to top
  • βρείτε μας στο Twitter
  • βρείτε μας στο Facebook
  • βρείτε μας στο YouTube
  • στείλτε μας email
  • εγγραφείτε στο RSS feed
  • international version

Όταν κάηκε η Σμύρνη...

Δεν έμεινε στην πατρίδα του να παλέψει. Ήταν παιδί. Έφυγε από εκεί κυνηγημένος λαθρεπιβάτης κι έφτασε στην Ελλάδα ανεπιθύμητος πρόσφυγας, αλλά ήταν απλώς ένα παιδί - Και ήθελε να πάει σχολείο.


Όταν κάηκε η Σμύρνη ο παππούς μου ήταν εφτά χρονών παιδί. Οι έφιπποι Τούρκοι στρατιώτες σκότωναν στους δρόμους γι' αντίποινα όποιον έβρισκαν μπροστά τους μ' ότι είχαν πρόχειρο: άλλους τους τουφέκιζαν, άλλους τους μαχαίρωναν κι άλλους τους αποκεφάλιζαν.
«Ο μπαμπάς μου ήτανε τυχερός», μου λεγε. «Τον κοντύνανε με μια σπαθιά κι ο πόνος του κράτησε μόνο μια στιγμή, θεοσχωρέστον. Κάποιοι απ' τους γείτονες έκαναν, οι δυσμοιροι, ώρες να πεθάνουν».
Το κεφάλι του προπάππου μου, του Έκτορα, το κλωτσήσανε στο νερό μαζί με πολλά άλλα, οικοδομώντας εν αγνοία τους, δίπλα στ' αποκαΐδια και τα ερείπια, μια υποθαλάσσια μητρόπολη δίπατων κρανίων για ψάρια. 
Κάποιος μισοσφαγμένος έμπορας της περιοχής, αναγνώρισε τον ανήλικο παππού μου και με τα τελευταία του, πιθανότατα, λόγια, συμβούλεψε τον μικρό Γιαννάκη να τρέξει να κρυφτεί. «Τρέξε. Μικρός είσαι,τζιέρι μου, τρέξε, μπορεί και να σωθείς».
Έσπασε την πόρτα ενός οικογενειακού τάφου και πέρασε τις επόμενες εφτά μέρες πλάι σ' εύπορους σκελετούς. Κάθε δεύτερο βράδυ έβγαινε απ' τον τάφο σαν αναποφάσιστος Λάζαρος και τρύπωνε στα κοντινά, κατεστραμένα σπίτια ψαχουλεύοντας στα σκοτάδια για κάνα παξιμάδι, κάνα ξηρό καρπό. «Οι σταφίδες μου σώσανε τότε τη ζωή», θυμόταν συχνά, και φυσικά δε λείψανε ποτέ απ' το σπίτι του.
«Το μαρμαρο ήταν το χειρότερο. Κρύωνε ο κώλος σου όλη νύχτα και το πρωί κινδύνευες να σε καρφώσει ο βήχας σου. Ξέρεις πόσους ζωντανούς ξεθάψαν' απ' το βήχα; Τουλάχιστον τους αφήνανε εκεί που τους συχωρνάγανε, σε τάφους λιβανισμένους μια φορά κι από χέρι παπά, πλάι σε διαβασμένους».
Την όγδοη μέρα βγήκε απ' τον Άδη μόλις έπεσε ο ήλιος και,παίζοντας κρυφτό με τους παλιούς του Τούρκους γειτόνους, βούτηξε στη θάλασσα και σκαρφάλωσε από μιαν άγκυρα σ'ένα γαλλικό που παρακολουθούσε από ασφαλή απόσταση την καταστροφή.
Ήταν εφτά χρονών και οχτώ ημερών με τις οχτώ τελευταίες μέρες να βαραίνουν πιο πολύ απ'όλα τα προηγούμενα εφτά του χρόνια.
Δεν έμεινε στην πατρίδα του να παλέψει. Ήταν παιδί. Έφυγε από εκεί κυνηγημένος λαθρεπιβάτης κι έφτασε στην Ελλάδα ανεπιθύμητος πρόσφυγας, αλλά ήταν απλώς ένα παιδί. 
Και ήθελε να πάει σχολείο.

***************

Panos Sakkas, από τη σελίδα του στο facebook

2024 © left.gr | στείλτε μας νεα, σχόλια ή παρατηρήσεις στο [email protected]
§ Όροι χρήσης για αναδημοσιεύσεις Αναφορά Δημιουργού-Μη Εμπορική Χρήση 3.0 Μη εισαγόμενο (CC BY-NC 3.0)