to top
  • βρείτε μας στο Twitter
  • βρείτε μας στο Facebook
  • βρείτε μας στο YouTube
  • στείλτε μας email
  • εγγραφείτε στο RSS feed
  • international version

Το πολυνομοσχέδιο υπονομεύει το μέλλον

Με πέντε μεγάλες ανατροπές η κυβέρνηση γκρεμίζει ό,τι χτίστηκε και υπονομεύει το μέλλον * Από το μοντέλο της δίκαιης και βιώσιμης ανάπτυξης στο παραγωγικό μοντέλο της χρεοκοπίας - Η κυβέρνηση δεν κτίζει μια ισχυρή, βιώσιμη και δίκαιη ανάπτυξη «για όλους» όπως έλεγε προεκλογικά, αλλά επαναφέρει σε ισχύ βασικά χαρακτηριστικά του μοντέλου της αποσπασματικής, άνισης και μη βιώσιμης ανάπτυξης που οδηγήθηκε σε κρίση


Η πρόσφατη νομοθετική πρωτοβουλία της κυβέρνησης, με τίτλο «Επενδύω στην Ελλάδα και άλλες διατάξεις», μας επιτρέπει να δούμε πως αυτό που η κυβέρνηση της Ν.Δ. ονομάζει ανάπτυξη είναι μια αποσπασματική μεγέθυνση, η οποία όχι μόνο δεν είναι βιώσιμη και διατηρήσιμη, αλλά παράλληλα διευρύνει τις ανισότητες και δημιουργεί προϋποθέσεις νέων κρίσεων.

Αυτό που έλειψε από τη χώρα όλα τα προηγούμενα χρόνια δεν ήταν ούτε επιμέρους μέτρα ούτε αποσπασματικές ρυθμίσεις. Αυτό που έλειψε ήταν ένα συνολικό σχέδιο, μια ολοκληρωμένη αναπτυξιακή στρατηγική και ένα θεσμικό πλαίσιο που να θέτει τις βάσεις για ένα νέο υπόδειγμα βιώσιμης, διατηρήσιμης και δίκαιης ανάπτυξης. Η προηγούμενη κυβέρνηση, η πρώτη κυβέρνηση της Αριστεράς, παρά τους δημοσιονομικούς και άλλους περιορισμούς, με οδηγό τις σύγχρονες και προοδευτικές αντιλήψεις για τη βιωσιμότητα και την ευημερία και σε συνάφεια με τους Στόχους Βιώσιμης Ανάπτυξης του ΟΗΕ, δημιούργησε μια Ολιστική Αναπτυξιακή Στρατηγική. Και την ονομάζουμε ολιστική διότι συνθέτει σε μια ενιαία στρατηγική την οικονομική, την κοινωνική και την οικολογική διάσταση της ανάπτυξης. Μια στρατηγική που δεν διαμορφώθηκε σε κλειστά γραφεία, αλλά έγινε αντικείμενο εκτεταμένου κοινωνικού διαλόγου μέσα και από τα 15 Περιφερειακά Αναπτυξιακά Συνέδρια.

Πέντε μεγάλες ανατροπές
Σήμερα η κυβέρνηση της Ν.Δ., αντί να κτίσει πάνω σ’ αυτήν την Αναπτυξιακή Στρατηγική, όχι μόνο την εγκαταλείπει, προφανώς γιατί δεν είναι συμβατή με τα νεοφιλελεύθερα δόγματα, αλλά προχωρά και σε πέντε μεγάλες ανατροπές που γκρεμίζουν ό,τι χτίστηκε και υπονομεύουν το μέλλον.

Η πρώτη ανατροπή λοιπόν είναι ότι η κυβέρνηση εγκαταλείπει την Ολιστική Αναπτυξιακή Στρατηγική και στη θέση της βάζει μια πανσπερμία αποσπασματικών μέτρων χωρίς καμία συνοχή μεταξύ τους. Η χώρα επιστρέφει στο παρελθόν: αντί αναπτυξιακής στρατηγικής έχουμε μέτρα πελατειακής και ψηφοθηρικής λογικής, ακόμα και φωτογραφικές διατάξεις όπως καταγγέλλεται. Αντί μιας βιώσιμης και δίκαιης ανάπτυξης έχουμε την επιδίωξη μιας αποσπασματικής και άνισης ανάπτυξης σαν αυτή που είχαμε στο παρελθόν, πράγμα που δείχνει ότι η κυβέρνηση αυτή δεν έχει πάρει μαθήματα από την κρίση.

