to top
  • βρείτε μας στο Twitter
  • βρείτε μας στο Facebook
  • βρείτε μας στο YouTube
  • στείλτε μας email
  • εγγραφείτε στο RSS feed
  • international version

Προμηθέας Εξόριστος

Μια ριζοσπαστική παράσταση του «Προμηθέα Δεσμώτη», από τον Νίκο Καραθάνο, στη Στέγη του Ιδρύματος Ωνάση, που βάζει τα οικογενειακά δεσμά στο κέντρο της.


(φωτ. Ανδρέας Σιμόπουλος)

«Όταν ήμουν παιδί, μου άρεσαν οι Κυριακές, γιατί είχε καλό φαγητό στο σπίτι. Καθόμασταν στο τραπέζι και η μητέρα μου έδινε πρώτα πιάτο στον πατέρα μου. Εκείνος μια φορά το πήρε κι έκανε αυτό…», λέει ο Νίκος Καραθάνος, στην έναρξη της παράστασης Προμηθέας, και σπάει ένα πιάτο. Σπάει κι ένα δεύτερο κι ένα τρίτο κι ένα τέταρτο, γεμίζοντας θραύσματα το σανίδι.

Μ’ αυτή την αναπαράσταση, μάς προσφέρει, άραγε, ένα κλειδί για την κατανόηση των όσων θα ακολουθήσουν; Το πιάτο που σπάει ο πατέρας είναι, άραγε, η καταστατική πράξη του δικού του Προμηθέα;

Τα φώτα της πλατείας σβήνουν και στο κέντρο της σκηνής φωτίζεται ένα ξύλινο σπίτι, βράχος από έξω (σκηνικό: Εύα Μανιδάκη), κι ακούγεται η φωνή μιας γυναίκας (Γαλήνη Χατζηπασχάλη) που φωνάζει «Έλα μέσα, έλα μέσα» – μια μάνα που καλεί το παιδί της να επιστρέψει στο σπίτι.

Ο Τιτάνας, που κατακρημνίστηκε για τον Άνθρωπο, έγινε σύμβολο του καταπιεσμένου-εξεγερμένου ανθρώπου, των κολασμένων της γης. Γυναίκες, μαύροι και εργάτες υπήρξαν οι πολυπληθέστερες πληθυσμιακές ομάδες αυτού του είδους, στη σύγχρονη ιστορία. Γι’ αυτό δεν εκπλήσσει το γεγονός πως πριν από λίγα χρόνια μια γυναίκα, η Κάθριν Χάντερ, υποδύθηκε τον ρόλο του έκπτωτου Tιτάνα, και μερικά χρόνια νωρίτερα η Στεφανία Γουλιώτη τον μοιράστηκε με τον Έκτορα Λυγίζο. Όπως δεν εκπλήσσει το γεγονός πως έγχρωμοι ηθοποιοί, όπως ο David Oyelowo, και ο Ozzie Jones, παλιότερα, επέλεξαν να παίξουν τον ρόλο του Προμηθέα – ο τελευταίος σε μια παράσταση με σαφείς αναφορές στο καθεστώς του Απαρτχάιντ στην Νότια Αφρική (και στον Steve Bico, τον νεαρό αγωνιστή φοιτητή που δολοφονήθηκε ενώ βρισκόταν υπό αστυνομική κράτηση).

Έτσι, κατ’ αρχήν, δεν μας εκπλήττει κι ένας Προμηθέας που αναφέρεται στο παιδικό σύμπαν, μια που, από τη φύση του, το παιδί έχει ανάγκη τη φροντίδα του γονέα. Διαφορετικά, δεν μπορεί να επιβιώσει. Η βία, όμως, κατά πόσο είναι αναγκαστικό (φυσικό) στοιχείο της σχέσης αυτής;

Συνδυάζοντας τα παραπάνω, μπορούμε να αναρωτηθούμε κατά πόσον η εξάρτηση από διάφορες μορφές εξουσίας (πολιτική, θρησκευτική, οικονομική κ.α.) μπορεί (ή είναι παραγωγικό) να αναχθεί στη σχέση γονέα-παιδιού.

Η παράσταση του Καραθάνου φαίνεται να κάνει αυτή την αναγωγή. Όμως, αν κάποιος αγνοεί το έργο του Αισχύλου (μετάφραση: Γιάννης Αστερής, διασκευή: Γ. Αστερής-Ν. Καραθάνος), θα δυσκολευτεί να καταλάβει την πλοκή. Αντίθετα, θα νοιώσει πως κοιτάει από την κλειδαρότρυπα στιγμιότυπα από τη ζωή μιας προβληματικής οικογένειας. 

