to top
  • βρείτε μας στο Twitter
  • βρείτε μας στο Facebook
  • βρείτε μας στο YouTube
  • στείλτε μας email
  • εγγραφείτε στο RSS feed
  • international version

18:28 | 09.07.2014

Πολιτική

Α. Τσίπρας στο συνέδριο του Economist: "Η κυβέρνηση δεν θέλει συναίνεση για το χρέος, αλλά για να εμβαθύνει το μνημόνιο"

Απέρριψε την «πρόσκληση» Χαρδούβελη ο Α. Τσίπρας


Κριτική στα όσα είπε ο υπουργός Οικονομικών Γκίκας Χαρδούβελης, μιλώντας πριν από αυτόν στο συνέδριο του Economist, άσκησε ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ Αλέξης Τσίπρας, σημειώνοντας πως «η κυβέρνηση δεν θέλει συναίνεση για το χρέος, αλλά για να εμβαθύνει το μνημόνιο και γιατί θέλει συνοδοιπόρους».

«Αναρωτιέμαι με τόσο διαμετρικά αντίθετες λογικές, πώς είναι ειλικρινής αυτή η πρόταση; Ποιον κοροϊδεύει η κυβέρνηση; Τους πολίτες ή την αντιπολίτευση;», δήλωσε ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ και πρόσθεσε πως η η κυβέρνηση έχει χάσει τη δεδηλωμένη στην κοινωνία μετά τις ευρωεκλογές, στις οποίες έλαβε «εντολή υποχώρησης, έστω και σταδιακής».

Ο κ. Τσίπρας, κάλεσε παράλληλα τον πρωθυπουργό να σταθεί στο ύψος των περιστάσεων, να αφήσει τη στρατιωτική και δικαστική αντιμετώπιση των κοινωνικών αντιδράσεων και να δώσει χώρο στη δημοκρατία. (efsyn.gr)

Ολόκληρη η ομιλία

Κυρίες και Κύριοι,

Ευχαριστώ τους διοργανωτές για την ευγενική πρόσκλησή τους σ’ αυτό το τόσο ενδιαφέρον και επίκαιρο συνέδριο.

Γιατί, πράγματι, η Ευρώπη και η Ελλάδα βρίσκονται σε κρίσιμη καμπή.

Αλλά όχι μόνον αυτό. Βρίσκονται και σε αντίστροφη ροπή.

Στην Ευρώπη, η ημερήσια διάταξη στον πολιτικό και το δημόσιο διάλογο έχει αλλάξει.

Και αυτό είναι συνέπεια της ψήφου των πολιτών, αλλά και της αποχής τους, στις ευρωεκλογές του περασμένου Μάη.

Το αίτημα για την άμεση διευκόλυνση των προϋποθέσεων για την ανάπτυξη διατυπώνεται πλέον ανοιχτά από τις προοδευτικές πολιτικές δυνάμεις, αλλά και από κυβερνήσεις του ευρωπαϊκού Νότου:

α) για τη χαλάρωση των δημοσιονομικών περιορισμών του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης,

β) την τροποποίηση του όρου του ευρωπαϊκού δημοσιονομικού συμφώνου για την ετήσια μείωση του λόγου του δημόσιου χρέους προς το ΑΕΠ κατά το ένα εικοστό του, όταν αυτό υπερβαίνει το 60%, και

γ) για ένα ευρωπαϊκό πρόγραμμα επενδύσεων. Μια παραλλαγή της πρότασης του ΣΥΡΙΖΑ για ένα «ευρωπαϊκό NewDeal».

Παράλληλα, εντείνεται ο προβληματισμός για το εάν είναι εφικτό η Ευρώπη να οδηγηθεί σε πραγματική, ισόρροπη και βιώσιμη ανάπτυξη – όχι απλώς μια προσωρινή, εύθραυστη και άνιση ανάκαμψη, με υψηλή δομική ανεργία – χωρίς να έχει προηγουμένως επιλύσει το πρόβλημα της υπερχρέωσής της.