Η δεύτερη ανατροπή συνίσταται στην αλλοίωση και καταστρατήγηση της λειτουργίας των κινήτρων. Τα κίνητρα είναι δημόσιο χρήμα που δίνεται με εντελώς επιλεκτικό και στοχευμένο τρόπο για την πραγματοποίηση επενδύσεων που αναβαθμίζουν το παραγωγικό δυναμικό της χώρας, βελτιώνουν την παραγωγικότητα και συμβάλλουν στον περιορισμό των περιφερειακών ανισοτήτων. Η σημερινή κυβέρνηση, καταστρατηγώντας την αναπτυξιακή λειτουργία των κινήτρων, τα μετατρέπει σε πελατειακούς μηχανισμούς. Έτσι κίνητρα δίνονται πρακτικά σε κάθε δραστηριότητα, από εξορύξεις μέχρι τουριστικές κατοικίες ή υπηρεσίες χαμηλής προστιθέμενης αξίας και χωρίς εξωστρέφεια.

Η τρίτη ανατροπή είναι συνέπεια της προηγούμενης. Στη θέση ενός νέου παραγωγικού μοντέλου που προωθούσε η προηγούμενη κυβέρνηση, η κυβέρνηση της Ν.Δ. προωθεί μια ανάπτυξη μέσω εξυπηρετήσεων. Η προηγούμενη κυβέρνηση δεν δημιούργησε μόνο αναπτυξιακή στρατηγική. Έθεσε και τις θεσμικές βάσεις για τον μετασχηματισμό του παραγωγικού μας συστήματος στην κατεύθυνση μιας οικονομίας υψηλής προστιθέμενης αξίας με στόχο την αύξηση των εξαγωγών, αλλά και την υποκατάσταση των εισαγωγών ταυτόχρονα. Αυτό απαιτεί τη στήριξη της ανάπτυξης στη γνώση, την εξωστρέφεια, την τεχνολογική και την κοινωνική καινοτομία, τη στήριξη της μικρής και μεσαίας επιχειρηματικότητας καθώς και συνεργατικών σχημάτων. Και αυτούς τους στόχους υπηρετούσαν ο Αναπτυξιακός Νόμος, ο νόμος για τις Στρατηγικές Επενδύσεις, η Αναπτυξιακή Τράπεζα, το νέο εταιρικό δίκαιο, τα ειδικά χρηματοδοτικά εργαλεία, τα προγράμματα του ΕΣΠΑ και όλο το θεσμικό πλαίσιο που είχαμε διαμορφώσει.

Η σημερινή κυβέρνηση εγκαταλείπει τη λογική μιας στοχευμένης διοχέτευσης των πόρων. Και τι κάνει; Εξυπηρετεί όποιον ζητεί, χωρίς κριτήρια, χωρίς κάποιο σχέδιο, παρέχοντας κίνητρα ακόμη και στις εξορύξεις ή σε υπηρεσίες χωρίς σημαντική προστιθέμενη αξία και εξωστρέφεια, χωρίς ταυτόχρονα να υπάρχει διαφοροποίηση για τη μεταποίηση ή άλλους κλάδους αιχμής και χωρίς να υπάρχει πρόνοια για τη βιομηχανική επανάσταση ή για την κλιματική αλλαγή.

Η κυβέρνηση λοιπόν πριμοδοτεί όχι τον μετασχηματισμό του παραγωγικού συστήματος, αλλά την επιστροφή σε ένα παραγωγικό μοντέλο φτωχό σε γνώση, χαμηλής προστιθέμενης αξίας, μια ανάπτυξη ενδοστρεφή και αποσπασματική, βασισμένη σε πρώτες ύλες ή προϊόντα χαμηλής προστιθέμενης αξίας και όχι στη γνώση που απαιτεί η εποχή μας. Στο πλαίσιο ενός τέτοιου μοντέλου και το brain drain θα συνεχίζεται και η επιστροφή των επιστημόνων μας θα παραμένει αργή και δύσκολη.

