to top
  • βρείτε μας στο Twitter
  • βρείτε μας στο Facebook
  • βρείτε μας στο YouTube
  • στείλτε μας email
  • εγγραφείτε στο RSS feed
  • international version

9:20 | 16.11.2019

Κοινωνία

«Όλη νύχτα εδώ»: μια προφορική ιστορία της Εξέγερσης του Πολυτεχνείου

Σαράντα έξι χρόνια μετά από τη εξέγερση του Πολυτεχνείου, η μνήμη είναι ζωντανή


Μια προφορική ιστορία της Εξέγερσης του Πολυτεχνείου με ογδόντα τέσσερις (84) μαρτυρίες-συνεντεύξεις από ισάριθμους αφηγητές είναι το νέο βιβλίο του ιστορικού Ιάσονα Χανδρινού, επιστημονικού συνεργάτη του Πανεπιστημίου του Ρέγκενσμπουργκ στη Βαυαρία. Το βιβλίο «Όλη νύχτα εδώ Μια προφορική ιστορία της Εξέγερσης του Πολυτεχνείου» κυκλοφόρησε αυτές τις μέρες από τις εκδόσεις Καστανιώτη.

   Σαράντα έξι χρόνια μετά από τα γεγονότα του Πολυτεχνείου και με τη μνήμη ακόμα ζωντανή, το βιβλίο αποτελεί σημαντική συμβολή καθώς πρόκειται για τη μεγαλύτερη ιστορική και πολυπληθέστερη συστηματική συγκέντρωση μαρτυριών για το ζήτημα.

   Συγκεντρώνει μαρτυρίες από γυναίκες και άντρες, φοιτήτριες και φοιτητές, συνδικαλιστές του αντιδικτατορικού φοιτητικού κινήματος, μέλη παράνομων οργανώσεων, μαθητές, εργάτες, διαδηλωτές που τραυματίστηκαν από σφαίρες, αυτόπτες μάρτυρες και στρατιωτικούς.

   Οι συνεντεύξεις πραγματοποιήθηκαν από τον Ιάσονα Χανδρινό από το 2010 έως το 2019, και σύμφωνα με τον συγγραφέα, απομαγνητοφωνήθηκαν και συντάχθηκαν από τον ίδιο και επεξεργάστηκαν σε δεύτερο χρόνο από τους αφηγητές.

   «Η έρευνα έχει ως τώρα καταλήξει σε εικοσιτέσσερις ταυτοποιημένους και έναν αριθμό από ''βασίμως προκύπτοντες'' νεκρούς από πυρά αστυνομικών και στρατιωτικών δυνάμεων. Οι τραυματίες ανήλθαν σε χίλιους εκατόν τρεις , από τους οποίους οι εκατόν είκοσι τέσσερις χτυπήθηκαν από σφαίρες (αριθμός εντυπωσιακός που σπανίως συνεκτιμάται), ενώ οι συλλήψεις έφτασαν τις δύο χιλιάδες εξήντα» αναφέρει μεταξύ άλλων στην εισαγωγή του ο συγγραφέας, για την Εξέγερση του Πολυτεχνείου τα γεγονότα της οποίας «ξεκίνησαν με την κατάληψη του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου το μεσημέρι της Τετάρτης 14 Νοεμβρίου και συνεχίστηκαν τουλάχιστον έως και την Κυριακή 18 Νοεμβρίου 1973, με επίκεντρο την Αθήνα αλλά και με αντανάκλαση σε άλλες πόλεις (Θεσσαλονίκη, Πάτρα)».

   Από τις βιωματικές αφηγήσεις του βιβλίου, το Αθηναϊκό-Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων επιλέγει σήμερα, ενδεικτικά, δύο μαρτυρίες, μέσα και έξω από το Πολυτεχνείο.

   Ιωάννα Καρυστιάνη (1952) Χανιά Κρήτης φοιτήτρια νομικής, Αντι-ΕΦΕΕ/ΚΝΕ

   Θυμάμαι, λοιπόν, επειδή ήταν πρόσφατο το αιματοκύλισμα στη Χιλή, δεν το θεωρούσαμε και απίθανο να συμβεί το ίδιο και στην Ελλάδα. Δεν θέλαμε να σκοτωθούμε- παιδιά ήμασταν-, αλλά μερικές φορές νιώθεις ότι δεν γίνεται διαφορετικά. Ίσως, επειδή η στρατιωτική δικτατορία είχε αποδειχτεί τόσο αηδιαστική, τόσο προσβλητική στην ανθρώπινη ύπαρξη, τόσο ανενδοίαστη, τόσο επικίνδυνη, νιώθαμε ότι δεν μπορούσε να γίνει διαφορετικά[...] Οπότε δεν γινόταν να μην πάμε στο Πολυτεχνείο. Εμένα δεν μου πέρασε ποτέ απ΄το μυαλό να καθίσω στ' αυγά μου, κι ας είχα διαλυθεί ψυχολογικά στην ΕΣΑ. Ήταν πια πολύ ντροπιαστική κατάσταση η Δικτατορία.«Κυλώνειον Άγος.»