Και  δεν πλέον μόνον η ευρωπαϊκή Αριστερά ή ο Βόλφγκανκ Μύνχαου των Financial Times, που ζητούν ευρωπαϊκή διάσκεψη για την οριστική και αλληλέγγυα ρύθμιση του χρέους.

Προστέθηκε, μόλις πριν από λίγες μέρες, και ο γνωστός στην Ελλάδα νεοφιλελεύθερος γερμανός οικονομολόγος Χανς-Βέρνερ Ζιν.

Ο οποίος, σε συνέντευξή του στο ειδησεογραφικό πρακτορείο Bloomberg, πρότεινε «Ευρωπαϊκή Διάσκεψη για το Χρέος», ώστε να συμφωνηθεί η μερική διαγραφή του δημόσιου χρέους των χωρών του ευρωπαϊκού Νότου και έτσι να ενισχυθεί η προοπτική της ανάπτυξης.

Επιτρέψτε μου στο σημείο αυτό, κυρίες και κύριοι, να υπενθυμίσω ότι, εδώ και, περίπου, τρία χρόνια, ο ΣΥΡΙΖΑ έχει επεξεργαστεί και έχει προωθήσει στο ευρωπαϊκό και διεθνές επίπεδο σε όλες τις επαφές με την ευρωπαϊκή πολιτική ηγεσία, την πρόταση για «Ευρωπαϊκή Διάσκεψη για το Χρέος».

Μια πρόταση που περιλαμβάνει τη διαγραφή μεγάλου μέρους της ονομαστικής αξίας του και,  ανάμεσα σε άλλες επιμέρους ρυθμίσεις, και «ρήτρα ανάπτυξης» για την αποπληρωμή του υπόλοιπου μέρους του.

Η πρόταση αυτή έτυχε όχι πάντα γιατί θέλω να είμαι ειλικρινής, αλλά τις περισσότερες φορές θετικής αποδοχής.

Μόνον στο εσωτερικό της χώρας κάποιοι, κρίνοντας εξ’ ιδίων τα αλλότρια, προσπαθούν να τη λοιδορήσουν, ως δήθεν «μπαταχτσίδικη» και εξωπραγματική.

Από την άλλη πλευρά, η κυβέρνηση καλεί εσχάτως την αντιπολίτευση να συμμετάσχει στη διαπραγμάτευση.

Και αναρωτιόμαστε ποιον προσπαθεί να κοροϊδέψει η κυβέρνηση;

Την αντιπολίτευση ή μήπως τον ελληνικό λαό;

Γιατί:

Πρώτον: το αποτέλεσμα των ευρωεκλογών έχει απονομιμοποιήσει την κυβέρνηση να δεσμεύσει, με οποιονδήποτε τρόπο, το μέλλον της χώρας. Η κυβέρνηση έχει χάσει τη δεδηλωμένη στην κοινωνία. Έλαβε εντολή αποχώρησης,

Δεύτερον: η κυβέρνηση βαρύνεται με το αρνητικό προηγούμενο του καταστροφικού PSI. Αυτό δεν ήταν διαπραγμάτευση. Ήταν αυτοχειριασμός προς εξυπηρέτηση του ευρωπαϊκού τραπεζικού συστήματος, για τον οποίο προσωποποιούνται ευθύνες,

Tρίτον: η κυβέρνηση έχει δεσμευτεί στα Μνημόνια και τη λιτότητα που ανατροφοδοτούν το δημόσιο χρέος και τη δυναμική του, που βάζει τα θεμέλια της νέας ύφεσης, και

Tέταρτον: πως θα διαπραγματευτεί την αποκατάσταση της βιωσιμότητας του χρέους της χώρας μια κυβέρνηση που ισχυρίζεται πως είναι ήδη βιώσιμο;

Είναι, λοιπόν, σαφές και σε κάθε ελληνίδα και σε κάθε έλληνα. Η κυβέρνηση δε θέλει συναίνεση για το χρέος. Θέλει συναίνεση για το μνημόνιο και την καταστροφή.

