοι στην υπάρχουσα εξορυκτική δραστηριότητα. Ο τρόπος με τον οποίο θα συνεχιστούν οι όποιες δραστηριότητες, θα υπάγεται αναγκαστικά στους τρεις γενικούς άξονες που αναφέρθηκαν προηγούμενα για τη μεταλλεία στην Ελλάδα, δηλαδή η εξασφάλιση δημόσιου οφέλους, περιβαλλοντικής προστασίας και κοινωνικής συνοχής. Θα αξιοποιηθεί κάθε πρόταση ώστε οι πηγές χρηματοδότησης αυτών των δράσεων να μην επιβαρύνουν την κοινωνία (π.χ. εθνικά ή ευρωπαϊκά προγράμματα, έσοδα από την αξιοποίηση των προϊόντων της εξόρυξης, διεκδίκηση διαφυγόντων εσόδων του δημοσίου κλπ) και επιπλέον θα αναζητηθούν σε πρώτη φάση θέσεις εργασίας μέσω κοινωνικών συμβολαίων με φορείς της περιοχής που θα πλήττονταν ή δίσταζαν να επεκτείνουν τη δραστηριότητά τους εξαιτίας της μεταλλείας χρυσού.

Τρίτο επίπεδο είναι η ταχύρρυθμη και προνομιακή αναπτυξιακή ανόρθωση της περιοχής με κίνητρα βιώσιμης απασχόλησης και επιχειρηματικότητας και με βάση τα φυσικά της πλεονεκτήματα (συνδυασμός δάσους-θάλασσας, νερά, λειμώνες, φυσικό τοπίο, παραδοσιακή αρχιτεκτονική, αρχαιολογικοί χώροι κλπ), ώστε να ανακτήσει γρήγορα το χαμένο έδαφος από τη χρόνια εγκατάλειψή της. Η προσπάθεια αυτή θα περιλαμβάνει εξειδικευμένα προγράμματα δραστηριοποίησης των νέων και των ανέργων που θα μπορούσαν (ως παράδειγμα) να υλοποιηθούν από έναν ανταποδοτικό φορέα σε συνεργασία με την τοπική αυτοδιοίκηση και άλλους φορείς της περιοχής, και πλαισιωμένο με τους επιστήμονες που δείχνουν όλο αυτό το διάστημα έμπρακτα το ενδιαφέρον τους για τη βιώσιμη ανάπτυξη της περιοχής. Έμφαση θα δοθεί στην ενθάρρυνση και διευκόλυνση νέου τύπου παραγωγικών συνεταιριστικών δράσεων (π.χ. ομάδων παραγωγών) με βάση τα παραδοσιακά, αλλά και νέα υψηλής προστιθέμενης αξίας προϊόντα και υπηρεσίες που ευνοούνται από τις εδαφολογικές, κλιματικές και γεωγραφικές συνθήκες της περιοχής. Προτεραιότητα θα δοθεί στην επέκταση και αναβάθμιση των υποδομών και δικτύων που θα ανταποκρίνονται στη νέα αναπτυξιακή προοπτική της περιοχής για διακίνηση προϊόντων και επισκεπτών, για ενθάρρυνση τουριστικών και αγροτο-κτηνοτροφικών επενδύσεων, για παραγωγή ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές κ.ά. (οδικό δίκτυο, λιμένες, προσβασιμότητα σε χώρους ενδιαφέροντος κλπ). Οι δράσεις αυτές θα ευνοηθούν από το γενικότερο σχεδιασμό για την παραγωγική ανασυγκρότηση της χώρας με έμφαση στον πρωτογενή τομέα και την μικρού/μεσαίου μεγέθους ποιοτική μεταποίηση με εισαγωγή τεχνολογικής καινοτομίας, όπως και στην παροχή υπηρεσιών αναψυχής και τουρισμού υψηλής ποιότητας.


 

Παράρτημα - 7.3.4. – Διαχείριση απορριμμάτων και στερεών αποβλήτων

Διαχείριση των απορριμμάτων με αποκέντρωση, κοινωνικό έλεγχο, δημόσιο χαρακτήρα στηριγμένη στις προτεραιότητες της μείωσης των απορριμμάτων και της διαλογής στην πηγή

ΑΝΑΛΥΤΙΚΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΤΗΣ ΠΡΟΤΑΣΗΣ

Στη βάση της αποκεντρωμένης διαχείρισης των απορριμμάτων βρίσκεται η κατεύθυνση για την διαμόρφωση τοπικού σχεδίου διαχείρισης που αφορά ένα ή περισσότερους Δήμους, καταρτίζεται με τη συμμετοχή της τοπικής κοινωνίας και υλοποιείται από Φορείς διαχείρισης με αμιγώς δημόσιο χαρακτήρα που λειτουργούν με διαφάνεια και λογοδοσία. Το τοπικό σχέδιο διαχείρισης βασίζεται στην ιεράρχηση που υιοθετούν –θεωρητικά- τόσο η ευρωπαϊκή όσο και η εθνική νομοθεσία και αφορά την πρόληψη και μείωση της παραγωγής των απορριμμάτων, την ανακύκλωση με διαλογή στην πηγή, την ανάκτηση και την τελική διάθεση του υπολείμματος που θα είναι όσο το δυνατό πιο περιορισμένο αφού έχουν εξαντληθεί όλα τα προηγούμενα στάδια. Η διαδικασία αυτή θα είναι σταδιακή και δυναμικά εξελισσόμενη, ωστόσο θα πρέπει να ξεκινήσει την επόμενη μέρα.

Η υλοποίηση αυτού του μοντέλου προϋποθέτει τα ακόλουθα βήματα:

1.Σύνταξη εθνικού σχεδίου διαχείρισης

Ένα εθνικό σχεδίου διαχείρισης θα περιλαμβάνει:

-Την ίδρυση ενός ενιαίου δημόσιου φορέα ή αρμόδιας δ/νσης του Υπουργείου Περιβάλλοντος που θα έχει την ευθύνη της κατάρτισης και του ελέγχου του εθνικού σχεδίου διαχείρισης στερεών αποβλήτων και ανακύκλωσης (και που θα ενσωματώνει τις λειτουργίες του ΕΟΑΝ, της Γενικής Γραμματείας Συντονισμού Διαχείρισης Αποβλήτων του ΥΠΕΣ και των Δ/νσεων συναρμόδιων φορέων) τη δημιουργία ενιαίας βάσης δεδομένων, τον έλεγχο και την παρακολούθηση της αποδοτικότητας όλων των επί μέρους δράσεων ιδιωτικών και δημόσιων, στο πλαίσιο του συστήματος

-Την αναθεώρηση του νόμου 4042/ 2012 για τα απόβλητα ώστε: α. η ιεράρχηση των προτεραιοτήτων να λαμβάνεται υπόψη σε κάθε σχέδιο προτεινόμενης διαχείρισης π.χ. η υλοποίηση μονάδας μηχανικής διαλογής να προϋποθέτει ότι έχει προηγηθεί και εξαντληθεί το στάδιο της πρόληψης και της διαλογής στην πηγή β. η κομποστοποίηση να τεθεί ως προτεραιότητα πριν από την ενεργειακή αξιοποίηση και την τελική διάθεση. γ. να τεθούν υψηλότεροι στόχοι τόσο από χρονική όσο και από ποιοτική άποψη ιδιαίτερα για την προδιαλογή των οργανικών με πρώτη επιλογή επεξεργασίας την αερόβια χώνευση και την παραγωγή κόμποστ.

- Την αναθεώρηση των συστημάτων εναλλακτικής διαχείρισης των ειδικών ρευμάτων αποβλήτων, ώστε έτσι ώστε α. η διαχείριση των πόρων να γίνεται με διαφάνεια και με γνώμονα την μέγιστη κοινωνική/περιβαλλοντική ωφέλεια β. να ενθαρρυνθεί η διαλογή στην πηγή με χωριστά ρεύματα οργανικών και ανακυκλώσιμων αποβλήτων γ. να αντικατασταθούν τα ιδιωτικά συστήματα εναλλακτικής διαχείρισης από εθνικά δημόσια, δημοτικά και διαδημοτικά συστήματα εναλλακτικής διαχείρισης των ειδικών ρευμάτων αποβλήτων

- Την διερεύνηση των αναγκαίων θεσμικών ρυθμίσεων ώστε η πρωτοβάθμια αυτοδιοίκηση να έχει την υποχρέωση αλλά και την δυνατότητα να σχεδιάζει και να εφαρμόζει προγράμματα διαλογής στην πηγή ανάμεσα στις οποίες α. η υποχρέωση για την σύνταξη τοπικού σχεδίου διαχείρισης β. η δυνατότητα να αποζημιώνονται πλήρως για τα υλικά που ανακτούν από την διαλογή στην πηγή γ. η δυνατότητα να εντάσσουν κοινωνικές μη κερδοσκοπικές πρωτοβουλίες πολιτών για τη φιλοπεριβαλλοντική διαχείριση των αποβλήτων μέσα στο τοπικό σχέδιο διαχείρισης δ. η εξασφάλιση της επάρκειας του ανθρώπινου δυναμικού που απαιτείται για την υλοποίηση των σχεδίων διαχείρισης αποβλήτων

- Την εξασφάλιση κατά προτεραιότητα της χρηματοδότησης για την υλοποίηση των τοπικών σχεδίων διαχείρισης, που θα καθορίζει τους κανόνες, τους εθνικούς στόχους και τις αντίστοιχες υποδομές διαχείρισης (αν και όπου αυτό χρειάζεται).

2. Σύνταξη περιφερειακού σχεδίου διαχείρισης (με αναθεώρηση των υφιστάμενων ΠΕΣΔΑ)

Θα περιλαμβάνει:

α. τη διερεύνηση των αναγκαίων διαχειριστικών ενοτήτων (μεμονωμένων ή ομάδων Δήμων) για την υλοποίηση τοπικών σχεδίων διαχείρισης

β. την εξειδίκευση των στόχων σε περιφερειακό επίπεδο

γ. τους στόχους για τον αριθμό, την χωρητικότητα και τα κριτήρια χωροθέτησης εγκαταστάσεων ολοκληρωμένης διαχείρισης και τελικής διάθεσης (περιγράφεται στο 3ο επίπεδο του τοπικού σχεδίου διαχείρισης)

δ. τις πηγές χρηματοδότησης

3. Σύνταξη τοπικού σχεδίου διαχείρισης

Όπως έχει προαναφερθεί, το βασικό πεδίο εφαρμογής της αποκεντρωμένης ολοκληρωμένης διαχείρισης είναι μεγάλοι δήμοι ή ομάδες γειτονικών δήμων, που συγκροτούν ενιαία διαχειριστική ενότητα, για τις ανάγκες της διαχείρισης των δικών τους αποβλήτων. Το εργαλείο για την υλοποίηση αυτής της δραστηριότητας είναι τα τοπικά σχέδια διαχείρισης. Θεωρούμε ότι η διαμόρφωση τοπικών σχεδίων διαχείρισης πρέπει να αποτελεί υποχρέωση των δήμων, οι προβλέψεις και τα αποτελέσματα των οποίων πρέπει να λαμβάνονται υπόψη κατά τη διαμόρφωση των περιφερειακών σχεδιασμών και του εθνικού σχεδιασμού, που, σύμφωνα με το ν. 4042/2012, περιλαμβάνει και τη διαχείριση, σε εθνικό επίπεδο, ειδικών ρευμάτων αποβλήτων.

Τα τοπικά σχέδια διαχείρισης οφείλουν να συνεργάζονται με τα περιφερειακά και το εθνικό σχέδιο διαχείρισης, στο βαθμό που:

  • ένα μέρος των αποβλήτων ή των προϊόντων της επεξεργασίας τους, στο πλαίσιο της αποκεντρωμένης διαχείρισης, θα οδεύει αναγκαστικά στις περιφερειακές υποδομές ή στις υποδομές των εθνικών συστημάτων εναλλακτικής διαχείρισης.

  • οι στόχοι των τοπικών σχεδίων διαχείρισης δεν πρέπει να υπολείπονται, σε καμία περίπτωση, των αντίστοιχων στόχων των περιφερειακών και του εθνικού σχεδίου διαχείρισης.

Ένα τοπικό σχέδιο διαχείρισης περιλαμβάνει στην πλήρη του ανάπτυξη, τρία επίπεδα, με τις αντίστοιχες υποδομές:

1ο επίπεδο, το κοντινότερο στον πολίτη : διαλογή στην πηγή με δράσεις σε επίπεδο δήμου, γειτονιάς, χώρων εργασίας και κατοικίας

Σε αυτό το επίπεδο, επιδιώκουμε να ανακτήσουμε τη μέγιστη ποσότητα των ανακυκλώσιμων υλικών, με απλές διαδικασίες και τεχνικές. Η διαλογή στην πηγή είναι μια μέθοδος που μπορεί να ξεκινήσει κυριολεκτικά από την επόμενη μέρα, ακόμη και πριν από την σύνταξη ολοκληρωμένου σχεδίου, εξασφαλίζοντας το χαμηλότερο λειτουργικό κόστος, το μεγαλύτερο περιβαλλοντικό κέρδος και τις περισσότερες θέσεις εργασίας. Εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την ενημέρωση και τη συμμετοχή των πολιτών, ενώ από υλικοτεχνική υποδομή, στηρίζεται σε ένα δίκτυο ξεχωριστών κάδων και σε ένα δίκτυο πράσινων σημείων, που δημιουργούνται σε χώρους, κατά προτίμηση μέσα ή κοντά στον οικιστικό ιστό.

Στο επίπεδο της κατοικίας, της επιχείρησης, της γειτονιάς, του σχολείου οι ίδιοι οι πολίτες και οι φορείς, διαχωρίζουν τα υλικά με την καθημερινή υποστήριξη και των δήμων. Με πληροφόρηση και ενημέρωση, με προγράμματα σε σχολεία και δημόσιες - δημοτικές υπηρεσίες και εγκαταστάσεις, με υλική υποστήριξη (διανομή μικρών κομποστοποιητών, σάκων για διαλογή και ανακύκλωση κλπ.), όσο και με την εξασφάλιση της υποδομής (κάδοι, «πράσινα σημεία»), που θα υποδέχεται το αποτέλεσμα αυτής της δραστηριότητας.

Στο επίπεδο του Δήμου απαιτείται α. ένα δίκτυο κάδων προδιαλεγμένων υλικών και σημείων συλλογής ειδικών κατηγοριών αποβλήτων β. ένα επαρκές δίκτυο «πράσινων σημείων», για τη συγκέντρωση υλικών που δεν μπορούν (και δεν πρέπει) να κατευθύνονται στους κάδους των προδιαλεγμένων γ. ένα σύστημα μεταφοράς

Α. Το δίκτυο των κάδων πρέπει να έχει τη μέγιστη δυνατή πυκνότητα και να υποδέχεται ξεχωριστά τα οργανικά και το χαρτί (σε κάθε περίπτωση), το πλαστικό, το γυαλί και τα μέταλλα (υπολογίζεται μια αναλογία 1 κάδου, ανά 70 κατοίκους). Ο αριθμός των κάδων, αν, δηλαδή, θα είναι 3, 4 ή 5, εξετάζεται. Εναλλακτικά, μπορεί να υπάρξει επιλογή μικρού αριθμού κάδων, που θα δέχονται τα προδιαλεγμένα υλικά σε συγκεκριμένες μέρες, όταν και θα γίνεται και η αντίστοιχη αποκομιδή. Πιο προσιτή φαίνεται η καθιέρωση 3 κάδων (οργανικά, χαρτί και υλικά συσκευασίας, κυρίως μέταλλο - πλαστικό - γυαλί), με την ταυτόχρονη ύπαρξη ενός τέταρτου κάδου για τα σύμμεικτα, που θα υποδέχεται ότι δεν μπορεί αντικειμενικά να διαχωριστεί ή και ένα, συνεχώς μειούμενο, «σφάλμα» του συστήματος. Επίσης απαιτείται η επέκταση των σημείων συλλογής των Συστημάτων Εναλλακτικής Διαχείρισης, ώστε να είναι εύκολα προσβάσιμα στους πολίτες. Ειδικά οι δημόσιες υπηρεσίες, τα σχολεία και οι επιχειρήσεις θα συμμετέχουν με σημεία συγκέντρωσης επιπλέον κατηγοριών ειδικών αποβλήτων π.χ. ηλεκτρικές και ηλεκτρονικές συσκευές, μπαταρίες, χαρτί γραφής κλπ. Τέλος το σχέδιο θα προβλέπει και την ανάπτυξη δικτύου συλλογής ειδικών ρευμάτων αποβλήτων (π.χ. επικίνδυνα) με υποχρεωτική συμμετοχή των παραγωγών (κρεοπωλεία, φαρμακεία, καταστήματα ηλεκτρονικών, συνεργεία, καταστήματα εστίασης, βιοτεχνίες/βιομηχανίες κλπ)

Β. Τα «πράσινα σημεία» πρέπει να είναι χώροι σηματοδοτημένοι, σε σημεία γνωστά και προσιτά στους πολίτες, που θα υποδέχονται όλα τα άλλα ρεύματα αποβλήτων, που ανήκουν στην κατηγορία των ανακυκλώσιμων (ηλεκτρικές και ηλεκτρονικές συσκευές, μπαταρίες, ελαστικά, ογκώδη αντικείμενα κλπ.), καθώς και προδιαλεγμένα υλικά από πολίτες, σχολεία, επιχειρήσεις κλπ. Απαιτείται ο ανάλογος εξοπλισμός και χώρος για ένα εργαστήριο ανάκτησης ανταλλακτικών, επισκευής - ανακατασκευής υλικών και διάθεσης.

Γ. Το σύστημα μεταφοράς περιλαμβάνει τα οχήματα μεταφοράς (κλειστά απορριμματοφόρα ή ανοιχτά φορτηγά) του περιεχομένου των κάδων και των υλικών που συγκεντρώνονται στα «πράσινα σημεία». Προορισμός τους είναι οι χώροι αποκεντρωμένης ολοκληρωμένης διαχείρισης απορριμμάτων (ΑΟΕΔΑ) της κάθε ενότητας.

Με την αποκέντρωση των εγκαταστάσεων, αναμένεται η ελαχιστοποίηση της ανάγκης για την ύπαρξη σταθμών μεταφόρτωσης σύμμεικτων απορριμμάτων (ΣΜΑ) και των αντίστοιχων οχημάτων μεταφοράς, που συμβάλλουν στην υποβάθμιση των χαρακτηριστικών των μεταφερόμενων υλικών.

2ο επίπεδο : Αποκεντρωμένες μονάδες διαχείρισης με κομποστοποίηση - διαλογή - διαχωρισμός σε επίπεδο μεγάλων δήμων ή ομάδας δήμων

Στο επίπεδο αυτό, οι διαδικασίες διαχείρισης αναπτύσσονται σε αποκεντρωμένες μονάδες απλού εξοπλισμού, στο επίπεδο του δήμου (εναλλακτικά, μαζί με γειτονικούς δήμους). Καθώς, προοδευτικά, θα αυξάνεται το ποσοστό της ανακύκλωσης με διαλογή στην πηγή, αναμένεται να μειώνεται η ροή των σύμμεικτων απορριμμάτων. Αυτό έχει σημασία διότι: ο διαχωρισμός των σύμμεικτων έχει υψηλότερο κόστος εγκατάστασης και λειτουργίας και τα υλικά που παράγονται είναι υποβαθμισμένα σε σχέση με αυτά που έχουν προδιαλεχθεί, ιδιαίτερα όταν έχει προηγηθεί έντονο πρεσάρισμα σε Σταθμούς Μεταφόρτωσης που (και) για το λόγο αυτό πρέπει να αποφεύγονται. Ειδικά το παραγόμενο κόμποστ από σύμμεικτα είναι επιμολυσμένο και εμπλουτισμένο με χημικές ουσίες με αποτέλεσμα και το παραγόμενο βιοαέριο να επιβαρύνεται με ανεπιθύμητες ενώσεις.

Μια Αποκεντρωμένη Ολοκληρωμένη Εγκατάσταση Διαχείρισης Απορριμμάτων (ΑΟΕΔΑ) έχει ως στόχο:

  • να συνεχίσει την ανάκτηση ανακυκλώσιμων και οργανικών υλικών από το «ρεύμα» των σύμμεικτων απορριμμάτων, που μεταφέρονται με το περιεχόμενο των αντίστοιχων κάδων.

  • να κάνει την κομποστοποίηση των προδιαλεγμένων οργανικών υλικών (από τους αντίστοιχους κάδους), καθώς και των πράσινων των δήμων. Να συσκευάσει και διαθέσει το παραγόμενο κομπόστ.

