to top
  • βρείτε μας στο Twitter
  • βρείτε μας στο Facebook
  • βρείτε μας στο YouTube
  • στείλτε μας email
  • εγγραφείτε στο RSS feed
  • international version

12:41 | 27.06.2017

Πολιτισμός

«Ας περιμένουν οι γυναίκες»: Δεύτερη προβολή απόψε στο θερινό σινεμά του Σπούτνικ

Δεύτερη θερινή προβολή ταινίας στο Στέκι Σπούτνικ (Κεραμεικού 46, Μεταξουργείο) στο πλαίσιο της διοργάνωσης «Η Αθήνα βράζει», σήμερα Τρίτη, 27 Ιουνίου στις 8.30 μ.μ


Το σχετικό κάλεσμα (εδώ το event στο facebook):

"Η Αθήνα βράζει"

Θερινή προβολή της ταινίας Ας Περιμένουν Οι Γυναίκες

Πού; Στέκι Σπούτνικ (Κεραμεικού 46, Μεταξουργείο)

Πότε: Τρίτη, 27 Ιουνίου, 8.30 μ.μ

Μετά; Πίνουμε ποτάκι στην αυλή του Σπούτνικ με χαλαρή μουσική

Λίγα λόγια για την ταινία:

Το Ας περιμένουν οι γυναίκες είναι ελληνική κωμική ταινία του 1998.

Ο Πάνος (Ζουγανέλης) και ο Μιχάλης (Μπακιρτζής), μπατζανάκηδες μικροβιοτέχνες από τη Θεσσαλονίκη, ξεκινούν ένα ταξίδι για τη Θάσο, όπου βρίσκονται ήδη οι οικογένειές τους. Μια τυχαία συνάντηση με μία κοπέλα στη λίμνη Βόλβη θα προκαλέσει την ψυχολογική κατάρρευση του Πάνου, ο οποίος την ερωτεύεται, καταρρέει ψυχολογικά και επιχειρεί να αυτοκτονήσει. Ο Μιχάλης καλεί τον Αντώνη (Μπουλάς), τον τρίτο μπατζανάκη και πολιτευτή του ΠΑΣΟΚ, για βοήθεια. Όμως η παρουσία του Αντώνη δεν έχει τα επιθυμητά αποτελέσματα και οι γυναίκες τους ακόμα τους περιμένουν στη Θάσο.

Με αφορμή την προβολή της ταινίας, ο Ευριπίδης Ταρασίδης γράφει στο ΣΠΟΥΤΝΙΚ:

Αν μου έβαζαν το μαχαίρι στο λαιμό και μου ζητούσαν να διαλέξω μία ελληνική ταινία για να στείλουμε στους εξωγήινους πολιτισμούς, θα διάλεγα χωρίς δεύτερη σκέψη το «Ας περιμένουν οι γυναίκες». Δεν υπερβάλλω και εξηγούμαι.

Ο ελληνικός κινηματογράφος κατά καιρούς έχει να επιδείξει εξαιρετικά παραδείγματα ταινιών οι οποίες τον αντιπροσωπεύουν, του δίνουν χαρακτήρα και τελικά τον προσδιορίζουν σε σχέση με τις υπόλοιπες κινηματογραφικές σχολές. Ο Βούλγαρης, ο Αγγελόπουλος, ο Οικονομίδης, ο Κούνδουρος είναι μερικοί από τους σκηνοθέτες που βοήθησαν ή βοηθούν στο να νιώσει ο μέσος Έλληνας θεατής πως έχει κάτι δικό του, κάτι που μιλάει τη γλώσσα του, κάτι που συμβαίνει μόνο σ’ αυτόν και μόνο απ’ αυτόν μπορεί να εκφραστεί.

Όμως, αν δεν υπήρχε ο Σταύρος Τσιώλης ή πιο συγκεκριμένα, αν δεν υπήρχε η ταινία «Ας περιμένουν οι γυναίκες» πολύ πιθανό να ψάχναμε με κάποιο τρόπο να καλύψουμε ένα κενό. Ένα κενό που από μέσα του θα κοιτούσαμε τα συντρίμμια της ελληνικής κοινωνίας την οποία ρήμαξαν οι πολιτικές βολέματος καμουφλαρισμένες ως αναγκαίες και κοινωνικές.