Θέλει συνυπογραφή της καταστροφής.

Θέλει συνοδοιπόρους για να εφαρμόσει υπογεγραμμένα προαπαιτούμενα.

Γιατί όταν ταυτίζεσαι εκ των προτέρων με τον αντισυμβαλλόμενο, ποια διαπραγμάτευση θα κάνεις;

Και, κυρίως, ποιο προεκλογικό δίλημμα, δήθεν καταλληλότητας για τη διαπραγμάτευση, θα τολμήσεις να θέσεις;

Κυρίες και κύριοι,

Ο λεγόμενος «Κύκλος των Οικονομολόγων» στη Γαλλία, που λειτουργεί ως η δεξαμενή σκέψης των πιο επιφανών οικονομολόγων του κατεστημένου, στην ετήσια συνάντησή του στις αρχές Ιουλίου, με τη συμμετοχή της Κριστίν Λαγκάρντ και του υπουργού Οικονομίας Αρνό Μοντεμπούρ, εξέφρασε την ανησυχία του για τη βραδεία και άνιση ανάκαμψη στην Ευρώπη.

Επεσήμανε, επίσης, ότι επείγει ένα ευρωπαϊκό σχέδιο, δισεκατομμυρίων ευρώ, για δημόσιες επενδύσεις στις υποδομές και τους τομείς με αναπτυξιακή δυναμική, όπως είναι η ενέργεια, το περιβάλλον και η τεχνολογία.

Αποδεικνύεται, λοιπόν, για μία ακόμα φορά, ότι ο ΣΥΡΙΖΑ, με τις ρεαλιστικές και τεκμηριωμένες θέσεις του, δεν είναι έξω από τη πραγματικότητα και το προβληματισμό που λαμβάνει χώρα στην Ευρώπη.

Αντιθέτως πολύ έγκαιρα εισήγαγε αυτό το προβληματισμό.

Και γι’ αυτό μπορεί να εγγυηθεί ως η επόμενη κυβέρνηση την πολιτικά ισότιμη συμμετοχή της Ελλάδας στις ευρωπαϊκές διεργασίες.

Γιατί η Ελλάδα δε μπορεί να αποκτά άποψη από την ανάγνωση των ομιλιών και των συνεντεύξεων της κυρίας Μέρκελ.

Δεν θέλω, όμως, να συνθέσω και μια παραποιημένη εικόνα για τις ευρωπαϊκές εξελίξεις.

Γιατί εμείς δεν τροφοδοτούμε τον εφησυχασμό, την ευκολία και, εν τέλει, την ονειροβασία.

Απλώς, επισημαίνουμε ότι η Ευρώπη ήταν και παραμένει το κατ’ εξοχήν πεδίο πολιτικής και κοινωνικής αντιπαράθεσης, όπου επενεργούν αντίρροπες δυνάμεις για να προσδιορίσουν το στίγμα της πολιτικής συγκυρίας και την κατεύθυνση των εξελίξεων.

Και είμαστε ακόμα στην αρχή της προσπάθειας – και αυτό είναι πρόοδος σε σύγκριση με την περίοδο έως τις ευρωεκλογές – να απομακρυνθεί η Ευρώπη από τη μοιραία, όπως αποδείχτηκε στην Ελλάδα και στις άλλες χώρες σε Μνημόνια, ιδεοληψία του κύκλου των φίλων της κυρίας Μέρκελ.

Ότι, δηλαδή, η λιτότητα είναι προϋπόθεση για την ανάπτυξη.

Εμάς, όμως, δεν μας αρκεί η «βέλτιστη χρήση της εγγενούς ευελιξίας των ισχυόντων κανόνων του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης», που υιοθετεί το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της 27ης Ιουνίου 2014.

Επιδιώκουμε την αλλαγή των κανόνων του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης.

