to top
  • βρείτε μας στο Twitter
  • βρείτε μας στο Facebook
  • βρείτε μας στο YouTube
  • στείλτε μας email
  • εγγραφείτε στο RSS feed
  • international version

Ποιήματα για τη μέρα της ποίησης

Σήμερα είναι η πρώτη μέρα της άνοιξης [μου λένε ότι φέτος η άνοιξη άρχισε από χτες], είναι όμως και η Παγκόσμια μέρα της ποίησης


Σήμερα είναι η πρώτη μέρα της άνοιξης [μου λένε ότι φέτος η άνοιξη άρχισε από χτες], είναι όμως και η Παγκόσμια μέρα της ποίησης, και το ιστολόγιο, που διακηρυγμένα έχει ως αντικείμενο “τη γλώσσα, τη λογοτεχνία” και μετά όλα τα άλλα, έχει κι άλλες χρονιές τιμήσει τη μέρα -ας πούμε πρόπερσι είχα δημοσιεύσειένα ποιητικό κουίζ. Φέτος λέω να κάνω κάτι πιο απλό, περίπου σαν κι αυτό που είχα κάνει το 2010, όταν έβαλα ένα αθησαύριστο ποίημα του Λαπαθιώτη και σας ζήτησα να προσθέσετε ποιήματα της επιλογής σας, κατά προτίμηση όχι πολύ γνωστά.

Για τη σημερινή ανάρτηση, θα παρουσιάσω τρία αγκούγκλιστα ποιήματα, δηλαδή που δεν υπάρχουν στο Διαδίκτυο ή τουλάχιστον δεν βγαίνουν αν κάνεις αναζήτηση στο Γκουγκλ -δεν βγαίνουν, να διευκρινίσω, τώρα που γράφω το άρθρο, διότι, όπως έχω πει χίλιες φορές και πιο πρόσφατα προχτές, σε λίγες ώρες από τώρα τα ποιήματα αυτά θα γκουγκλίζονται, αφού θα τα έχει καταγράψει το αδηφάγο και παντεποπτικό μάτι του γκουγκλ· αλλά αυτός είναι ο σκοπός μου, να αυξηθεί έστω και λίγο η παρουσία της ποίησης στο Διαδίκτυο.

Ωστόσο, για να το κάνω αυτό χρειάστηκε να ψάξω κάμποσην ώρα, ν’ ανοίξω κιτάπια -δεν έχουν όλοι τον δική μου την πετριά. Οπότε, ενώ σας προσκαλώ να βάλετε στα σχόλια ένα ή περισσότερα ποιήματα που αγαπάτε, δεν βάζω σαν όρο να μην γκουγκλίζονται. Αν τα ποιήματα που διαλέξατε δεν είναι και πολύ γνωστά, αυτό αρκεί’ αν δεν γκουγκλίζονται, ακόμα καλύτερα. Και γνωστά να είναι, δεν θα χαλάσουμε τις καρδιές μας, άλλωστε είναι και υποκειμενικό το τι είναι γνωστό -ε, δεν θα βάλετε και την Ιθάκη, φαντάζομαι :)

Εγώ θα ξεκινήσω με ένα ποίημα του Λαπαθιώτη, βέβαια. Επειδή όμως ο Λαπαθιώτης έχει έντονη παρουσία στο Διαδίκτυο -είναι άλλωστε από τους περισσότερο μελοποιημένους ποιητές μας- δυσκολεύτηκα αρκετά να βρω κάποιο δικό του που να μ’ αρέσει και να μην υπάρχει ήδη στον κυβερνοχώρο.

Τελικά, βρήκα ένα από τα μάλλον γνωστά του, που με παραξένεψε όταν διαπίστωσα ότι δεν γκουγκλιζόταν, διότι όσο ζούσε ο Λαπαθιώτης είχε αναδημοσιευτεί πολλές φορές. Πρόκειται για ένα νεανικό ποίημα:

ΣΟΥΡΟΥΠΩΝΕΙ

Αργά πάνε στον κάμπο, να πλαγιάσουνε,
στη χλόη, τ’ αρνάκια, ολόλευκα σα χιόνι.
Ο λύκος μες στα μαύρα δάση μούγκρισε,
καιρός να κοιμηθούνε… Σουρουπώνει.

Ένα χλωμό τριαντάφυλλο αναστέναξε.
Το αγκάλιασαν, σα μια μανούλα, οι κλώνοι.
Σπαράξανε γλυκά τα φυλλαράκια του,
καιρός να ξεψυχήσει… Σουρουπώνει.

