Το σχέδιο νόμου του υπουργείου Ανάπτυξης, Ανταγωνιστικότητας, Υποδομών, Μεταφορών και Δικτύων αποτελεί συνέχεια του πρόσφατα ψηφισθέντος νόμου «Περί Βελτίωσης της Επιχειρηματικότητας» και των «Μνημονίων Συν-αντίληψης και Συνεργασίας μεταξύ των πρώην Υπουργείου Πολιτισμού και ΥΠΕΧΩΔΕ/Μεταφορών και Δικτύων», που σύμφωνα με τον ΣΕΚΑ "αποσκοπούν και ορίζουν ξεκάθαρα τους τρόπους επίσπευσης του αρχαιολογικού έργου στα μεγάλα δημόσια έργα. Αυτή η αλλεπάλληλη σειρά αποφάσεων και νομοσχεδίων καταργεί τον δημόσιο χαρακτήρα του πολιτισμού νομιμοποιώντας επενδυτές-ιδιώτες στη διαχείριση της πολιτιστικής μας κληρονομιάς, εις βάρος του αρχαιολογικού έργου και των μνημείων".
Το σχέδιο νόμου, όπως ορίζει το Άρθρο 9 για την επιτάχυνση των επενδύσεων, υποβαθμίζει την Αρχαιολογική Υπηρεσία, παρακάμπτει τον Αρχαιολογικό Νόμο και "αντιβαίνει τις διατάξεις του Συντάγματος περί προστασίας Πολιτισμικής Κληρονομιάς", δεδομένου ότι "ο ρόλος της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας «αντικαθίσταται» από Προεδρικά Διατάγματα κατόπιν υποβολής κοινής πρότασης των δύο αρμόδιων υπουργείων (Ανάπτυξης-Πολιτισμού) κατά παρέκκλιση κάθε άλλης διάταξης, και χωρίς να απαιτείται έκδοση άλλης απόφασης από τις αρχαιολογικές υπηρεσίες". Επιπλέον στο Άρθρο 4 επιτρέπει να γίνονται μετατάξεις υπαλλήλων στη Γενική Γραμματεία Στρατηγικών και Ιδιωτικών Επενδύσεων «κατά παρέκκλιση των κείμενων διατάξεων", μετατρέποντας τους αρχαιολόγους σε υπαλλήλους -και τυπικά- του υπουργείου Ανάπτυξης.