Αξιοποιούμε προς όφελος του κόσμου της εργασίας και του πολιτισμού, των χαμηλών και μεσαίων κοινωνικών στρωμάτων, προς όφελος των μη ευνοημένων από την κρίση στην Ελλάδα και την Ευρώπη, κάθε ρωγμή στο μέχρι χθες αδιαπέραστο τείχος του ευρωπαϊκού νεοφιλελευθερισμού.

Κυρίες και Κύριοι,

Η λιτότητα δεν είναι το μόνο πεδίο στο οποίο η Ελλάδα αποτέλεσε το πειραματόζωο στην Ευρώπη.

Είναι και το πεδίο των ιδιωτικοποιήσεων των φυσικών μονοπωλίων.

Των οργανισμών παροχής ύδρευσης και παραγωγής ηλεκτρισμού. Της ΕΥΔΑΠ, της ΕΥΑΘ και της ΔΕΗ.

Πριν αναφερθώ στην πολιτική ουσία του μείζονος ζητήματος αυτής της περιόδου –στην εκχώρησή της ΔΕΗ σε ιδιώτες  –  επιτρέψτε μου να επισημάνω τα εξής:

Η εκχώρηση της ΔΕΗ δεν αποτελεί ευρωπαϊκή υποχρέωση της χώρας.

Αποτελεί μνημονιακή δέσμευση της κυβέρνησης.

Ήδη από το 2010, ο Επίτροπος της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την ενέργεια Γκύντερ Έτινγκερ είχε απαντήσει σε σχετικό ερώτημα του Ευρωβουλευτή του ΣΥΡΙΖΑ Νίκου Χουντή:

«Εναπόκειται στην Ελλάδα να αποφασίσει τον βέλτιστο τρόπο αναδιάρθρωσης του ενεργειακού τομέα της χώρας στο πλαίσιο της νομοθεσίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την εσωτερική αγορά ενέργειας».

Επιπλέον, με δύο αποφάσεις του  στις 20 Σεπτεμβρίου 2012, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης δικαίωσε τη ΔΕΗ, ως προς τις καταγγελίες της Κομισιόν, αλλά και των ιδιωτών ανταγωνιστών της, για δήθεν κατάχρηση δεσπόζουσας θέσης στην αγορά λιγνίτη.

Είναι, συνεπώς, σαφές ότι την εκχώρηση της ΔΕΗ σε ιδιώτες επιβάλλουν, μέσω των δανειστών, η εγχώρια διαπλοκή και οι πολυεθνικές εταιρείες στην ενέργεια – και όχι η Ευρώπη.

Επιπλέον, καμία Οδηγία της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν επιβάλλει την ιδιωτικοποίηση των υφιστάμενων δημόσιων επιχειρήσεων παραγωγής ενέργειας.

Συγκεκριμένα, η Οδηγία 2009/72/ΕΚ σχετικά με τους κοινούς κανόνες για την εσωτερική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας, επισημαίνει τον αποτελεσματικό διαχωρισμό των δικτύων από τις δραστηριότητες παραγωγής και προμήθειας, όπως και τον ανταγωνισμό στην αγορά παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας. 

Έτσι, δημόσιες εταιρείες, όπως η γαλλική EdF [ε ντε εφ], η αυστριακή Verbund [Φερμπούντ] και η σουηδική Vattenfall, έχουν καταφέρει να διατηρήσουν υπό δημόσιο έλεγχο το μεγαλύτερο μέρος των μονάδων παραγωγής τους, ενώ οι δύο πρώτες και την κυριότητα των δικτύων.

Από το βήμα αυτό καλώ τον κύριο Σαμαρά να αρθεί στο ύψος των περιστάσεων. Να συμπεριφερθεί ως ο υπεύθυνος Πρωθυπουργός μιας δημοκρατικής χώρας.

Να αφήσει στην άκρη τη στρατιωτική και δικαστική αντιμετώπιση των κοινωνικών αντιδράσεων και να ανοίξει το δρόμο στη διαβούλευση, το διάλογο και τη Δημοκρατία.

