to top
  • βρείτε μας στο Twitter
  • βρείτε μας στο Facebook
  • βρείτε μας στο YouTube
  • στείλτε μας email
  • εγγραφείτε στο RSS feed
  • international version

Το πρόβλημα των συμμαχιών

Ο κόσμος δεν στράφηκε στον ΣΥΡΙΖΑ επειδή αισθάνθηκε «προδομένος» από το ΠΑΣΟΚ. Αλλά επειδή με την κρίση και τα μνημόνια άλλαξαν τα αντικειμενικά δεδομένα που μέχρι τότε προσδιόριζαν σε μεγάλο βαθμό την ψήφο των κατώτερων και μεσαίων τάξεων.


Αποσαφηνίζω εκ των προτέρων πως γενικά αποφεύγω τις προβλέψεις. Το σύστημα της απλής αναλογικής, ωστόσο, σχεδόν μας αναγκάζει να προβούμε σε κάποιες πολιτικές εκτιμήσεις -όχι προβλέψεις- για πιθανές (τονίζω το «πιθανές») εξελίξεις που θα προκύψουν μετά το αποτέλεσμα της πρώτης Κυριακής των εκλογών, εάν δεν υπάρχει αυτοδυναμία κανενός κόμματος (που θεωρείται και το πιο πιθανό). Πιο συγκεκριμένα, από τη σκοπιά της Αριστεράς και του ΣΥΡΙΖΑ, κρίσιμη είναι η εκτίμηση για τις πιθανές προθέσεις του ΠΑΣΟΚ-Κινήματος Αλλαγής (για συντομία ΠΑΣΟΚ από εδώ και στο εξής) όσον αφορά το ζήτημα των μετεκλογικών συνεργασιών, καθότι πιθανότατα αυτό θα είναι το τρίτο κόμμα.

Η προσέγγισή μου λαμβάνει υπόψη κυρίως την ιστορική πορεία του ΠΑΣΟΚ με αναφορά στις κοινωνικο-ταξικές συνθήκες και τον διακριτό ρόλο του εντός αυτών. Τούτος ο ρόλος γίνεται πληρέστερα κατανοητός αν απομακρυνθούμε λίγο από το θεωρητικό σχήμα που αναζητεί στατικές σχέσεις εκπροσώπησης μεταξύ πολιτικών κομμάτων και κοινωνικών τάξεων ή στρωμάτων. Το ΠΑΣΟΚ δεν ήταν τόσο το κόμμα της μικροαστικής τάξης ή των μεσαίων τάξεων/στρωμάτων (με ό,τι μπορεί να σημαίνουν τούτοι οι ούτως ή άλλως αμφίσημοι και συζητήσιμοι όροι), όσο το πολιτικό μόρφωμα εκείνο που εξέφρασε καλύτερα από οποιοδήποτε άλλο την ιδιόρρυθμη κοινωνικο-πολιτική δυναμική που επικράτησε στη χώρα μας κατά τις πρώτες δεκαετίες μετά τη Μεταπολίτευση.

Ηταν το κόμμα εκείνο που εξέφρασε, τόσο σε επίπεδο ρητορικής όταν ήταν στην αντιπολίτευση όσο και σε επίπεδο θεσμικών μεταρρυθμίσεων όταν βγήκε κυβέρνηση, τη συσσωρευμένη δυσαρέσκεια των κυριαρχούμενων τάξεων αλλά και την ανάγκη προώθησης ενός τρομακτικά καθυστερημένου -για τα τότε ευρωπαϊκά δεδομένα- καπιταλιστικού εκσυγχρονισμού. Αν η Νέα Δημοκρατία του Κωνσταντίνου Καραμανλή ήταν το κόμμα που προσέδωσε στη χώρα έναν ευρωπαϊκό προσανατολισμό στη σφαίρα της εξωτερικής πολιτικής και των κοινοβουλευτικών θεσμών (νομιμοποίηση των κομμουνιστικών κομμάτων, δημοψήφισμα για τη βασιλεία), το ΠΑΣΟΚ του Ανδρέα Παπανδρέου, παρά τη ρητορική εναντίον της ΕΟΚ, ήταν το κόμμα που διεκπεραίωσε τούτον τον εξευρωπαϊσμό στο επίπεδο της κοινωνικής πολιτικής (ΕΣΥ) και του θεσμικού εκσυγχρονισμού (οικογενειακό δίκαιο, εκδημοκρατισμός τριτοβάθμιας εκπαίδευσης). Παρά την προσωπική αντιπαλότητα μεταξύ των τότε πολιτικών αρχηγών, τα δύο κόμματα αλληλοσυμπληρώνονταν. Το ΠΑΣΟΚ έφερε εις πέρας τις αστικές μεταρρυθμίσεις που η Δεξιά δεν τολμούσε να προωθήσει εξαιτίας των αγκυλώσεων που τη συνέδεαν με το σκληρό αντικομμουνιστικό προδικτατορικό της παρελθόν. Κάτω από την επιφάνεια της ρητορικής, και παρά την επιμονή πολλών να το χαρακτηρίζουν «λαϊκιστικό», το ανδρεϊκό ΠΑΣΟΚ ήταν μάλλον ο κυριότερος πολιτικός φορέας του μεταδικτατορικού αστικού εκσυγχρονισμού.

