to top
  • βρείτε μας στο Twitter
  • βρείτε μας στο Facebook
  • βρείτε μας στο YouTube
  • στείλτε μας email
  • εγγραφείτε στο RSS feed
  • international version

Για τις κατσαρίδες δεν ξέρω αν έχουν πει τίποτα οι αρχαίοι ημών πρόγονοι!


Στα κοινωνικά μέσα θα το βρείτε συχνά γραμμένο «πσόφος», μια στραβογραψιά στην οποία αναφέρθηκα χτες μαζί με άλλα συναφή φαινόμενα. Ωστόσο, η λέξη του τίτλου έχει μεγάλο ετυμολογικό ενδιαφέρον, οπότε σκέφτηκα να της αφιερώσω το σημερινό άρθρο, μια και δεν ταίριαζε να τα αναπτύξω αναλυτικά στο χτεσινό άρθρο, που είχε άλλο θέμα.

Είτε γραμμένη «ψόφος» είτε «πσόφος», η λέξη χρησιμοποιείται, κατά τον ορισμό του slang.gr, «ως κατάρα για να εκφράσει εντονότατη οργή στα κοινωνικά μέσα δικτύωσης, αλλά και σε πιο συμβατικές μορφές έκφρασης, όπως τα γκράφιτι».

Η κατάρα αυτή εκφέρεται μονολεκτικά στα κοινωνικά μέσα (δείτε εδώ ένα νόστιμο σατιρικό άρθρο του Κουλουριού), ενώ σε παλιότερες εποχές που ήμασταν λιγότερο λακωνικοί η κατάρα εκφερόταν αναλυτικότερα, π.χ. «κακό ψόφο να’χεις».

Ψόφος είναι ο θάνατος των ζώων, ιδίως από ασθένεια. «Κακό σκυλί ψόφο δεν έχει», λέει η παροιμία. Όταν πεις «ψόφησε» για ένα ζώο, είναι ουδέτερη η χρήση (δεν θα το πεις για το αγαπημένο σου κατοικίδιο, βέβαια). Όταν πεις «ψόφησε» για έναν άνθρωπο, δείχνεις αμέσως έντονη απέχθεια για το πρόσωπό του, είναι βαριά κουβέντα. Τις προάλλες διάβασα κάπου ένα άρθρο για τον Δάγκουλα, τον διαβόητο συνεργάτη των Γερμανών στη Θεσσαλονίκη, που τον πρόλαβαν οι Ελασίτες και τον σκότωσαν στο τέλος της Κατοχής κι έτσι δεν έγινε υπουργός μεταπολεμικά -είχε και δυο αποκόμματα εφημερίδων με την είδηση του θανάτου του, και στη μιαν απ’ αυτές ο τίτλος ήταν «ψόφησε ο Δάγκουλας».

Φυσικά υπάρχουν πάμπολλες λέξεις και εκφράσεις, με ένα πλήρες φάσμα από αποχρώσεις, για τη μόνη βεβαιότητα της ζωής μας, αλλά δεν θέλω να επεκταθώ προς τα εκεί, ας μείνουμε προς το παρόν στο ότι ο άνθρωπος πεθαίνει και το ζώο ψοφάει.

Ωστόσο, δεν είναι αυτή η αρχική σημασία της λ. ψόφος, ούτε η μοναδική -άλλωστε, ξέρουμε πως όταν κάνει πολύ κρύο λέμε ότι «έχει ψόφο», που είναι ήδη μια άλλη σημασία. Ούτε αυτή όμως είναι η αρχική.

Στα αρχαία ελληνικά, ψόφος ήταν ο θόρυβος. Η λέξη χρησιμοποιόταν κυρίως για άναρθρους θορύβους, όχι για την ανθρώπινη φωνή. Ο ψόφος ετυμολογείται από ένα επιφώνημα ψο, που εξέφραζε αηδία και αποστροφή.