Η επιστράτευση των εργαζομένων στη ΔΕΗ και η αγωγή κατά της ΑΔΕΔΥ επιβεβαιώνουν, όχι μόνον το δίκαιο των κοινωνικών αγώνων, αλλά και την ολοένα μεγαλύτερη αντίθεση με την κοινωνία της απομονωμένης και καταρρέουσας κυβέρνησης Σαμαρά.

Ο κ. Σαμαράς έχει δημοκρατική υποχρέωση να συγκαλέσει την Ολομέλεια της Βουλής τις επόμενες μέρες.

Έτσι ώστε να συζητηθούν οι συγκλίνουσες προτάσεις των κομμάτων της αντιπολίτευσης για τη διεξαγωγή δημοψηφίσματος, σύμφωνα με το άρθρο 44, παρά.2 του Συντάγματος.

Αυτό επιθυμεί ο ελληνικός λαός. Αυτό επιθυμεί και ο ίδιος ο Πρόεδρος της Βουλής.

Ο κ. Σαμαράς έχει αποδείξει πολλές φορές στο παρελθόν ότι φοβάται τη Βουλή, το λαό και τη Δημοκρατία.

Αυτή τη φορά, όμως, το ρεύμα της ΔΕΗ έχει ήδη βραχυκυκλώσει πολιτικά την κυβέρνησή του.

Κυρίες και Κύριοι,

Η ευρωπαϊκή εμπειρία ως προς την ιδιωτικοποίηση της ενέργειας – και ειδικότερα της παραγωγής ηλεκτρικού ρεύματος – είναι αρνητική.

Η κίνηση είναι σήμερα αντίστροφη.

Στη Γερμανία, ύστερα από μια δεκαετία ιδιωτικοποιήσεων, τμήματα του ενεργειακού τομέα ανακτώνται από την αυτοδιοίκηση.

Από το 2007 έως και το 2011, ιδρύθηκαν 44 νέες δημοτικές επιχειρήσεις κοινής ωφέλειας.

Περισσότερες από 100 συμβάσεις παραχώρησης σε ιδιώτες της παροχής και διανομής υπηρεσιών ηλεκτρικής ενέργειας έχουν λήξει χωρίς να ανανεωθούν. 

Στη Γαλλία, το κρατικό μονοπώλιο στην παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας, η εταιρεία EdF, ουδέποτε τεμαχίστηκε και ουδέποτε ιδιωτικοποιήθηκε.

Όχι μόνον παραμένει υπό τον έλεγχο του γαλλικού δημοσίου, αλλά, αντίθετα, σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία, η συμμετοχή του στη μετοχική σύνθεσή της δεν μπορεί να μειωθεί κάτω από το 70%.

Από το 2001, για την προώθηση του ανταγωνισμού στην αγορά ενέργειας, αντί για πώληση της φυσικής μονάδας παραγωγής, όπως επιχειρεί σήμερα η κυβέρνηση Σαμαρά στη χώρα μας, η EdF υποχρεώθηκε να διενεργεί τριμηνιαίες δημοπρασίες «ενοικίασης», έναντι αντιτίμου, μέρους του παραγωγικού δυναμικού της στους νεοεισερχόμενους παίκτες στην αγορά, διατηρώντας τον έλεγχο και τη διαχείριση των εγκαταστάσεων.

Διαδοχικές κυβερνήσεις της επέτρεψαν να εξελιχθεί σε ευρωπαϊκό ενεργειακό γίγαντα.

Σήμερα παρέχει, περίπου, το 78% στη συνολική παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας στη Γαλλία, ενώ τέσσερες εταιρείες καλύπτουν αθροιστικά το 90%.

Στη Μεγάλη Βρετανία, τον Οκτώβριο του 1992.

Δηλαδή, δύο μόλις χρόνια μετά τη διάσπαση του Κεντρικού Συμβουλίου Παραγωγής Ηλεκτρισμού σε δύο εταιρείες παραγωγής ηλεκτρικού ρεύματος, από την κυβέρνηση Θάτσερ.

