to top
  • βρείτε μας στο Twitter
  • βρείτε μας στο Facebook
  • βρείτε μας στο YouTube
  • στείλτε μας email
  • εγγραφείτε στο RSS feed
  • international version

Ώρα διαλόγου, όχι σκιαμαχίας, για το μέλλον της Αριστεράς

Μετά τις περσινές εκλογές δύο βιβλία, του Αριστείδη Μπαλτά και δικό μου, έκαναν μια πρώτη αξιολόγηση της κυβερνητικής θητείας και του κόμματος.


Μετά τις περσινές εκλογές δύο βιβλία, του Αριστείδη Μπαλτά και δικό μου, έκαναν μια πρώτη αξιολόγηση της κυβερνητικής θητείας και του κόμματος.1 Τα παρουσιάσαμε, συχνά μαζί με τον Αριστείδη, σε δεκάδες συγκεντρώσεις σε όλη την Ελλάδα. Το ενδιαφέρον, η αγωνία και η συμμετοχή του κόσμου ήταν μεγάλο. Οι παρουσιάσεις έγιναν στην ουσία προσυνεδριακές συζητήσεις. Ο Αριστείδης γράφει ότι το βιβλίο του αποτελεί “εισήγηση» για το συνέδριο. Το δικό μου αποτελεί αποτίμηση της κυβερνητικής θητείας από κάποιον που ως «κατά τύχη πολιτικός» διατήρησε μια κριτική απόσταση.2

Ξεκίνησε μια ζωηρή συζήτηση για το αίτια της ήττας, τον χαρακτήρα, την ιδεολογία και το πρόγραμμα του κόμματος. Συζητήσαμε για τη σχέση εξουσίας και κυβέρνησης, τον ρόλο των κινημάτων, αναλύσαμε τις κοινωνικοοικονομικές αλλαγές του μεταφορντικού καπιταλισμού, τα νέα μοντέλα παραγωγικής ανασυγκρότησης, πολιτικής στρατηγικής και κομματικής οργάνωσης. Μεγάλο ήταν το ενδιαφέρον για την Ευρώπη με τις επανειλημμένες αποτυχίες της στις κρίσεις της Ευρωζώνης, την προσφυγική και την κλιματική.

Ζωηρή η συζήτηση για τη λειτουργία του θεσμικού, νομικού και δικαστικού κατεστημένου. Το πάθος των συντρόφων ενέπνεε αισιοδοξία. Η απογοήτευση για την ήττα, η αγανάκτηση με τα πρώτα δείγματα της κυβέρνησης Μητσοτάκη και την εντυπωσιακά γρήγορη επιστροφή στο “επιτελικό» κράτος της Δεξιάς, που δεν δίσταζε να εισβάλλει στους “αρμούς της εξουσίας», μεταμορφώνονταν σε θυμό και αποφασιστικότητα.

Αλλά με την πανδημία οι προβληματισμοί αναστάλθηκαν μαζί με τα δικαιώματά μας. Επιφανειακά τουλάχιστον επικράτησε μια κάπως μίζερη αντιπαράθεση με επιθέσεις στον “φραξιονισμό», το “κόμμα σκαντζόχοιρο» και τον “αριστερό ριζοσπαστισμό» από τη μια και καταγγελίες περί αδιάβαστης και αυτοκαταστροφικής «πασοκοποίησης» από την άλλη.  Όσοι δεν είμαστε μέλη κάποιας τάσης ούτε συμμετέχουμε σε διαδρομές κομματικής μικροεξουσίας έχουμε κουραστεί από τα συντροφικά μαχαιρώματα. Λείπει ο ιδεολογικός διάλογος, ενώ οι αμοιβαίες επιθέσεις συχνά στοχοποιούν φανταστικούς αντιπάλους και ανύπαρκτους κινδύνους.

