to top
  • βρείτε μας στο Twitter
  • βρείτε μας στο Facebook
  • βρείτε μας στο YouTube
  • στείλτε μας email
  • εγγραφείτε στο RSS feed
  • international version

Ποιος φοβάται;

Ποιος φοβάται τη Ρόζα Ιμβριώτη, τη «σουφραζέτα αριστερή» δασκάλα όταν πριν από 70 τόσα χρόνια δίδασκε στο σχολείο του βουνού στην Τύρνα της Θεσσαλίας, δημιουργώντας «ανθρώπους συνειδητούς κι ελεύθερους»;


Ποιος φοβάται τη Ρόζα Ιμβριώτη, τη «σουφραζέτα αριστερή» δασκάλα όταν πριν από 70 τόσα χρόνια δίδασκε στο σχολείο του βουνού στην Τύρνα της Θεσσαλίας, δημιουργώντας «ανθρώπους συνειδητούς κι ελεύθερους»; Μήπως οι ναζιστικές δυνάμεις της Γερμανίας, μήπως η κατοχική κυβέρνηση του Ιωάννη Ράλλη, μήπως η αστική τάξη της εποχής, η οποία ουδόλως τρελαινόταν στην προοπτική μιας «γραμματιζούμενης» εργατικής τάξης;

«Ο δάσκαλος», έλεγε η Ιμβριώτη, «δεν είναι μόνο γράμματα, είναι πρώτα απ’ όλα ο ίδιος παράδειγμα αγωνιστικό κι αποφασιστικό με τη δράση του, με το βίο και την πολιτεία του, για τους μαθητές του».

Ιδού, λοιπόν! Λαμβάνοντας το υπόδειγμα της Ιμβριώτη, η εποχή του πιο σκληρού καπιταλισμού, η εποχή των μνημονίων, αποτελεί πεδίον δόξης λαμπρό για τους επαγγελματίες, και οραματιστές, δασκάλους. Το casus belli της αξιολόγησης και των απολύσεων της κυβέρνησης Σαμαρά και οι αγώνες που έδωσαν για τη μη υλοποίησή τους δείχνουν πως οι αλλοτριωμένοι εργάτες - εκπαιδευτικοί της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης δεν ξέχασαν εντελώς τους φωτισμένους συναδέλφους τους άλλων εποχών.

«Η αποστολή του δασκάλου», συνεχίζει η Ιμβριώτη, «είναι να φτιάξει ανθρώπους, μα για να φτιάξουμε ανθρώπους πρέπει εμείς πρώτα να γίνουμε άνθρωποι. Δεν μπορούμε να μείνουμε έξω από τους αγώνες του λαού, να μην κάνουμε δήθεν πολιτική. Γιατί τότε κάνουμε πολιτική αντίθετη απ’ τα συμφέροντα του λαού». Για χρόνια και χρόνια, οι δάσκαλοι υπάκουαν στην κατεστημένη αρχή της πολιτικής ουδετερότητας, εντός κι εκτός σχολείου. Στην αρχή επειδή διώκονταν. Αργότερα επειδή πολιτική, συνδικαλισμός κι ακτιβισμός απαξιώθηκαν, ως δείγματα συντεχνιακών μοντέλων δράσης, ειδικά την εποχή της ευζωίας των περασμένων δεκαετιών. Σημάδι των καιρών οι άδειες αίθουσες των γενικών συνελεύσεων -παρά τη μονοήμερη άδεια- σε αντιδιαστολή με την αθρόα προσέλευσή τους σε σεμινάρια που τα πλήρωναν οι ίδιοι αδρά, για την πολυπόθητη βεβαίωση. Τωόντι, οι δάσκαλοι αποδείχτηκαν εξαιρετικά φιλομαθείς. Τελείωσαν δεύτερη πανεπιστημιακή σχολή, απέκτησαν ακριβοπληρωμένα μεταπτυχιακά διπλώματα, πέρασαν αμφιβόλου ποιότητας επιμορφώσεις, εκτός, εννοείται, ωραρίου εργασίας. Αδιαμαρτύρητα. Ίσως διότι ένοιωθαν ανασφαλείς και ανεπαρκείς επιστημονικά, αβέβαιοι γαρ για το κοινωνικό τους status, γνήσια τέκνα, στη συντριπτική τους πλειοψηφία, της τάξης των νεοπρολετάριων. Και, φυσικά, επιθυμούσαν ενδεχομένως να αποδείξουν πως δεν είναι λουφαδόροι και τεμπέληδες όπως ο κοινωνικός αυτοματισμός υποδείκνυε και όπως ενίοτε τους αποκαλούσαν ακόμα και οι προϊστάμενοί τους υπουργοί Παιδείας. Ίσως πάλι επειδή και οι ίδιοι επιθυμούσαν την αυτοβελτίωσή τους.