Σ’ αυτό συμβάλει και η εξαφάνιση του Χορού, της κοινότητας – της κοινής γνώμης. Μιας κοινότητας που συμπάσχει με τον Τιτάνα, «Σε κλαίω Προμηθέα [… ] Πάσα τώρα η χώρα την τύχη σου κλαίει […] όσοι στης Αγίας Ασίας τα χώματα τα πάθη σου κλαίν’ γοερά και συμπάσχουν […] κλαίνε οι Αμαζόνες […] οι λαοί της Σκυθίας […] και των Μήδων […] ανδρείος στρατός […] κλαίνε τα βάθη της θάλασσας […] του Άδη τα μαύρα τα έγκατα, των ποταμών οι πηγές και τα ρεύματα. Όλα [και όλοι] θρηνούν τον αβάσταχτο πόνο» [μετάφραση Κ. Τοπούζης]. Αφαιρώντας, έτσι, από τον ήρωα την έξωθεν μαρτυρία του μεγέθους του, και μικραίνοντάς τον στα όρια των τοίχων του σπιτιού.

Σύμφωνα με τον Καστοριάδη, το έργο του Αισχύλου προσφέρει μια σειρά θεωρήσεων πάνω στη φύση της εξουσίας, που, κατά τον φιλόσοφο, αποτελούν πόλους, σχήματα που μας επιτρέπουν να συλλάβουμε τον κόσμο, να του δώσουμε νόημα. Σ’ αυτές, η Ανάγκη παίζει πρωτεύοντα ρόλο. Και την ανάγκη ποιος την ορίζει;(«Τίς οὖν ἀνάγκης ἐστὶν οἰακοστρόφος;») αναρωτιέται ο Χορός, στην Αισχύλεια τραγωδία.

Σε όλη τη διάρκεια της παράστασης, στη σκηνή επικρατεί σκοτάδι και μόνον το σπίτι-βράχος διαθέτει κάποιο φως, λες και όλα συμβαίνουν σε κάποιο μέρος στον μακρινό Βορρά, όπου η νύχτα διαρκεί για μήνες. Υπάρχει κάτι νοσηρό στην ατμόσφαιρα, κάτι βίαιο. Στην αρχή του παράστασης, όταν η δράση μεταφέρεται στο σπίτι παρακολουθούμε αυτόν που πιθανολογούμε πως είναι το Κράτος (Χρήστος Λούλης) να διατάζει εκείνον που πιθανολογούμε πως είναι ο Ήφαιστος (Γιάννης Κότσιφας), να καρφώσει τον Προμηθέα στον βράχο. Δεν βλέπουμε τη σκηνή του καρφώματος, αλλά την ακούμε, γεγονός που γεννά αγωνία και τρόμο. Ο Προμηθέας, πάντως, (αν και κάποια στιγμή βλέπουμε μια μεγάλη πλαστική σακούλα, που υποθέτουμε τον περικλείει) παραμένει λυτός. Η δράση, καθ’ όλη τη διάρκεια της παράστασης, συνοδεύεται από μουσική (Άγγελος Τριανταφύλλου) –εκτελείται ζωντανά από ολιγομελή ορχήστρα–, η οποία άλλοτε υπογραμμίζει τα τεκταινόμενα, άλλοτε τα σχολιάζει και άλλοτε συμβάλλει στη δημιουργία του σασπένς. Όλα αυτά τα σκοτάδια, η αγωνία, οι καθημερινές δράσεις (κάθονται, πίνουν, σκουπίζουν, ανοίγουν το ψυγείο κ.λπ.), η αποσπασματικότητα, μαζί με τη μουσική επένδυση κάνουν την παράσταση να μοιάζει με επεισόδιο σκανδιναβικής αστυνομικής σειράς.
Από το όλο φέρσιμο του Προμηθέα (Καραθάνος) δύσκολα μπορεί να πιστέψει κανείς πως αυτός δίδαξε τους ανθρώπους πώς να δουλεύουν το ξύλο, να χτίζουν καλύβες, να φτιάχνουν καράβια, τους έμαθε τους αριθμούς και τα γράμματα, τους έδειξε πώς να εξημερώνουν τα ζώα, τους έμαθε πώς να διαβάζουν τα σημάδια (τους οιωνούς), στον ύπνο και στον ξύπνιο τους, τους έδειξε πώς να αναμιγνύουν τα βότανα, για να κάνουν φάρμακα, και πώς να δουλεύουν τον χαλκό, το χρυσό, το ασήμι και το σίδερο, τούς έδωσε, όλες τις γνώσεις και τις τέχνες. Περισσότερο μοιάζει με θαμώνα μισοερειπωμένου επαρχιακού καφενείου, που θυμάται υποτιθέμενα μεγαλεία και κλαίει. Είναι αυτός ένας Deus Faber;