  • να μετατρέψει τα οργανικά που ξεδιαλέγονται στην ΑΟΕΔΑ σε κομπόστ ή, στη χειρότερη περίπτωση, σε υλικό επικάλυψης ή αποκατάστασης.

  • να διαχωρίσει (όπου χρειάζεται), ταξινομήσει, αποθηκεύσει και διαθέσει στο εμπόριο τα υλικά ανακύκλωσης, που συγκεντρώνονται από τους υπόλοιπους κάδους της ανακύκλωσης και από τα «πράσινα σημεία»

  • να αξιοποιήσει το τμήμα των αδρανών υλικών, που έχουν «εισχωρήσει» στο σύστημα

  • να επιδιορθώσει, να ανακατασκευάσει και να διαθέσει χρήσιμο εξοπλισμό, όπως έπιπλα, ηλεκτρικές συσκευές, ανταλλακτικά κλπ.

Τι χρειάζεται και τι περιλαμβάνει μια ΑΕΟΔΑ

  • το χώρο για την ανάπτυξη της εγκατάστασης. Με βάση τις ποσότητες των διαχειριζόμενων υλικών, και το αναμενόμενο μέγεθος της εγκατάστασης, αρκεί μια έκταση της τάξης των 10 - 20 στρεμμάτων. Κατά περίπτωση, θα μπορούσαν να γίνουν σε χώρους που βρίσκονται σήμερα αμαξοστάσια ή σε προβλεπόμενους χώρους για ΣΜΑ ή σε κλειστούς χώρους εγκαταλειμμένων εργοστασίων κλπ και να έχουν πολλές παράπλευρες λειτουργίες όπως : συγκέντρωση ανακυκλώσιμων - ανάκτηση - διάθεση, επεξεργασία σύμμεικτων απορριμμάτων, παραγωγή κομπόστ, αξιοποίηση αδρανών, επισκευή - διάθεση επαναχρησιμοποιήσιμων υλικών και ανταλλακτικών.

  • ένα στεγασμένο χώρο επεξεργασίας σύμμεικτων απορριμμάτων, όπου η βασική ροή των απορριμμάτων είναι: από τη ράμπα εκφόρτωσης και τη χοάνη υποδοχής, σε ταινιόδρομο διαλογής ανακυκλώσιμων (και μη) υλικών και τελική κατάληξη σε χοάνη υποδοχής των βιοαποδομήσιμων, δηλαδή χαρτιού και οργανικών, που διαχωρίζονται σε αυτήν τη διαδικασία. Σε κατάλληλα σημεία της διάταξης παρεμβάλλεται μαγνητικός διαχωριστής για την απομάκρυνση των μικρού μεγέθους σιδηρούχων υλικών και μηχανικό κόσκινο για την αφαίρεση, κυρίως, θρυμμάτων γυαλιού και αδρανών υλικών.

  • ένα χώρο (κατά προτίμηση γειτονικό) για τη δραστηριότητα της κομποστοποίησης, με αερόβια διαδικασία είτε σε σειράδια, είτε με χρήση κλειστών κομποστοποιητών. Στη διαδικασία αυτή οδηγούνται τα προδιαλεγμένα στους κάδους οργανικά, τα πράσινα και τα ξύλα (π.χ. έπιπλα κλπ) μετά από λειοτεμαχισμό και ένα μέρος του ανακυκλωμένου χαρτιού, για τον έλεγχο της υγρασίας του κομπόστ. Σε κλειστό κομποστοποιητή οδηγούνται τα διαχωρισμένα από τα σύμμεικτα οργανικά για την παραγωγή κόμποστ λιγότερο καλής ποιότητας που μπορεί να χρησιμοποιείται ως υλικό εδαφοκάλυψης σε ΧΥΤΥ κλπ.

  • το μηχανικό εξοπλισμό της διαδικασίας κομποστοποίησης, δηλαδή: ένα λειοτεμαχιστή πράσινων, ένα μικρό φορτωτή (τύπου bobcat) για την ανάδευση των οργανικών (στην περίπτωση της διαδικασίας ανοιχτού τύπου) ή για την τροφοδοσία των μηχανικών κομποστοποιητών (στην περίπτωση της διαδικασίας κλειστού τύπου), μηχανικούς κομποστοποιητές (αν γίνει η επιλογή αυτής της διαδικασίας), ένα απλό μηχανικό κόσκινο για την απομάκρυνση πιθανών προσμίξεων από το κομπόστ, ένα μικρό συσκευαστήριο σάκων.

  • συμβατικό σπαστήρα αδρανών για την μετατροπή σε αμμοχάλικο των αδρανών που διαχωρίζονται.

  • στεγασμένο χώρο (ας τον ονομάσουμε ΚΔΑΥ) για τη συγκέντρωση, διαχωρισμό, συσκευασία και διάθεση των ανακυκλώσιμων υλικών, όχημα μεταφόρτωσης (τύπου κλαρκ), ζυγιστήριο υλικών, δεματοποιητής. Πιθανή η χρήση ταινιοδρόμου (αν έχουμε μικτή συλλογή ορισμένων ανακυκλώσιμων), μιας πρέσας συμπίεσης χαρτιού και μεταλλικών συσκευασιών και ενός τριβείου γυαλιού για τη μετατροπή του σε πυριτική άμμο.

  • στεγασμένο χώρο για ένα εργαστήριο ανάκτησης ανταλλακτικών, επισκευής-ανακατασκευής υλικών και διάθεσης.

  • σταθμό μεταφόρτωσης μικρής δυναμικότητας ή κινητό σταθμό μεταφόρτωσης για τη μεταφορά του υπολείμματος στον ΧΥΤΥ ή για την μεταφορά ανακυκλώσιμων υλικών.

  • Στα όρια της ΑΟΕΔΑ θα μπορούσε να λειτουργήσει και εγκατάσταση επεξεργασίας αδρανών και υλικών κατεδάφισης, εφόσον εξασφαλίζεται ο αναγκαίος χώρος. Σε διαφορετική περίπτωση θα αποτελεί μια ανεξάρτητη εγκατάσταση.

  • Επιπλέον δράσεις, που προτείνεται να διερευνηθούν ως προς τη βιωσιμότητα τους, μπορεί να αφορούν:

  • παραγωγή πελετών με μια απλή εγκατάσταση κλαδοθρυμματιστή - ξηραντηρίου - πελετοποιητή.

  • μονάδα ενεργειακής αξιοποίησης βιοαερίου από προδιαλεγμένα (καθαρά) οργανικά.

3ο επίπεδο: υγειονομική ταφή υπολείμματος (ΧΥΤΥ) σε επίπεδο περιφέρειας, περιφερειακών ενοτήτων ή μεγάλων ομάδων δήμων/ εγκαταστάσεις, διαπεριφερειακού επιπέδου, προσωρινής αποθήκευσης, επεξεργασίας και τελικής διάθεσης των επικινδύνων και νοσοκομειακών απορριμμάτων.

  • Στο επίπεδο αυτό έχουμε να κάνουμε με τη διάθεση σε ΧΥΤΥ του υπολείμματος των προηγούμενων σταδίων.

  • Οι ΧΥΤΥ, στο πλαίσιο μιας εκτεταμένης εφαρμογής της λογικής της αποκεντρωμένης ολοκληρωμένης διαχείρισης, αφενός θα είναι μικρότερου μεγέθους και, αφετέρου, θα υποδέχονται υπολείμματα με χαρακτηριστικά αδρανών υλικών. Με την πιθανή εξαίρεση μικρών νησιωτικών περιοχών, θα μπορούν να εξυπηρετούν περισσότερες της μιας ενότητες αποκεντρωμένης διαχείρισης. Σε αυτήν την περίπτωση, η διαστασιολόγηση και η χωροθέτησή τους, πρέπει να αποτελέσει αντικείμενο ευρύτερης συνεννόησης, πιθανόν στο πλαίσιο του περιφερειακού σχεδιασμού, που θα γίνει έγκαιρα και θα συνυπολογίσει το βαθμό υιοθέτησης της λογικής της αποκεντρωμένης διαχείρισης.

  • Τέλος οι εγκαταστάσεις διαχείρισης επικύνδυνων και νοσοκομειακών αποβλήτων, θα πρέπει να δημιουργηθούν με ευθύνη της κεντρικής διοίκησης, να είναι μακριά από αστικό ιστό και να σηματοδοτούνται ως ειδικοί βιομηχανικοί χώροι υψηλής ασφάλειας.

  • Συνοψίζοντας :

  • Η πρόταση της αποκεντρωμένης ολοκληρωμένης διαχείρισης των απορριμμάτων στηρίζεται στις βασικές αρχές της εγγύτητας και της μικρής κλίμακας, που αποτελούν απαραίτητη προϋπόθεση μιας φιλοπεριβαλλοντικής διαχείρισης, σε όφελος των πολιτών και της κοινωνίας. Συνοπτικά:

  • Υιοθετεί και ενσωματώνει, στην πράξη, τις διεθνείς εμπειρίες και τις καλές πρακτικές, συμπεριλαμβανομένης και της ιεράρχησης στη διαχείριση, που εισάγει η οδηγία 2008/98/ΕΕ.

  • Μεταφέρει το κύριο πεδίο των δραστηριοτήτων στο τοπικό επίπεδο, με σκοπό τη δραστική μείωση της ποσότητας των απορριμμάτων, που έχουν ανάγκη επεξεργασίας ή τελικής διάθεσης σε χώρους ταφής.

  • Αποσκοπεί στη μέγιστη δυνατή ανάκτηση υλικών (μέσω της επαναχρησιμοποίησης, της διαλογής στην πηγή, της ανακύκλωσης και της κομποστοποίησης) και τη διάχυση των ωφελειών που προκύπτουν στους δήμους και τους πολίτες.

  • Χρησιμοποιεί εγκαταστάσεις διαχείρισης μικρής κλίμακας και απλού μηχανολογικού εξοπλισμού, εύκολα διαχειρίσιμες από τους δήμους, οικονομικές στην κατασκευή και λειτουργία τους. Εγκαταστάσεις που δεν απαιτούν τεράστιες μεταφορές απορριμμάτων, είναι προσβάσιμες στους πολίτες και δημιουργούν νέες θέσεις εργασίας.

  • Μειώνει δραστικά τις ανάγκες σε χώρους υγειονομικής ταφής και διαφοροποιεί το προς ταφή υπόλειμμα, που θα τείνει να έχει χαρακτηριστικά αδρανούς υλικού.

  • Στην κλίμακα της ιεράρχησης των σταδίων διαχείρισης των απορριμμάτων [α) πρόληψη, β) προετοιμασία για επαναχρησιμοποίηση, γ) ανακύκλωση, δ) άλλου είδους ανάκτηση, π.χ. ανάκτηση ενέργειας, και ε) διάθεση] ρίχνουμε το βάρος στα τρία πρώτα στάδια και υπογραμμίζουμε την ανάγκη υιοθέτησης της αρχής ότι η μετάβαση σε οποιαδήποτε βαθμίδα της διαχείρισης προϋποθέτει τη χρήση και την εξάντληση των δυνατοτήτων των προηγούμενων βαθμίδων. Ειδικά για την ανάκτηση ενέργειας, θεωρούμε ότι περιβαλλοντικά και κοινωνικο-οικονομικά αποδεκτή είναι μόνο η αξιοποίηση του βιοαερίου που παράγεται, εφόσον έχει προηγηθεί χωριστή συλλογή του βιοαποδομήσιμου κλάσματος των απορριμμάτων.

  • Ιδιαίτερο βάρος αποδίδουμε στη διασφάλιση ότι δεν θα υπάρχει ανάμειξη και επιμόλυνση με επικίνδυνα απόβλητα, πηγή των οποίων είναι, κυρίως, παραπροϊόντα βιομηχανικών και βιοτεχνικών δραστηριοτήτων, όχι κατ’ ανάγκη μεγάλου μεγέθους. Δραστηριότητες τέτοιου είδους συναντώνται συχνά στον ιστό των αστικών συγκροτημάτων. Χρειάζεται, συνεπώς, ένα σχέδιο εντοπισμού των πιθανών πηγών επιμόλυνσης των αστικών αποβλήτων και διασφάλιση ότι γίνεται νόμιμη διαχείριση των επικίνδυνων αποβλήτων.

Τα περιβαλλοντικά πλεονεκτήματα της πρότασης

Κρίσιμη παράμετρος της πρότασης της αποκεντρωμένης ολοκληρωμένης διαχείρισης, είναι τα εμφανή πλεονεκτήματά της, σε σχέση με τις άλλες προτάσεις διαχείρισης, όπως:

  • αυξημένη περιβαλλοντική ασφάλεια, λόγω απλότητας και μειωμένης επικινδυνότητας του εξοπλισμού, καθώς και λόγω της ελαχιστοποίησης και της σύνθεσης του «αδρανούς» υπολείμματος,

  • εξοικονόμηση ενέργειας, λόγω μειωμένης κατανάλωσης για τη μεταφορά και την ανάκτηση των απορριμμάτων,

  • εξοικονόμηση πρώτων υλών, λόγω μεγάλου ποσοστού ανάκτησης και καλής ποιότητας ανακυκλούμενων υλικών,

  • ευκολία στον εντοπισμό της παράνομης διάθεσης επικίνδυνων - βιομηχανικών αποβλήτων, λόγω της διακριτής συλλογής ρευμάτων και της μικρής κλίμακας διαχείρισης,

  • περιορισμένες, έως μηδενικές, επιπτώσεις στις χρήσεις γης και στην τοπική ανάπτυξη, αφού οι αποκεντρωμένες εγκαταστάσεις είναι μικρής όχλησης, εξαιτίας του μεγέθους και του χαρακτήρα τους, του μεγαλύτερου ποσοστού καθαρών υλικών, της ποιότητας του υπολείμματος προς ταφή με μεγάλο ποσοστό αδρανών.

Οι καταγγελίες του ΣΥΡΙΖΑ για το «σχέδιο των Μονάδων επεξεργασίας συμμεικτων απορριμμάτων με ΣΔΙΤ»

Η συγκυβέρνηση υπό τις οδηγίες της task force και τις ευλογίες Μέρκελ -Φούχτελ προωθεί σε εθνικό επίπεδο, με ταχείες και εν κρυπτώ διαδικασίες, τις Συμπράξεις Δημόσιου και Ιδιωτικού Τομέα (ΣΔΙΤ) για την επεξεργασία σύμμεικτων απορριμμάτων σε κεντρικές μονάδες εισαγόμενης τεχνολογίας με σκοπό την ενεργειακή αξιοποίηση. Με την κατάλυση των δημόσιων ελεγκτικών μηχανισμών η τοπική αυτοδιοίκηση μετατρέπεται σε καθαρά εισπρακτικό μηχανισμό στην υπηρεσία επιχειρηματικών συμφερόντων που ετοιμάζονται να λεηλατήσουν το δημόσιο πλούτο, τα λαϊκά εισοδήματα και με τη διαχείριση των απορριμμάτων, εκτοξεύοντας τα δημοτικά τέλη στα ύψη.

Κατά την συζήτηση της επίκαιρης επερώτησης για τη διαχείριση των απορριμμάτων (17/5/2013) και όχι μόνο, καταγγείλαμε ότι εφαρμόζονται παρωχημένοι σχεδιασμοί που καταρτίστηκαν ερήμην των πολιτών και των τοπικών κοινωνιών, δεσμεύονται πολύτιμοι οικονομικοί πόροι υπέρ των μεγάλων επιχειρηματικών συμφερόντων για εισαγόμενες τεχνολογίες, υποσκάπτεται η πρόληψη και η διαλογή στη πηγή και η ανάπτυξη του εγχώριου παραγωγικού δυναμικού.

Καταγγείλαμε ότι οι συμβάσεις των ΣΔΙΤ προβλέπουν εγγύηση του δημοσίου για ελάχιστες ποσότητες απορριμμάτων σε περίοδο 30 χρόνων και απαλλαγή ευθυνών ή και αποζημίωση του αναδόχου για όποια μεταβολή επέλθει σε περίοδο 30 χρόνων είτε στη συνθεση των απορριμμάτων, είτε στις ποσότητες, είτε ακόμη και στο νομικό καθεστώς για εργα διαχείρισης απορριμμάτων.

Θέσαμε όλους, συγκυβέρνηση και πρόθυμους αυτοδιοικητικούς, ενώπιον των ευθυνών τους, αναδεικνύοντας τις συστάσεις του Ευρωπαϊκού Ελεγκτικού Συνεδρίου (ειδική εκθεση 20/2012), που αμφισβητεί την αποδοτικότητα της επεξεργασίας σύμμεικτων απορριμμάτων και επισημαίνοντας το σοβαρό ενδεχόμενο να αμφισβητηθεί η χρηματοδότηση από πόρους της Ευρωπαϊκής Ένωσης με ότι αυτό μπορεί να συνεπάγεται.

Ο ισχυρισμός που επιχειρήθηκε, από μέρους της συγκυβέρνησης, ότι όλα αυτά αφορούν τη νέα προγραμματική περίοδο (2014-2020), απλά επιβεβαίωνε την αγωνία της συγκυβέρνησης να απορροφήσει τα κονδύλια του ΕΣΠΑ και δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. Με επιστολή της Γ.Γ. του ΥΠΕΚΑ κ. Νάντιας Γιαννακοπούλου, με ημερομηνία 1/4/2013, ζητείται να κατατεθεί έως 7 Απριλίου σχέδιο δράσεων για την Αναθεώρηση των περιφερειακών σχεδίων διαχείρισης αποβλήτων (ΠΕΣΔΑ).

Δυο λόγια για τις ΣΔΙΤ για τη διαχείριση απορριμμάτων – Γιατί λέμε όχι

1. Ερήμην των πολιτών και χωρίς καμία γνώση και συμμετοχή των θεσμικών οργάνων της αυτοδιοίκησης αποφασίζεται η δέσμευση των ΟΤΑ έως και η ενεχυρίαση των δημοτικών τελών για 30 χρόνια προς εξυπηρέτηση των εργολάβων.

2. Το σχέδιο των ΣΔΙΤ για μονάδες επεξεργασίας σύμμεικτων απορριμμάτων υποσκάπτει τη διαλογή στη πηγή, οδηγεί στη καύση, και θα εκτοξεύσει στα ύψη τα δημοτικά τέλη.

3. Εφαρμόζονται παρωχημένοι σχεδιασμοί που δεν συνάδουν με τις κοινοτικές οδηγίες.

4. Στις ΣΔΙΤ για τις Μονάδες επεξεργασίας σύμμεικτων απορριμμάτων, προβλέπεται :

α. εγγύηση του δημοσίου για ελάχιστες ποσότητες σε περίοδο 30 χρόνων.

β. απαλλαγή ευθυνών ή και αποζημίωση του αναδόχου για όποια μεταβολή επέλθει σε περίοδο 30 χρόνων είτε στη σύνθεση των απορριμμάτων, είτε στις ποσότητες , είτε ακόμη και στο νομικό καθεστώς για έργα διαχείρισης απορριμμάτων.

5. Ο Ιδιώτης αναλαμβάνει την λειτουργία, συντήρηση , εκμετάλλευση και ελέγχεται από «ανεξάρτητο ελεγκτή» που ο ίδιος επιλέγει και πληρώνει.

6. Οι ΟΤΑ πληρώνουν για να μπουν στις μονάδες αλλά θα πληρώνουν έξτρα για να φτάσουν στις μονάδες και θα πληρώσουν έξτρα για να στήσουν προγράμματα διαλογής, ως οφείλουν .

7. Το συνολικό κόστος που θα επωμιστούν οι δημότες ξεπερνά τα 100 ευρώ το τόνο.

8. Η περιβαλλοντική επίδοση των Μονάδων Επεξεργασίας σύμμεικτων απορριμμάτων αμφισβητείται και από την ΕΕ. Η ΕΕ αξιολογεί αρνητικά την επεξεργασία σύμμεικτων απορριμμάτων και πιθανότατα δεν θα χρηματοδοτεί σχέδια ή και θα ζητά επιστροφή των χρηματοδοτήσεων για σχέδια διαχείρισης που δεν αποδίδουν στην επίτευξη περιβαλλοντικών στόχων.

Παράρτημα -7.3.5. - Ενέργεια

Κεντρικά κριτήρια μιας αριστερής και οικολογικής ενεργειακής πολιτικής

  1. Η ενέργεια δημόσιο-κοινωνικό αγαθό, όχι εμπόρευμα.