Ο οικονομικός σύμβουλός της και γενικός διευθυντής του Γραφείου για τη Ρύθμιση του Ηλεκτρισμού (Offer), καθηγητής Stephen Littlechild, διαπίστωνε ότι η αγορά δεν ήταν ανταγωνιστική.

Αμφισβήτησε το ότι θα μπορούσε να γίνει κάποτε, και απείλησε το ιδιωτικό δυοπώλιο που είχε δημιουργηθεί για τον προσυμφωνημένο καθορισμό των τιμών πώλησης ρεύματος.

Με δυο λόγια άνθρακες ο θησαυρός του ανταγωνισμού από την ιδιωτικοποίηση.

Συνολικά, η μέχρι σήμερα ευρωπαϊκή εμπειρία, που η κυβέρνηση Σαμαρά και η τρόικα των δανειστών παραβλέπουν γιατί προδιαγράφει το αδιέξοδο των επιλογών τους για τον τόπο μας,  είναι ότι η ιδιωτικοποίηση του ενεργειακού κλάδου έχει οδηγήσει στη διαμόρφωση ολιγοπωλίων, με αύξηση της κερδοφορίας των ιδιωτικών επιχειρήσεων, χωρίς μετακύλιση όμως του κέρδους στους καταναλωτές.

Αλλά και όξυνση των ανισοτήτων με επιβάρυνση των φτωχότερων νοικοκυριών και διόγκωση των φαινομένων ενεργειακής φτώχειας.

Ιδιαίτερα στην Ελλάδα, το συγκριτικά περιορισμένο μέγεθος της αγοράς, ευνοεί την ανάπτυξη δυοπωλίων, με τιμολογιακή συμπεριφορά καρτέλ.

Το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό με την απώλεια οικονομιών κλίμακας από τη διάσπαση της ενιαίας ΔΕΗ και την πιθανή εμφάνιση επιχειρήσεων μικρότερου μεγέθους, θα οδηγήσει, με μαθηματική ακρίβεια, στην αύξηση του τιμολογίου ηλεκτρικού ρεύματος για τον καταναλωτή.

Εάν, εν τω μεταξύ, δεν έχει επαναληφθεί το φιάσκο της αγοράς λιανικής.

Όπου, όπως όλοι θυμόμαστε, η ιδιωτική πρωτοβουλία των δύο εταιρειών Energa και Hella sPower επικεντρώθηκε στην ενθυλάκωση φόρων προς το Δημόσιο και δημοτικών τελών προς τους οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης, με τελικό κόστος για το δημόσιο περί τα €250 εκατ.

Κυρίες και Κύριοι,

Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν θέλει τη ΔΕΗ ενιαία και δημόσια για να μην αλλάξει τίποτα. 

Ακριβώς, το αντίθετο.

Τη θέλουμε ενιαία και δημόσια για να την αλλάξουμε.

Είναι παράλογο να πιστεύει κάποιος ότι ο ΣΥΡΙΖΑ θα διατηρήσει τους δημόσιους φορείς και το δημόσιο συνολικά, με το ίδιο πλαίσιο και την ίδια νοοτροπία οργάνωσης και λειτουργίας που επέβαλαν, για ίδιο κομματικό όφελος, η Νέα Δημοκρατία και το ΠΑΣΟΚ μεταπολιτευτικά.

Γι’ αυτό, για εμάς είναι ανύπαρκτο το δίπολο: ιδιωτικοποίηση ή διατήρηση του status quo.

Αποτελεί επικοινωνιακό κατασκεύασμα των ενθουσιωδών παπαγάλων της κυβέρνησης, μήπως και διαμορφώσουν κοινωνική συναίνεση, ή έστω ανοχή, στις ιδιωτικοποιήσεις.