Η τετάρτη ανατροπή αφορά τα συστήματα και τις διαδικασίες αξιολογήσεων και ελέγχων επενδυτικών σχεδίων, αλλά και ποικίλων αδειοδοτήσεων. Είναι αστεία αλλά και προκλητική η προσπάθεια ορισμένων να αποδώσουν τα όποια προβλήματα στην προηγούμενη κυβέρνηση.

Το ελληνικό κράτος έχει για ιστορικούς λόγους διαμορφωθεί στη βάση μιας βαθιάς και αμοιβαίας δυσπιστίας ανάμεσα στο κράτος και τον πολίτη, μεταξύ διοίκησης και επενδυτών. Αυτή η αμοιβαία δυσπιστία αναπαραγόταν και ενισχυόταν με την πελατειακή λογική και τη διαμόρφωση σχέσεων διαπλοκής σε όλα τα επίπεδα του κράτους. Αυτήν την παράδοση παραλάβαμε και αρχίσαμε να ανατρέπουμε.

Ειδικά στον τομέα του Αναπτυξιακού Νόμου παραλάβαμε ένα φαύλο καθεστώς. Χιλιάδες φάκελοι σε εκκρεμότητα και πολλοί με δικαστικές εκκρεμότητες. Φτάσαμε στο σημείο να ελέγχουν την υπηρεσία όλοι οι ευρωπαϊκοί και εγχώριοι ελεγκτικοί μηχανισμοί (OLAF, ΕΔΕΛ, Ευρωπαϊκό και Ελληνικό Ελεγκτικό Συνέδριο, Εισαγγελία Πρωτοδικών, Γενικός Επιθεωρητής Δημόσιας Διοίκησης κ.ά.) και η Ευρωπαϊκή Ένωση να επιβάλλει αναστολή της δυνατότητας καταβολής κρατικών ενισχύσεων, η οποία ήρθη το 2015. Αναλώσαμε πάρα πολύ χρόνο για να βάλουμε μια τάξη. Αναζητήσαμε μια ισορροπία ανάμεσα στον αναγκαίο έλεγχο για την αποτροπή φαινομένων διασπάθισης του δημοσίου χρήματος και από την άλλη την ταχύτητα και την απλούστευση.

Τι κάνει η σημερινή κυβέρνηση; Αντί να συνεχίσει τη δική μας προσπάθεια και να τη βελτιώσει αν μπορεί, καταργεί κάθε αξιολόγηση και κάθε έλεγχο. Μάλιστα κάνει κάτι χειρότερο: θεσμοθετεί ένα πλαίσιο fake αξιολογήσεων, πλαστών ελέγχων. Πως γίνεται αυτό; Από τη μια αναθέτει τον έλεγχο σε ιδιωτικές εταιρείες. Αλλά όχι μόνο αυτό. Θα μπορούσε κάποιος να συζητήσει τους όρους και τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες οι υπηρεσίες του ιδιωτικού τομέα μπορούν να αξιοποιηθούν με όρους διαφάνειας και χωρίς διακρίσεις από τον δημόσιο τομέα -και αυτό συχνά γίνεται. Εδώ όμως δεν γίνεται αυτό. Αυτό που γίνεται είναι ότι δίνεται η δυνατότητα στον ελεγχόμενο να επιλέξει τον ελεγκτή του. Ένας επενδυτής λοιπόν έχει τη δυνατότητα να αναθέσει στην ίδια εταιρεία τη μελέτη και την κατάρτιση της επενδυτικής του πρότασης και στη συνέχεια να ορίσει την ίδια εταιρεία για να τον ελέγξει αν τήρησε τις υποχρεώσεις του. Το βέβαιο είναι ότι, όταν ελεγκτής και ελεγχόμενος είναι ο ίδιος, καταλαβαίνει ο καθένας τι θα συμβεί.