Πιστεύω ότι και το τρομακτικό «κόμμα σκαντζόχοιρος» και η επάρατη «πασοκοποίηση» είναι ψευδοπροβλήματα. Ο διεθνής πια όρος σημαίνει την ολική διάλυση ενός πρώην κραταιού κόμματος εξουσίας. Κανείς δεν επιθυμεί αυτό. Κανείς επίσης δεν διαφωνεί με τη διεύρυνση του κόμματος. Αλλά πρέπει να υπάρχει κόμμα που να λειτουργεί και δεν απομακρύνει παλιά και νέα μέλη με τη γραφειοκρατία και τον βαρετό αναμηρυκασμό κοινοτοπιών.  Όλοι δεσμευόμαστε, φαντάζομαι, στην εκλογική νίκη. Το θέμα είναι οι αξίες και οι όροι της. Αυτά θα καθοριστούν από τον διάλογο όταν ξαναρχίσει. Η μονότονη επανάληψη ότι είμαστε «ριζοσπαστικοί» ή «κεντροαριστεροί» χωρίς παραπέρα επιχειρήματα δεν βοηθάει.

Η στρατηγική διάβρωσης του καπιταλισμού

Ο σ. Κώστας Καλλωνιάτης δημοσίευσε πρόσφατα κριτική (http://beta.avgi.gr/article/10811/11335073/se-lathos-dromo-e-allage-aris...) σε άρθρο μου -μέρος μιας σειράς και σύντομα βιβλίο- που υποστήριζε ότι το παλιό αριστερό «παράδειγμα» πρέπει να αλλάξει ριζικά αν θέλουμε να πετύχει ο ΣΥΡΙΖΑ (http://www.avgi.gr/article/10811/10825328/allage-aristerou-paradeigmatos). Θα πάρω αφορμή από σημεία της κριτικής για να παρουσιάσω δύο κεντρικά θέματα.

Χαρακτηρίζεται «διαβλητή» η άποψή μου ότι «ο δημοκρατικός σοσιαλισμός δεν χωρίζεται από τον καπιταλισμό με κάθετη ρήξη, αλλά σταδιακά, με μέτρα που ‘διαβρώνουν’ την ταξική και ιδεολογική του εξουσία». Γιατί η ιδεολογική και ταξική εξουσία δεν θα ήταν τίποτα χωρίς την οικονομική εξουσία που απορρέει από την ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής.

Η σχέση μεταξύ ιδεολογικής, «ταξικής» και «οικονομικής» εξουσίας δεν είναι απλή. Για παράδειγμα η «οικονομική» εξουσία καθορίζεται από το δίκαιο της ιδιοκτησίας που είναι μέρος του «εποικοδομήματος». Κανένα «κλασικό» τσιτάτο, αν υπήρχε τέτοιο, ούτε ο οικονομισμός δίνουν απάντηση στο πιο κρίσιμο θέμα της αριστερής θεωρίας.

Από την απέναντι πλευρά, φίλος υποστήριξε ότι, όταν ο ριζοσπαστισμός «παγιώνεται σε ιδεολογία, αυτοαναιρείται. Διαρκής ριζοσπαστισμός είναι σχήμα οξύμωρο... Επομένως το δίλημμα Ριζοσπαστική Αριστερά ή Κεντροαριστερά είναι ψευδοπρόβλημα».

Πιστεύω ότι και οι δύο επιφανειακά αντίθετες απόψεις είναι λαθεμένες. Αν εγκαταλείψουμε τα όνειρα περί κατάληψης της Βαστίλλης και των χειμερινών ανακτόρων ή περί σοσιαλδημοκρατικού εκσυγχρονισμού, σοσιαλισμός είναι η ιστορική διαδικασία σταδιακής υπέρβασης του καπιταλισμού. Και εδώ βρίσκεται η ουσία της διαφοράς μεταξύ Σοσιαλδημοκρατίας και Ριζοσπαστικής Αριστεράς.