Κι έπειτα ήρθε η κρίση. Και η αξιολόγηση. Και για να μην απειλείται ένας εκπαιδευτικός έπρεπε να είναι «εξαιρετικός», να έχει δηλαδή εκδώσει βιβλία, να δημοσιεύει άρθρα σε περιοδικά με κριτές, να διαθέτει μεταπτυχιακές περγαμηνές και άλλα ηχηρά παρόμοια, όσα ενδεχομένως και ένας καθηγητής του πανεπιστημίου χρειάζεται. Να τη, λοιπόν, πάλι η ανασφάλεια, όχι πια για το κοινωνικό status, μα για την ίδια την επιβίωση. Και ύστερα ήρθε η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ. Πρώτη φορά Αριστερά. Και στο υπ. Παιδείας, προφανώς, το όραμα για ένα αταξικό σχολείο που θα ενισχύει την εργατική τάξη, παραμένει. Χωρίς, φυσικά, να είναι για τη δημιουργία του «ο μόνος αποφασιστικός συντελεστής το ιδιαίτερο συμφέρον και ειδικά η θέληση να κερδηθούν χρήματα», όπως λέει ο Ένγκελς, αλλά πρωτίστως να επενδυθούν χρήματα. Διότι την Παιδεία μοναχά ως επένδυση για την κοινωνική πρόοδο μπορεί να τη δει ο οφθαλμός της Αριστεράς.

Αλλά οι εκπαιδευτικοί που έχουν δαπανήσει τόσα χρήματα για να γίνουν «αξιότεροι», δεν θα τα πάρουν πίσω, είτε ως επιδόματα είτε ως θέσεις εξουσίας; Δύσκολο να απαντηθεί το ερώτημα, ειδικά όταν, ξανά μανά, αριστερός υπουργός Παιδείας επαναφέρει στο τραπέζι το πρόταγμα της αξιολόγησης.

Εδώ, ο προβληματισμός του Μισέλ Φουκώ «τι ποσοστό μη συναινεσιακότητας εμπεριέχεται σε μια σχέση εξουσίας» αξιολογητή – αξιολογούμενου φαίνεται να μπαίνει από το παράθυρο. Φαίνεται ότι το υπουργείο, όπως και ο Φουκώ, δεν είναι «υπέρ της συναινεσιακότητας αλλά κατά της μη συναινεσιακότητας». Να είναι δηλαδή υπέρ ενός, ξεπερασμένου και από τον ίδιο τον νεοφιλελευθερισμό, εργαλείου βελτίωσης υπαλλήλων και δομών, όπως η αξιολόγηση, και να επιζητεί και τη συναίνεση του κόσμου της εργασίας των εκπαιδευτικών, για να μην χαρακτηριστούν, τάχατε, φοβικοί. Θεμιτός ίσως ένας τέτοιος προβληματισμός στους κύκλους των στοχαστών. Εν τοις πράγμασι, πόσο, επί παραδείγματι, ωφελήθηκαν οι εργαζόμενοι της Τράπεζας Κύπρου από τις συνεχείς, με τη συγκατάθεσή τους, αξιολογήσεις, όταν η τράπεζα κατέρρευσε και οδηγήθηκαν σε ακούσιες «εθελουσίες» και στην ανεργία;