  2. Ανάσχεση της κλιματικής αλλαγής. Καθαρές μειώσεις στις εκπομπές GHGs, σταδιακή δραστική μείωση της συνολικά εκπεμπόμενης ρύπανσης και απεξάρτηση από τα ορυκτά καύσιμα, ως βασική πολιτική επιλογή, αλλά και σύμφωνα με τις επιταγές του IPCC, μετάβαση σε μια οικονομία «μηδενικών εκπομπών άνθρακα».

  3. Σεβασμός στη φέρουσα ικανότητα των οικοσυστημάτων – δηλαδή την ικανότητα αφομοίωσης και ανανέωσης -, που συνδέεται επίσης με τα τοπικά χαρακτηριστικά και ιδιαιτερότητες, τη βιοποικιλότητα, τις  χρήσεις γης, την αισθητική του τοπίου και τη διάρθρωση του τοπικού με το εθνικό και το διεθνές επίπεδο. Ελαχιστοποίηση της περιβαλλοντικής πίεσης με στόχο τη διατήρηση - αποκατάσταση - βελτίωση του φυσικού και ανθρωπογενούς (πολιτιστικό και δομημένο) περιβάλλοντος. Αποκατάσταση της οικολογικής ισορροπίας.

  4. Η ενεργειακή πολιτική και το εκάστοτε ενεργειακό μοντέλο κομβικός παράγοντας του συνολικού μοντέλου παραγωγής. Το παραγωγικό μοντέλο καθορίζει τελικά και αποφασιστικά και το ενεργειακό. Συνεπώς, τα κριτήρια της αποκέντρωσης της παραγωγής, του δημοκρατικού σχεδιασμού - έλεγχου (κοινωνίας και εργαζομένων) και προσδιορισμού των κοινωνικών ενεργειακών αναγκών καθώς επίσης και της προώθησης των αντίστοιχων κοινωνικών και τεχνολογικών μορφών, διαλεκτικά συνδέονται με τη μεταβατική κατεύθυνση μετασχηματισμού προς μια «οικονομία των αναγκών».

  5. Προώθηση, κατά προτεραιότητα, της τοπικής παραγωγής, σύνδεσης του τόπου παραγωγής με αυτόν της κατανάλωσης.

Ο ρόλος της ενέργειας σε ένα αντιδιαμετρικά αντίθετο υπόδειγμα

Βάσει των έξι παραμέτρων που προαναφέρθηκαν και συνυπολογίζοντας ότι:

α) η ενεργειακή παραγωγή αποτελεί μια ιδιαίτερα «βαριά» δραστηριότητα (στο σύνολό της), με εξαιρετικά δυσμενείς περιβαλλοντικές (τοπικές και υπερτοπικές) επιπτώσεις, με μακροχρόνιες και συχνά μη αντιστρεπτές μεταβολές του φυσικού περιβάλλοντος που επηρεάζουν τόσο τις παραγωγικές δυνατότητες όσο και τις συνθήκες διαβίωσης των επερχόμενων γενεών,

β) βρισκόμαστε σε μια μεσογειακή χώρα, με έντονο το νησιωτικό στοιχείο, με ιδιαίτερα γεωμορφολογικά χαρακτηριστικά, ποικιλομορφία οικοσυστημάτων και ταυτόχρονα με σημαντικά στοιχεία παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομίας,

γ) βρισκόμαστε στη χώρα «πειραματόζωο» της κρίσης, αλλά ταυτόχρονα χώρα με συσσωρευμένες υποδομές, αναπτυγμένο παραγωγικό, επιστημονικό και τεχνολογικό δυναμικό (και του αργούντος δυναμικού) και σημαντική εξειδίκευση των εργαζόμενων, άρα με σημαντικές παραγωγικές δυνατότητες.

Στο πλαίσιο μιας «Κυβέρνησης της Αριστεράς» και μιας ταυτόχρονα ταξικής και οικολογικής ενεργειακής πολιτικής η ενέργεια27 αντιμετωπίζεται:

  • ως μια διαρκώς μειούμενη «εισροή» -αναγκαίος όρος- της κοινωνικής παραγωγής και αναπαραγωγής για την κάλυψη των συλλογικών κοινωνικών αναγκών,

  • στον αντίποδα της κεφαλαιοκρατικής αντίληψης που την αντιμετωπίζει ως μια μεγιστοποιούμενη «εκροή» ενός κεντρικότατου κλάδου, «αιμοδότη» της καπιταλιστικής συσσώρευσης – στην κατεύθυνση διαρκούς μεγέθυνσης - και ταυτόχρονα εμπορεύματος τόσο στην εσωτερική αγορά, όσο και προς εξαγωγή, για την παραγωγή κερδών, καθώς επίσης και ως μέσου γεωπολιτικής ισχύος στον διεθνή ανταγωνισμό, με τις αντίστοιχες συνέπειες, κινδύνους και συνεπαγωγές.

Περιγραφή κεντρικών παραμέτρων της παρούσας κατάστασης.

  1. Υπερκείμενο στοιχείο που καθορίζει την παρούσα κατάσταση και στον ενεργειακό τομέα για τις νεοφιλελεύθερες (ν/φ) και σήμερα μνημονιακές δυνάμεις, είναι η ταχύτατη προώθηση όλων των αντιδραστικών μέτρων και αναδιαρθρώσεων υπό το σύνθημα: «η κρίση ως ευκαιρία».

  2. Επιταχύνονται ν/φ πολιτικές «απελευθέρωσης της αγοράς ενέργειας» και ιδιωτικοποίησης της παραγωγής, της προμήθειας, των δικτύων μεταφοράς και διανομής, με την είσοδο ιδιωτών και κατατεμαχισμό του τομέα - κρατικές επιχειρήσεις (ΔΕΚΟ) - για την ταχύτατη, πλήρη, εκποίησή του, (ΔΕΠΑ, ΔΕΣΦΑ, ΕΛΠΕ, ΑΔΜΗΕ, ΔΕΗ)28. Στόχο αποτελεί η προσαρμογή στο ν/φ Ενιαίο Μοντέλο Ευρωπαϊκής Αγοράς.

  3. Η εισαγωγή των ιδιωτών απαίτησε την προώθηση χαριστικών ρυθμίσεων και διατάξεων, ποικίλες μορφές επιδότησης από το κράτος και ραγδαία αύξηση των τιμών (αύξηση μέσης τιμής του ηλεκτρικού ρεύματος πάνω από 85% μεταξύ 2001-2012) ώστε να εξασφαλιστεί η απαραίτητη κερδοφορία. Σε αυτό το πλαίσιο εντάσσονται και μηχανισμοί όπως το σύστημα υψηλότατων εγγυημένων τιμών πώλησης (Feed in Tariff) για τις Α.Π.Ε, ο Μ.Α.Μ.Κ για το φ/α, τα Α.Δ.Ι κ.α.

  4. Η προώθηση των Α.Π.Ε όπως εφαρμόστηκε στο ν/φ πλαίσιο της αγοράς, της «πράσινης ανάπτυξης» και ενός «eldorado» «πράσινης» επιχειρηματικότητας με χαρακτηριστικά υφαρπαγής γης, «εξωτερίκευσε» μεγάλο οικονομικό και περιβαλλοντικό κόστος στην κοινωνία και ιδιαίτερα στις τοπικές κοινωνίες. Ενδεικτικά: α) χωροθέτηση υπεράνω χωροταξικών ρυθμίσεων με άρση της περιβαλλοντικής προστασίας ν.3851/2010, β) προώθηση ιδιωτικών επενδύσεων διατάξεων βιομηχανικής κλίμακας Β.ΑΠΕ – με τα αντίστοιχα συνοδευτικά έργα - με διαδικασίες fast track, γ) προώθηση φαραωνικών project μη συμβατών με τη φέρουσα ικανότητα των τοπικών οικοσυστημάτων και τις ανάγκες των τοπικών κοινωνιών, δ) έλεγχος της τεχνολογίας από μεγάλες πολυεθνικές με τυποποίηση ανταγωνιστικών μονάδων τεραστίου μεγέθους, δ) σημαντικές αλλαγές στις χρήσεις γης κ.λ.π. Αποτέλεσμα η ανάδυση σημαντικών αντιστάσεων, απέναντι σε αυτή τη μορφή διείσδυσης, από τις τοπικές κοινωνίες με την ανάπτυξη σημαντικών κινημάτων π.χ Κρήτη, Λακωνία, Στερεά, Εύβοια, Β. Αιγαίο κ.λ.π.

  5. Η προώθηση τα τελευταία χρόνια μεγάλων ιδιωτικών μονάδων φυσικού αερίου έγινε χωρίς κανέναν σχεδιασμό της αναγκαιότητάς τους και της ένταξής τους στο ενεργειακό μίγμα και σύστημα, με κύριο στόχο την αποκόμιση κερδών και αποτέλεσμα τη μεγάλη οικονομική επιβάρυνση του συστήματος.

  6. Ο κλάδος των πετρελαιοειδών που αποτελεί περίπου το 66% της συνολικής τελικής κατανάλωσης ενέργειας, ελέγχεται στον τομέα της διύλισης από δύο εταιρείας (ΕΛΠΕ και ΜΟΤΟΡ ΟΙΛ) και από μικρό αριθμό εταιριών στην προμήθεια. Κυριαρχούν φαινόμενα κερδοσκοπίας, εναρμονισμένων πρακτικών, νοθείας, λαθρεμπορίας καυσίμων και ναυτιλιακού πετρελαίου ειδικά. Ταυτόχρονα, η όλη διαδικασία τόσο της ιδιωτικοποίησης όσο και της λειτουργίας του κλάδου ελέγχεται για σκάνδαλα μεγάλης έκτασης που έχουν δει το φως της δημοσιότητας.

  7. Σήμερα o τομέας της ηλεκτρικής ενέργειας χαρακτηρίζεται από υπερεπάρκεια εγκατεστημένης ισχύος που υπερβαίνει τα 17.000 MW, με τη μέση ζήτηση να μην ξεπερνά τα 7.000MW και την αιχμή τα 10.000 MW. Ο ν/φ σχεδιασμός «απελευθέρωσης της αγοράς ενέργειας» προσκρούει στην ανατροπή των προβλέψεων αύξησης της ζήτησης, στην ακραία λιτότητα, στην αύξηση του κόστους εξυπηρέτησης δανεισμού -συνολικά του κόστους κεφαλαίου- και στην έλλειψη ρευστότητας (συνέπειες κρίσης και εφαρμοζόμενων πολιτικών). Οι μεταβατικοί μηχανισμοί τιμολόγησης για την εξασφάλιση της κερδοφόρας αγοράς απειλούνται με «κατάρρευση». Τα διαρκή μέτρα μετακύλισης του κόστους στην κοινωνία- π.χ. αύξησης τιμολογίων (ιδιαίτερα των οικιακών χρεώσεων) ή/και η «εσωτερίκευσή» του στις εναπομείνασες δημόσιες επιχειρήσεις (π.χ. μέσω διαγραφής χρεών προς τη ΔΕΗ), με καταλυτικό τον ρόλο της ΡΑΕ), ή/και μέσω οριζόντιων εισπρακτικών μέτρων στις ΑΠΕ με εκκαθάριση της αγοράς υπέρ των μεγάλων ομίλων, δεν είναι ικανά να ανακόψουν τον συνεχή σχηματισμό ταμειακών ελλειμμάτων (π.χ. ΛΑΓΗΕ), τη συσσώρευση χρεών σε όλες τις κατηγορίες και τελικά τη συνολική απειλή κατάρρευσης των μηχανισμών χρηματοδότησης της αγοράς. Ταυτόχρονα, ο ανταγωνισμός μεταξύ μεγάλων ομίλων, αλλά και ομάδων συμφερόντων (ιδιώτες παραγωγοί φ/α) εντείνεται.

  8. Μικροί παραγωγοί ΑΠΕ (σε αυτούς περιλαμβάνονται και οι μικροί και μεσαίοι αγρότες) ωθήθηκαν στην επένδυση στο προβαλλόμενο ως «χρυσορυχείο» των ΑΠΕ και ιδιαίτερα των φωτοβολταϊκών φ/β, με αποτέλεσμα σήμερα να μην μπορούν να ανταπεξέλθουν στις δανειακές τους υποχρεώσεις, να αντιμετωπίζουν το φάσμα της χρεοκοπίας και να απειλούνται με ξεπούλημα ή κατασχέσεις των επενδύσεών τους, ή ακόμα και υποθηκευμένων περιουσιακών τους στοιχείων, έχοντας ταυτόχρονα διακόψει προηγούμενες παραγωγικές τους δραστηριότητες.

  9. Η ραγδαία μείωση των εισοδημάτων και η εξίσωση του Ειδικού Φόρου Κατανάλωσης ΕΦΚ πετρελαίου θέρμανσης και κίνησης έχει προκαλέσει την κατακόρυφη πτώση της κατανάλωσης πετρελαίου θέρμανσης (44,1% το 2012, 68,7% το πεντάμηνο 10/2012 – 2/2013) και όχι μόνο, μειώνοντας τα δημόσια έσοδα.

  10. Εκρηκτική αύξηση της ενεργειακής φτώχειας, μέχρι ολικής απουσίας πρόσβασης για σημαντικό τμήμα των πιο φτωχών στρωμάτων, λόγω της συνδυασμένης ακραίας πολιτικής λιτότητας –μείωσης του διαθέσιμου εισοδήματος – και εκτίναξης των τιμών στην ενέργεια. Το φαινόμενο αύξησης της ενεργειακής φτώχειας δεν αποτελεί εγχώρια εξαίρεση αλλά εξαπλώνεται σήμερα στους εργαζομένους και στα φτωχά λαϊκά στρώματα σε πολλές χώρες της Ε.Ε. Η ενεργειακή φτώχεια προκαλεί ραγδαία υποβάθμιση των συνθηκών διαβίωσης και της ποιότητας ζωής, με ιδιαίτερα σοβαρές επιπτώσεις στην υγεία, απειλώντας ακόμα και τη ζωή ευπαθών ομάδων του πληθυσμού. Ταυτόχρονα, ευθύνεται για την οξεία εμφάνιση του φαινομένου της αιθαλομίχλης σε πλήθος μεγάλων αστικών κέντρων τα δύο τελευταία χρόνια.

  11. Ρυπογόνο ενεργειακό μίγμα, υψηλές εκπομπές GHGs, κυριαρχία των ορυκτών καυσίμων στο ενεργειακό ισοζύγιο και ιδιαίτερα των πετρελαιοειδών, εφόσον τα τελευταία κυριαρχούν στις μεταφορές ενώ χρησιμοποιούνται ως κύριο καύσιμο στα μη διασυνδεδεμένα νησιά.

  12. Μεγάλη συγκέντρωση της παραγωγής σε μεγάλα ενεργειακά κέντρα (π.χ. Πτολεμαΐδα, Μεγαλόπολη, Θριάσιο) με καταστροφικές συνέπειες για τις περιοχές.

  13. Προωθούνται «μεγαλοϊδεατικά» σχέδια στο πλαίσιο του στόχου «Ελλάδα ενεργειακός κόμβος». Αφορούν σε «φαραωνικά» έργα Β.ΑΠΕ με αντίστοιχα έργα διασύνδεσης, διηπειρωτικούς αγωγούς μεταφοράς (π.χ. ΤΑΡ), σχέδια για εξαγωγές ενέργειας και ανάδυση της προπαγάνδας του «εξορυκτισμού». Συνέπεια των παραπάνω, που ωφελούν σχεδόν αποκλειστικά μεγάλους διεθνείς και εγχώριους ενεργειακούς ομίλους, εκτός από τις πολύ αρνητικές οικονομικές, κοινωνικές και περιβαλλοντικές συνέπειές τους, είναι ότι αυξάνουν την ένταση στην περιοχή, τοποθετώντας τη στο επίκεντρο διεθνών ανταγωνισμών, με τις ανάλογες επικίνδυνες γεωστρατηγικές προεκτάσεις και τις καταστροφικές συνέπειες ενδεχόμενων ατυχημάτων, όπως καταδεικνύει η διεθνής εμπειρία.

  14. Τελευταίο, αλλά πρώτης προτεραιότητας ζήτημα μείζονος σημασίας, είναι η απουσία Μακροχρόνιου Στρατηγικού Ενεργειακού Σχεδιασμού.


 

Άξονες και προτεραιότητες ενεργειακής πολιτικής του ΣΥΡΙΖΑ

Λαμβάνοντας υπόψη: i) την κατάσταση βαθιάς κρίσης και αποδόμησης, ii) τις επείγουσες κοινωνικές ανάγκες, iii) την επιτακτική ανάγκη προστασίας του περιβάλλοντος και ανάσχεσης της κλιματικής αλλαγής ως απαράβατου όρου για τη διεκδίκηση του παρόντος αλλά και του μέλλοντος των κοινωνιών (κριτήριο ισχυρής διαγενεακής ισότητας και αλληλεγγύης), iv) τον ενιαίο χαρακτήρα του κοινωνικού-οικολογικού μετασχηματισμού του ενεργειακού μοντέλου και v) την κατάσταση του τομέα ενέργειας,

διαρθρώνουμε τις προγραμματικές προτάσεις μας σε τρία επίπεδα:

α) άμεσες προτεραιότητες,

β) άμεσα μέτρα και προϋποθέσεις σχεδιασμού, ριζικής αντιστροφής του ενεργειακού μοντέλου,

γ) Ανάπτυξη κεντρικών κόμβων και κατευθύνσεων και μεσοπρόθεσμη στόχευση που συνδέεται με τον στρατηγικό στόχο του κοινωνικού – οικολογικού μετασχηματισμού, σε σοσιαλιστική κατεύθυνση, οργάνωσης της κοινωνικής παραγωγής.

Άμεσες Προτεραιότητες

  1. Εξασφάλιση της επάρκειας παροχής, της ασφάλειας εφοδιασμού, μεταφοράς και λειτουργίας των συστημάτων στο σύνολο του τομέα της ενέργειας.

  2. Δραστική αντιμετώπιση της ενεργειακής φτώχειας με επαρκή, αδιατάρακτη και καθολική πρόσβαση (νοείται ως δικαίωμα) στο κοινό (δημόσιο) αγαθό της ενέργειας του συνόλου του πληθυσμού, με κλιμακούμενη δίκαιη τιμολογιακή πολιτική, χαμηλές τιμές για την ευρεία λαϊκή κατανάλωση με προτεραιότητα στους/στις ανέργους/ες και στους/στις εργαζόμενους/ες χαμηλού εισοδήματος και τις μικρές επιχειρήσεις. Η ελάχιστη ποσότητα ηλεκτρικής ενέργειας και πετρελαίου θέρμανσης που ανταποκρίνεται στα κριτήρια αξιοπρεπούς διαβίωσης θα πρέπει να είναι καθολικά αναγνωρισμένη - να εξασφαλίζεται- για όλους/ες.

  3. Υιοθέτηση πολιτικής σταδιακής απεξάρτησης από τα ορυκτά καύσιμα και καθαρών μειώσεων των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου σύμφωνα με τις επιταγές του IPCC, για την ανάσχεση της κλιματικής αλλαγής. Υιοθέτηση του στόχου μείωσης κατά 95% έως το 2050 και μετάβαση σε οικονομία «μηδενικών εκπομπών άνθρακα».

  4. Περιγραφή και ποσοτικοποίηση των στόχων για την εξοικονόμηση ενέργειας, την αύξηση της ενεργειακής απόδοσης και τη σχεδιασμένη διείσδυση των Α.Π.Ε.

  5. Άμεση ανακοπή όλων των προωθούμενων σχεδίων ενεργειακών εγκαταστάσεων και παρεμβάσεων που υποβαθμίζουν το περιβάλλον, με προτεραιότητα στα έργα fast track, στις επεμβάσεις σε δάση, σε υγροτόπους και συνολικά σε ευαίσθητα οικοσυστήματα.

  6. Αξιοποίηση της διείσδυσης του φ/α, κατά προτεραιότητα, στην απευθείας κατανάλωσή του ιδιαίτερα στον οικιακό τομέα, στη βιοτεχνία και στη βιομηχανία αντί της προώθησής του για παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας29. Αξιοποίηση της απόβλητης θερμότητας των θερμοηλεκτρικών σταθμών για τηλεθέρμανση-τηλεψύξη κοντινών οικισμών και πόλεων και για παραγωγικούς σκοπούς (θερμοκήπια, ξηραντήρια,κ.ά.)