   [...] Μετά μας μετακομίσανε σ' ένα διαμέρισμα που είχε φως- το τέταρτο κρησφύγετο-, της οικογένειας Κομνηνού με τη δίχρονη κόρη τους Τατιάνα. Οι Κομνηνοί ξεσπιτώθηκαν. Μια φορά είχανε φέρει μια Σουηδέζα δημοσιογράφο με δεμένα μάτια στο υπόγειο- νύχτα- και μας πήρε συνέντευξη, δεν θυμάμαι λεπτομέρειες ίσως μαγνητόφωνο. Γράφαμε ανταποκρίσεις για τη «Φωνή της Αλήθειας» και την Ντόιτσε Βέλε κι ερχόταν και τις έπαιρνε ο σύνδεσμος, ο σεμνός Βασίλης ο Κολώνιας, που μας έφερνε εφόδια, λίγα τρόφιμα και κυρίως φάρμακα από τη φαρμακαποθήκη όπου δούλευε ο Γιάννης Κομνηνός.

   [...] Υπήρχαν πάρα πολλοί άνθρωποι που κάνανε τα αδύνατα δυνατά να βοηθήσουν παιδιά γιατί και μετά το Πολυτεχνείο και μετά το χτύπημα του Φλεβάρη ήταν εκατοντάδες παιδιά που ήταν καταζητούμενα...

   Όταν έπεσε η Χούντα, η ΚΝΕ με «ξεκλείδωσε» τρεις μέρες μετά. Όλη η Ελλάδα ήταν στους δρόμους κι εγώ ακόμα κλειδωμένη. Και με το που βγήκα, παίρνω τηλέφωνο τους δικούς μου στην Κρήτη (τους πρώτους τρεις μήνες νόμιζαν ότι έχω πεθάνει).

   [...] Στην πρώτη επέτειο του Πολυτεχνείου, την πρώτη λαοθάλασσα που έβλεπα στη ζωή μου, έκλαιγα μέσα μου. Έλεγα ότι, αν το ένα τρίτο είχε έρθει εκείνη τη βραδιά, μπορεί να ήταν αλλιώς η εξέλιξη. Να 'χαμε λιγότερους νεκρούς, να 'χε πέσει η Χούντα και να 'χαμε γλυτώσει την Κύπρο, γεγονός που εγώ προσωπικά το συνδέω πάρα πολύ. (Σημειωτέον ότι, ως «βλαχάκι»-Κρητικιά, επαρχιώτισσα- , έκανα πολλή παρέα με τους Κύπριους συμφοιτητές, την Ελίζα Σαββίδη, τον Γιαννάκη Ομήρου, τον Γιώργο Τσαλακό, τον ποιητή Γιώργο Μοράρη και άλλους. Και είχα έναν πολύ μεγάλο πόνο για την Κύπρο. Και με πονάει που είναι ξεθυμασμένος ο πόνος για την Κύπρο.) Αλλά αυτό σημαίνει Δικτατορία. Και μάλλον αυτό σημαίνει μακρόχρονη πολιτική κατάσταση. Ο ελληνικός λαός ήταν καταπονημένος. Πέρα απ΄ τον πόλεμο, ήταν ο Εμφύλιος, τριάντα χρόνια παρανομία, μετανάστευση, δυστυχία και φτώχεια, που μοιράστηκαν εξίσου στα αριστερά και στα δεξιά σπίτια... Και η Δικτατορία ήτανε το «δηλητηριώδες κερασάκι» σ' αυτή την ιστορία. Πιστεύω ότι οι Έλληνες μέχρι τότε ήταν πεισμένοι ότι η ταυτότητα της χώρας ήταν «Ψωρωκώσταινα». Φτώχεια, δυστυχία και ξενιτεμός. Αντιλήφθηκα ότι αυτό σημαίνει Χούντα: να φοβάται ο κόσμος. Και αργότερα κατάλαβα πώς η Ιστορία προσμετράται και αθροίζεται κυριολεκτικά στο σβέρκο των ανθρώπων...