Ο ελληνάρας της δεκαετίας του ’90, εξαρτημένος από το λάιφστάιλ, κολλημένος στον δικομματισμό, την μπάλα και το ρουσφέτι, κατάφερε, χωρίς να το πολυσκεφτεί να ανοίξει τον λάκκο των επόμενων γενεών. ΠΑΣΟΚ και μπάλα και ρουσφέτι.

Αντιγράφω την υπόθεση της ιστορίας και δεν δίνω καμία σημασία σ’ αυτήν γιατί είναι απλά η αφορμή για να μιλήσει ο Τσιώλης για όσα έχει μέσα του:

«Οι βιοτέχνες Πάνος και Μιχάλης ξεκινούν από τη βιομηχανική ζώνη της Θεσσαλονίκης, γεμάτοι ενθουσιασμό, για τη Θάσο όπου παραθερίζουν οι γυναίκες τους. Κατά τη διάρκεια της διαδρομής η τυχαία συνάντησή τους με μία πανέμορφη ύπαρξη και η «αναμενόμενη αρρώστια» του Πάνου θα οδηγήσει σε αναβολή του ταξιδιού. Ανήσυχος ο τρίτος μπατζανάκης Αντώνης σπεύδει να τους παραλάβει. Η αποκάλυψη νέων στοιχείων και οι καινούριες καταστάσεις κλονίζουν τις σχέσεις τους ακόμη περισσότερο.»

Ο Τσιώλης γυρίζει μία ταινία προφητική. Βγήκε στις αίθουσες το 1998, τότε που ζούσαμε σε μία ψεύτικη ευμάρεια. Έφτιαξε τρεις από τους πιο ξεχωριστούς χαρακτήρες της ελληνικής κινηματογραφίας, επέλεξε στους πρωταγωνιστικούς ρόλους τον Ζουγανέλη, τον Μπουλά και τον Μπακιρτζή, έβαλε την Αγγελική Ηλιάδη να πάρει τα μυαλά του κύριου Πάνου, επιστράτευσε την ευφυία του και κατάφερε μερικές βιτριολικές ατάκες μέσα από πανέξυπνα στημένους διαλόγους. Και όλα αυτά, στο δρόμο από τη Θεσσαλονίκη για την Καβάλα.

Το «Ας περιμένουν οι γυναίκες» δεν είναι καλτ, σουρεάλ, δεν είναι κωμωδία ούτε δράμα. Είναι η σχεδόν αυθόρμητη αποτύπωση της ιστορικής στιγμής, με τρεις άντρες εγκλωβισμένους στην καθημερινότητα τους, με αγάπη και ανησυχίες, με αυθεντικό το αίσθημα του έρωτα, τον θαυμασμό για τις γυναίκες, που αδιαφορούν πως μπορεί να φάνε τα μούτρα τους γνωρίζοντας ότι «οι άνθρωποι δεν συγχωρούν αυτούς που από έρωτα εκπέσανε».

Είναι μια ιστορική παρακαταθήκη. Είναι μέρος της pop κουλτούρας του λαού μας. Είναι μια σύγχρονη ερωτική ελεγεία, με τον Τσιώλη στη θέση του Μίνμερμου και την Αγγελική Ηλιάδη στη θέση της Ναννούς.

Αυτή η «μακεδονική καλοκαιρινή κωμωδία» είναι κάτι παραπάνω από ταινία. Είναι ένα παραμύθι που σε κάνει να πιστεύεις πως ακόμα μπορεί να βγαίνουν στη λίμνη οι νύμφες όταν έχει πανσέληνο και λούζονται στα νερά της.

2024 © left.gr | στείλτε μας νεα, σχόλια ή παρατηρήσεις στο [email protected]
§ Όροι χρήσης για αναδημοσιεύσεις Αναφορά Δημιουργού-Μη Εμπορική Χρήση 3.0 Μη εισαγόμενο (CC BY-NC 3.0)