  7. Άμεση ανάκληση του μνημονιακού μέτρου εξίσωσης του ΕΦΚ. Επείγοντα δραστικά μέτρα για την πάταξη της νοθείας στα καύσιμα, του λαθρεμπορίου καυσίμων και ειδικά στο ναυτιλιακό πετρέλαιο.

  8. Τα αποθέματα ασφαλείας 90 ημερών θα διατηρούνται εντός της χώρας και όχι στο εξωτερικό.

  9. Ταχεία αντιστροφή των ν/φ πολιτικών «απελευθέρωσης της αγοράς ενέργειας» και ιδιωτικοποιήσεων που κυριάρχησαν τις προηγούμενες δεκαετίες – στην Ελλάδα από το 1999 - με την εμπορευματοποίηση της ενέργειας και την ιδιωτικοποίηση του κλάδου. Φυσικά η κατεύθυνση αυτή συνεπάγεται ρήξεις με τις ν/φ πολιτικές οι οποίες προωθήθηκαν τις προηγούμενες δεκαετίες στην Ε.Ε. Επισημαίνουμε όμως, ότι ήδη παρουσιάζονται αντιστάσεις, ρήγματα και αντίστροφες κατευθύνσεις. Η στροφή σε κριτήρια κοινωνικής – περιβαλλοντικής ρύθμισης και ο πρωταγωνιστικός ρόλος του δημοσίου, εξοικονομεί πόρους στο εσωτερικό του ίδιου του κλάδου.

Εκ διαμέτρου αντίθετα κριτήρια για εκ διαμέτρου αντίθετες προτεραιότητες και ανάγκες

Ο κομβικός ρόλος της ενέργειας στην οργάνωση της κοινωνικής παραγωγής, στην κάλυψη των κοινωνικών αναγκών, αλλά και στην προστασία του περιβάλλοντος και την ανάσχεση της κλιματικής αλλαγής επιτάσσει την ταχεία μετάβαση σε καθεστώς δημόσιου-κοινωνικού αγαθού. Ιδιαίτερα στην παρούσα κατάσταση της κρίσης δεν μπορεί να κατευθύνεται το εισόδημα της κοινωνικής πλειοψηφίας (που εξαθλιώνεται), αλλά και δημόσιοι πόροι, στην εξασφάλιση της κερδοφορίας μεγάλων ιδιωτικών ομίλων και στην επανεκκίνηση της συσσώρευσης, με την κοινωνική πλειοψηφία να πένεται και το περιβάλλον να λεηλατείται. Δεν μπορεί να συνεχιστεί η εκμετάλλευση ανθρώπου και φύσης με την εγκαθίδρυση καταστάσεων όπως η παρούσα, όπου η ενεργειακή υπερεπάρκεια συνδυάζεται με εκτεταμένη ενεργειακή φτώχεια –πέραν των άλλων συνεπειών της –.

Συνεπώς, τα κριτήρια του ανταγωνισμού, του ιδιωτικού, του κέρδους, της μεγάλης κλίμακας, της συγκέντρωσης, της ανταγωνιστικότητας και της ληστρικής εκμετάλλευσης των φυσικών διαθεσίμων επιβάλλεται να αντικατασταθούν από τα κριτήρια, του δημοσίου, των κοινωνικών αναγκών, της δημοκρατίας, της αποκέντρωσης, της κατάλληλης (κοινωνικά, περιβαλλοντικά και οικονομικά) κλίμακας, της αλληλεγγύης, της συνεργατικότητας και της οικολογικής ισορροπίας.

Η ενεργειακή πολιτική που προτείνουμε, στο σύνολο της, με αποτίμηση του κόστους σε όρους συνολικού κοινωνικού κόστους είναι μια πολιτική μείωσης του κόστους της ενέργειας στην κοινωνική παραγωγή, δεδομένης της παρούσας κατάστασης. Στις σημερινές συνθήκες οικονομικής-οικολογικής κρίσης και επιτακτικής ανάγκης ριζικού κοινωνικού-οικολογικού μετασχηματισμού του ενεργειακού τομέα απαιτείται η αποδέσμευση του τομέα της ενέργειας από το κέρδος. Οι απαραίτητες επενδύσεις που απαιτούνται (π.χ. διείσδυση των Α.Π.Ε., υποδομές, μέτρα εξοικονόμησης, ενεργειακής απόδοσης) των οποίων προτείνουμε την σχεδιασμένη επιτάχυνση, όταν διενεργηθούν στο πλαίσιο «κοινωνικής-περιβαλλοντικής ρύθμισης» έναντι ανταγωνιστικής αγοράς, με πυλώνες το δημόσιο και την κοινωνική οικονομία, έχουν αυξημένο πολλαπλασιαστικό αποτέλεσμα στο συνολικό κοινωνικό εισόδημα, δημιουργώντας μισθιακά εισοδήματα, θέσεις εργασίας κ.λ.π. (στον ίδιο τον κλάδο, αλλά και σε σημαντικές παραγωγικές δραστηριότητες που συνδέονται με αυτόν), εφόσον δεν προορίζονται για την παραγωγή και συσσώρευση κερδών (σε «λίγα χέρια»), αντίθετα διαχέονται, επανεπενδύονται και καταναλώνονται για την κάλυψη των κοινωνικών αναγκών.

Άμεσα μέτρα και προϋποθέσεις σχεδιασμού ριζικής αντιστροφής του ενεργειακού μοντέλου στην κατεύθυνση κοινωνικού – οικολογικού μετασχηματισμού του.

  1. Κατάργηση όλου του πλέγματος των καταστροφικών μνημονιακών νόμων που σχετίζονται με την ενέργεια και το περιβάλλον.

  2. Ταχεία ακύρωση των επιχειρούμενων ιδιωτικοποιήσεων και ανάληψη πρωτοβουλιών για την ανάκτηση πλήρους δημόσιας ιδιοκτησίας των στρατηγικής σημασίας επιχειρήσεων – πυλώνων του κλάδου της ενέργειας [ΔΕΗ (ΑΔΜΗΕ, ΔΕΔΔΗΕ), ΕΛΠΕ, ΔΕΠΑ, ΔΕΣΦΑ, ΕΠΑ], αποτελεί αναγκαία συνθήκη.

  3. Ταχεία εκπόνηση ενός πλέγματος μέτρων και κανόνων προστασίας και του αντίστοιχου θεσμικού-νομοθετικού πλαισίου, επαναφοράς, επέκτασης και ισχυροποίησης της περιβαλλοντικής προστασίας και ειδικότερα της προστασίας των πολύτιμων φυσικών διαθεσίμων: δασικά οικοσυστήματα, νερό, βιοποικιλότητα, υγρότοποι, ευαίσθητα οικοσυστήματα, γόνιμη γη, συνυπολογίζοντας της αλλοίωση της αισθητικής του τοπίου, αλλά και τις τοπικές χρήσεις γης που συνδέονται με τις αντίστοιχες παραγωγικές δραστηριότητες.

  4. Έναρξη διαδικασιών κατάρτισης ολοκληρωμένου και δημοκρατικού Μακροχρόνιου Στρατηγικού Ενεργειακού Σχεδιασμού.

  5. Σε συμφωνία και συνέργεια με τα δύο προηγούμενα (3 και 4) απαιτείται χωροταξικός σχεδιασμός για την ενέργεια και ιδιαίτερα νέες χωροταξικές ρυθμίσεις για τις Α.Π.Ε, συμβατές με τα τοπικά χαρακτηριστικά και τις ιδιαιτερότητες των οικοσυστημάτων, την κλίμακα του τοπίου και τις τοπικές ανάγκες, συναρθρώνοντας το εθνικό με το περιφερειακό και το τοπικό επίπεδο (και αντίστροφα) στο πλαίσιο της ανάγκης ενιαίου σχεδιασμού σε εθνική κλίμακα.

  6. Ανατροπή εκ βάθρων του ρυθμιστικού πλαισίου της χονδρεμπορικής και λιανικής αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας, των μηχανισμών τιμολόγησης και των χρεώσεων, των επιδοτήσεων, των ποικίλων προνομιακών ρυθμίσεων και ευρύτερα του καθεστώτος λειτουργίας (θεσμικό πλαίσιο) των ιδιωτών παραγωγών. Βάσει των κριτηρίων που περιγράψαμε στην κατεύθυνση της ενέργειας κοινωνικού- δημοσίου αγαθού και του κοινωνικού- οικολογικού μετασχηματισμού του ενεργειακού τομέα, το μέτρο αυτό, σε συνδυασμό με την ανάκτηση πλήρους δημόσιας ιδιοκτησίας των επιχειρήσεων πυλώνων του κλάδου, είναι αποφασιστικής σημασίας για την αντιστροφή του συνόλου της ν/φ αναδιάρθρωσης και τη μετάβαση σε έναν δημόσιο και κοινωνικοποιημένο τομέα. [Ο συνδυασμός στροφής σε κριτήρια κοινωνικής–περιβαλλοντικής ρύθμισης έναντι ανταγωνιστικής ρύθμισης και του πρωταγωνιστικού ρόλου του δημοσίου θα εκμηδενίσει (δεδομένης της παρούσας κατάστασης) τα περιθώρια κερδοφορίας, οδηγώντας στην έξοδο τους μεγάλους ιδιωτικούς ομίλους. Ταυτόχρονα θα εξοικονομηθούν πόροι στο εσωτερικό του ίδιου του κλάδου, για τον μετασχηματισμό του και για την κοινωνική ενεργειακή πολιτική, έναντι της εξασφάλισης κερδοφορίας].

Κρίσιμο είναι να σημειώσουμε ότι, ιδιαίτερη μέριμνα και ειδική ρύθμιση θα πρέπει να υπάρξει για τους μικρούς και πολύ μικρούς παραγωγούς των ΑΠΕ και τους αγρότες που ωθήθηκαν σε αυτές τα προηγούμενα χρόνια, επενδύοντας τις αποταμιεύσεις τους, (π.χ. από εισοδήματα από μισθούς ή γεωργικά εισοδήματα), υποθηκεύοντας ατομικά τους περιουσιακά στοιχεία, αναλαμβάνοντας και τις αντίστοιχες δανειακές υποχρεώσεις. Σε αυτές τις περιπτώσεις πρέπει να διασφαλίσουμε ότι οι κατηγορίες αυτές μικρο-επενδυτών δεν θα υποστούν οικονομική καταστροφή, από την οποία σήμερα απειλούνται, αλλά θα υπάρξει ρύθμιση για τη δίκαιη διευθέτησή του προβλήματος. Ταυτόχρονα, όμως, σε καμιά περίπτωση δεν μπορούν να εξασφαλίζονται υψηλές αποδόσεις κεφαλαίου, τις οποίες θα επωμίζεται το κοινωνικό σύνολο. Το θέμα αυτό χρήζει ειδικής επεξεργασίας, κατηγοριοποιήσεων, διαβάθμισης κ.λ.π. και οπωσδήποτε εμπλέκει την αγροτική πολιτική και την πολιτική για τον τραπεζικό τομέα.

  1. Προώθηση, με στόχους και χρονοδιαγράμματα υλοποίησης, μέτρων ταχείας αλλά σχεδιασμένης διείσδυσης των ΑΠΕ (όχι συμπληρωματικά αλλά με ρόλο υποκατάστασης των ορυκτών καυσίμων), δραστικής εξοικονόμησης ενέργειας και αύξησης της ενεργειακής απόδοσης με εξειδίκευση ανά χωρική ενότητα, τομέα και τεχνική-τεχνολογική μορφή. Στόχος η ριζική διαφοροποίηση του ενεργειακού μίγματος, αλλά και συνολικά του ενεργειακού μοντέλου. [Τα τρία αυτά στοιχεία είναι κεντρικά και αναλύονται περαιτέρω στη συνέχεια.]

  2. Τέλος, διαμόρφωση θεσμικού πλαισίου, δέσμης κινήτρων και μέτρων, για την προώθηση της κοινωνικής παραγωγής όλων των μορφών, με έμφαση στην αποκέντρωση της παραγωγής και της σύνδεσης του τόπου παραγωγής με τον τόπο κατανάλωσης.

Ανάπτυξη κεντρικών κόμβων και κατευθύνσεων (και άμεσων) του νέου υποδείγματος - μεσοπρόθεσμες στοχεύσεις και μετασχηματισμοί

Μακροχρόνιος Στρατηγικός Ενεργειακός Σχεδιασμός

Ο απαραίτητος ολοκληρωμένος, δημόσιος και δημοκρατικός Μακροχρόνιος Στρατηγικός Ενεργειακός Σχεδιασμός θέτει τις βάσεις του ενεργειακού μοντέλου σε μέσο-μακροπρόθεσμο επίπεδο. Συγκροτείται σε τέσσερεις βασικές αλληλένδετες λειτουργίες:

α) απάντηση στα θεμελιώδη ερωτήματα: i) των «υποκειμένων» που σχεδιάζουν, παράγουν, διαχειρίζονται, ελέγχουν, καταναλώνουν, ii) του καθορισμού των κριτηρίων και των μεθόδων αξιολόγησης, iii) του προσδιορισμού των ενεργειακών κοινωνικών αναγκών και της ποσότητας της ενέργειας που απαιτείται, iii) του τρόπου που αυτή θα παράγεται, iv) των επιλεγόμενων μέσων, v) του συνολικού κόστους σε όρους κοινωνικού κόστους και vi) της δυναμικής εξέλιξης στο χρόνο.

β) πλατιά δημοκρατική διαδικασία εκπόνησής του που καθορίζεται από το σύνολο των υποκειμένων που συμμετέχουν στο σχεδιασμό και την υλοποίησή του. Συγκεκριμένα, προϋποθέτει ίδρυση δημόσιου φορέα που αναλαμβάνει το συντονισμό υλοποίησης του. Παίρνουν μέρος: δημόσιες επιχειρήσεις ενέργειας, επιστημονικοί – τεχνικοί – κοινωνικοί φορείς (π.χ. δημόσια πανεπιστήμια, ΚΑΠΕ, ΤΕΕ. ΙΓΜΕ κ.λ.π), συνδικαλιστικοί φορείς των εργαζομένων που σχετίζονται με τον τομέα, τοπική αυτοδιοίκηση (ΟΤΑ) α΄ και β΄ βαθμού, συνεταιριστικά/συνεργατικά σχήματα, ευρύτερα κοινωνικές οργανώσεις και τοπικά κινήματα για την ενέργεια.

γ) τεκμηρίωση, σχεδιασμός, πρόβλεψη και εξέλιξη στο χρόνο βασικών μεγεθών του ενεργειακού τομέα: i) της συνολικής παραγωγής και κατανάλωσης ανά τομέα, ii) της εξέλιξης και διαφοροποίησης του ενεργειακού μίγματος, iii) των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου, iv) του συνολικού κόστους, v) του προσδιορισμού των πηγών, vi) του βαθμού και των τομέων εξοικονόμησης, vii) της αύξησης της ενεργειακής απόδοσης, viii) της εισαγωγής νέων τεχνολογιών, ix) του βαθμού αποκέντρωσης της παραγωγής, x) του ύψους και της διάρθρωσης των απαιτούμενων επενδύσεων, xi) των χαρακτηριστικών των δικτύων, xii) της πρόβλεψης και εκτίμησης των περιφερειακών και διεθνών τάσεων και εξελίξεων στην ενέργεια κ.α. Τα στοιχεία αυτά προφανώς απαιτούν κατάλληλη και σε βάθος επιστημονική και τεχνική επεξεργασία, συνιστώντας όρο της κατάρτισης αξιόπιστου ενεργειακού σχεδιασμού, αλλά έπονται (αξιολογικά) των πολιτικών και κοινωνικών προϋποθέσεων και κριτηρίων που προηγούνται.

δ) διαδραστική διάρθρωση και σύνδεση των επιπέδων με επίκεντρο το εθνικό – διεθνές, ευρωπαϊκό, περιφερειακό – και αντίστοιχα περιφερειακό και δημοτικό/τοπικό. Η λειτουργία αυτή είναι μεγάλης σημασίας καθώς συνδέεται με την συνολική διαδικασία αποκέντρωσης της παραγωγής, σύνδεσης του τόπου παραγωγής με τον τόπο κατανάλωσης, αλλά και της αποκατάστασης της οικολογικής ισορροπίας. Καθορίζει τα παραγωγικά χαρακτηριστικά σε κάθε περιφέρεια, αλλά και σε μικρότερες χωρικές ενότητες (π.χ. δήμο) ανάλογα με τα ιδιαίτερα περιβαλλοντικά, κοινωνικά και παραγωγικά χαρακτηριστικά τους (π.χ. ενεργειακό δυναμικό) και ανάγκες (αξιολογεί, αξιοποιεί και προστατεύει) συναρθρώνοντας τα σε ένα ενιαίο, συνεκτικό εθνικό σχεδιασμό, παραγωγής, διαχείρισης, μεταφοράς και διανομής της ενέργειας, με κατάλληλα διαφοροποιημένες μορφές. Σε αυτό το πλαίσιο μπορεί να ενταχθεί και ένα πρόγραμμα προσέλκυσης εργαζομένων και ανέργων από τα αστικά κέντρα προς την περιφέρεια, ενίσχυσης του παραγωγικού ιστού στην ύπαιθρο γενικά και ειδικά στις ορεινές περιοχές και τα νησιά. Τέλος, προβλέπει και σχεδιάζει τις απαραίτητες διασυνδέσεις των δικτύων μεταφοράς με γειτονικές χώρες, με αμοιβαία επωφελείς συμφωνίες ανταλλαγής, στο πλαίσιο της ισότιμης και αλληλέγγυας οικονομικής συνεργασίας που συμβάλλει στην ευστάθεια και ασφάλεια του συστήματος.

Το στοιχείο που διατρέχει την αντίληψή μας για τον ενεργειακό σχεδιασμό είναι ότι δεν πρόκειται για μια κλειστή άσκηση «ειδικών», σε κεντρικό επίπεδο, που δίνει ένα και μοναδικό αποτέλεσμα, αλλά μια δυναμική διαδικασία, η οποία ανατροφοδοτείται, περιλαμβάνει την ανάδραση και τον επανασχεδιασμό, ενσωματώνοντας διαφορετικά ενδεχόμενα και σενάρια. Μια διεργασία που εμπλέκει την κοινωνία, ενεργοποιώντας πλήθος κοινωνικών δυνάμεων.

Ρόλος και λειτουργία του δημόσιου τομέα

  • Η πλήρης ανάκτηση της κρατικής μορφής ιδιοκτησίας των στρατηγικών ενεργειακών επιχειρήσεων αποτελεί αναγκαία αλλά όχι ικανή συνθήκη. Στη δική μας αντίληψη η κατεύθυνση αυτή διαρθρώνεται σε τρία επίπεδα: α) κρατική μορφή ιδιοκτησίας των επιχειρήσεων, β) μετατροπή τους σε δημόσιες επιχειρήσεις, λειτουργία όχι με ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια, αλλά με κριτήρια δημοσίου συμφέροντος και συγκεκριμένα κοινωνικών και περιβαλλοντικών αναγκών και γ) κοινωνικοποίησης τους, που μεταφράζεται σε έλεγχο από την κοινωνία και τους εργαζόμενους, με προώθηση της αποκέντρωσης και διάχυσης –κοινωνικοποίησης – της παραγωγής. Δημιουργία δηλαδή των προϋποθέσεων ανάπτυξης της κοινωνικής οικονομίας, χωρίς βέβαια την αναπαραγωγή σχημάτων, μορφών και λειτουργιών του ιδιωτικού κεφαλαίου.

  • Εκτός από την απόρριψη της ιδιωτικοοικονομικής λειτουργίας, ο δημόσιος χαρακτήρας δε μπορεί να αναπαράγει τη μέχρι σήμερα λειτουργία των ΔΕΚΟ, με τα χαρακτηριστικά της διοίκησης και τις παθογένειες διαφθοράς, αδιαφάνειας, πελατειακών σχέσεων, εξυπηρέτησης ιδιωτικών συμφερόντων και συνολικά κομματικής-κυβερνητικής εκμετάλλευσης που παρατηρούνται. Στον αντίποδα, η επιχειρησιακή και κοινωνική αποτελεσματικότητα για την βέλτιστη αξιοποίηση των δημόσιων πόρων θα στηρίζεται στην πλήρη διαφάνεια και στη δημοκρατική λειτουργία της δημόσιας διοίκησης με έλεγχο της κοινωνίας, των εργαζομένων και του κοινοβουλίου. Στην κατεύθυνση αυτή η «Κυβέρνηση της Αριστεράς» θα θεσπίσει το απαραίτητο θεσμικό πλαίσιο. Η μεταρρύθμιση αυτή στοχεύει επιπλέον και στην κινητοποίηση του επιστημονικού, τεχνικού και του συνολικού εργατικού δυναμικού του δημοσίου, με την απελευθέρωση των δημιουργικών του δυνάμεων και ικανοτήτων, σε ένα περιβάλλον ανάληψης συλλογικών πρωτοβουλιών και ευθύνης.