Αποσταμένος ο ήλιος, πέρα, σέρνεται,
στο βελουδένιο της βραδιάς σεντόνι.
Ερωτικά, οι αφροί το βράχο φίλησαν.
Καιρός του να πεθάνει… Σουρουπώνει.

…Και τώρα, που όλα γέρνουν να πεθάνουνε,
μες στις καρδιές μας, τι ζητάτε, πόνοι;
Το φως, η χλόη, το κύμα, πια, γαλήνεψαν.
Καιρός να κοιμηθείτε… Σουρουπώνει.

Το ποίημα δημοσιεύτηκε το 1908, πριν ο Λαπαθιώτης κλείσει τα είκοσι χρόνια του, στα Παναθήναια, το πρωτοπόρο λογοτεχνικό περιοδικό του Μιχαηλίδη, και λίγο αργότερα αναδημοσιεύτηκε, με τον τίτλο Νανούρισμα, στην Εφημερίδα των Κυριών. Στη συνέχεια γνώρισε κι άλλες αναδημοσιεύσεις σε ανθολογίες, εφημερίδες και περιοδικά, μία από αυτές με έναν τρίτο τίτλο, Νυχτολούλουδα.

Το δεύτερο ποίημα θα είναι, εύλογα, του άλλου ποιητή με τον οποίο ασχολούμαι πολύ, του Γιώργου Κοτζιούλα. Για αντίστιξη, διάλεξα πάλι ένα ποίημα με εικόνες από τη φύση, αλλά κάθε άλλο παρά μελαγχολικό. Γράφτηκε το 1941, όταν ο Κοτζιούλας επέστρεψε στα πάτρια χώματα, και εκφράζει την ευδαιμονία του για την αβίαστη επαφή του με την ηπειρωτική φύση. Όπως όλα σχεδόν τα ποιήματα της εποχής, δεν συμπεριλήφθηκε σε μεταπολεμική συλλογή, αλλά κατευθείαν στα τρίτομα Άπαντα του ποιητή που κυκλοφόρησαν μετά τον θάνατό του και πρόσφατα επανεκδόθηκαν.

ΚΟΜΜΑΤΙ ΕΞΟΧΗΣ

Αυτό δεν είναι κίτρινο: είναι χρυσαφί,
θαρρείς βασιλική στολή του Χινοπώρου
που φεύγει —στάσου λίγο, βλέμμα του οδοιπόρου,
να μελετήσεις την ανέλπιστη γραφή.

Κρέμονται ανάερα χίλιες γλώσσες φωτεινές,
τρίδιπλη φλόγα έχει ζωστεί το περιβόλι
που, ακόμα αμάλαγο, το βόσκουν οι τριβόλοι
με ρίζες άσπρες σαν κλωστή κι ίδια φτενές.

Τα χώματα τι νόημα κρύβουν τα νωπά;
Σε κλώνο κερασιάς πηδάει φτωχό γαρδέλι·
και δίπλα στο κιτρινοφυλλιασμένο αμπέλι
πετούμενο άλλο πού και πού φτεροκοπά.

Ώρα χρυσή μακάριας περισυλλογής
ύστερ’ απ’ τ’ άμουσα μερόνυχτα του θέρους!
Μακριά απ’ την πόλη, δίχως θέση κι ανωτέρους,
για πιο καλά, κάθομαι κάπου καταγής.

Και για να κλείσω, διάλεξα ένα ποίημα της μητέρας μου, της Κικής Σαραντάκου, από τη συλλογή της Με την άμπωτη (1989)

Τα παραμύθια

Εμάς δεν μας λέγανε παραμύθια
οι παππούδες· δεν προλάβαιναν να γεράσουνκαι τα παιδιά,
όσα ζούσανε,
μεγαλώνανε γρήγορα.
Τους κακούς και τους δράκους
τους είχαμε δίπλα μας:
Απέναντί μας το σπίτι το επίταξαν Γερμανοί
και βομβάρδιζαν την αυλή μας με τις κραυγές τους…

Περιμένω και τα δικά σας ποιήματα (γιατί όχι και δικά σας ποιήματα) σαν προσφορά στη σημερινή μέρα της ποίησης!

2024 © left.gr | στείλτε μας νεα, σχόλια ή παρατηρήσεις στο [email protected]
§ Όροι χρήσης για αναδημοσιεύσεις Αναφορά Δημιουργού-Μη Εμπορική Χρήση 3.0 Μη εισαγόμενο (CC BY-NC 3.0)