Η πέμπτη ανατροπή, και η πιο βάναυση, γίνεται στο πεδίο των εργασιακών δικαιωμάτων και των εργασιακών σχέσεων. Οι νέες ρυθμίσεις, που προβλέπουν επί της ουσίας την κατάργηση α) της αρχής της ευνοϊκότερης ρύθμισης, β) της επεκτασιμότητας των κλαδικών συμβάσεων και γ) της μονομερούς προσφυγής στη διαιτησία σε συνδυασμό με την δυνατότητα υπερίσχυσης των τοπικών κλαδικών συμβάσεων έναντι των εθνικών, οδηγούν αναπόφευκτα σε χαμηλότερους μισθούς και σε περιορισμό των εργατικών δικαιωμάτων.

Ουσιαστικά επανέρχεται το καθεστώς των Μνημονίων, πριν από την επαναφορά των βασικών αρχών των συλλογικών διαπραγματεύσεων που υλοποίησε ο ΣΥΡΙΖΑ.

Επιπροσθέτως του αρνητικού προσήμου των μέτρων για τους εργαζόμενους εγείρονται και ζητήματα αθέμιτου ανταγωνισμού μεταξύ επιχειρήσεων και πιθανών αθέμιτων πρακτικών με στόχο τη μείωση του εργατικού κόστους.

Μια ακόμη ανατροπή του σχεδιασμού της προηγούμενης κυβέρνησης αφορά τον τομέα της εξωστρέφειας, καθώς μεταξύ των άλλων το Enterprise Greece μεταφέρεται από το υπουργείο Οικονομίας στο ΥΠΕΞ. Η μεταφορά αυτή δείχνει απόλυτη άγνοια ή συνειδητή αγνόηση της σύνδεσης εξωστρέφειας και παραγωγικού μοντέλου της χώρας.

Το πρόβλημα πηγάζει από το γεγονός ότι η εξωστρέφεια χρειάζεται, εκτός των άλλων, και την οικονομική διπλωματία. Δεν παύει όμως ο τελικός στόχος να είναι η αύξηση των εξαγωγών και η προσέλκυση επενδύσεων. Δεν μπορεί λοιπόν να μην είναι σε στενή σχέση με τον σχεδιασμό της ανάπτυξης και τα εργαλεία που την υπηρετούν. Γι’ αυτό εμείς καταλήξαμε έπειτα από μελέτη ότι το κύριο δεν είναι πού θα υπάγεται, αλλά η διασφάλιση αποτελεσματικού λειτουργικού συντονισμού και η αναβάθμιση του σχεδιασμού και του συντονισμού σε επίπεδο υπουργών. Γι’ αυτό και εμείς προχωρούσαμε στη δημιουργία Κυβερνητικού Συμβουλίου Εξωστρέφειας, Εξαγωγών και Προσέλκυσης Ξένων Επενδύσεων.

Η σημερινή κυβέρνηση, ανατρέποντας τον δικό μας σχεδιασμό, δεν επιλύει κανένα πρόβλημα. Αντίθετα υπάρχει κίνδυνος να δημιουργηθούν πολλές δυσλειτουργίες και άλλα προβλήματα.

Αποκαλυπτική η Τράπεζα της Ελλάδος
Μια έκθεση της Τράπεζας της Ελλάδος, η οποία επιχειρεί να εκτιμήσει τις αναπτυξιακές συνέπειες του νομοσχεδίου, είναι αποκαλυπτική της λογικής και των στόχων που υπηρετούν οι ως άνω ανατροπές.

Η κυβέρνηση επικαλείται και υιοθετεί τις εκτιμήσεις της Τράπεζας της Ελλάδος, σύμφωνα με τις οποίες η υλοποίηση των πρόσφατων νομοθετικών ρυθμίσεων θα προκαλέσει ετήσια αύξηση του ΑΕΠ κατά 0,5%. Όμως η εκτίμηση αυτή θυμίζει κάποιες ανάλογες εκτιμήσεις του ΙΟΒΕ το 2010, που υποστήριζαν ότι η εφαρμογή του πρώτου Μνημονίου θα έφερνε ρυθμούς ανάπτυξης της τάξεως του 17%!!!