  • Ο ρόλος των δημόσιων επιχειρήσεων είναι κομβικός στην όλη διαδικασία ριζικού κοινωνικού- οικολογικού μετασχηματισμού του ενεργειακού μοντέλου από την τιμολογιακή πολιτική, την εξοικονόμηση, την αύξηση της ενεργειακής αποδοτικότητας και την ταχεία διείσδυση των ΑΠΕ για την αλλαγή του ενεργειακού μίγματος, μέχρι το σχεδιασμό, τη χωροθέτηση, τις επενδύσεις στα δίκτυα, στις κατάλληλες διασυνδέσεις και υποδομές τεχνολογιών αποθήκευσης, αλλά και τη συνέργεια και υποβοήθηση - με παροχή τεχνογνωσίας και μέσων - οργάνωσης του κοινωνικού κλάδου της παραγωγής ενέργειας.

  • Ο ρόλος του δημόσιου και η προώθηση των στόχων που έχουμε θέσει δεν μπορεί να επιτευχθεί σε καθεστώς «ελεύθερου ανταγωνισμού», καθώς σε αυτή την περίπτωση θα είχαμε έναν κρατικό πυλώνα εντός ανταγωνιστικής αγοράς, υποχρεούμενο να λειτουργήσει με ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια, με άμεση συνέπεια την αδυναμία εξυπηρέτησης των κοινωνικών- περιβαλλοντικών στόχων και συνολικά των στόχων ενεργειακού μετασχηματισμού. Ταυτόχρονα, εξ αντικειμένου θα λειτουργούσε ανταγωνιστικά και όχι συνεργατικά προς τον κοινωνικό τομέα. Συνεπώς, ο κεντρικός στόχος της αντιστροφής ολόκληρης της πορείας ιδιωτικοποίησης του κλάδου και εγκαθίδρυσης «ελεύθερης ανταγωνιστικής αγοράς», αποτελεί προϋπόθεση του συνόλου της ενεργειακής μας πολιτικής.

  • Μια 100% δημόσια, ενιαία και καθετοποιημένη ΔΕΗ, θα συμβάλλει καθοριστικά στον ενεργειακό σχεδιασμό, στην εξοικονόμηση ενέργειας, στην αποκέντρωση καθώς επίσης και στη διαδικασία σταδιακής απεξάρτησης από τα ορυκτά καύσιμα (λιγνίτη), με την προώθηση της διείσδυσης των ΑΠΕ, διασφαλίζοντας παράλληλα, την ευστάθεια του συστήματος, (ενσωματώνοντας και την κοινωνική παραγωγή), σχεδιάζοντας και εξασφαλίζοντας (υλοποίηση) τις απαραίτητες επενδύσεις σε νέες υποδομές30.

  • Τέλος με την ανάκτηση των ΕΛΠΕ, το δημόσιο θα μπορεί αποφασιστικά να παρέμβει στον κλάδο των πετρελαιοειδών για τον έλεγχο των τιμών στον τομέα της εμπορίας και την αντιστροφή της κατάστασης οξείας ρύπανσης στο Θριάσιο, με την λήψη επειγόντων μέτρων.

Εξοικονόμηση – Ενεργειακή Απόδοση

  • Στη δική μας αντίληψη η σύνδεση της εκτεταμένης εξοικονόμησης ενέργειας και της αύξησης της ενεργειακής απόδοσης εντάσσεται στο στόχο μείωσης, σε απόλυτα μεγέθη, της συνολικής παραγωγής και κατανάλωσης ενέργειας, εξυπηρετώντας συνδυασμένα τους στόχους της επάρκειας, της απεξάρτησης από τα ορυκτά καύσιμα και της ανάσχεσης της κλιματικής αλλαγής, οργανική συνιστώσα της μετάβασης σε μια «οικονομία των αναγκών». Επιπροσθέτως, η εξοικονόμηση ενέργειας και η ορθολογική της χρήση έχει και μια εκπαιδευτική-ιδεολογική λειτουργία για τη διαμόρφωση ενός νέου καταναλωτικού προτύπου. Τα μέτρα αύξησης της ενεργειακής απόδοσης αποτελούν «μέσα» για την εξοικονόμηση ενέργειας και μάλιστα σε απόλυτους και όχι σχετικούς όρους. Η λογική αυτή είναι στον αντίποδα της καπιταλιστικής αύξησης της ενεργειακής απόδοσης και εξοικονόμησης που εγγράφεται στο στόχο αύξησης των μονάδων παραγόμενου ΑΕΠ ανά μονάδα εισροής ενέργειας, για την εκθετική μεγέθυνση της οικονομίας (ιστορικά απολήγει σε διαρκώς αυξανόμενες ποσότητες παραγωγής και κατανάλωσης ενέργειας). Οι κοινωνικοί και πολιτικοί όροι, ενάντια στον παραγωγισμό και τη διαρκή μεγέθυνση, προς μια «οικονομία των αναγκών», έχουν αποφασιστική σημασία.

  • Η εξοικονόμηση ενέργειας και η αύξηση της ενεργειακής απόδοσης αποτελούν κορυφαίο στόχο της ενεργειακής μας πολιτικής καθώς συνιστούν θεμελιώδη κριτήρια για τη μείωση των εκπομπών GHGs, την απεξάρτηση από τα ορυκτά καύσιμα, τη ριζική διαφοροποίηση του ενεργειακού μίγματος, την εδραίωση της ενεργειακής επάρκειας στο πλαίσιο οικονομικής-κοινωνικής ανασυγκρότησης. Σημειώνουμε ότι η χώρα παρουσιάζει ιδιαίτερα κακές επιδόσεις στον συγκεκριμένο τομέα.

  • Οι πολιτικές για την ενεργειακή εξοικονόμηση και την αύξηση της ενεργειακή απόδοσης μπορούν γενικά να δώσουν ώθηση σε μια σειρά εγχώριων παραγωγικών δραστηριοτήτων που εκτείνονται από τον τομέα των κατασκευών και της βιομηχανίας (εγχώρια παραγωγή τεχνολογικού εξοπλισμού, υλικών κατασκευών) μέχρι τον τομέα των μελετών - σχεδιασμού που εμπλέκει το εγχώριο επιστημονικό –τεχνικό δυναμικό. Επίσης, οι πολιτικές κινήτρων συνδυάζουν πλέγμα μέτρων που σχετίζονται με την φορολογική πολιτική, την πιστωτική πολιτική (τράπεζες) και την τιμολογιακή πολιτική για την ενέργεια – κίνητρα χρηματοδότησης (επιδότηση κόστους κεφαλαίου), φορολογικές απαλλαγές, ταμείο προώθησης από διαβαθμισμένη φορολόγηση ενεργοβόρων δραστηριοτήτων και υψηλής (πολυτελούς) κατανάλωσης καθώς και αξιοποίηση ευρωπαϊκών πόρων (εάν διατίθενται).

  • Ο κορυφαίος ρόλος της εξοικονόμησης ενέργειας στην απεξάρτηση από τα ορυκτά καύσιμα και στην επίτευξη των κλιματικών στόχων σκιαγραφείται από το γεγονός ότι τα πετρελαϊκά προϊόντα που αποτελούν το 66% της τελικής κατανάλωσης ενέργειας κατευθύνονται σε μεγάλα ποσοστά στους δύο πιο ενεργοβόρους τομείς, τις μεταφορές (45%) και τον οικιακό τομέα (24%) με αθροιστική συμμετοχή στην τελική κατανάλωση ενέργειας 69%. Έκδηλο είναι επομένως το συμπέρασμα ότι απαιτούνται ριζικές παρεμβάσεις με δέσμη μέτρων εξοικονόμησης και αύξησης της ενεργειακής απόδοσης, πρωτίστως στους προαναφερθέντες δύο τομείς, ως κύριο μέσο για να μειωθεί η εξάρτηση από τα ορυκτά καύσιμα και ιδιαίτερα από τα πετρελαϊκά προϊόντα.

  • Για τον τομέα των μεταφορών-συγκοινωνιών είναι σημαντικό να αναδιαμορφωθεί εκ βάθρων το μοντέλο που κυριαρχεί σήμερα. Απαιτείται ένα πρόγραμμα ανάπτυξης πυκνών δικτύων μαζικών μέσων μεταφοράς (ΜΜΜ) και συγκοινωνιών, μέσων σταθερής τροχιάς και ιδιαίτερα ηλεκτροκίνητων, τόσο για συγκοινωνίες, αστικές ή μη, όσο και για εμπορευματικές μεταφορές. Ταυτόχρονα, απαιτείται πολιτική κινήτρων και αντικινήτρων για την ενίσχυση μέσων και τρόπων μετακίνησης χαμηλών ή μηδενικών εκπομπών και εισαγωγής νέων τεχνολογιών (π.χ. υβριδικά, ηλεκτρικά, αεριοκίνητα αυτοκίνητα). Ενίσχυση των θαλάσσιων εμπορευματικών μεταφορών. Αυτή η μεγάλη τομή που περιλαμβάνει και σημαντικά έργα υποδομής (π.χ. σιδηροτροχιές) μπορεί να συνδυαστεί με την αντίστοιχη ανάπτυξη των εγχώριων κλάδων παραγωγής που συνδέονται με τα παραπάνω, όπου είναι δυνατό ( από τις πρώτες ύλες μέχρι τα τελικά προϊόντα), ενεργοποιώντας το αργούν παραγωγικό δυναμικό.

  • Για τον οικιακό τομέα είναι γνωστό ότι το υπάρχον εγχώριο κτιριακό απόθεμα είναι από τα πλέον ενεργοβόρα της Ε.Ε. Απαιτείται ένα ευρύ πρόγραμμα ολοκληρωμένης ενεργειακής αναβάθμισης κτιρίων το οποίο θα διενεργηθεί με προτεραιότητα στα δημόσια κτίρια και χώρους (π.χ. βιοκλιματικές αναπλάσεις,). Ταυτόχρονα σημαντική είναι η προώθηση της βιοκλιματικής αρχιτεκτονικής, της εξοικονόμησης και εισαγωγής νέων τεχνολογιών στο φωτισμό δημοσίων χώρων και δρόμων. Απαραίτητη είναι και η θέσπιση πολιτικής κινήτρων και αντικινήτρων για τους ιδιώτες. Σε μια τέτοια κατεύθυνση μπορεί να υπάρξει αναζωογόνηση της εγχώριας οικονομικής δραστηριότητας στον ευρύτερο κατασκευαστικό τομέα.

  • Φυσικά τα προγράμματα εξοικονόμησης, με πολιτική κινήτρων-αντικινήτρων, πρέπει να επεκταθούν και στους υπόλοιπους τομείς της γεωργίας, της βιομηχανίας και της εμπορίας-υπηρεσιών.

  • Τέλος, στην όλη διαδικασία κεντρικό ρόλο θα παίξει η κινητοποίηση θεσμών και δημοσίων φορέων π.χ. ΟΤΑ α΄ και β΄ βαθμού, τα δημόσια πανεπιστήμια και πλήθος επιστημονικών, τεχνικών και κοινωνικών φορέων και οργανισμών. Επίσης, μπορεί να επιτευχθεί η κινητοποίηση γενικά του εγχώριου επιστημονικού, τεχνικού και εργατικού δυναμικού, με πειραματισμό νέων θεσμών και κινήτρων στην κατεύθυνση της κοινωνικής οικονομίας, με τη δημιουργία π.χ. συνεταιριστικών σχημάτων και άλλων μορφών οργάνωσης ομάδων νέων ανέργων που δεν θα αναπαράγουν την κλασική επιχειρηματική μορφή.

Α.Π.Ε

  • Η ανάπτυξη των ΑΠΕ για τη επίτευξη των συνολικών στόχων κλιματικής πολιτικής και περιβαλλοντικής προστασίας, εντός μιας αριστερής και οικολογικής ενεργειακής πολιτικής συνδέεται άρρηκτα με τα χαρακτηριστικά της ενέργειας δημόσιου -κοινωνικού αγαθού. Οι ΑΠΕ31 στα πλαίσια του ριζοσπαστικού οικολογικού σχεδίου της Αριστεράς δεν αντιμετωπίζονται, απλώς, ως μια τεχνολογική μετάβαση. Αποτελούν πυρήνα του κοινωνικού-οικολογικού ενεργειακού μετασχηματισμού και του στόχου μετάβασης σε μια «οικονομία των αναγκών» που ενσωματώνει τα στοιχεία: α) αποκέντρωσης – μαζική εγκατάσταση μικρής κλίμακας συστημάτων Α.Π.Ε. - β) δημοκρατίας στο σχεδιασμό, στην παραγωγή και στον έλεγχο [ενεργειακή δημοκρατία και {γ}] γ) διάχυσης του οικονομικού, κοινωνικού, περιβαλλοντικού οφέλους, δ) ενεργειακής αυτάρκειας, ε) εξοικονόμησης ενέργειας, στ) σύνδεσης του τόπου παραγωγής με τον τόπο κατανάλωσης (μειώνοντας την ανάγκη μακρών δικτύων μεταφοράς και συνολικά μεγάλης κλίμακας υποδομών), ζ) οικολογικής ισορροπίας, με προσαρμογή στην κλίμακα, τις ιδιομορφίες και τα τοπικά χαρακτηριστικά και ανάγκες (π.χ. οικοσυστήματα, χρήσεις γης, είδος ενεργειακού δυναμικού), η) ενεργειακής αυτάρκειας, θ) ανάπτυξης της κοινωνικής και αλληλέγγυας οικονομίας, και ι) αποφυγής τεχνολογικής εξάρτησης από μεγάλους ομίλους, με διαφοροποιημένη τεχνολογία που αναπτύσσεται και παράγεται εγχωρίως (αντίθετα π.χ. με την άντληση πετρελαίου). Τα παραπάνω χαρακτηριστικά προκύπτουν από κοινωνικές δομές, διαδικασίες και τεχνικές – τεχνολογικές μορφές που βρίσκονται στον αντίποδα των κυρίαρχων χαρακτηριστικών διείσδυσης της ν/φ πράσινης ανάπτυξης της αγοράς.

  • Η προώθηση των Α.Π.Ε διενεργείται με κριτήρια κοινωνικής-περιβαλλοντικής ρύθμισης. Το κριτήριο του κέρδους αντικαθίσταται από το κριτήριο ικανοποίησης των ενεργειακών αναγκών, είτε παραγωγικών, είτε καταναλωτικών. Πέρα από τον δημόσιο τομέα η ανάπτυξη των ΑΠΕ από αυτοπαραγωγούς (οικιακούς, γεωργούς, κτηνοτρόφους, βιοτέχνες,), συνεταιριστικά/συνεργατικά σχήματα, εταιρίες λαϊκής βάσης, ΟΤΑ, αλλά και στη γεωργία, στη βιοτεχνία και τον τουρισμό προωθείται με μια πολιτική κινήτρων για τη μαζική εγκατάσταση μικρής κλίμακας συστημάτων ΑΠΕ, που στοχεύουν στην ανάπτυξη της κοινωνικής και αποκεντρωμένης παραγωγής ενέργειας, για παραγωγική ή καταναλωτική χρήση με «καθαρή» και φθηνή ενέργεια από Α.Π.Ε. [π.χ. κίνητρα χρηματοδότησης (επιδότηση στο κόστος κεφαλαίου), απαλλαγές κ.α.] που ενισχύει και τα χαρακτηριστικά ενεργειακής αυτονομίας. [ Θέτοντας στο επίκεντρο της αρχή του κινήτρου ικανοποίησης ενεργειακών αναγκών παραγωγικών ή καταναλωτικών –είτε σε καθαρά αυτόνομα συστήματα, είτε σε συνδεδεμένα στο δίκτυο –με την αντίστοιχη πολιτική κινήτρων, εννοούμε ότι επιδοτείται η πραγματοποίηση της επένδυσης (με αντίστοιχες κατηγοριοποιήσεις και διαβαθμίσεις) για την κάλυψη συγκεκριμένων ενεργειακών αναγκών και όχι για την παραγωγή κέρδους από τη διανομή της ενέργειας στο δίκτυο.]

  • Η προώθηση των Α.Π.Ε συνεπάγεται την κινητοποίηση σε δημοκρατικές διαδικασίες σχεδιασμού, χωροθέτησης, παραγωγής και ελέγχου, ευρύτατων κοινωνικών δυνάμεων: δημόσιες επιχειρήσεις ενέργειας, επιστημονικοί – τεχνικοί – κοινωνικοί φορείς (π.χ. δημόσια πανεπιστήμια, ΚΑΠΕ, ΤΕΕ κ.λ.π), συνδικαλιστικοί φορείς των εργαζομένων που σχετίζονται με τον τομέα, τοπική αυτοδιοίκηση (ΟΤΑ) α΄ και β΄ βαθμού, τοπικά κινήματα για την ενέργεια, και ευρύτερα τοπικές κοινωνίες και τα νέα σχήματα του τομέα της κοινωνικής οικονομίας που θα αναδύονται. Η συνδυασμένη αυτή πλατιά κοινωνική δημοκρατική διαδικασία αποκαθιστά και συγκροτεί την κοινωνική στήριξη και συναίνεση στον ενεργειακό μετασχηματισμό ανάπτυξης των Α.Π.Ε., διασφαλίζοντας την εκ προοιμίου αποτροπή των φαινόμενων επέλασης των ιδιωτικών Β.ΑΠΕ χωρίς σχεδιασμό και πέρα από κάθε κοινωνικό-περιβαλλοντικό κριτήριο, με συρρίκνωση της περιβαλλοντικής νομοθεσίας, των διαδικασιών αδειοδότησης, ενάντια στις τοπικές κοινωνίες.

  • Η χωροθέτηση των Α.Π.Ε πρέπει κατά προτεραιότητα να κατευθύνεται στον δομημένο χώρο, α) αστικό περιβάλλον και κτήρια (ιδιαίτερα σχολεία, νοσοκομεία, ΑΕΙ, κ.α) σύμφωνα με σαφείς χωροτακτικούς και πολεοδομικούς κανόνες, β) στις ΒΙΠΕ, γ) κατά μήκος των οδικών αξόνων, δ) σε στρατόπεδα. Ζώνες αποκλεισμού πρέπει να αποτελούν: α) οι χαρακτηρισμένες περιοχές απολύτου προστασίας, β) οι οικότοποι προτεραιότητας του Δικτύου Natura, γ) οι βραχονησίδες, δ) όλοι οι υγρότοποι, ε) η γη υψηλής παραγωγικότητας, ζ) όλες οι βουνοκορφές πάνω από το δασοόριο, στ) διατηρητέοι οικισμοί και κτήρια . Επίσης πρέπει να προστατεύονται τα ευαίσθητα οικοσυστήματα (δασικά, λιμναία, ποτάμια) και το τοπικό περιβάλλον συνολικά λαμβάνοντας υπόψη τη φέρουσα ικανότητα του (με την έννοια της ικανότητας αφομοίωσης και ανανέωσης), τη βιοποικιλότητα, τα υδατικά διαθέσιμα, την κλίμακα και την αισθητική του τοπίου, καθώς επίσης τη γεωργική γη και τις τοπικές παραγωγικές δραστηριότητες και χρήσεις γης.

  • Η γεωργική παραγωγή είναι ένας από τους τομείς στον οποίο οι Α.Π.Ε. έχουν να παίξουν σημαντικό ρόλο. Η δική μας πρόταση δεν σχετίζεται με τον τρόπο που αναπτύχθηκαν τα αγροτικά φωτοβολταϊκά αποτελώντας χαρακτηριστική περίπτωση «φούσκας». Αντίθετα, προτεραιότητα για εμάς εκτός από την προστασία της γης υψηλής παραγωγικότητας32 και συνολικά της γόνιμης γεωργικής γης, έχει ο σχεδιασμός από κοινού με τους αγρότες μιας διαφοροποιημένης εγκατάστασης συστημάτων Α.Π.Ε. Πέρα από την μεμονωμένη αυτοπαραγωγή θα μπορούσαν να δημιουργηθούν συνεταιριστικά σχήματα από ομάδες αγροτών αξιοποιώντας, ανάλογα με τις ιδιαιτερότητες, την αντίστοιχη μορφή εγκατάσταση Α.Π.Ε (αιολικά, φ/β, γεωθερμία, ή βιοαέριο) χρησιμοποιώντας την ενέργεια στην ίδια την γεωργική παραγωγή, αλλά και στα επόμενα στάδια της επεξεργασίας και της τυποποίησης σε τοπικό επίπεδο. Μέσα από τέτοιες συνεταιριστικές μορφές μπορούν να δημιουργηθούν μονάδες παραγωγής βιοαερίου με την αξιοποίηση γεωργικών-κτηνοτροφικών και δασικών υλοτομικών υπολειμμάτων και υποπροϊόντων, όπως και υπολειμμάτων κήπου, για την παραγωγής θερμότητας, ηλεκτρικής ενέργειας, εδαφοβελτιωτικών, για πληθώρα χρήσεων (το βιοαέριο αποθηκεύεται).

