to top
  • βρείτε μας στο Twitter
  • βρείτε μας στο Facebook
  • βρείτε μας στο YouTube
  • στείλτε μας email
  • εγγραφείτε στο RSS feed
  • international version

Πόσες αβαρίες πια να κάνεις;

Ο σκηνοθέτης Βασίλης Μαυρογεωργίου αποχαιρετάει την παιδική του ηλικία, με την αμφιθυμία του ενήλικου καλλιτέχνη, σε μια παράσταση work in progress, με στοιχεία φαντασμαγορίας, στο πολύπαθο Φεστιβάλ Αθηνών.


«Κάποτε θα μας πνίξουν τόσα ανείπωτα λόγια».
Τάσος Λειβαδίτης (Οι γερανοί)

Με ιδιαίτερα σαρκαστική διάθεση, ο Βασίλης Μαυρογεωργίου διατρέχει την πρόσφατη ιστορία της χώρας, όπως αυτή σταχυολογείται από τις αναμνήσεις των τεσσάρων συν έναν ηθοποιών που πλατσουρίζουν στα ρηχά νερά μιας πλημμυρισμένης με νερό σκηνής.

Η ποπ κουλτούρα των τελευταίων πενήντα ετών βρίσκει εδώ την επιθεώρησή της, σ’ ένα δελφινάριο χωρίς δελφίνια. Με μελοδραματικά στοιχεία, επί μιάμιση ώρα, οι ηθοποιοί, με εξομολογητική διάθεση, κρύβουν τις πληγές τους, κατασκευάζοντας ένα ωραιοποιημένο παρελθόν.

Εδώ δεν υπάρχει άβυσσος, εδώ δεν κατοικεί το τρομακτικό ασυνείδητο, εδώ ο νάρκισσος βλέπει το είδωλό του, αλλά δεν το αγγίζει. Η Αμερική αναδύεται αναπόφευκτα σ’ αυτό τον αφρό υπό τους ήχους ποικίλων παλιών και νέων ποπ επιτυχιών, ενώ οι ηθοποιοί με τις γαλότσες τους κακοποιούν το υγρό στοιχείο, διατρέχοντας, σαν παιδιά, με βίαιη αυταρέσκεια τα λιμνάζοντα νερά.

Τι θαυμαστός σαρκασμός του ελληνικού στοιχείου της μεγαλούπολης, του Έλληνα που, από τη δεκαετία του πενήντα και μετά, έρχεται από την επαρχία στο Χολαργό, στο Κολωνάκι ή στα Εξάρχεια (ή, πιο πρόσφατα, πηγαίνει για σπουδές στο Λονδίνο) και θέλει να τελειώνει με το βουνό, τον κάμπο ή το νησί· τον Έλληνα που φαντάζεται –χωρίς να το ομολογεί– τη Νέα Ζηλανδία, την Αυστραλία ή την Αμερική ως σχεδόν συνώνυμα του Παράδεισου.

Πόσο πιο όμορφα να μιλήσεις για τη διάβρωση της ιθαγενούς ταυτότητας αν όχι με την ανάμνηση της αφίσας του Σταλόνε μπροστά στην αμερικανική σημαία, του Kαράτε Kιντ στη στάση του πελαργού, στο παιδικό σου δωμάτιο; Και πώς αλλιώς να ακολουθήσεις το ρεύμα που κύλησε από τον ισοπεδωμένο από τις ναπάλμ Γράμμο, αν δεν λοιδορήσεις το ΕΚΚΕ, αν αυτό που θα θυμηθείς δεν είναι εκείνο το «μία η ντουντούκα, τέσσερις εμείς», να στιγματίζει, να υποσκάπτει, να μικραίνει κάθε διαδήλωση; Πώς αλλιώς, αν όχι ανακαλύπτοντας τον ερωτισμό του μουνιού στη λέξη κομμουνισμός;

Πώς να σαρκάσεις την αβυσσάλεα σκληρότητα των τηλεοπτικών μέσων απέναντι στο σώμα του πνιγμένου αν δεν πνίξεις έναν ροκ-σταρ τσολιά στα νερά της παράστασης και δεν τον αφήσεις να επιπλέει άνω των δεκαπέντε λεπτών, ενώ κανείς δεν του δίνει σημασία; Κανείς... καθώς όλοι είναι πολύ απασχολημένοι με τις ζωές τους, τις πολύτιμες ιδιωτικές τους ζωές και αναμνήσεις.

