to top
  • βρείτε μας στο Twitter
  • βρείτε μας στο Facebook
  • βρείτε μας στο YouTube
  • στείλτε μας email
  • εγγραφείτε στο RSS feed
  • international version

Σχεδιάζοντας την αποτυχία

Οι αρνητικές επιδόσεις της ελληνικής οικονομίας από τις πολιτικές της κυβέρνησης της Νέας Δημοκρατίας δεν ξεκίνησαν εν μέσω πανδημίας


Η κρίση του χρηματοπιστωτικού συστήματος που ξεκίνησε το 2008 απέδειξε με τον πλέον δραματικό τρόπο την παταγώδη αποτυχία του νεοφιλελευθερισμού και των πλασματικών αξιών που είχαν δημιουργηθεί, αλλά και του ίδιου του καπιταλισμού, που κυριάρχησαν σε παγκόσμιο επίπεδο και οι οποίες εκφράστηκαν με την ίδια τη χρεοκοπία του νεοφιλελεύθερου μοντέλου ανάπτυξης της χώρας μας που ακολουθούνταν διαχρονικά.

Ο ρόλος των τραπεζών

Ο κομβικός ρόλος των τραπεζών στη λειτουργία της οικονομίας και τις συναλλαγές της κοινωνίας και των νοικοκυριών τις εξέλιξε σε γιγάντιους φορείς παροχής ποικίλων χρηματοοικονομικών υπηρεσιών, από υπηρεσίες αποταμίευσης, δανειοδοτήσεων, επενδύσεων, ασφαλίσεων μέχρι την πληρωμή ποικίλων καθημερινών λογαριασμών.

Η αυτονόμησή τους δε επήλθε κυρίως μέσω: α) της διαδικασίας απελευθέρωσης του χρηματοπιστωτικού συστήματος από ποικίλες μορφές δημόσιου και κοινωνικού ελέγχου, που έλαβε χώρα μετά το 1986, β) της προστασίας των συναλλασσόμενων, η οποία αφέθηκε ουσιαστικά στην αυτορρύθμιση των τραπεζών, ενώ παράλληλα τέθηκαν εκτός δημόσιας πολιτικής οι επιπτώσεις από την πολιτική των τραπεζών στην απασχόληση, στην ανάπτυξη και στις επενδύσεις, γ) της διαδικασίας ιδιωτικοποίησης, που τροποποίησε σημαντικά τη μορφή που διατηρούσε το εγχώριο τραπεζικό σύστημα για δεκαετίες και δ) της ραγδαίας μείωσης των επιτοκίων και της κατάργησης των περιορισμών στις χορηγήσεις δανείων, που εκτόξευσαν τον δανεισμό νοικοκυριών και επιχειρήσεων οδηγώντας στα ύψη την κερδοφορία των τραπεζών.

Η ανεξέλεγκτη δραστηριοποίηση των τραπεζών και η κερδοσκοπική στοχοπροσήλωση της λειτουργίας τους αποτελούσε ένα από τα κομμάτια του παζλ που οδήγησαν στην κρίση τόσο τον χρηματοπιστωτικό τομέα όσο και το μοντέλο ανάπτυξης που είχε διαμορφωθεί στη χώρα επί σειρά ετών.

Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι τα συνολικά καθαρά κέρδη των έξι μεγαλύτερων τραπεζών, οι οποίες συγκέντρωναν πάνω από το 75% της αγοράς, υπερτετραπλασιάστηκαν την εξαετία μεταξύ 2002-2008, καθώς, από 930 εκατ. ευρώ το 2002, υπερέβησαν τα 4 δισ. ευρώ το 2008.

Ο φαύλος κύκλος της ύφεσης και των κόκκινων δανείων

Ήδη το 2008 είχε διαμορφωθεί ένας φαύλος κύκλος: από τη μία πλευρά οι τράπεζες περιόριζαν τις πιστώσεις τους, με αποτέλεσμα να εντείνουν την ύφεση της πραγματικής οικονομίας, και από την άλλη η ύφεση αυτή, η αύξηση της ανεργίας και η καθήλωση των μισθών και του λαϊκού εισοδήματος δυσκόλευε την εξυπηρέτηση των δανείων.

Σήμερα η χώρα ζει μια βαθύτατη ύφεση, ως αποτέλεσμα της αντιαναπτυξιακής πολιτικής που ακολουθεί η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας. Μιας νεοφιλελεύθερης πολιτικής αποσπασματικών και ανεπαρκών μέτρων, δηλαδή της λογικής τού «βλέποντας και κάνοντας». Η ολιγωρία της κυβέρνησης και η έλλειψη ενός ολοκληρωμένου και εμπροσθοβαρούς προγράμματος στήριξης της οικονομίας και της κοινωνίας από τις επιπτώσεις της πανδημίας επέφερε πρωτοφανή κατάρρευση των εξαγωγών, των επενδύσεων, του τουρισμού, της κατανάλωσης και αύξηση της ανεργίας στο 18,3%. Οι δυσοίωνες προβλέψεις, δυστυχώς, επιβεβαιώθηκαν με τον πλέον εκκωφαντικό τρόπο, καθώς η ύφεση στο δεύτερο τρίμηνο του 2020 ανήλθε στο -15,2%, όπου, σε συνδυασμό με το αρνητικό ρεκόρ αποπληθωρισμού στο -2,3%, δημιουργούν ένα επικίνδυνο σπιράλ για βαθιά και παρατεταμένη ύφεση.