Γι’ αυτό και όταν συνέβη η μετάβαση από το ΠΑΣΟΚ του Ανδρέα Παπανδρέου σε εκείνο του Κώστα Σημίτη δεν επρόκειτο για καμιά συγκλονιστική μετάλλαξη. Το σημιτικό ΠΑΣΟΚ ήταν απλώς η προσαρμογή της ελληνικής εκδοχής της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας στη μετα-Μάαστριχτ εποχή – που σημαίνει στις συνθήκες του διεθνώς θεσμοποιημένου πλέον νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού. Σε αυτό το πλαίσιο, δεν αποτέλεσε καμιά έκπληξη ούτε η εφαρμογή του πρώτου μνημονίου αλλά ούτε και η συμμετοχή στη συγκυβέρνηση που εφάρμοσε το δεύτερο. Η μεγάλη αλλαγή έγινε στους ψηφοφόρους του ΠΑΣΟΚ – που σημαίνει στην κοινωνική βάση τού μέχρι τότε κυρίαρχου πολιτικού συστήματος.

Ο κόσμος δεν στράφηκε στον ΣΥΡΙΖΑ επειδή αισθάνθηκε «προδομένος» από το ΠΑΣΟΚ. Αλλά επειδή με την κρίση και τα μνημόνια άλλαξαν τα αντικειμενικά δεδομένα που μέχρι τότε προσδιόριζαν σε μεγάλο βαθμό την ψήφο των κατώτερων και μεσαίων τάξεων. Το ΠΑΣΟΚ, ως συστημικό κόμμα, εξέφραζε τούτες τις τάξεις στον βαθμό που στην ελληνική κοινωνία επικρατούσε μια στοιχειώδης κοινωνική συνοχή. Οταν η τελευταία διαλύθηκε, αναμενόμενο ήταν οι φτωχοποιημένες τάξεις να στραφούν προς την αντισυστημική, δηλαδή ριζοσπαστική Αριστερά.

Παρά την εφαρμογή του τρίτου μνημονίου, ο ΣΥΡΙΖΑ κατάφερε σ’ έναν βαθμό να διατηρήσει τον αντισυστημικό, ταξικό του χαρακτήρα. Οπως ήδη είχε φανεί στις ευρωεκλογές του 2019, ο ΣΥΡΙΖΑ έχασε το μεγαλύτερο μέρος των μεσαίων τάξεων, αλλά εξακολούθησε να υπερισχύει στην αληθινά κατώτερη τάξη: στην τάξη των ανέργων – για την οποία, σε συνθήκες δημοσιονομικής ασφυξίας και εις βάρος των μεσαίων τάξεων, είχε κατορθώσει να φροντίσει με μέτρα για την ανθρωπιστική κρίση. Παρά την «κεντρώα» στροφή στην πολιτική του, ο ΣΥΡΙΖΑ παραμένει κόμμα των κατώτερων τάξεων. Και γι’ αυτό εξακολουθεί να αποτελεί απειλή για το σύστημα. Δεν χρειάζεται ιδιαίτερη προβλεπτική ικανότητα για να εκτιμήσουμε ποια είναι η πιθανότερη προτίμηση του καθ’ όλα συστημικού ΠΑΣΟΚ όταν θα έχει να επιλέξει με ποιο από τα δύο υπερισχύοντα κόμματα θα σχηματίσει κυβέρνηση.

*O Kύρκος Δοξιάδης είναι ομότιμος καθηγητής της Κοινωνικής Θεωρίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών

2024 © left.gr | στείλτε μας νεα, σχόλια ή παρατηρήσεις στο [email protected]
§ Όροι χρήσης για αναδημοσιεύσεις Αναφορά Δημιουργού-Μη Εμπορική Χρήση 3.0 Μη εισαγόμενο (CC BY-NC 3.0)