Πώς να σαρκάσεις αυτή την ιδιώτευση αν όχι με τέσσερις ηθοποιούς που δεν μιλάνε ποτέ ο ένας στον άλλον, και που αναζητούν στιγμιαία αυτόν τον άλλον στον άγνωστο που εισβάλλει (στη σκηνή), που όλο κάποιον τους θυμίζει, μέχρι να πνιγεί (όπως είναι η μοίρα του άλλου) κι αυτός στα αβαθή νερά;

Πώς να αποδώσεις πιο εύσχημα την ομφαλοσκόπηση, αν όχι βάζοντας αυτούς τους ηθοποιούς να γυρνάνε γύρω γύρω, σαν Ινδιάνοι γύρω από μια αδιανόητη φωτιά, διανθίζοντας την περιφορά των «παιδικών» τους υπάρξεων, με κινήσεις ακροβατικές, χορευτικές, ρυθμικές... παντοτινά, όμως γυρίζοντας γύρω γύρω, και εντέλει γύρω από τον εαυτό τους;

Πώς αλλιώς να δείξεις την άνοδο, την κυριαρχία της ασημαντότητας, αν δεν παραθέσεις, διαμέσου μιας δραματουργικής ακροβασίας, σε όλους τους παράλληλους μονολόγους, αποσπάσματα από το Ημερολόγιο του Κολόμβου, του ανθρώπου που ανακάλυψε τη Νέα Γη, τη δική μας Αμερική; Πώς αλλιώς να είσαι συνεπής στον ετεροκαθορισμό της νεοελληνικής ταυτότητας αν δεν αναζητήσεις τις καταβολές σου σ’ αυτή την Αμερική, και ουχί στις στάνες και τα ρουμάνια; Αν δεν αναζητήσεις τις ρίζες σου στους τσολιάδες- κονκισταδόρες της Ισαβέλλας;

Πώς να γελοιοποιήσεις πιο εύστοχα την αρχαιολαγνεία, αν όχι παραθέτοντας εμβληματικές φράσεις της αρχαίας γραμματείας σαν διαφημιστικές λεζάντες; Αλλά και τη σύγχρονη πνευματική Ελλάδα αν δεν αφιερώσεις στον Σεφέρη, στον Ελύτη και άλλους δέκα –που όλοι ξέρουν το όνομά τους– συγγραφείς πέντε δευτερόλεπτα διασημότητας δίπλα στον Σβαρτσενέγκερ;

Πώς αλλιώς να κλάψεις για τη σύγχρονη κατάσταση, αν δεν αποθεώσεις τον παλιμπαιδισμό της αμερικανικής και δικής μας πλέον ποπ κουλτούρας; Πώς αν δεν βάλεις τον μαλάκα να πρωταγωνιστεί στη σκηνή;

Πώς να στηλιτεύσεις πιο καυστικά την ελληνική αυταρέσκεια αν ο κορυφαίος των ηθοποιών σου, που κατάγεται (ο προπάππους του) από τη Βλαχία, δεν διατρέξει το γενεαλογικό του δέντρο για να καταλήξει στον «μαλάκα» που βλέπουμε (καθώς λέει ο ίδιος) επί σκηνής, ενώ αναρωτιέσαι: «And why you’re an asshole?» «Because I can.»;

Πόσο πια να τονίσεις, να δόσεις ύλη στη ρηχότητα, αν όχι γεμίζοντας τη σκηνή με κιβώτια, που μέχρι το τέλος θα μείνουν κλειστά κι αν δεν βάλεις μια πλατφόρμα να οδηγεί στον ουρανό, την οποία δεν θα ανέβει, δεν θα πατήσει, ποτέ κανείς;

Γιατί από την άλλη, αυτόν το δρόμο για τον ουρανό, μια φορά τον διαβήκανε άνθρωποι και ήταν στο Άουσβιτς. Σταλόνε, λοιπόν, ποπ-κορν, πάκμαν, κολεγιακά μπλουζάκια, τσίχλες, mission impossible… ό,τι να ’ναι, καλύτερο είναι.

Δεν μπορούμε να κακιώσουμε με τον ναρκισσισμό ενός παιδιού, του τον συγχωρούμε ως συστατικό του στοιχείο. Μπορούμε όμως να δούμε πώς ενήλικες πια συνδεόμαστε με ένα κομμάτι της ποπ κουλτούρας της παιδικής μας ηλικίας (π.χ. με τα λαϊκά τραγούδια της χούντας) με έναν αμφίσημο τρόπο… ε, δελφίνι δελφινάκι, τι έχεις κάνει εσύ για μένα;

Οι νικητές, λένε, γράφουν την Ιστορία… ίσως μαζί τους κατασκευάζουμε και εμείς τις αναμνήσεις μας.

Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου 2016

Αβαρία - Πράγματα που άφησα πίσω, από την Ομάδα Skrow Theater Group
Σκηνοθεσία: Βασίλης Μαυρογεωργίου
Σκηνικά-Κοστούμια: Κωνσταντίνος Ζαμάνης 
Μουσική: Σταύρος Γασπαράτος
Παίζουν: Κατερίνα Μαυρογεώργη, Γιάννης Νταλιάνης, Αργύρης Ξάφης, Σοφία Πάσχου, Σεραφείμ Ράδης

Φωτογραφίες: Μαριλένα Σταφυλίδου

2024 © left.gr | στείλτε μας νεα, σχόλια ή παρατηρήσεις στο [email protected]
§ Όροι χρήσης για αναδημοσιεύσεις Αναφορά Δημιουργού-Μη Εμπορική Χρήση 3.0 Μη εισαγόμενο (CC BY-NC 3.0)