Το ρήμα «ψοφώ» λοιπόν αρχικά σήμαινε κάνω θόρυβο, ας πούμε όπως η αρβύλα στο χώμα (ψοφεί αρβύλη) ή η αλυσίδα ή η οπλή του αλόγου ή το κτίριο που πέφτει. Υπήρχε και η φράση «ψοφείν τας θύρας», που τη λέγανε όταν χτυπούσαν την πόρτα -αλλά όχι απέξω για να μπουν παρά από μέσα για να βγουν.

Πράγματι, παρόλο που σκορπάμε ένα σκασμό ώρες για να μη μαθαίνουμε αρχαία στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση, λίγοι ξέρουν ότι στα σπίτια των αρχαίων Αθηναίων οι πόρτες άνοιγαν προς τα έξω -και επειδή τα σοκάκια της αρχαίας πόλης ήταν στενά, ο αρχαίος Αθηναίος που ήθελε να βγει από το σπίτι του έπρεπε να χτυπήσει την πόρτα, ώστε να τον ακούσει ο διαβάτης που περνούσε και να παραμερίσει. Όπως λέει ένα απόσπασμα του Μενάνδρου, «την θύραν ψοφεί τις εξιών». Να σημειωθεί ότι όταν χτυπούσε την πόρτα ο επισκέπτης απ’ έξω για να του ανοίξουν οι νοικοκυραίοι, τότε χρησιμοποιούσαν άλλο ρήμα, το κόπτω ή το κρούω την θύραν.

Με την πάροδο του χρόνου, οι λέξεις ψοφώ και ψόφος συνδέθηκαν με τον ήχο που κάνει το ζώο όταν πέφτει πεθαίνοντας, και κατά την ελληνιστική εποχή εμφανίζεται και η σημασία ψοφώ = πεθαίνω, για ζώα, ενώ, όπως λέει το ετυμολογικό λεξικό του Μπαμπινιώτη σποραδικά από τον 5ο μΧ αιώνα το ρ. ψοφώ χρησιμοποιείται και για θάνατο ανθρώπου. Από τη σημασία ψόφος = θάνατος (κυρίως ζώου) προέκυψε τα νεότερα χρόνια και η σημασία του έντονου κρύου.

Ενδιαφέρον είναι ότι η σύνδεση του θορύβου με τον θάνατο εμφανίζεται επίσης στο λατινικό ρήμα crepare, που σήμαινε στα κλασικά λατινικά «κροτώ, σπάω με θόρυβο» και πήρε στα λατινικά της όψιμης εποχής και ιδίως στις νεότερες γλώσσες τη σημασία «σκάω, ψοφάω» -από εκεί και το δικό μας «κρεπάρω».

Οι γιατροί θα μας πουν ότι η αρχική σημασία του ψόφου διατηρείται και στις μέρες μας στην ορολογία τους, όπου ο μυικός ψόφος είναι ακροαστικό φαινόμενο. Σε κανένα βαθύ καθαρευουσιάνικο κείμενο μπορεί να συναντήσετε τη λέξη «αψοφητί» (δηλ. αθόρυβα). Αλλά και στο γενικό λεξιλόγιο, όταν λέμε κάποιον «ψοφοδεή», δηλαδή φοβιτσιάρη, δεν συνειδητοποιούμε ίσως ότι η λέξη είχε φτιαχτεί για εκείνους που φοβούνται και τον παραμικρό θόρυβο (ψόφο). Στο ετυμολογικό του Μπαμπινιώτη βρίσκω κι έναν ορισμό νεοπλατωνικού σχολιαστή: Ψοφοδεείς δε λέγονται οι τους ψόφους των μυιών δεδοικότες, δηλαδή όσοι φοβούνται τον θόρυβο των μυγών ποντικών.

Για τις κατσαρίδες δεν ξέρω αν έχουν πει τίποτα οι αρχαίοι ημών πρόγονοι!

2024 © left.gr | στείλτε μας νεα, σχόλια ή παρατηρήσεις στο [email protected]
§ Όροι χρήσης για αναδημοσιεύσεις Αναφορά Δημιουργού-Μη Εμπορική Χρήση 3.0 Μη εισαγόμενο (CC BY-NC 3.0)