Οι σοσιαλδημοκράτες επιδίωκαν τη συνεχή αύξηση του ΑΕΠ ανεξάρτητα από τους τρόπους που γίνεται αυτό, για να πετυχαίνουν μια περιορισμένη αναδιανομή. Η διεύρυνση μεγαλώνει τα καπιταλιστικά κέρδη, ικανοποιεί τους σπόνσορες των πολιτικών, αλλά επιτρέπει και βελτίωση των εργατικών μισθών και δικαιωμάτων. Η κλασική σοσιαλδημοκρατία αποδέχεται επομένως το αναπόδραστο του καπιταλισμού και στηρίζει τον προγραμματισμό της στη διαρκή κερδοφορία του κεφαλαίου. Γι’ αυτό η πρόθυμη υιοθέτηση του νεοφιλελευθερισμού. Γι’ αυτό οι κεντροαριστερές προοδευτικές και φιλεργατικές μεταρρυθμίσεις κυβερνήσεις ήταν ευάλωτες στη δομική ισχύ του κεφαλαίου και την ιδεολογική ηγεμονία της Δεξιάς.

Οι αριστερές μεταρρυθμίσεις και πολιτικές αντίθετα μεταφέρουν πόρους από το κεφάλαιο στους εργαζόμενους και ισχύ από το κράτος στους πολίτες σε συνεχή κύματα ριζοσπαστικοποίησης. Με αυτή την έννοια είναι ταξικά και ιδεολογικά «μεροληπτικές» και δεν είναι μόνο οικονομικές: υποστηρίζονται από μαζικούς κοινωνικούς αγώνες που μετατρέπουν τη δημοκρατία από τρόπο επιλογής αντιπροσώπων σε μορφή ζωής και οργάνωσης στην οικονομία, την κοινωνία, τον πολιτισμό.

Οι μεταρρυθμίσεις γίνονται σταθμοί σε ένα πρόγραμμα κοινωνικής ανασυγκρότησης όταν ενδυναμώνουν τους αντιπροσωπευτικούς θεσμούς και ενισχύουν τη δυνατότητα κοινωνικών κινητοποιήσεων έξω από αυτούς. Μεταρρυθμίσεις από πάνω και αγώνες από κάτω χτίζουν σταδιακά τον δημοκρατικό σοσιαλισμό.

Οι «αρμοί της εξουσίας»

Αυτή η ανάλυση βοηθάει και στον απολογισμό και στον προγραμματισμό. Η κυβέρνηση παρέδωσε την Ελλάδα το 2019 ασύγκριτα καλύτερη απ’ ό,τι την παρέλαβε το 2015. Η οικονομική και κοινωνική πολιτική πέτυχε στο πλαίσιο των περιορισμών του Μνημονίου και αξίζουν συγχαρητήρια στον Ευκλείδη και τους συνεργάτες του.

Ποιες ήταν οι αποτυχίες, με την έννοια της μη ολοκλήρωσης ή υλοποίησης πολιτικών ή της γρήγορης κατάργησης μεταρρυθμίσεων μετά την εκλογική ήττα; Οι τηλεοπτικές άδειες, η νέα διαδικασία επιλογής ανωτέρων κρατικών λειτουργών και σχολικών διευθυντών, η εκκλησιαστική και μεγάλο μέρος της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης, η ριζοσπαστικοποίηση του πλαισίου των συνεταιρισμών και των ενεργειακών κοινοτήτων, η συνταγματική αναθεώρηση, οι προαγωγές δικαστικών.

Εμβληματική είναι η μεταμόρφωση του σκανδάλου Novartis σε σκευωρία και η πρωτοφανής διεθνώς μεταβολή των διωκτών σε διωκόμενους. Δεν τα αναφέρω για καταλογισμό προσωπικών ευθυνών, που πιθανώς δεν υπάρχουν, αλλά ως μάθημα για το μέλλον.  Όλες οι περιπτώσεις αφορούν το θεσμικό περιβάλλον. Μερικές δεν προγραμματίστηκαν ή δεν εκτελέστηκαν σωστά, σε άλλες οι θεσμικές βελτιώσεις δεν συνοδεύτηκαν από ενεργητική υλοποίηση και κοινωνική αποδοχή και ήταν ευάλωτες στον δεξιό ρεβανσισμό.