  • Στον κτιριακό τομέα με την καθοριστική συμβολή των ΟΤΑ, μπορούν να προωθηθούν για τα δημόσια κτίρια (κατ’ απόλυτη προτεραιότητα), αλλά και για τα ιδιωτικά, με πολιτική κινήτρων, εκτεταμένα προγράμματα εφαρμογών γεωθερμίας για τη θέρμανση των κτηρίων, εγκατάσταση φ/β στις στέγες καθώς επίσης πολύ μικρών Α/Γ (ηλεκτρισμός) και φυσικά ηλιακών συστημάτων. Η υλοποίησή τους μπορεί να γίνει από τοπικές επιχειρήσεις και συνεταιριστικά σχήματα επιστημόνων, τεχνικών και εργαζομένων σε όλα τα στάδια από τη μελέτη, μέχρι την τοποθέτηση.

  • Η ανάπτυξη δημόσιων ενεργειακών υποδομών αλλά και εγχώριας παραγωγής συστημάτων και μονάδων Α.Π.Ε για τον κοινωνικό-οικολογικό μετασχηματισμό του ενεργειακού μοντέλου αποτελεί προτεραιότητα. Η αξιοποίηση των επιστημονικών και τεχνολογικών δυνατοτήτων των δημόσιων πανεπιστημίων και ιδρυμάτων, των ερευνητικών κέντρων και των δημόσιων επιχειρήσεων ενέργειας, αλλά και οι συνεργασίες σε διεθνές επίπεδο με πανεπιστήμια και αντίστοιχα ερευνητικά κέντρα και οργανισμούς για την μεταφορά εμπειρίας και τεχνογνωσίας αποτελεί στόχο και επιδίωξη μας. Ο σχεδιασμός, η εισαγωγή και ανάπτυξη νέων τεχνολογιών, η διαφοροποίηση των υπαρχουσών ώστε να είναι συμβατές με τις εκάστοτε ανάγκες και η απεξάρτηση από το επιβαλλόμενο τεχνικό-τεχνολογικό μονοπώλιο μεγάλων ομίλων είναι στοιχεία ζωτικής σημασίας. Ιδιαίτερα στην αξιολόγηση και ανάπτυξη των τεχνολογιών αποθήκευσης, στο σχεδιασμό των δικτύων, με εισαγωγή έξυπνων δικτύων (smart grids), αλλά και στις όποιες διασυνδέσεις κριθούν απαραίτητες, η παραπάνω διαδικασία θα είναι πολύτιμη. Για την παραγωγή των ίδιων των συστημάτων Α.Π.Ε. (π.χ. εξοπλισμός Α/Γ, βάσεις και πάνελ φ/β) είναι σημαντικό να αναπτυχθεί εγχώρια βιομηχανία, αξιοποιώντας όλες τις υπάρχουσες δυνατότητες και επιχειρήσεις για την κατασκευή τους (π.χ. ναυπηγεία Σκαραμαγκά, ΕΑΒ).

  • Σημαντικές μπορούν να είναι και οι εφαρμογές γεωθερμίας είτε για την παραγωγή ηλεκτρισμού, είτε θερμότητας (θέρμανση κτιρίων, γεωργικός τομέας –θερμοκήπια) και ιδιαίτερα στα πεδία υψηλής ενθαλπίας. Για τις μεγάλης κλίμακας εφαρμογές απαιτείται προσεκτικός σχεδιασμός και εφαρμογή τεχνολογιών με συμμετοχή σε όλα τα στάδια της τοπικής κοινωνίας, ώστε να αποφευκτούν αρνητικά φαινόμενα του παρελθόντος. Εξίσου αυστηρό πλαίσιο κανόνων (περιβαλλοντικών, κοινωνικών, χωροθέτησης κ.λ.π.) πρέπει να ακολουθείται και στην ανάπτυξη των μικρών Η/Υ εγκαταστάσεων Α.Π.Ε. (με επανακαθορισμό του ορισμού τους).

  • Ορισμός αντιτίμου για τις δημόσιες εκτάσεις που έχουν καταληφθεί και την εκμετάλλευση πόρων (νερού, αιολικού δυναμικού κ.λ.π.) από υφιστάμενες εγκαταστάσεις, για την αποκατάσταση κοινωνικών και περιβαλλοντικών επιπτώσεων.

  • Στο πλαίσιο, της συνολικής πολιτικής μας για τις Α.Π.Ε., είμαστε αντίθετοι στα μεγάλα υδροηλεκτρικά έργα.

  • Τέλος, σημαντική είναι η εφαρμογή της αρχής διαρκούς παρακολούθησης και λειτουργίας όλων των εγκαταστάσεων.

Ενεργειακό Κόστος Βιομηχανίας

Το θέμα του ενεργειακού κόστους στη βιομηχανία και ιδιαίτερα στη βαριά ενεργοβόρα βιομηχανία έχει αναδυθεί στην επικαιρότητα τους τελευταίους μήνες σε εγχώριο αλλά και ευρωπαϊκό επίπεδο33. Εντάσσεται σε ένα συνολικό πλαίσιο άσκησης ισχυρών πιέσεων από την πλευρά της ευρωπαϊκής βαριάς βιομηχανίας για μείωση του κόστους ενέργειας μέσα από διμερείς συμβάσεις, συμβάσεις διακοψιμότητας, απαλλαγές κ.λπ. Εν πολλοίς, ζητούν να επιδοτηθεί το ενεργειακό τους κόστος σε βάρος της κοινωνίας, προκειμένου να αυξηθεί η ανταγωνιστικότητά τους στις διεθνείς αγορές. Εντός του πλαισίου της καπιταλιστικής κρίσης είναι δεδομένο ότι ο ανταγωνισμός για επανεκκίνηση της συσσώρευσης και επανάκαμψη των κερδών είναι αδυσώπητος.

Στις 22 του περασμένου Μάη το ευρωπαϊκό συμβούλιο είχε ως κύριο θέμα του τη μείωση του ενεργειακού κόστους της ευρωπαϊκής βιομηχανίας για την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητάς της34. Το γεγονός καταδεικνύει ότι η ισχυρή πλευρά του ζητήματος είναι ότι οι βιομήχανοι τόσο σε ευρωπαϊκό, όσο και σε εγχώριο επίπεδο, διεκδικούν αύξηση των προνομίων τους έναντι της κοινωνικής πλειοψηφίας. Αξιοποιώντας την κρίση ως ευκαιρία, εγείρουν διεκδικήσεις στα εργασιακά, στη φορολογία κ.λ.π. και φυσικά στη μείωση του ενεργειακού τους κόστους. Στην Ελλάδα οι μνημονιακές πολιτικές έχουν ήδη κατεδαφίσει το εργασιακό κόστος με αποτέλεσμα η μείωση του ενεργειακού κόστους να εισάγεται ως ο κατεξοχήν παράγοντας για την περαιτέρω μείωση του κόστους παραγωγής.

Συχνά αναφέρεται το επιχείρημα ότι το ενεργειακό κόστος της ευρωπαϊκής βιομηχανίας είναι υψηλότερο των ανταγωνιστών της. Εντούτοις, ακόμα και με νεοφιλελεύθερους όρους - ανταγωνιστικότητας - αυτό που έχει καθοριστική σημασία είναι το κόστος ενέργειας ανά μονάδα παραγόμενου προϊόντος, που ενσωματώνει το στοιχείο της ενεργειακής έντασης. Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία πρόσφατης έκθεσης της ευρωπαϊκής επιτροπής, τα επίπεδα ενεργειακού κόστους ανά μονάδα παραγόμενου προϊόντος είναι παραπλήσια στην Ε.Ε. (27) έναντι των ΗΠΑ και της Ιαπωνίας και χαμηλότερα από Ρωσία και Κίνα35. Αυτό οφείλεται στην αυξημένη ενεργειακή απόδοση της ευρωπαϊκής βιομηχανίας όπου και στηρίζεται η ανταγωνιστικότητά της, αλλά και στη διάρθρωση της παραγωγής σε κλάδους υψηλής προστιθέμενης αξίας.

Στην περίπτωση της Ελλάδας, (στοιχεία 2014), οι μέσες τιμές της βιομηχανικής τιμολόγησης, παρόλη την αυξητική τάση των τελευταίων χρόνων, παραμένουν στο μέσο ευρωπαϊκό όρο (οριακά χαμηλότερα)36. Τα επίσημα στοιχεία (Eurostat και ΔΕΗ) διαψεύδουν όσα επικαλούνται οι βιομήχανοι που δεν στηρίζονται σε επίσημες πηγές.

Εντούτοις, η ελληνική βιομηχανία υπολείπεται στην εν γένει ενσωμάτωση τεχνολογίας αλλά και στις τεχνολογίες ενεργειακής απόδοσης και εξοικονόμησης, λόγω έλλειψης επενδύσεων, καθώς η παραγωγή στηριζόταν στις χαμηλές τιμές ενέργειας, αποσπώντας ταυτόχρονα υψηλές κερδοφορίες για τους μετόχους.

Επιπροσθέτως, οι μνημονιακές πολιτικές που εφαρμόστηκαν με την πλήρη στήριξη του εγχώριου κεφαλαίου ενάντια στην κοινωνική πλειοψηφία οδήγησαν στην κατακόρυφη πτώση της εγχώριας ζήτησης. Ταυτόχρονα τα ίδια μεγάλα συμφέροντα ήταν διαπρύσιοι κήρυκες των νεοφιλελεύθερων πολιτικών “απελευθέρωσης” της ενέργειας που οδήγησαν στην εκρηκτική άνοδο των τιμών και της ενεργειακής φτώχειας στα λαϊκά στρώματα. Σήμερα, οι ίδιοι διαμαρτύρονται τόσο για τις τιμές ενέργειας εκβιάζοντας για προνομιακές ρυθμίσεις όσο και για την κατάρρευση της ζήτησης.

Παρά το γεγονός την αυτονόητης ανάγκης για συγκεκριμένη ανάλυση και εξέταση του συνόλου των στοιχείων ανά κλάδο και ανά περίπτωση θα σκιαγραφήσουμε τα πλαίσιο κεντρικών αξόνων πολιτικής με τους οποίους προσεγγίζουμε το θέμα.

Η προτεραιότητα της ουσιαστικής προστασίας των θέσεων εργασίας και της εγχώριας παραγωγής από μια αριστερή – οικολογική σκοπιά στο πλαίσιο του προγράμματος κοινωνικού-οικολογικού μετασχηματισμού της παραγωγής στην κατεύθυνση μιας «οικονομίας των αναγκών».

Συνεπώς, Η ενεργοβόρα βιομηχανία δεν μπορεί να επιδοτείται διαρκώς στο κόστος λειτουργίας, εν προκειμένω στο κόστος ενέργειας, από την κοινωνία και το δημόσιο που επωμίζονται το βάρος μέσω των τιμών ενέργειας, με την πραγματοποίηση αντίστροφης αναδιανομής εισοδήματος, την πρόσδεση σε μια ενεργοβόρα παραγωγή και τη διατήρηση του παρόντος ενεργειακού μοντέλου.

Δεν μπορεί να συνεχίζεται η στήριξη ενός βιομηχανικού μοντέλου που βασίζεται στη σπατάλη ενέργειας και ταυτόχρονα στην απορρόφηση πολύτιμων οικονομικών πόρων από το σύνολο της παραγωγής, το κοινωνικό κράτος και την κοινωνία ευρύτερα, ώστε να καλύπτεται το έλλειμμα στις επενδύσεις εισαγωγής σύγχρονης τεχνολογίας, μέτρων εξοικονόμησης και αύξησης της ενεργειακής απόδοσης των ιδιωτικών βιομηχανιών (προκειμένου να αυξάνει βραχυπρόθεσμα η ιδιωτική κερδοφορία), καθώς επίσης και να αντισταθμίσεται η πτώση ζήτησης.

Η διαιώνιση τέτοιων καταστάσεων, πέρα από την αναδιανομή πόρων και εισοδημάτων υπέρ λίγων και αντικίνητρο για επενδύσεις αύξησης της ενεργειακής απόδοσης και αντι-ρύπανσης, υπονομεύει το σύνολο της εγχώριας παραγωγής, δημιουργώντας ένα ντόμινο διάχυσης της οικονομικής αναποτελεσματικότητας που ταυτόχρονα αυξάνει τη συνολική ανεργία.

Απαιτείται λοιπόν άμεσα εκσυγχρονισμός, επενδύσεις για την εισαγωγή νέων τεχνολογιών αλλά και συστημάτων αυτοπαραγωγής37 που μειώνουν το ενεργειακό κόστος και την εκπεμπόμενη ρύπανση. Η ανάληψη του κόστους πρέπει να προέλθει πρωτίστως από τις ίδιες τις επιχειρήσεις που συσσώρευαν κέρδη και δευτερευόντως από το συνδυασμό μιας πολιτικής κινήτρων αλλά και κανονιστικών μέτρων (π.χ. ρήτρα ενεργειακής απόδοσης) που θα προωθούν την πραγματοποίηση τέτοιων επενδύσεων, έχοντας θετικό πολλαπλασιαστικό αποτέλεσμα τόσο για το σύνολο της παραγωγής και των συνολικών θέσεων εργασίας, όσο και για το περιβάλλον και την αλλαγή του ενεργειακού μοντέλου.

Ταυτόχρονα, η κυβέρνηση της αριστεράς, θα δημιουργήσει τα κατάλληλα μέσα θεσμικής προστασίας των εργαζομένων - επαναφοράς και ισχυροποίησης του εργατικού δίκαιου – αλλά και δραστικής στήριξης της οργανωμένης συνδικαλιστικής δράσης του σε κάθε εργασιακό χώρο. Συνεπώς, στηριζόμενη στην ίδια την ισχύ των εργαζομένων, θα είναι σε θέση να αποτρέψει ή και να αντιστρέψει (αυτοδιαχείριση - αυτοδιέυθυνση) εκβιασμούς περί κλεισίματος, αλλά και περί μετακύλισης του κόστους στους εργαζόμενους και την κοινωνία, προστατεύοντας ταυτόχρονα τις θέσεις εργασίας και την εγχώρια παραγωγή.

Αταξινόμητα σε σχέση με τη δομή σημεία

Κοινωνικό μέτωπο

Για την ενεργό κοινωνική και πολιτική στήριξη ενός τέτοιου εγχειρήματος κοινωνικού –οικολογικού μετασχηματισμού του ενεργειακού μοντέλου είναι σήμερα δυνατό να συγκροτηθεί ένα εξαιρετικά πλατύ κοινωνικό μέτωπο μεταξύ: α) των εργαζόμενων στις προς ιδιωτικοποίηση δημόσιες επιχειρήσεις, των οποίων οι εργασιακές συνθήκες και τα δικαιώματα συρρικνώνονται ενώ απειλούνται άμεσα με απολύσεις, β) πλατιών κοινωνικών στρωμάτων, με επίκεντρο την ενεργειακή φτώχεια και τη ραγδαία αύξηση των τιμολογίων, γ) των πρωτοπόρων δυναμικών τοπικών-οικολογικών κινημάτων που δίνουν σκληρούς αγώνες για την προστασία του περιβάλλοντος, των συνθηκών διαβίωσης και των τοπικών παραγωγικών δραστηριοτήτων.

Ενεργειακά κέντρα

Ο απεγκλωβισμός των κοινωνιών στα ενεργειακά κέντρα της χώρας από την πρόσδεση –μονοκαλλιέργεια – της παραγωγής ενέργειας από ορυκτά καύσιμα είναι αναγκαία. Απαιτείται ένα πρόγραμμα σταδιακής μετάβασης σε άλλες παραγωγικές δραστηριότητες μέσα από ένα σχέδιο ολοκληρωμένης αξιοβίωτης ανάπτυξης των περιοχών με κατά το δυνατόν αποκατάσταση των σοβαρότατων περιβαλλοντικών επιπτώσεων. Η εκπόνηση αυτού του σχεδίου απαιτεί την οργανική συμμετοχή των τοπικών κοινωνιών για την καλλιέργεια κοινωνικών συναινέσεων, που ενδεχομένως να είναι μια μακρά και δύσκολη διαδικασία, όπως επίσης και τη διάθεση και την κατεύθυνση σημαντικών δημόσιων πόρων προκειμένου να δημιουργηθούν οι απαραίτητες προϋποθέσεις για την ριζική αλλαγή του παραγωγικού προτύπου.

Παράρτημα - 7.3.6. - Για τα ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΤΩΝ ΖΩΩΝ

Προστασία και Δικαιώματα Ζώων

1 . ΠΑΡΑΓΩΓΙΚΑ ΖΩΑ

Σε παγκόσμιο επίπεδο καθώς αυξάνεται ο ανθρώπινος πληθυσμός, αυξάνεται και η κατανάλωση ζωϊκών προϊόντων μαζί με κτηνοτροφικές μεθόδους παραγωγής που ελάχιστα υπολογίζουν την ευζωïα των κτηνοτροφικών ζώων. Όμως τον τελευταίο καιρό όλο και περισσότεροι άνθρωποι εκδηλώνουν ενδιαφέρον για το κρέας και τα υπόλοιπα ζωϊκά προϊόντα που καταναλώνουν, από που προέρχονται, πώς εκτράφηκαν τα ζώα και πως θανατώθηκαν. Σήμερα πάνω από 65 δισεκατομμύρια χερσαία σπονδυλωτά και ακόμα περισσότερα ψάρια και άλλα θαλάσσια είδη, θανατώνονται κάθε χρόνο σε όλο τον κόσμο, για την παραγωγή ζωϊκών προϊόντων για την ανθρώπινη διατροφή.

Μια σοβαρή προειδοποίηση ότι το τρέχον σύστημα παραγωγής τροφίμων δεν καλύπτει τις ανάγκες της Ευρώπης ή, ακόμη και του κόσμου

Τα τελευταία 50 χρόνια στην Ευρώπη αλλά και σε άλλες αναπτυγμένες χώρες, υπάρχει μία τρομακτική ανάπτυξη στην κατανάλωση ζωικών προϊόντων (κρέας, ψάρι, αυγά, γάλα και γαλακτοκομικά). Η αύξηση του πραγματικού εισοδήματος και του πληθυσμού, σε συνδυασμό με την αλλαγή των διατροφικών συνηθειών, ανέβασαν στα ύψη τη ζήτηση για ζωικά προϊόντα. Σε σύγκριση με τη δεκαετία του 1950, η παγκόσμια κατανάλωση κρέατος έχει πενταπλασιαστεί. Και ως το 2050 προβλέπεται να έχει υπερδιπλασιαστεί σε σχέση με τα επίπεδα του 1999– από 229 εκατομμύρια τόνους σε 465 εκατομμύρια τόνους. Αντίστοιχα, η παγκόσμια κατανάλωση γάλακτος κατά την ίδια περίοδο, αναμένεται να αυξηθεί από 580 σε 1043 εκατομμύρια τόνους.

Τα ζωικά τρόφιμα καταναλώνονται σήμερα σε κάθε γεύμα σε όλα τα νοικοκυριά, κάτι σχεδόν αδιανόητο πριν 50 χρόνια, όταν αυτά τα τρόφιμα ήταν σπάνια. Σήμερα τα τρόφιμα αυτά κοστίζουν πολύ λίγο, σε σχέση με το κόστος παραγωγής τους, συχνά ακόμη λιγότερο από τα λαχανικά τα οποία αναπόφευκτα απαιτούν πολύ λιγότερες πρώτες ύλες, ενέργεια και εργασία.