Έτσι όπως βλέπουμε τον Προμηθέα, λυτό σε μια καλύβα, σε μια κουζίνα, ανάμεσα στην οικοσκευή, και όχι καρφωμένο σε έναν βράχο (που θα του στερούσε την κίνηση, που θα τον εμπόδιζε να χειροτεχνήσει, να δημιουργήσει), θα περιμέναμε να αναδύονταν πιο έντονα στοιχεία του δημιουργικού/θεϊκού του είναι. 

Ο Μίκης Θεοδωράκης έλεγε «Έγραφα με το μυαλό μου μουσική στην εξορία για να μην τρελαθώ […] Δεν υπήρξε στιγμή της ζωής μου που μην κάνω μουσική. […] Όταν ήμουν σε απομόνωση έκανα άλλη άσκηση, έγραφα ποιήματα. Θυμάμαι ένα μεσημέρι είχα δύο φύλακες και ξαφνικά τους λέω: ‘Μέσα στους παραδείσιους κήπους του κρανίου μου κίτρινος ήλιος ταξιδεύει στα φτερά του χρόνου’. Ανοίγει την πόρτα ο φύλακας και λέει: ‘Τρελάθηκε ο Θεοδωράκης’. Τα έμαθα όλα απ’ έξω και μετά με το μυαλό έγραψα τη μουσική για να μην τρελαθώ. Αυτές τις ασκήσεις έκανα και στην Μακρόνησο».

Ανάλογη με την παρουσία του Καραθάνου είναι και αυτή της Χατζηπασχάλη (Ιώ, Βία), με τα σούρτα φέρτα της στην κουζίνα, με τα σκουπίσματά της, με την απάθειά της στη βία γύρω της, μια μάνα-δούλα, που ποθεί έναν άλλον κόσμο, αλλά δεν έχει το θάρρος να τον διεκδικήσει. «…Ένας θεός» λέει σε κάποια στιγμή (ως Ιώ) και ο τρόπος που εκφέρει τις δύο λέξεις είναι αυτός της λαϊκής γυναίκας που περιγράφει έναν «φοβερό γκόμενο». Ανάλογη είναι και η παρουσία των άλλων δύο ηθοποιών.

Και ενώ παρακολουθούμε τις εικόνες που έφτιαξε ο σκηνοθέτης (που ενδεχομένως να κάνουν κάποιους θεατές να νοιώσουν όπως ένοιωθαν όταν ήταν παιδιά απέναντι στον κόσμο των μεγάλων και τις συγκρούσεις τους –που δεν τις καταλάβαιναν–, όταν τα πάντα μες στο σπίτι μεγεθύνονταν, όταν ένοιωθαν ότι, δεν μπορεί, οι ίδιοι είναι υιοθετημένοι), κάπου ανάμεσα στα σούρτα φέρτα, στους καπνούς και στα σκοτάδια, χάνεται ο Προμηθέας ποιητής (έστω και ηττημένος).

Ο σκηνοθέτης-συνδραματουργός αναφέρεται στην οικογένεια, και δανείζεται τα λόγια του Αισχύλου για να μιλήσει για τις σχέσεις των μελών της, τις επιθυμίες και τους πόνους τους. Με τη «μυθολόγησή» των  σχέσεων αυτών, και τη συνακόλουθη μεγέθυνση και υπέρθεσή τους, όμως, εμμένει στο σκοτάδι που τις περικλείει, δεν τις φωτίζει.

Η παράσταση τελειώνει, κατά κάποιον τρόπο, στο σημείο όπου άρχισε, στο τραπέζι, όπου η οικογένεια (οι τέσσερις υποκριτές) κάθεται φιλιωμένη και τρώει.

Και ήταν Κυριακή.

2024 © left.gr | στείλτε μας νεα, σχόλια ή παρατηρήσεις στο [email protected]
§ Όροι χρήσης για αναδημοσιεύσεις Αναφορά Δημιουργού-Μη Εμπορική Χρήση 3.0 Μη εισαγόμενο (CC BY-NC 3.0)