Αλλά το πιο σημαντικό είναι ότι το εν λόγω έγγραφο αποκαλύπτει πως, ενώ η δική μας κυβέρνηση έβγαλε τη χώρα από τα Μνημόνια, η κυβέρνηση της Ν.Δ. επαναφέρει τη λογική των Μνημονίων. Διότι το έγγραφο θυμίζει έντονα τη λογική του πρώτου και ιδίως του δεύτερου Μνημονίου. Η πρόβλεψη που περιέχεται στην έκθεση της Τράπεζας της Ελλάδος στηρίζεται ουσιαστικά στην αναμενόμενη συμπίεση του κόστους εργασίας σε σχέση με την παραγωγικότητα, λόγω των ανατροπών στα εργασιακά δικαιώματα. Στοχεύει στην ανταγωνιστικότητα τιμής παραβλέποντας το γεγονός ότι το πρόβλημα που αντιμετωπίζουμε είναι κυρίως πρόβλημα διαρθρωτικής ανταγωνιστικότητας, ρίχνοντας το βάρος στους εργαζόμενους.

Το έγγραφο λοιπόν αυτό είναι μια ομολογία που εκθέτει την κυβέρνηση και όχι ένα επιχείρημα υπέρ της πολιτικής της. Ουσιαστικά δημιουργεί έναν φαύλο κύκλο: με την πολιτική της ευνοεί δραστηριότητες χαμηλής προστιθέμενης αξίας, γεγονός που θα επιδρά αρνητικά στα επίπεδα της παραγωγικότητας και της ανταγωνιστικότητας. Στη συνέχεια, για να αντισταθμίσει τις πιέσεις στην παραγωγικότητα και την ανταγωνιστικότητα, θα ζητάει θυσίες από τους εργαζόμενους. Αλλά η όποια ανάπτυξη προκύψει με τον τρόπο αυτόν θα είναι θνησιγενής διότι η βελτίωση της διαρθρωτικής ανταγωνιστικότητας απαιτεί βελτίωση της παραγωγικότητας και όχι συμπίεση των μισθών.

Η κυβέρνηση, λοιπόν, υιοθετώντας το έγγραφο της Τράπεζας της Ελλάδος επιδιώκει μια ανάπτυξη βασισμένη στην υποβάθμιση της εργασίας και του περιβάλλοντος. Αντί να επιδιώκει τη βελτίωση της παραγωγικότητας, επιδιώκει τη συμπίεση του λεγόμενου εργασιακού κόστους. Επιδιώκει εν τελεί μια ανάπτυξη μέσω της αναδιανομής των εισοδημάτων εις βάρος των εργαζομένων.

Συμπέρασμα
Το θεσμικό πλαίσιο που παραδώσαμε στην παρούσα κυβέρνηση παραμένει τυπικά σε ισχύ, αλλά βαθμιαία αλλοιώνεται το περιεχόμενό του, αποσυνδέεται από την αναγκαία αναπτυξιακή στρατηγική και τους κοινωνικούς στόχους που θα έπρεπε να υπηρετεί.

Αποδεικνύεται ότι η κυβέρνηση νομοθετεί χωρίς να αντλεί μαθήματα από την κρίση. Ούτε θωρακίζει την οικονομία έναντι μελλοντικών κρίσεων.

Δεν κτίζει μια ισχυρή, βιώσιμη και δίκαιη ανάπτυξη «για όλους» όπως έλεγε προεκλογικά, αλλά επαναφέρει σε ισχύ βασικά χαρακτηριστικά του μοντέλου της αποσπασματικής, άνισης και μη βιώσιμης ανάπτυξης που οδηγήθηκε σε κρίση.

Η υποβάθμιση της εργασίας και η διεύρυνση των ανισοτήτων θα υπονομεύει και τη διατηρησιμότητα της όποιας ανάκαμψης, η οποία, σε κάθε περίπτωση, θα είναι αρκετά χαμηλότερη από τις προεκλογικές υποσχέσεις για «ανάπτυξη 4%».

2024 © left.gr | στείλτε μας νεα, σχόλια ή παρατηρήσεις στο [email protected]
§ Όροι χρήσης για αναδημοσιεύσεις Αναφορά Δημιουργού-Μη Εμπορική Χρήση 3.0 Μη εισαγόμενο (CC BY-NC 3.0)