Αυτό οφείλεται στις επιδοτήσεις και την ανάπτυξη της εντατικής εκτροφής των ζώων μαζί με πολιτικές που ευνόησαν την διάδοση των ζωϊκών προϊόντων. Εντατική εκτροφή σημαίνει ζώα στοιβαγμένα σε πολύ μικρούς χώρους χωρίς τη δυνατότητα κάλυψης ούτε των πιο βασικών φυσικών αναγκών τους με αποτέλεσμα την τρομακτική υποβάθμιση της ευζωίας τους και την μετατροπή τους σε μηχανές παραγωγής, όπου με γενετικές παρεμβάσεις, φάρμακα και ορμόνες σε μία προσπάθεια να τα εκμεταλλευτούμε στο έπακρο, ο κύριος στόχος είναι η μεγαλύτερη δυνατή παραγωγή με το μικρότερο δυνατό κόστος.

Στη σύγχρονη εποχή που το περιβάλλον, η οικονομία πόρων και ενέργειας βρίσκονται ψηλά στις πολιτικές και περιβαλλοντικές ατζέντες, το ζήτημα της βιομηχανικής κτηνοτροφίας είναι πιο επίκαιρο από ποτέ, καθώς πλέον καταδεικνύεται από πληθώρα ειδικών σε όλο τον κόσμο ως κύριο πρόβλημα αυτών των τομέων.

Υπάρχουν ισχυρότατες επιστημονικές αποδείξεις για τις αρνητικές επιπτώσεις της αύξησης των εκτρεφόμενων ζώων και κυρίως της ανάπτυξης της εντατικής εκτροφής, τόσο στα ζώα όσο και στους ανθρώπους. Η εργοστασιακή κτηνοτροφία έχει καταλήξει να είναι ένας από τους πιο απαιτητικούς σε πόρους και καταστρεπτικούς προς το περιβάλλον παράγοντες της σύγχρονης βιομηχανικής ζωής. Η εντατική εκτροφή εκτός από την εκμετάλλευση και κακοποίηση των ζώων, ευθύνεται σε μεγάλο βαθμό για την υπερθέρμανση του πλανήτη και γενικότερα την καταστροφή του περιβάλλοντος, την υποβάθμιση και την ρύπανση των υδάτων, την αποψίλωση των δασών, την διάβρωση του εδάφους, την ερημοποίηση, την σπατάλη φυσικών πόρων (γης, καλλιεργειών, νερού, χημικών) και ενέργειας, την απώλεια της βιοποικιλότητας, την επιδείνωση της παγκόσμιας φτώχειας, την προώθηση μίας ανθυγιεινής διατροφής με αποτέλεσμα την έξαρση παθήσεων που σχετίζονται με τη διατροφή μας.

Η ΕΕ εισάγει περίπου 30 εκατομμύρια τόνους σόγιας από τη Νότια Αμερική κάθε χρόνο. Σχεδόν όλη αυτή η ποσότητα χρησιμοποιείται για τη διατροφή των ζώων. Η καλλιέργεια σόγιας για ζωοτροφές είναι η βασικότερη αιτία της αποψίλωσης των δασών στη Νότια Αμερική, η οποία οδηγεί στην μαζική απώλεια της βιοποικιλότητας και τις εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου.

Επιπλέον, υπάρχει μια πραγματική σχέση μεταξύ του πώς εκτρέφονται τα ζώα και της ποιότητας των τροφίμων που παράγουν. Το κρέας, το γάλα και τα αυγά από εντατικές εκμεταλλεύσεις συχνά περιέχουν περισσότερα κορεσμένα λιπαρά ή/και χαμηλότερα επίπεδα βασικών θρεπτικών συστατικών από εκείνα που προέρχονται από τις εναλλακτικές μορφές εκτροφής με υψηλότερα πρότυπα ευημερίας για τα ζώα. Σε σύγκριση με τα προϊόντα από βιομηχανικά εκτροφεία, το κρέας από αγελάδες εκτατικής εκτροφής και από κοτόπουλα ελευθέρας και βιολογικής εκτροφής έχουν έως και 50 τοις εκατό λιγότερο λίπος.

Η εντατική εκτροφή ζώων, ευθύνεται επίσης για τη δημιουργία συνθηκών που ευνοούν την εξάπλωση ασθενειών και κατά συνέπεια τη μαζική χρήση αντιβιοτικών και φαρμάκων σε μία προσπάθεια να προληφθούν διάφορες ασθένειες (στις οποίες τα ζώα είναι επιρρεπή, λόγω της αφύσικης ζωής και του περιβάλλοντος στο οποίο είναι αναγκασμένα να ζουν) για να αποφευχθούν καταστρεπτικές επιδημίες. Η αυξημένη χρήση αντιβιοτικών επιταχύνει την ανάπτυξη ενισχυμένων μορφών βακτηρίων και τις ζωονόσους, που είναι σήμερα υπεύθυνες για περισσότερους από 2,2 εκατ. θανάτους ανθρώπων το χρόνο.

http://www.huffingtonpost.com/2012/07/07/zoonoses-study-finds-anim_n_1654967.htmlhttp://www.huffingtonpost.com/2012/07/07/zoonoses-study-finds-anim_n_1654967.html

Μελέτες επιστημόνων, από όλο τον κόσμο, συγκλίνουν στο συμπέρασμα ότι η εκτροφή των ζώων βλάπτει σοβαρά το περιβάλλον και επισημαίνουν ότι μια αλλαγή στις διατροφικές μας συνήθειες έχει τη δυναμική να επιβραδύνει κατά πολύ την υπερθέρμανση του πλανήτη.

Το 2010 μία έκθεση της Διεθνούς Επιτροπής για την Αειφόρο Διαχείριση των πόρων από το Περιβαλλοντικό Πρόγραμμα των Ηνωμένων Εθνών (UNEP), αναφέρει ότι μία σημαντική μείωση των επιπτώσεων της κτηνοτροφίας είναι δυνατή μόνο με μια ουσιαστική, παγκόσμια αλλαγή των διατροφικών συνηθειών μας, με μείωση των ζωϊκών προϊόντων. http://www.guardian.co.uk/environment/2010/jun/02/un-report-meat-free-diethttp://www.guardian.co.uk/environment/2010/jun/02/un-report-meat-free-diet

Τον Φεβρουάριο του 2013, μία νέα έκθεση για το Περιβαλλοντικό Πρόγραμμα του ΟΗΕ, επισημαίνει ότι η ρύπανση από τα λιπάσματα απειλεί σοβαρά την ανθρώπινη υγεία και το περιβάλλον, προκαλώντας φαινόμενα όπως είναι οι τοξικές ανθίσεις φυτοπλαγκτού. Οι επιστήμονες κάνουν έκκληση στις πλούσιες χώρες να μειώσουν την κατανάλωση κρέατος κατά το ήμισυ, προκειμένου να αποφευχθούν σοβαρές περιβαλλοντικές ζημίες, αφού το 80 τοις εκατό του αζώτου και του φωσφόρου, χρησιμοποιείται στα λιπάσματα για την καλλιέργεια των τροφών που καταναλώνουν τα ζώα. http://www.express.co.uk/news/uk/378484/Stop-eating-meat-and-save-the-planet-says-United-Nations

Οι επιστήμονες προειδοποιούν επίσης, ότι το τρέχον σύστημα παραγωγής τροφίμων δεν καλύπτει τις ανάγκες της Ευρώπης ή, ακόμη και του κόσμου. Έρευνες έχουν αποδείξει ότι «το βιομηχανοποιημένο σύστημα εκτροφής ζώων είναι φτωχός μετατροπέας ενέργειας και φυσικών πόρων» και αναφέρουν ότι περισσότερη καλλιεργήσιμη γη, νερό και ενέργεια απαιτείται για να παραχθεί μία μονάδα διατροφικής αξίας από βιομηχανικά παραγόμενο κρέας.

Σε μία πολύ πρόσφατη έκθεση των Ηνωμένων Εθνών, αναφέρεται ότι καθώς ο παγκόσμιος πληθυσμός συνεχίζει να αυξάνεται και να πλησιάζει τα προβλεπόμενα 9 δισεκατομμύρια ανθρώπους έως το 2050, η ανάγκη για πιο βιώσιμα συστήματα παραγωγής τροφίμων είναι πιο σημαντική από ποτέ. Η έκθεση επισημαίνει ότι μία αλλαγή στη διατροφή μας, με σημαντική μείωση των ζωικών προϊόντων, είναι αναγκαία για την αντιμετώπιση της αύξησης της χρήσης της γης, την παγκόσμια πείνα και την κλιματική αλλαγή και ότι μία διατροφή πλούσια σε ζωικές πρωτεΐνες δεν είναι σε καμία περίπτωση ο δρόμος προς την αειφορία.

http://www.unep.org/resourcepanel/Publications/AreasofAssessment/AssessingGlobalLandUseBalancingConsumptionw/tabid/132063/Default.aspxhttp://www.unep.org/resourcepanel/Publications/AreasofAssessment/AssessingGlobalLandUseBalancingConsumptionw/tabid/132063/Default.aspxhttp://www.unep.org/resourcepanel/Publications/AreasofAssessment/AssessingGlobalLandUseBalancingConsumptionw/tabid/132063/Default.aspx

Η κακοποίηση των ζώων υφίσταται και στις αγροτικές περιοχές εκεί όπου επικρατεί η εκτατική κτηνοτροφία. Συχνά είναι τα φαινόμενα βάναυσης μεταχείρισης και σφαγής ζώων από τους κτηνοτρόφους, όπως είναι η διαβίωσή τους σε ακατάλληλα καταλύματα, η έκθεσή τους σε ακραίες καιρικές συνθήκες, η ελλειπής κτηνιατρική φροντίδα, το δέσιμο των άκρων των ζώων ώστε αυτά να μην μπορούν να μετακινηθούν με ευκολία, η σφαγή με ακατάλληλα μέσα χωρίς αναισθητοποίηση και ελέγχους, σε ακατάλληλους χώρους και με άμεσο κίνδυνο για τη δημόσια υγεία, η εγκατάλειψή τους σε περιπτώσεις φυσικών ή ανθρωπογενών καταστροφών κ.τ.λ.

Ένα πολύ σημαντικό θέμα επίσης που πρέπει να αντιμετωπιστεί άμεσα, είναι η ορθή εφαρμογή των Ευρωπαϊκών Οδηγιών σχετικά με τα παραγωγικά ζώα, καθώς η Ελλάδα έχει δεχθεί σκληρή κριτική για την μεταχείρισή τους και έχει προκαλέσει τις νομικές ενέργειες της Ευρωπαικής Ένωσης.

Χαρακτηριστικά αναφέρουμε τα πιο πρόσφατα παραδείγματα όπως την παραπομπή της Ελλάδας στο δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την παράλειψη της ορθής εφαρμογής της οδηγίας 1999/74/ΕΚ - απαγόρευση των «μη διευθετημένων κλωβών» (κλωβοστοιχίες) – και την ακόμη πιο πρόσφατη προειδοποίηση της χώρας μας για την παραπομπή της στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης σχετικά με την μη ορθή εφαρμογή της απαγόρευσης του ατομικού σταυλισμού των χοιρομητέρων προκειμένου να βελτιωθεί η καλή μεταχείριση των χοίρων - οδηγία 2008/120/ΕΚ.

http://europa.eu/rapid/press-release_IP-13-366_el.htm

http://europa.eu/rapid/press-release_MEMO-14-36_el.htm

ΖΗΤΑΜΕ:

  1. Tην κατάργηση της καταστρεπτικής εντατικής εκτροφής ζώων και την εφαρμογή μίας πιο προοδευτικής και ανθρώπινης κτηνοτροφικής πολιτικής για την ελαχιστοποίηση των αρνητικών επιπτώσεων της εκτροφής ζώων, για το περιβάλλον, τη δημόσια υγεία, τους ευάλωτους ανθρώπινους πληθυσμούς και την καλή διαβίωση των ζώων

  2. Αυστηρότερη νομοθεσία και ελέγχους σε όλα τα στάδια ζωικής παραγωγής και μεταφοράς τους και την ορθή εφαρμογή των Ευρωπαϊκών Οδηγιών σχετικά με την καλύτερη μεταχείρηση των παραγωγικών ζώων

  3. Την απαγόρευση θανάτωσης ζώων χωρίς αναισθητοποίηση, χωρίς εξαιρέσεις, (πχ για θρησκευτικούς λόγους)

  4. Την προστασία των παραγωγικών ζώων κατά τις φυσικές ή ανθρωπογενείς καταστροφές (πυρκαγιές, πλημμύρες κτλ)

  5. Να διασφαλιστεί ότι τα ζωικά προϊόντα που αγοράζει ο καταναλωτής φέρουν αναλυτική σήμανση σχετικά με την προέλευση και όλα τα στάδια παραγωγής

  6. Την κατάργηση των αναχρονιστικών και βάρβαρων εθίμων που εμπεριέχουν την κακοποίηση και τη σφαγή ζώων

  7. Να υποστηριχθεί με επιδοτήσεις η ανάπτυξη της βιολογικής γεωργίας ώστε τα βιολογικά φυτικά τρόφιμα να γίνουν φθηνότερα για τον τελικό καταναλωτή

  8. Να υποστηριχθεί, με επιδοτήσεις και καμπάνιες ενημέρωσης, η κατανάλωση υγιεινών φυτικών τροφών

  9. Να υποστηριχθεί η φυτική υγιεινή διατροφή σε δημόσιες υπηρεσίες, σχολεία, νοσοκομεία κτλ

  10. Την ενημέρωση του κοινού για τις καταστρεπτικές επιπτώσεις της ανάπτυξης της εντατικής εκτροφής ζώων

  11. Την απαγόρευση παραπλανητικών διαφημίσεων σχετικά με τα οφέλη των ζωικών προϊόντων και των μεθόδων εκτροφής (π.χ. συσκευασίες με εικόνες ελεύθερων ζώων σε λιβάδια)

2. ΠΕΙΡΑΜΑΤΟΖΩΑ

Μαζί με τη ραγδαία εξέλιξη της επιστήμης και της τεχνολογίας τον 20ο αι., επήλθε κι ένα είδος «απελευθέρωσης» της χρήσης πειραματοζώων, σε βαθμό κατάχρησης και ασυδοσίας.

Ένα ζώο πεθαίνει κάθε 22 δευτερόλεπτα στα εργαστήρια όλου του κόσμου, ενώ στην Ελλάδα η αναλογία αγγίζει το ένα ζώο κάθε 31 δευτερόλεπτα, παρότι οι επιστήμονες έχουν στη διάθεση τους περίπου 450 εναλλακτικές μεθόδους για τη δοκιμή νέων φαρμάκων και θεραπειών.

Η συντριπτική πλειοψηφία των κλινικών μελετών αποτυγχάνουν, ενώ πληθαίνουν οι δημοσιεύσεις ερευνών που αποδεικνύουν την ακαταλληλότητα των ποντικίσιων μοντέλων στην αντιμετώπιση ανθρωπίνων ασθενειών. Φάρμακα όπως οι ασπιρίνη, η παρακεταμόλη και η ινσουλίνη, θα είχαν απαγορευτεί αν τα αποτελέσματα πειραμάτων σε ζώα θεωρούνταν 100% αποτελεσματικά.

Στην Ευρωζώνη χρησιμοποιούνται ετησίως σε πειράματα πάνω από 12 εκατομμύρια

σπονδυλωτά ζώα (στοιχεία 2008).

Κι ενώ η ελληνική επιτροπή Βιοηθικής, αναλογιζόμενη την υφιστάμενη ομοιότητα του ανθρώπου σε επίπεδο νευροφυσιολογικών ή/και άλλων εγκεφαλικών λειτουργιών αναγνωρίζει «κάποια ηθική σπουδαιότητα» στα ζώα, ωστόσο, αυτή δεν είναι αρκετή ώστε να αναγνωριστούν και ως «ηθικά υποκείμενα». Έτσι, εκατομμύρια έμψυχα, νοήμονα και συναισθανόμενα όντα βασανίζονται και θυσιάζονται ετησίως (χωρίς καν αναισθητικό ή παυσίπονο) σε πειράματα ιατρικής και γενετικής, σε δοκιμές καλλυντικών και χημικών προϊόντων, ακόμα και σε πειράματα της πολεμικής βιομηχανίας, χωρίς την ουσιαστική αξιολόγηση της σημασίας και της αναγκαιότητας πληθώρας εξ αυτών των πειραμάτων.

Πρόσφατα, εισήχθη η κοινοτική οδηγία 2010/63/ΕΕ με στόχο να υπενθυμίσει στα μέλη-κράτη την ανάγκη εναρμόνισής τους με την «αρχή των 3Rs».

(Μείωση, Αντικατάσταση, Βελτίωση) για την ευζωΐα των πειραματοζώων. Ωστόσο η ελαστικότητα του νομοθετικού πλαισίου, η ευκολία των ερευνητικών αδειοδοτήσεων, ο προβληματικός» ορισμός του «μη βάναυσου θανάτου» (από πότε οι θάλαμοι αερίων, το ηλεκτροσόκ, η κρανιοεγκεφαλική θραύση, η θραύση της σπονδυλικής στήλης θεωρούνται «μη βάναυσοι μέθοδοι»;) και η ανεπάρκεια των ελέγχων των συνθηκών διαβίωσης και μεταχείρισης των πειραματόζωων, έχουν σαν αποτέλεσμα ανεξέλεγκτος αριθμός ζώων να θανατώνονται με μέσα που δεν ελέγχονται σε καθημερινή βάση στους εργαστηριακούς πάγκους, ως αποτέλεσμα μιας έρευνας η αναγκαιότητα και η σπουδαιότητα της οποίας ελάχιστα εκτιμάται, τόσο πριν και πολύ περισσότερο μετά το πέρας της έρευνας.

Η ανάγκη χρήσης πειραματόζωων δεν είναι στατική, δεν είναι πανάκεια. Είναι δυναμική, εξελίσσεται και αναθεωρείται ανάλογα με τις επικρατούσες ηθικο-κοινωνικές αντιλήψεις, οι οποίες με τη σειρά τους, επηρέαζονται από το επίπεδο πολιτισμού και την πρόοδο των επιστημονικών γνώσεών μας.

Η εξέλιξη της επιστημονικής γνώσης του ανθρώπου (φυσιολογία, νευροεπιστήμες) για τα υπόλοιπα έμψυχα όντα, σε συνδυασμό με τη γενικότερη τάση της εποχής, κυρίως στον «πολιτισμένο βορρά», μείωσης ή κατάργησης παραδοσιακών (βάρβαρων) (π.χ γουνεμπόριο, ταυρομαχίες, κυνήγι φώκιας και δελφινιών), καθιστούν επιτακτική την απαίτηση τόσο προς την Ελλάδα, όσο και την ΕΕ, να πάρουν μια σαφέστερη και αυστηρότερη θέση απέναντι στην ανεξέλεγκτη χρήση πειραματόζωων στην έρευνα.

Προτείνουμε:

– Την αυστηροποίηση της αδειοδότησης χρήσης πειραματόζωων στην έρευνα, με απώτερο στόχο την ελαχιστοποίησή της.

– Την εκπόνηση ενός συστηματικού σχεδίου για την ανάπτυξη, επικύρωση και εφαρμογή εναλλακτικών μεθόδων έρευνας

– Μέχρι αναπτύξεως κατάλληλου εδάφους (πνευματικού και επιστημονικού/τεχνολογικού) για την πλήρη κατάργηση της χρήσης πειραματόζωων, στηρίζουμε την υπεύθυνη και περιορισμένη χρήση όμως ταυτόχρονα εναντιωνόμαστε στην «εργαλειοποίησή» τους.

3. Γουνεμποριο

ΑΠΑΓΟΡΕΥΣΗ ΠΩΛΗΣΗΣ ΓΟΥΝΑΣ ΣΕ ΔΙΑΦΟΡΕΣ ΧΩΡΕΣ

Η ευαισθητοποίηση του κοινού απέναντι στα ζώα και οι εκστρατείες σε όλο τον κόσμο ενάντια στη γούνα είναι μία πραγματικότητα που δεν μπορούμε να αγνοήσουμε! Οι αντιδράσεις των πολιτών οδήγησαν στην απαγόρευση της εμπορίας γούνας σκύλου και γάτας στην ΕΕ το 2007 http://eur-lex.europa.eu/LexUriServ/LexUriServ.do?uri=OJ:L:2007:343:0001:0001:EL:PDF, αλλά και στην κατάργηση του εμπορίου γούνας από φώκια το 2009 http://eurlex.europa.eu/LexUriServ/LexUriServ.do?uri=OJ:L:2009:286:0036:0039:EL:PDF. Στην απαγόρευση του εμπορίου γούνας από φώκια προχώρησε το 2011 και η Ρωσία http://www.ifaw.org/us/news/major-victory-russia-bans-trade-harp-seal-skins ενώ τον Ιανουάριο του 2013 απαγορεύτηκε το εμπόριο φώκιας και στην Ταιβάν http://www.taipeitimes.com/News/taiwan/archives/2013/01/09/2003552112. Επίσης, λαμβάνοντας υπόψη τα σημαντικότατα προβλήματα ευζωίας των ζώων και σεβόμενες τη βούληση των πολιτών τους, σε απαγορεύσεις εκτροφής γουνοφόρων ζώων και περιορισμούς έχουν προχωρήσει πολλές χώρες όπως το Ηνωμένο Βασίλειο, η Αυστρία, η Κροατία, κ.α.