Τα προοδευτικά και φιλολαϊκά μέτρα της συνταγματικής αναθεώρησης, για παράδειγμα, δεν είχαν ζυμωθεί αρκετά με τους opinion makers, δεν επικοινωνήθηκαν επαρκώς στους πολίτες και κατέπεσαν χωρίς λαϊκή αντίδραση. Αν προσθέσουμε τις πολλαπλές ήττες στα δικαστήρια, την πιο αποτελεσματική αντιπολίτευση, πρέπει να συμπεράνουμε ότι, ενώ ταξικά η κυβέρνηση τα κατάφερε, θεσμικά δεν πήγε καλά.

Να ανοίξω μια παρένθεση. Ο σ. Τσακαλώτος υποστήριξε στην “Εποχή” ότι η Αριστερά πρέπει να «θωρακίσει θεσμικά» το κράτος επειδή «ο σκοπός δεν αγιάζει τα μέσα». Ξέρουμε βέβαια ότι το καπιταλιστικό κράτος αποσκοπεί στην υλική και ιδεολογική διατήρηση της ταξικής εξουσίας. Το κυρίαρχο κανονιστικό και θεσμικό πλαίσιο αποτρέπει δομικά τις αριστερές μεταρρυθμίσεις και πολιτικές, αλλά η νομική ιδεολογία διαλαλεί τη δήθεν ουδετερότητα της.

Ο Ευκλείδης έχει δίκιο βέβαια: «Ο σκοπός δεν αγιάζει τα μέσα». Αλλά, όπως εξηγεί ο Πουλαντζάς, η πάλη των τάξεων βρίσκεται μέσα στο κράτος. Οι δημόσιοι υπάλληλοι είναι ταξικά προσδιορισμένοι. Υπουργοί του ΣΥΡΙΖΑ περιγράφουν ότι αισθάνονταν συχνά όμηροι «των κρατικών λειτουργών που έβαζαν εμπόδια στην αριστερή διακυβέρνηση.  Όταν αντιστέκονταν στις θεσμικές μεταρρυθμίσεις ή τις προοδευτικές πολιτικές, εξέφραζαν τόσο την ταξική θέση του κράτους όσο και βαθιά θεμελιωμένα συμφέροντα.

Όσο περισσότερο προσπαθούσε η κυβέρνηση να αλλάξει την ισορροπία τόσο περισσότερο το κράτος, ως ‘συμπύκνωση του ταξικού συσχετισμού δυνάμεων’, και οι ανώτεροι κρατικοί λειτουργοί τα ματαίωναν. Η αλλαγή του συσχετισμού δυνάμεων και η προώθηση λειτουργών φιλικών ή τουλάχιστον ουδέτερων προς την αριστερή κυβέρνηση ήταν και παραμένει κεντρικός ‘σκοπός’ και όχι ‘μέσο’ μιας αριστερής κυβέρνησης. Τόσο κεντρικός όσο και ο σχεδιασμός της οικονομίας.

Αν είχαν προετοιμαστεί καλύτερα οι προοδευτικές μεταρρυθμίσεις ως βήματα ενός σταδιακού κοινωνικού μετασχηματισμού και είχε προσμετρηθεί η ορατή πιθανότητα ήττας, ίσως κάποιες να είχαν βάλει ρίζες και επιβιώσει. Η υπόρρητη πίστη ότι κυβέρνηση και εξουσία συμπίπτουν σήμαινε για κάποιους ότι η νομοθέτηση προοδευτικών μεταρρυθμίσεων άνευ ετέρου αρκούσε. Αν δεν αναγνωρίσουμε τη θεσμική μας αφέλεια και δεν προετοιμαστούμε ανάλογα, θα αποτύχουμε πάλι. Θα επαιρόμαστε βέβαια γιατί τους ταράξαμε στην νομιμότητα».

Το κράτος παραμένει ταξικό. Με την κυβέρνηση Μητσοτάκη γίνεται και τοξικό.