   [...] Αυτό που θέλω να σου πω είναι ότι στο Πολυτεχνείο νιώσαμε πλήρεις υπάρξεις. Δηλαδή, ακόμα κι αν εκείνοι που από τη φύση τους ή από τις συνθήκες της ζωής ένιωθαν ως πολύ μεγάλη απειλή τη μοναξιά, εκείνες τις μέρες δεν τη νιώσανε ούτε δευτερόλεπτο. Και επειδή ήταν πολύ πυκνός ο χρόνος, υπήρχε αυτό το αντιφατικό στοιχείο: ταυτόχρονα μια ανείπωτη δυστυχία του να συνειδητοποιείς ότι οι στρατόκαβλοι μπορούν να δολοφονήσουν άοπλους μαθητές και σπουδαστές, κι από την άλλη, η απόκοσμη ευτυχία του να νιώθεις «ψυχή τε και σώματι» ελεύθερος μέσα σε συνθήκες Δικτατορίας.Ένα περίεργο πράγμα.Πιστεύω ότι αυτό έδινε δύναμη στα παιδιά. Και δεν νομίζω πως ήταν ένα συναίσθημα σπάνιο για τους ανθρώπους που βρέθηκαν εκεί. Ερχότανε σαν βουητό.

   Κώστας Πίττας (1955) Αθήνα, φοιτητής Πολυτεχνείου Πάτρας

      « Φτάνουμε στην πλατεία Μεταξουργείου (Καραϊσκάκη) και προχωράμε στην Αγίου Κωνσταντίνου να πάμε σε μέρη που ήξερα. Με το που μπαίνουμε στην Αγίου Κωνσταντίνου και πλησιάζοντας προς Ομόνοια, αρχίζει να μυρίζει. Δεν το' χα ξαναμυρίσει ποτέ. Ήταν οσμή από δακρυγόνα. Στη Λυκούργου στρίβω αριστερά, βλέπω τανκ στην Αθηνάς. Ξανακάνω δεξιά στην Κλεισθένους και στο τέρμα της, δηλαδή πίσω ακριβώς από το Δημαρχείο, βλέπω κόσμο ο οποίος κατέβαζε ξύλα και υλικά και έφτιαχνε οδόφραγμα...Και τότε κυριάρχησε μέσα μου το «εδώ είμαστε».

   [...] Γυρίζω τριγύρω και παθαίνω σοκ. Γιατί γύρω μου είναι πόσοι; είκοσι; τριάντα; Νέα παιδιά που είναι -τι να πω;-20 με 25 χρονώ; Οι οποίοι έχουν το χαρακτηριστικό ότι δεν φοράνε το κλασικό φοιτητικό τζάκετ, δεν φοράνε τζιν, δεν έχουν γένια, δεν φοράνε αρβύλες ή ελβιέλα, αλλά φοράνε καμπάνα μισό μέτρο κάτω, παντελόνι στενό, χαμηλοκάβαλο και σφιχτό, πουλοβεράκι με βε, πουκάμισο με γιακάδες μακρόστενους που φεύγανε μέχρι κάτω και καρέ μαλλάκι προς τα πίσω...Με λίγα λόγια, νέα παιδιά, εργατόπαιδα, μαθητές, τεχνικές σχολές, δεν ξέρω τι μπορεί να ήτανε, σίγουρα πάντως δεν ήταν φοιτητική διανόηση. Καμία διάθεση υποβάθμισης στους φοιτητές, αλλά αυτό ήταν το κάτι άλλο. Ένα νεολαιίστικο κράμα από, προφανώς εργατογειτονιά, που μπορεί να ήταν και Πατήσια, αλλά εμένα μου έμοιαζε για Μπουρνάζι. εκεί στο οδόφραγμα ήταν όλη η εκείνη η πιτσιρικαρία που έβλεπε τηλεόραση, ειδικά με το Γουέμπλεϊ ήταν Παναθηναϊκός και τα μυαλά στα κάγκελα. ''Πιάσ' το δοκάρι, ρε.. Όχι αυτό, ρε μαλάκα, αυτό είναι τάβλα, το δοκάρι είναι το άλλο! '' Είχαν ανέβει σε μια οικοδομή και παίρνανε για το οδόφραγμα. Ε,εγώ δεν ήξερα για παράδειγμα, τη διαφορά δοκαριού και τάβλας, αλλά φαίνεται κάποιος εκεί ήξερε, κι αν δεν ήταν ο ίδιος οικοδόμος, μπορεί να ήταν ο πατέρας του και να τον έπαιρνε μαζί στη δουλειά...Έκανε «μπαμ».Περισσότερο από οτιδήποτε άλλο εκεί έβλεπες το ''λαϊκή εξέγερση''. Προφανώς, τέτοιου τύπου ιστορίες θα υπήρχαν συνέχεια όλες τις προηγούμενες μέρες του Πολυτεχνείου στην Αθήνα, αλλά εκείνη την ώρα που έχει υπάρξει καταστολή, συνεχίζεται γύρω γύρω στους δρόμους (στο Αιγάλεω, ας πούμε, ξέρω ότι συνεχίστηκε μέχρι και την Κυριακή το πρωί). Ο κόσμος που είχε βγει έξω και δεν καταλαβαίναν μία από καταστολή... Καταλαβαίνανε, αλλά αντιλαμβάνεσαι τι θέλω να πω[...] Δε νομίζω ότι υπήρχαν πολλοί φοιτητές στους δρόμους το Σάββατο το μεσημέρι, εκείνη την ώρα. Νομίζω ότι τέτοιος ήταν ο κόσμος που ήταν εκεί έξω.