Οι αρνητικές επιδόσεις της ελληνικής οικονομίας από τις πολιτικές της κυβέρνησης της Νέας Δημοκρατίας δεν ξεκίνησαν εν μέσω πανδημίας. Η ελληνική οικονομία είχε ήδη ξεκινήσει να συρρικνώνεται από το τρίτο και τέταρτο τρίμηνο του 2019 καθώς και το πρώτο τρίμηνο του 2020 (-0,9%), δηλαδή πολύ πριν αρχίσουν να εμφανίζονται τα σημάδια της πανδημίας στην οικονομία. Και όλα αυτά όταν είχε παραλάβει από τον ΣΥΡΙΖΑ μια θωρακισμένη οικονομία, που έτρεχε με ρυθμό ανάπτυξης +2,8%, με αναπτυξιακή πορεία επί 12 συνεχή τρίμηνα και με απόθεμα ρευστότητας 37 δισ. ευρώ, για πρώτη φορά στην Ιστορία της χώρας.

Για τον λόγο αυτόν η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας χρησιμοποιεί εν πολλοίς τον κορωνοϊό και ως προπέτασμα για να κρύψει τις αποτυχίες της.

Ωστόσο, οι συνειδητές επιλογές της κυβέρνησης εν μέσω υγειονομικής κρίσης έχουν επιφέρει ανυπολόγιστες ζημιές στις μικρές και μικρομεσαίες επιχειρήσεις αλλά και στα νοικοκυριά.

Άλλωστε, όπως προκύπτει από την εκτέλεση του προϋπολογισμού, μέχρι το τέλος Αυγούστου 2020, η κυβέρνηση έχει δαπανήσει για άμεση ενίσχυση της κοινωνίας και της πραγματικής οικονομίας μόλις 4,6 δισ. ευρώ, γεγονός που κατατάσσει την Ελλάδα στην προτελευταία θέση της Ευρωζώνης, αναφορικά με τις δαπάνες στήριξης της οικονομίας. Τα παντελώς ανεπαρκή μέτρα της κυβέρνησης για τη στήριξη της οικονομίας αποδεικνύονται και από την απώλεια πάνω από 200.000 θέσεων εργασίας, καθώς και τη ραγδαία αύξηση των ελαστικών μορφών εργασίας. Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι η Ελλάδα είναι 26η στους 27 της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην ανεργία των νέων, με 39,3% τον Αύγουστο του 2020.

Η απροθυμία των τραπεζών

Η κατάσταση επιδεινώνεται και από την απροθυμία των εμπορικών τραπεζών να διοχετεύσουν πόρους στην πραγματική οικονομία. Παράλληλα, καταγράφεται και αστοχία των δράσεων, αφού δεν λαμβάνουν υπόψη μια βασική αδυναμία της αγοράς, το γεγονός δηλαδή ότι οι μικρές επιχειρήσεις δεν διαθέτουν εξασφαλίσεις ώστε να αποκτήσουν πρόσβαση στη ρευστότητα.

Την ίδια στιγμή όμως, οι τράπεζες έχουν επωφεληθεί από την ΕΚΤ, ειδικά μετά την κατ’ εξαίρεση (waiver) αποδοχή των ελληνικών ομολόγων ως εξασφαλίσεων (λόγω της πανδημίας), όπου μέσω των προγραμμάτων TLTROs (targeted longer - term refinancing operations) παρέχει ρευστότητα στις τράπεζες με αρνητικό επιτόκιο -0,50%, επιτρέποντας στις συστημικές τράπεζες να χρηματοδοτήσουν πολύ φθηνότερα τους ισολογισμούς τους και να αυξήσουν το ενεργητικό τους με τη χορήγηση νέων δανείων.

Πρακτικά δηλαδή, η ΕΚΤ πληρώνει τις τράπεζες για να δανειστούν, με σκοπό να χρηματοδοτήσουν την ανάκαμψη της πραγματικής οικονομίας, με στοχευμένα προγράμματα ενίσχυσης μικρομεσαίων επιχειρήσεων. Απόρροια αυτής της στρατηγικής ήταν το πρώτο εξάμηνο του 2020, να ενισχυθούν οι ελληνικές τράπεζες με 16 δισ. ευρώ περίπου, εκ των οποίων όμως μόλις τα 4,3 δισ. ευρώ χρησιμοποιήθηκαν σε δανειοδοτήσεις και ειδικά των λεγόμενων «καλών» πελατών τους, αφού πάνω από το 80% διοχετεύτηκε σε αυτούς.