Τι μας έμαθε η κυβερνητική εμπειρία; Κάθε προοδευτική νομοθετική πρωτοβουλία προετοιμάζεται σε διαβούλευση με τους άμεσα ενδιαφερόμενους και δημοσιοποιείται δημιουργώντας το κατάλληλο κλίμα. Συνοδεύεται από τακτικά αξιολογούμενα μέτρα υλοποίησης. Κάθε πετυχημένο μέτρο δεν αποτελεί τερματικό σταθμό, αλλά οδηγεί στο επόμενο σε επάλληλα κύματα ριζοσπαστικοποίησης.

Ο σ. Καλλωνιάτης ειρωνεύεται ως «ποιητική» τη θέση ότι όσο πλησιάζουμε στον ορίζοντα του σοσιαλισμού αυτός απομακρύνεται. Είναι η μόνη αριστερή στρατηγική που ξέρω. Η «αισθητική» παρουσίαση και η ηθική συμπεριφορά είναι απαραίτητες και πάνε μαζί.  Όταν χάνεται η μια, υποχωρεί και η άλλη, κάτι που δυστυχώς έγινε συχνά. Αν η στρατηγική της διάβρωσης οδηγήσει στην υπέρβαση του καπιταλισμού, εξαρτάται από την προετοιμασία, την τεκμηρίωση και την κοινωνική γείωση των μεταρρυθμίσεων και την πολιτική βούληση να πετύχουν.  Όποιος ξέρει άλλο δρόμο ας τον πει.

Η πάλη των ιδεών

Υποστήριζε το άρθρο μου ότι «η αγορά στηρίζεται στο ατομικό συμφέρον, ένα μείγμα φόβου και απληστίας, και καλλιεργεί την ανταγωνιστική εξατομίκευση και τον καταναλωτισμό. Αλλά στο ίδιο έδαφος αναδύονται και οι αντίθετες αξίες, της αλληλεγγύης και μέριμνας για τον άλλο, της δικαιοσύνης και της συμμετοχικής δράσης, της συλλογικότητας και της φιλοδωρίας».

Για τον σ. Καλλωνιάτη η άποψη είναι «αστεία». Θα σήμαινε ότι «βασική υποχρέωση της Αριστεράς είναι να ενδυναμώνει συλλογικότητες όπως η... οικογένεια». Η ειρωνεία δείχνει παρανόηση και της κοινωνιολογίας και της οντολογίας. Οι αξίες βγαίνουν μέσα από την κοινωνική οργάνωση και τις ανθρώπινες σχέσεις. Δεν δημιουργούνται μεταφυσικά ούτε αιωρούνται άμοιρες κοινωνικής γείωσης.

Ο καπιταλισμός προωθεί τον ατομισμό και τον καταναλωτισμό. Αλλά στο ίδιο έδαφος βάζουν ρίζες και καλλιεργούνται και οι δικές μας αξίες, μια και δεν υπάρχει άλλο. Η ιδεολογία του ατομισμού και η κυριαρχία της αγοράς δεν μπορούν να εξαλείψουν τα βασικά χαρακτηριστικά της ανθρώπινης ύπαρξης. Ο «άλλος» άνθρωπος και οι κοινωνικές σχέσεις και δομές -η γλώσσα, οι θεσμοί, τα νοήματα, οι αξίες- έρχονται πριν από τον εαυτό μας.

Η οικογένεια, οι φίλοι, οι συνάδελφοι και οι σύντροφοι καλλιεργούν τις αξίες της κοινότητας και της αλληλεγγύης, παρά τους θατσερικούς και μητσοτακικούς δονκιχωτισμούς «ότι δεν υπάρχει κοινωνία». Δουλειά της Αριστεράς είναι να ενδυναμώνει τις κοινωνικές σχέσεις και θεσμούς, βασικούς αντιπάλους του ατομισμού. Η κυβέρνησή μας σωστά υποστήριξε την οικογένεια με πρώτα τα παιδιά.