   Αυτά μπορεί και να γίνανε σε δέκα λεπτά ή κανα τέταρτο- δεν έχω καθόλου την αίσθηση του χρόνου. Έρχεται ένα τανκ από την Αθηνάς (μικρό τανκ), μπαίνει στον πεζόδρομο που είναι δίπλα στο Δημαρχείο κι αρχίζει να κροταλίζει στον αέρα. Θυμάμαι, όπως ήταν το κανόνι, αρχίζει να το κάνει αργά αργά προς τα κάτω και να τρίζουν οι ερπύστριες, οπότε εκεί διαλύθηκε το οδόφραγμα. Βγήκα στην Ευριπίδου και -κολλημένος ακόμα- ξαναπήγα προς το κέντρο. Στην Αθηνάς πάλι τανκ, οπότε μπαίνω σ' έναν πλάγιο δρόμο, ένα πολύ μικρό στενάκι άμα το δεις, που πάει προς του Ψυρρή, την Αγίου Δημητρίου. Μιλάμε για αχαρτογράφητο πεδίο για μένα τώρα, πού πηγαίνω, πού τραβάω.»

Το Πολυτεχνείο, η λογοκρισία και τα μέσα ενημέρωσης

Τα δυο πρώτα χρόνια της χούντας, η λογοκρισία ήταν ιδιαίτερα σκληρή. Οι εφημερίδες έγραφαν τα ίδια πράγματα, όλες είχαν ουσιατικά την ίδια ύλη. Σταδιακά υπήρξε μια ανεκτικότητα αλλά οι δημοσιογράφοι έπρεπε διαρκώς να γνωρίζουν τι να γράφουν και τι να αποφεύγουν, γιατί η δίωξη καραδοκούσε. Η προληπτική λογοκρισία επανήλθε αμέσως μετά τα γεγονότα του Πολυτεχνείου με το πραξικόπημα του Ιωαννίδη. Πολλοί δημοσιογράφοι προσπάθησαν να περάσουν στα ψιλά κάποια μηνύματα και ειδήσεις, δεν έλειψαν όμως και αυτοί που συνεργάστηκαν με τη χούντα των συνταγματαρχών.

   Τις ημέρες της εξέγερσης του Πολυτεχνείου του ΄73 ο Κώστας Παπαϊωάννου και ο Νίκος Κιάος δούλευαν ως δημοσιογράφοι. Ο πρώτος στην "Ακρόπολη", ο δεύτερος στην "Athens News". Το ΑΠΕ-ΜΠΕ, σε ένα δεύτερο αφιέρωμα, μίλησε μαζί τους για εκείνες τις μέρες αλλά και για τη λογοκρισία της δικτατορίας στα μέσα ενημέρωσης.