Τον Μάρτιο του 2010, το Ευρωπαϊκό Πράσινο Κόμμα υιοθέτησε τη σταδιακή απαγόρευση της εκτροφής ζώων για τη γούνας τους στο Συμβούλιο του Ευρωπαϊκού Πράσινου Κόμματος στη Βαρκελώνη. Η απόφαση αυτή πάρθηκε λόγω των σοβαρότατων προβλημάτων που σχετίζονται με την ευζωία των ζώων.

http://europeangreens.eu/fileadmin/logos/pdf/policy_documents/resolutions/Barcelona/14._Phasing_out_fur_farming_in_Europe.pdfhttp://europeangreens.eu/fileadmin/logos/pdf/policy_documents/resolutions/Barcelona/14._Phasing_out_fur_farming_in_Europe.pdf

Το 2009 η Δανία εισήγαγε τη σταδιακή απαγόρευση της εκτροφής αλεπούδων. Η εκτροφή αλεπούδων εξαλείφθηκε επίσης στη Σουηδία, ακολουθώντας την εισαγωγή απαιτήσεων πάνω στην ευημερία των ζώων, σύμφωνα με τις οποίες οι αλεπούδες μπορούν να κρατούνται μόνο υπό συνθήκες οι οποίες θα τους επιτρέπουν να είναι δραστήριες, να σκάβουν και να κοινωνικοποιούνται με άλλες αλεπούδες. Αυτές οι απαιτήσεις κατέστησαν την εκτροφή αλεπούδων για τη Σουηδία οικονομικά ασύμφορες.

Στη Σουηδία και την Ελβετία έχουν θεσπιστεί επίσης αυστηροί κανονισμοί που οδήγησαν στη σταδιακή μείωση του αριθμού των εκτροφείων. Στη Σουηδία πριν από 20 χρόνια υπήρχαν περίπου 500 φάρμες ενώ σήμερα λειτουργούν μόνο 75 φάρμες μινκ και η ολική απαγόρευση είναι στην πολιτική ατζέντα.

Τελευταίες απαγορεύσεις στην εκτροφή ζώων για τη γούνας τους:

Tον Δεκέμβριο του 2012 το Κοινοβούλιο της Ολλανδίας ψήφισε την απαγόρευση της εκτροφής μινκ (με ισχύ το 2024), ενώ η εκτροφή αλεπούδων και τσιντσιλά για τη γούνα τους είχε απαγορευτεί από τη δεκαετία του 90, επομένως, η πρόσφατη απόφαση αυτή σημαίνει την ολική απαγόρευση της παραγωγής γούνας στη χώρα, γεγονός το οποίο είναι μείζονος σημασίας καθώς η Ολλανδία είναι η τρίτη σε παραγωγή μινκ χώρα, μετά τη Δανία και Κίνα. Η απαγόρευση βασίστηκε σε ηθικά κριτήρια καθώς θεωρείται αδικαιολόγητη η δολοφονία ζώων για την παραγωγή μη αναγκαίων προϊόντων, όπως είναι η γούνα. http://www.wspa-international.org/latestnews/2012/netherlands-bans-fur-farming.aspx

Τον Μάρτιο του 2013 το κοινοβούλιο της Σλοβενίας με συντριπτική πλειοψηφία 71 ψήφων υπέρ έναντι 3 ψήφων κατά, ψήφισε νόμο που απαγορεύει την εκτροφή και το κυνήγι των ζώων για τη γούνα τους με μία μεταβατική περίοδο 3 ετών. http://www.bontkragen.nl/verbod-op-het-fokken-van-dieren-voor-bont-in-slovenie/http://www.bontkragen.nl/verbod-op-het-fokken-van-dieren-voor-bont-in-slovenie/

http://veganska-iniciativa.blogspot.gr/2013/03/slovenia-passes-progressive-animal.htmlhttp://veganska-iniciativa.blogspot.gr/2013/03/slovenia-passes-progressive-animal.html

Το 2013 επίσης το Νορβηγικο Εργατικό κόμμα εντάσει την σταδιακή κατάργηση της εκτροφής ζώων για τη γούνα τους στο μανιφέστο του κόμματος, καθώς το δημόσιο αίσθημα σχετικά με την καλή μεταχείριση των ζώων έχει αναπτυχθεί πολύ τα τελευταία χρόνια και πιστεύει ότι η κοινωνία πρέπει να δείξει ταυτόχρονα μεγάλη ευθύνη και για την ανάπτυξη της επιχειρηματικότητας αλλά και για την προστασία των ζώων.

http://www.newsinenglish.no/2013/02/12/labour-backs-fur-farm-phaseout/http://www.newsinenglish.no/2013/02/12/labour-backs-fur-farm-phaseout/

http://www.compassionforanimals.net/articles/victory-the-norwegian-labour-party-adds-fur-ban/http://www.compassionforanimals.net/articles/victory-the-norwegian-labour-party-adds-fur-ban/

Και οι απαγορεύσεις δεν σταματούν εδώ:

Προτεινόμενη νομοθεσία για την απαγόρευση της λειτουργίας των εκτροφείων γούνας εξετάζεται αυτή τη στιγμή από το Βέλγιο και την Εσθονία.

http://furbearerdefenders.com/blog/parliament-starts-debate-about-possible-ban-of-fur-productionhttp://furbearerdefenders.com/blog/parliament-starts-debate-about-possible-ban-of-fur-production

Στη Νορβηγία το 2010, απαγορεύτηκαν οι γούνες σε επιδείξεις μόδας, http://www.huffingtonpost.com/2010/12/29/oslo-fashion-week-bans-fu_n_802300.html ενώ η πώληση γούνας έχει απαγορευτεί και στο δυτικό Χόλυγουντ, καθώς το δημοτικό συμβούλιο αποφάσισε την απαγόρευση προϊόντων γούνας εντός των ορίων της πόλης, http://www.care2.com/causes/victory-west-hollywood-bans-fur.html. Επίσης, η είσοδος σε όσους φορούν γούνα απαγορεύτηκε ακόμη και σε νυχτερινά κέντρα στο Μανχάταν http://www.care2.com/greenliving/fur-coats-banned-at-several-nyc-bars.html.

Ολοένα και περισσότεροι σχεδιαστές, καταστήματα και εταιρείες απορρίπτουν τη γούνα με την υιοθέτηση μίας συγκεκριμένης πολιτικής ενάντια στο βασανισμό των ζώων στα εκτροφεία, καταναλωτές δηλώνουν την αντίθεσή τους με την αγοραστική τους δύναμη, αλλά και πολλές διασημότητες αρνούνται να φορέσουν γούνινα ρούχα και αξεσουάρ, ενώ με δηλώσεις τους ασκούν σκληρή κριτική σε αυτό το αιματηρό εμπόριο.

Πρόσφατα παραδείγματα αποτελούν ο τερματισμός πώλησης γούνας ανγκορά από εκατοντάδες καταστήματα έπειτα από τη δημοσίευση βίντεο το οποίο αποκαλύπτει τον στυγνό βασανισμό κουνελιών στα εκτροφεία, οπως και η απόφαση της Inditex Group, μίας από τις μεγαλύτερες εταιρείες ένδυσης στον κόσμο (καταστήματα ZARA, Bershka, Stradivarius, Oysho, Pull & Bear, Massimo Dutti, Uterque) να σταματήσει την πώληση προϊόντων γούνας στα καταστήματά της.

Η απόφαση αυτή είναι εξαιρετικής σημασίας αφού ο όμιλος Inditex αποτελείται από περισσότερες από 100 εταιρείες που δραστηριοποιούνται στον σχεδιασμό της κλωστοϋφαντουργίας, της παραγωγής και της διανομής. Τα καταστήματά της βρίσκονται σε περισσότερες από 400 πόλεις σε πέντε ηπείρους. Αυτή τη στιγμή η Inditex έχει 6.249 καταστήματα σε 86 χώρες.

http://furabolition.blogspot.gr/2014/02/inditex-group-zara-bershka.htmlhttp://furabolition.blogspot.gr/2014/02/inditex-group-zara-bershka.html

1 Οι έννοιες «περιβαλλοντική προστασία» ή «προστασία του περιβάλλοντος», αναφερόμενες στη σχέση μεταξύ των ανθρωπίνων κοινωνιών και του φυσικού περιβάλλοντος, εμπεριέχουν, ιδεολογικές συνδηλώσεις, που αφορούν στην ανάγκη προστασίας της φύσης από τον άνθρωπο και στην ταυτόχρονη ανθρωποκεντρική αναγωγή του στη θέση του προστάτη της φύσης, με την αντίστοιχη συνεπαγωγή για την τελευταία. Οι συνδηλώσεις αυτές είναι λανθασμένες, καθώς η διαφύλαξη της παρούσας οικολογικής ισορροπίας του παγκόσμιου οικοσυστήματος είναι αναγκαία για την προστασία, ακριβώς, των ανθρωπίνων κοινωνιών και μάλιστα από τις δικές τους δραστηριότητες, καθώς η σοβαρή διατάραξη της οικόσφαιρας δυσχεραίνει στον ένα ή τον άλλο βαθμό την αναπαραγωγή του ανθρώπινου είδους και όχι την ύπαρξη της οικόσφαιρας που άλλωστε προϋπήρξε. Με αυτή την έννοια χρησιμοποιούμε τις παραπάνω έννοιες/όρους και σύμφωνα με το κριτήριο της πλατιάς χρήσης και διάδοσής τους.

3Απαιτείται σύνδεση με επεξεργασίες τουλάχιστον από τα τμήματα ενέργειας και βιομηχανίας.

4 Η περίπτωση της Νορβηγίας που συχνά αναφέρεται αποτελεί μια μοναδική και εντελώς διαφορετική περίπτωση τόσο όσο αφορά το φυσικό περιβάλλον, τη γεωγραφική της θέση και τις αντίστοιχες συγκρουόμενες παραγωγικές δραστηριότητες, όσο και τον χρόνο και τις συνθήκες που πραγματοποιήθηκε - όχι εν μέσω κρίσης και με τον εκβιασμό του χρέους. Επίσης στηρίχθηκε σε ένα πολύ πιο οργανωμένο δημόσιο τομέα σε όλα τα στάδια της διαδικασίας αυτής.

5Στο άρθρο 2 του Ν.3986/2011 αναφέρεται ρητά ότι στο ΤΑΙΠΕΔ μεταβιβάζονται και περιέρχονται, χωρίς αντάλλαγμα: "4β) Περιουσιακής φύσεως δικαιώματα, δικαιώματα διαχείρισης και εκμετάλλευσης, κλπ, που περιλαμβάνονται στο Πρόγραμμα Αποκρατικοποιήσεων του Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2012 – 2015 του οποίου στο Κεφ. Κεφάλαιο Β΄ ΙΙ. Αποκρατικοποιήσεις, περιλαμβάνονται προς πώληση το 100% των μεταλλευτικών δικαιωμάτων εντός του 2012 και 2013.

6 Ο όρος «απορρίμματα» αναφέρεται στα οικιακά στερεά απόβλητα και σε όσα προσομοιάζουν σε αυτά

7Πέρα από τις πηγές, τις κοινωνικές και τεχνολογικές μορφές παραγωγής, μεταφοράς, διανομής και όλα τα υπόλοιπα χαρακτηριστικά που προφανώς έχουν κεντρικότατη σημασία και στα οποία θα αναφερθούμε στη συνέχεια.

8 Δεν περιλαμβάνουμε σε αυτή την τοποθέτηση περιπτώσεις σκανδαλωδών ρυθμίσεων κ.λ.π. που αφορούν συγκεκριμένες περιπτώσεις όπως του Μυτιληναίου, αλλά εξετάζουμε το γενικό φαινόμενο

9ΔΕΗ, Δελτίο Τύπου 28/01/2014, σελ. 3

http://goo.gl/W9qQgr

10 Αναλυτικά για το θέμα του βιομηχανικού ενεργειακού κόστους στο Παράρτημα

11 OECD (2012), Environmental Outlook to 2050, p.,218-223

12 UNDP (2007), Human Development Report 2007/2008, Fighting climate change, pp., 8-10

13 Ďurková P. et al., (2012), Climate refugees in the 21st century, Regional Academy on the United Nations, pp., 7,8 http://acuns.org/wp-content/uploads/2013/01/Climate-Refugees-1.pdf

16 Regional Assessment of Climate Change in the Mediterranean, Vol 1, 2 and 3, Series Advances in Global Change Research, Vol 53. ISBN 978-94-007-5792-9 στο: Χατζάκη Μ., (2013), Μεσόγειος: ένα κλίμα που αλλάζει, ένας κόσμος που προσαρμόζεται;, Αυγή, ένθετο Οικοτριβές τ. 9.

19 Η αρχή τονίζει πέρα από τον κοινό χαρακτήρα των ευθυνών για την πρόκληση και την ανάσχεση των κλιματικής αλλαγής, τις διαφοροποιημένες ευθύνες μεταξύ των κρατών αφού τα «ανεπτυγμένα» κράτη ευθύνονται ιστορικά για το 75% αυτής. Χωρίς να παραγνωρίζει τις πρωτοβουλίες και τα μέτρα που πρέπει να ληφθούν από τις «αναπτυσσόμενες» χώρες και ευρύτερα τον παγκόσμιο Νότο, σημειώνει τη διαφορά στις δυνατότητες μετριασμού, λήψης μέτρων, προσαρμογής και αντιμετώπισης των συνεπειών της, υποδηλώνοντας την ανάγκη παροχής δραστικής χρηματοδοτικής, τεχνολογικής και γενικά επιστημονικο-τεχνικής βοήθειας από τις «αναπτυγμένες» προς τις «αναπτυσσόμενες» και συνολικά τον Παγκόσμιο Νότο για την επίτευξη του στόχου ανάσχεσης της κλιματικής αλλαγής.

23 Η πρόταση θεωρεί ότι μετά τους υφυπουργούς θα υπάρχουν γενικοί διευθυντές.

24 Αυτή η μετακίνηση αφήνει «ορφανό» τις θαλάσσιες περιοχές. Θα ήταν ίσως σκόπιμο να εξεταστεί τουλάχιστον σε μεταβατικό στάδιο τα θέματα του θαλάσσιου περιβάλλοντος να ανατεθούν στο υπουργείο που θα χειρίζεται την αλιευτική πολιτική

25 Δεδομένου ότι η Επιτροπή Φύση 2000 έχει καθοδηγητικό-γνωμοδοτικό χαρακτήρα δεν χρειάζεται έγκριση του διορισμού της. Κρίνεται ωστόσο χρήσιμο να υπάρχει άμεση επαφή με την αρμόδια κοινοβουλευτική επιτροπή λόγω του σπουδαίου ρόλου της.

26 Η πρότασή μας είναι η παραμονή στο Υπουργείο Περιβάλλοντος, καθώς τα αντικείμενα της υπηρεσίας αφορούν κυρίως περιβαλλοντικές υπηρεσίες. Τα ελληνικά δάση και η πλειονότητα των χερσαίων φυσικών οικοσυστημάτων έχουν πολύ μεγαλύτερη αξία, ακόμα και με οικονομική αποτίμηση για τη βιοποικιλότητα, τις υδρονομικές λειτουργίες και την αναψυχή. Τα λιβάδια έχουν αυξημένη οικονομική σημασία αλλά η Δασική Υπηρεσία έχει αποστολή τη διατήρηση τους σε καλή οικολογική κατάσταση ώστε να μπορούν να στηρίζουν την εκτατική κτηνοτροφία.

27Πέρα από τις πηγές, τις κοινωνικές και τεχνολογικές μορφές παραγωγής, μεταφοράς, διανομής και όλα τα υπόλοιπα χαρακτηριστικά που προφανώς έχουν κεντρικότατη σημασία και στα οποία θα αναφερθούμε στη συνέχεια.

28 Το αποφασιστικό βήμα για την προώθηση των ν/φ πολιτικών ιδιωτικοποίησης και «απελευθέρωσης της αγοράς ενέργειας» έγινε με τον ν. 2773/1999 με τη σύσταση της ΡΑΕ και του ΔΕΣΜΗΕ, την μετατροπή της ΔΕΗ σε ανώνυμη εταιρία κ.α. ενώ ο ν. 4001/2011 επιχειρεί να ολοκληρώσει τις διαδικασίες. Στο τομέα των πετρελαιοειδών κομβικός υπήρξε ο ν. 3054/2002. Εκκίνηση μετοχοποιήσεων: ΔΕΠ 1998, ΔΕΠΑ 1999, ΔΕΗ 2002, με τα ΕΛΠΕ να συγχωνεύονται με την ΠΕΤΡΟΛΑ του ομίλου Λάτση το 2003. Στο τομέα του φυσικού αερίου (φ/α) η λειτουργία της αγοράς διέπεται από τον ν. 3428/2005 αλλά και από νεότερες ρυθμίσεις του ν. 4001/2011.

29 Το θέμα του φ/α χρήζει ιδιαίτερης ολοκληρωμένης και ειδικής ανάλυσης καθώς αφορά και θέματα ενεργειακής εξάρτησης, ασφάλειας εφοδιασμού, διαφοροποίησης προμηθευτών, συνολικά ένταξης στο ενεργειακό μίγμα, μεταφοράς κ.α.

30 Είναι σημαντικό να σημειώσουμε ότι η συρρίκνωση των παγίων επενδύσεων και ιδιαίτερα στις υποδομές, στο πλαίσιο του κανόνα της οικονομίας παγίου κεφαλαίου, για την μεγιστοποίηση των βραχυπρόθεσμων αποδόσεων κεφαλαίου και την ελαχιστοποίηση του ρίσκου και της αβεβαιότητας (φαινόμενο που συνδέεται με την χρηματιστικοποίηση),αποτελεί χαρακτηριστικό φαινόμενο των «απελευθερωμένων αγορών» ενέργειας που ευθύνεται για πλήθος προβλημάτων, αλλά και για την ανακοπή οποιασδήποτε ενεργειακής μετάβασης.

31 Τονίζουμε ότι όταν αναφερόμαστε στις Α.Π.Ε ως πηγές αναφερόμαστε σε εγχώριες ενεργειακής πηγές οι οποίες είναι αραιές, διάσπαρτες και ορισμένες π.χ. γεωθερμικά πεδία, χωρικά εντοπισμένες. Ένα σημαντικό χαρακτηριστικό τους είναι ότι δεν μπορούν να καταστούν άμεσα αντικείμενο ιδιωτικής ιδιοκτησίας π.χ. ηλιακή, αιολική, κυματική παρουσιάζοντας χαρακτηριστικά ελεύθερου διαθεσίμου –αγαθού.

32 Σημειώνουμε ότι, ενώ ο όρος χρησιμοποιείται, δεν έχει νομικά καταχυρωθεί, με συνέπεια να μην υπάρχει ο αντίστοιχος νομικός ορισμός, τα πρότυπα και η συνακόλουθο αποτύπωση της κατηγορίας αυτής.

33 Δεν περιλαμβάνουμε σε αυτή την τοποθέτηση περιπτώσεις σκανδαλωδών ρυθμίσεων κ.λ.π. που αφορούν συγκεκριμένες περιπτώσεις όπως του Μυτιληναίου, αλλά εξετάζουμε το γενικό φαινόμενο

35 European Commission, (2014), Energy Economic Developments in Europe,pp., 12, http://ec.europa.eu/economy_finance/publications/european_economy/2014/pdf/ee1_en.pdf

36 European Commission, (2014),Commission Staff Working Document, Energy prices and costs report, p. 227 http://ec.europa.eu/energy/doc/2030/20140122_swd_prices.pdf

37ΔΕΗ, Δελτίο Τύπου 28/01/2014, σελ. 3

http://goo.gl/W9qQgr

2024 © left.gr | στείλτε μας νεα, σχόλια ή παρατηρήσεις στο [email protected]
§ Όροι χρήσης για αναδημοσιεύσεις Αναφορά Δημιουργού-Μη Εμπορική Χρήση 3.0 Μη εισαγόμενο (CC BY-NC 3.0)