Και πρόκειται για κατασκευασμένο δίλημμα, γιατί ο ΣΥΡΙΖΑ αντιτίθεται τόσο στην ιδιωτικοποίηση όσο και – αυτονοήτως –στο status quo, το οποίο, ούτως ή άλλως, δεν διαμορφώσαμε εμείς και δεν μας αρέσει.

Εμείς επιδιώκουμε τη συνολική και ριζοσπαστική μεταρρύθμιση του οργανωτικού και λειτουργικού πλαισίου των δημόσιων επιχειρήσεων και οργανισμών.

Θέλουμε δημόσιες επιχειρήσεις και οργανισμούς που διασφαλίζουν:

ü   το δικαίωμα στα κοινωνικά αγαθά, περιλαμβανομένης της ενέργειας. Έτσι ώστε να αντιμετωπισθεί η ενεργειακή φτώχεια στη χώρα μας και να αποκατασταθεί το δικαίωμα όλων σε μια ελάχιστη, βιοτική ποσότητα ενέργειας. Να παραμείνει το ρεύμα δικαίωμα και να μην ξαναγίνει πολυτέλεια,

ü   τον εξορθολογισμό, τη διαφανή και αποτελεσματική λειτουργία τους, ως κοινωνικών και αναπτυξιακών θεσμών,

ü   τη δημοκρατική λειτουργία και κοινωνική λογοδοσία,

ü   τη συμβολή τους στον παραγωγικό και οικολογικό μετασχηματισμό της οικονομίας.

Για τον ΣΥΡΙΖΑ, οι δημόσιες επιχειρήσεις και οργανισμοί είναι κινητήριοι μοχλοί της ανασυγκρότησης.

Οι επιχειρήσεις ενέργειας θα εκσυγχρονιστούν, σύμφωνα με τους τέσσερις άξονες που προανέφερα, και θα λειτουργήσουν με όρους δημοσίου συμφέροντος.

Και, με την έννοια αυτή, η αντιπαράθεση για τη ΔΕΗ είναι χαρακτηριστική αντιπαράθεση για το μέλλον του τόπου.

Γιατί το μόνο πραγματικό δίλημμα που θέτει η πολιτική της κυβέρνησης είναι: ανασυγκρότηση ή οπισθοδρόμηση.

Η Νέα Δημοκρατία και το ΠΑΣΟΚ αφαιρούν από το δημόσιο έλεγχο μια παραγωγική επιχείρηση, κρίσιμη για την ανασυγκρότηση και την ανάπτυξη του τόπου, ακριβώς διότι εφαρμόζουν τη στρατηγική της «φτηνής ανάπτυξης» των πρώτων μεταπολεμικών χρόνων.

Τη μνημονιακή οπισθοδρόμηση στη δεκαετία του ’50.

Στην οικονομία των χαμηλών μισθών και της μετανάστευσης.

Της συρρικνωμένης δημόσιας δαπάνης και της ανυπαρξίας περιβαλλοντικών περιορισμών.

Η αφαίρεση θεσμών της παραγωγικής ανασυγκρότησης από το δημόσιο έλεγχο οδηγεί στο κορεσμό των υφιστάμενων συγκριτικών πλεονεκτημάτων, ακολουθώντας κερδοσκοπικές ευκαιρίες και όχι τις κοινωνικές ανάγκες.

Σημαίνει απουσία δημοκρατικά σχεδιασμένης παραγωγικής ανασυγκρότησης.

Αυτή η ανάπτυξη συνιστά ιστορική οπισθοδρόμηση.

Αντίθετα με την κυβέρνηση Σαμαρά. Αντίθετα με τη Νέα Δημοκρατία και το ΠΑΣΟΚ. Ο ΣΥΡΙΖΑ επιθυμεί λειτουργικές και αποτελεσματικές δημόσιες επιχειρήσεις κοινής ωφέλειας.

 Επιθυμούμε ένα επιτελικό, δημοκρατικό κράτος, που με τη διαδικασία του αποκεντρωμένου δημοκρατικού προγραμματισμού, με τη διαρκή κοινωνική συμμετοχή, δημιουργεί χώρο για νέες μορφές παραγωγής, όπως ο τομέας της κοινωνικής οικονομίας, και προσδιορίζει τις στρατηγικές κατευθύνσεις της παραγωγικής ανασυγκρότησης και μεταστροφής της οικονομίας.