Η Αριστερά απευθύνεται και στη λογική και στο συναίσθημα, κάτι που ξέχασαν και ο στεγνός μαρξισμός και η εκσυγχρονιστική Σοσιαλδημοκρατία. Γι’ αυτό ο δημοκρατικός και διεθνιστικός πατριωτισμός -πέρα από γεωπολιτικές αναλύσεις-, αλλά και η κοινωνική θρησκευτικότητα -πέρα από τη διαφωτιστική ορθότητα- αποτελούν προνομιακά πεδία αριστερής παρέμβασης.  Όταν εγκαταλείπονται, χάνονται και η μαζικότητα και η ριζοσπαστικότητα της Αριστεράς.

Η πάλη των τάξεων είναι και πάλη ιδεών. Στην αντιπολίτευση η Αριστερά ιδεολογικοποιεί τις προγραμματικές της προτάσεις. Το όραμα για το μέλλον πέρα από την συγκυρία, το ιδεολογικό στίγμα, το χτίσιμο ηγεμονίας αποτελούν βασική μέριμνα. Το πρόγραμμα συνεισφέρει στην αύξηση της κοινωνικής και ιδεολογικής επιρροής και δεν χρειάζεται λεπτομέρειες. Ο τρόπος εφαρμογής του θα αποφασιστεί τη στιγμή της υλοποίησης.

Όλες οι συλλογικότητες, οι ιδέες και προτάσεις που αποσκοπούν στην κοινωνική απελευθέρωση έχουν επομένως θέση σε αυτή τη συζήτηση, που δεν άρχισε ακόμη παρά τη συνθηματολογία.  Όσοι πιστεύουν στις ιδέες τους καλωσορίζουν την αντιπαράθεση. Αποτελεί αξίωμα της Αριστεράς ότι η διαλεκτική βελτιώνει και τις δικές μας απόψεις και το τελικό αποτέλεσμα.

Ακούγεται συχνά η ατάκα περί της ιστορίας που επαναλαμβάνεται ως φάρσα. Ο Μαρξ καταγγέλλει στη «18η Μπρυμαίρ του Λουδοβίκου Βοναπάρτη» την απλοϊκή ιδέα ότι η επανάσταση του 1848 ήταν επανάληψη του 1789. Αποτελούσε πανέξυπνη φιλοσοφική παρωδία του δασκάλου του.

Ο Χέγκελ είχε υποστηρίξει ότι μια ριζική αλλαγή πρέπει να επαναληφθεί για να πετύχει, μια και την πρώτη φορά η κοινωνία δεν είναι έτοιμη να την αποδεχτεί. Μόνο η δολοφονία του Ιούλιου Καίσαρα επέτρεψε στον Αύγουστο να γίνει Καίσαρας -από άνθρωπος θεσμός- και να ιδρύσει την αυτοκρατορία. Η άποψη του Χέγκελ ισχύει ακόμη. Μόνο αν η Αριστερά κερδίσει ξανά, η ριζική αλλαγή στη χώρα μας θα βάλει ρίζες. Και όπως πάμε η πρώτη φορά Αριστερά θα μείνει ορφανή. Ας γυρίσουμε λοιπόν στην προ πανδημίας συζήτηση. Με ιδέες, με πάθος, με επιχειρήματα.

1 Αριστείδης Μπαλτάς, Εντός Παρενθέσεως (Πατάκης, 2019). Κώστας Δουζίνας, Από την έδρα στα  Έδρανα:  Έργα και Ημέρες μιας Αριστερής Κυβέρνησης (Νήσος, 2019).

2 Costas Douzinas, Syriza in Power: Reflections of an Accidental Politician (Polity, 2018).

tags: άρθρα

2024 © left.gr | στείλτε μας νεα, σχόλια ή παρατηρήσεις στο [email protected]
§ Όροι χρήσης για αναδημοσιεύσεις Αναφορά Δημιουργού-Μη Εμπορική Χρήση 3.0 Μη εισαγόμενο (CC BY-NC 3.0)