Αναντίρρητα, πέρα από τα αυστηρά και σχεδόν απαγορευτικά τραπεζικά κριτήρια δανεισμού, ένας ακόμη αρνητικός παράγοντας είναι τα ιδιαίτερα «ακριβά» επιτόκια δανεισμού των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών. Στην Ελλάδα, το μέσο επιτόκιο για δάνεια μικρών και μικρομεσαίων επιχειρήσεων έως 250.000 ευρώ διαμορφώνεται σήμερα στο 4,31%, όταν στην Ευρώπη αυτό δεν ξεπερνά το 2%. Για τις μεγάλες επιχειρήσεις, το μέσο επιτόκιο δανεισμού για άνω του 1 εκατ. ευρώ στην Ελλάδα διαμορφώνεται στα 2,65%, έναντι 1,20% στην Ευρώπη. Αντίστοιχα υψηλό στην Ελλάδα είναι και το μέσο επιτόκιο δανεισμού για τα καταναλωτικά και στεγαστικά δάνεια, 10,75% και 2,98 αντίστοιχα, όταν στην Ευρώπη για τα μεν καταναλωτικά δάνεια είναι 4,86%, για τα δε στεγαστικά 1,40%.

Η χρηματοπιστωτική ιδεοληψία της κυβέρνησης

Μέσα σε αυτό το πλαίσιο είναι προφανές ότι οι τράπεζες δεν επιτελούν τον ρόλο τους, καθώς, ενώ αντλούν ρευστότητα, δεν τη διοχετεύουν σε αυτούς που την έχουν περισσότερο ανάγκη, όπως οι μικρές και μικρομεσαίες επιχειρήσεις. Ειδικά σε περιόδους κρίσης, οι τράπεζες πρέπει να λειτουργούν αντικυκλικά και όχι προκυκλικά, δηλαδή να απαλύνουν τις συνέπειες της κρίσης και όχι να τις εντείνουν περαιτέρω. Πρακτικά λοιπόν, οι τράπεζες επιλέγουν ποιες επιχειρήσεις θα παραμείνουν βιώσιμες κατά την περίοδο της πανδημίας αλλά και στη μετα-Covid εποχή.

Θα μπορούσε να χαρακτηριστεί και ως ιδεολογική στοχοπροσήλωση η πρωτοφανής αστοχία της κυβέρνησης να θέσει το κατάλληλο πλαίσιο για να ενισχύσει την οικονομία και την κοινωνία, με τη χρήση όλων των δυνατοτήτων και των απαραίτητων χρηματοδοτικών εργαλείων που έχει στη διάθεσή της, ειδικά τώρα που υπάρχει η αναστολή του Συμφώνου Σταθερότητας και μεγάλη ρευστότητα από την ΕΚΤ.

Άλλωστε δεν μπορούσε να είναι διαφορετικά, αφού βλέπει την κρίση σαν ευκαιρία για να αναδιαρθρώσει και να ανακατατάξει την αγορά προς όφελος των ισχυρών και εις βάρος της κοινωνίας, των εργαζομένων και των ασθενέστερων, αλλά και των μικρών και μικρομεσαίων επιχειρήσεων.

Η κυβέρνηση συνειδητά δεν αξιοποιεί τις προτάσεις του ΣΥΡΙΖΑ, που εδράζονται σε ένα ολοκληρωμένο και κοστολογημένο πρόγραμμα ενίσχυσης της κοινωνίας και της πραγματικής οικονομίας (π.χ. ενίσχυση των επιχειρήσεων με μόνο κριτήριο τη διατήρηση των θέσεων εργασίας, επιδότηση των ασφαλιστικών εισφορών και του μισθολογικού κόστους, αξιοποίηση ευρωπαϊκών πόρων και του ΕΣΠΑ κ.ά.).

Η τακτική αυτή της κυβέρνησης μόνο δυσοίωνες προοπτικές μπορεί να έχει για την ελληνική οικονομία, οδηγώντας σε βαθύτερη ύφεση, σε λουκέτο χιλιάδες επιχειρήσεις, στην αύξηση της ανεργίας, στην εκτίναξη των μη εξυπηρετούμενων δανείων, στην περαιτέρω συρρίκνωση του ΑΕΠ και στην αύξηση του χρέους.

Υπάρχει λύση; Η κοινωνική αμφισβήτηση της νεοδημοκρατικής αφήγησης, η προγραμματική αντιπαράθεση, η δράση των κινημάτων αντίστασης και πολιτικής ανατροπής, η πολιτική δράση του ΣΥΡΙΖΑ, συνδυασμένη με την κινηματική δράση των μελών του.

Στόχος: να ηττηθεί η κυβερνητική πολιτική και να ηττηθεί εκλογικά η Ν.Δ., όποτε και αν γίνουν εκλογές.

* Ο Δημήτρης Βίτσας είναι βουλευτής Δυτικής Αττικής του ΣΥΡΙΖΑ - Προοδευτική Συμμαχία

tags: άρθρα

2024 © left.gr | στείλτε μας νεα, σχόλια ή παρατηρήσεις στο [email protected]
§ Όροι χρήσης για αναδημοσιεύσεις Αναφορά Δημιουργού-Μη Εμπορική Χρήση 3.0 Μη εισαγόμενο (CC BY-NC 3.0)