Κυρίες και Κύριοι,

Εμείς, δεν αντιπολιτευόμαστε το σήμερα που τελειώνει. Πολιτευόμαστε για το αύριο που ξεπροβάλλει.

Με κυβέρνηση κοινωνικής σωτηρίας με κορμό τον ΣΥΡΙΖΑ.

Γιατί στα χρόνια των Μνημονίων, όχι μόνον δεν αντιμετωπίστηκαν οι στρεβλώσεις της παραγωγικής και οικονομικής δομής.

 Όχι μόνον δεν εξορθολογίστηκαν οι θεσμοί και οι διοικητικοί μηχανισμοί, αλλά αντίθετα, συρρικνώθηκαν και διαλύθηκαν.

Δομές του Δημοσίου στους τομείς της υγείας, της εκπαίδευσης και των κοινωνικών υπηρεσιών συγχωνεύτηκαν.

 Ακόμα και οι εφορίες, που αποτελούν καίριας σημασίας μηχανισμό για την πάταξη της φοροδιαφυγής και τη δημοσιονομική προσπάθεια, συγχωνεύτηκαν και αυτές και αποδυναμώθηκαν. 

Σε πολλές περιοχές της χώρας, η κατάσταση των δημόσιων υπηρεσιών παραπέμπει στη δεκαετία του ’50.

Έχουν συσσωρευτεί αδιέξοδα, η αντιστροφή των οποίων απαιτεί  συλλογική και επίπονη προσπάθεια και επαρκή χρόνο.

Πράγματι, λοιπόν, η Ελλάδα βρίσκεται σε μια μεγάλη καμπή, για να ανατρέξω στο δεύτερο σκέλος του τίτλου του φετινού συνεδρίου σας.

Βιώνουμε την τελευταία φάση αποσύνθεσης και ρευστοποίησης του παλαιού πολιτικού συστήματος, από την κατάρρευση των κοινωνικών συμβολαίων και των συναινέσεων που είχαν διαμορφωθεί με βάση αυτά.

Σε μια περίοδο που η ύφεση επιβραδύνεται, αλλά η κοινωνική κρίση εντείνεται.

Με τις επαναλαμβανόμενες περικοπές σε μισθούς και συντάξεις.

Και με την ανεργία – και, κυρίως, των νέων – να διατηρείται σε πρωτοφανή επίπεδα.

Η ανάγκη ανατροπής του μνημονιακού καθεστώτος γίνεται επιτακτική.

Πρέπει να απεντάξουμε την Ελλάδα από τα Μνημόνια και τις ιδεοληπτικές και τιμωρητικές εμμονές των δανειστών και να την επανεντάξουμε, ως πολιτικά ισότιμο μέλος, στην Ευρώπη.

Οι ευρωεκλογές, αλλά, κυρίως η δυναμική των εξελίξεων που ακολούθησαν, έχουν αναδείξει τον ΣΥΡΙΖΑ σε βασική επιλογή του λαού.

Σε πόλο συσπείρωσης ευρύτερων κοινωνικών δυνάμεων.

Σ’ ένα σημείο αναφοράς, ακόμη και σε κλίμακα Ευρώπης.

 Έχουμε χρέος να σταθούμε αντάξιοι των περιστάσεων και των προσδοκιών του λαού μας – και σας διαβεβαιώνω ότι θα το κάνουμε με αίσθηση της ιστορικής μας ευθύνης.

2024 © left.gr | στείλτε μας νεα, σχόλια ή παρατηρήσεις στο [email protected]
§ Όροι χρήσης για αναδημοσιεύσεις Αναφορά Δημιουργού-Μη Εμπορική Χρήση 3.0 Μη εισαγόμενο (CC BY-NC 3.0)