Τούτο το «κατά της μη συναινεσιακότητας» φαίνεται επίσης να διέπει κι άλλες, προηγούμενες, αποφάσεις του υπ. Παιδείας, που ουδέποτε ξαναμπήκαν στο τραπέζι. Κρατήθηκαν, ας πούμε, ολίγα σχολεία - νομενκλατούρες «αρίστων», με ταξικό πρόσημο, μετά τις γνωστές αντιδράσεις θλιβερών αστών και προλεταριοποιημένων μικροαστών. Κρατήθηκαν πρωινή προσευχή και παρελάσεις, χωρίς ποτέ να έρθει στα σχολεία εγκύκλιος όπου τις σχετικές αποφάσεις θα ελάμβαναν οι σύλλογοι διδασκόντων. Κρατήθηκαν ως είχαν τα πειραματικά, χωρίς να ανοίξει η συζήτηση για την αλλαγή της μορφής τους –κυκλική, εναλλασσόμενη σε σχολικές μονάδες, ώστε να καταργούνται κληρώσεις και ρουσφέτια κ.ο.κ. Και κρατιέται ακόμα σχεδόν στην ασάφεια τι μέλλει γενέσθαι με τα θρησκευτικά.

Εν τέλει, ένα αριστερό υπουργείο Παιδείας, οφείλει άραγε να δομεί κριτήρια αξιολόγησης γι' αυτούς που εξουσιάζονται ή αντίθετα οφείλει να αποδομεί την κάθε μορφή εξουσίας; Γιατί η διαβόητη αξιολόγηση –ο όρος νεοφιλελεύθερά φορτισμένος- να μην αντικατασταθεί με την αποτίμηση των αναγκών του εκπαιδευτικού έργου, όπου πλέον θα εγκαλείται ενίοτε και το ίδιο το υπουργείο Παιδείας; Και θα απολογείται όποιος ευθύνεται για τα κακά εγχειρίδια, την υποχρηματοδότηση, την ανούσια για τους δασκάλους, και ακριβοπληρωμένη για τους επιμορφωτές, επιμόρφωση των εκπαιδευτικών;

Έτσι, βέβαια, τα προσόντα, που τόσο καιρό μαζεύουν οι δάσκαλοι, για να κρατήσουν τη δουλειά τους ή για να αναχθούν σε διευθυντών ή σχολικών συμβούλων, θα πάνε στο κάλαθο των άχρηστων. Ποσά στελέχη, άλλωστε, χρειάζεται η έρμη η εκπαίδευση; Αλλά και από την άλλη, πόσα μεταπτυχιακά χρειάζεται δάσκαλος για να πραγματώσει το όραμα της Ρόζας Ιμβριώτη; Όποιος βρει τέτοιο μεταπτυχιακό, η υπογράφουσα το «αγοράζει» όσο - όσο. Μέχρι τότε βαυκαλίζομαι σκεπτόμενη αυτό που έγραφαν σε αυτοκόλλητα στους τοίχους του Λονδίνου τη δεκαετία του 1980 οι βρετανοί δάσκαλοι: «If you can read this, thanks a teasher». Έχοντας δε μόνο το ταπεινό πτυχίο της Παιδαγωγικής Ακαδημίας, εάν η κυβέρνηση της Αριστεράς επαναφέρει αξιολογήσεις όποιας μορφής, όπως έλεγε ο σύντροφος πρωθυπουργός από τη θέση του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης, «σιγά μην κλάψω, σιγά μην φοβηθώ».

Μαρία ΚαζάντηΕκπαιδευτικός Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης

tags: άρθρα

2024 © left.gr | στείλτε μας νεα, σχόλια ή παρατηρήσεις στο [email protected]
§ Όροι χρήσης για αναδημοσιεύσεις Αναφορά Δημιουργού-Μη Εμπορική Χρήση 3.0 Μη εισαγόμενο (CC BY-NC 3.0)