   Οι μέρες της εξέγερσης του Πολυτεχνείου

   «Την πρώτη μέρα της κατάληψης του Πολυτεχνείου, Τετάρτη 14 Νοεμβρίου, οι εφημερίδες δεν έδωσαν μεγάλη δημοσιότητα. Ήδη από το Φεβρουάριο του '73 (γεγονότα Πολυτεχνείου, Νομικής) είχαν γίνει "συστάσεις" στις εφημερίδες να μη δημοσιεύουν ειδήσεις για τα φοιτητικά. Μόνον ο "Ελληνικός Βορράς" της Θεσσαλονίκης πρόλαβε από την αρχή τα γεγονότα του Νοέμβρη. Αλλά την Πέμπτη, 15, και κυρίως την Παρασκευή 16 Νοεμβρίου έδωσαν μεγάλη δημοσιότητα. Τα πράγματα ξέφυγαν. Δημοσιεύθηκε χρονικό ολόκληρο. Λεπτομέρειες, ρεπορτάζ, φωτογραφίες. Ειδικά στα φύλλα της Παρασκευής μπήκαν τα πάντα. Το Σάββατο, 17 Νοεμβρίου, όμως, απαγορεύτηκε η κυκλοφορία των εφημερίδων διότι κηρύχθηκε στρατιωτικός νόμος», αναφέρει ο Ν. Κιάος.

   Ένα πλήρες χρονολόγιο κατέγραψε ο Κ. Παπαϊωαννου: «Είχα αναλάβει το χειρόγραφο, το οποίο θα πήγαινε στο τυπογραφείο. Μάζευα τις πληροφορίες που μου έδινε ο συνάδελφος που άκουγε το σταθμό του Πολυτεχνείου, ο αστυνομικός συντάκτης, δηλαδή ό,τι έβγαζε η αστυνομία, και μια φίλη που βρισκόταν στο απέναντι κτήριο επί της Πατησίων. Τα έβαζα σε μια σειρά και έφευγαν για τους λινοτύπες. Όταν έκλεισε το φύλλο, περίσσεψε ένα μεγάλο μέρος από το κομμάτι, το οποίο δημοσιεύθηκε στην "Απογευματινή". Η "Ακρόπολη" και η "Απογευματινή" ανήκαν στο ίδιο συγκρότημα και χρησιμοποιούσαν το ίδιο τυπογραφείο. Βρήκαν πάνω στο μάρμαρο τη σελίδα και την τύπωσαν, ήταν τα γεγονότα μέχρι και τις 3 το πρωί, όταν εισέβαλε το τανκ στο Πολυτεχνείο. Έτσι έχουμε κάπως πλήρες χρονολόγιο από τη νύχτα εκείνη», θυμάται.

   Την Παρασκευή 16 Νοεμβρίου, το μεσημέρι, η συντονιστική επιτροπή της κατάληψης κάλεσε τους δημοσιογράφους σε συνέντευξη Τύπου. Οι Παπαϊωάννου και Κιάος πήγαν μαζί. «Όταν μπήκαμε στην αίθουσα, οι μισοί από τους δήθεν δημοσιογράφους ήταν ασφαλίτες. Η συνέντευξη ματαιώθηκε. Ήδη είχε μαζευτεί πολύς κόσμος για συμπαράσταση έξω από το Πολυτεχνείο», αναφέρει ο Κ. Παπαϊωάννου.

   Νωρίς το βράδυ, από ένα σημείο και μετά, άρχισε να φαίνεται ότι κάτι θα γίνει, το κλίμα ήταν κακό και μύριζε μπαρούτι, προσθέτει.

   Λογοκρισία, προπαγάνδα και ευτράπελα

   Η λογοκρισία και η προπαγάνδα ήταν από τα κύρια όπλα της χούντας στην προσπάθειά της να χειραγωγήσει τον κόσμο. «Φοβόντουσαν τα πάντα», αναφέρει ο κ. Παπαϊωάννου.

   Από την πρώτη μέρα της δικτατορίας εγκαταστάθηκε στο υπουργείο Προεδρίας της Κυβέρνησης, του οποίου υπουργός ήταν ο ίδιος ο Γεώργιος Παπαδόπουλος, η Υπηρεσία Λογοκρισίας. Η αστυνομία πήγε στα πιεστήρια και σταμάτησε το τύπωμα των εφημερίδων, ήταν Παρασκευή, 21 Απριλίου 1967. Είχαν προλάβει να βγουν μόνο κάποια πρωινά φύλλα, από τα απογευματινά κανένα. Τη Δευτέρα η λογοκρισία ξεκίνησε κανονικά, στα πάντα. Για παράδειγμα απαγορευόταν οποιαδήποτε αναφορά σε εργατικά ατυχήματα. Ακόμα και ο καιρός λογοκρίθηκε. Γιατί έλεγε ότι την Παρασκευή, 21 Απριλίου ο καιρός ήταν κακός. «Γελούσαμε, ότι ο μόνος που προέβλεπε τι θα γινόταν ήταν ο καιρός», λέει ο Κ. Παπαϊωάννου.

   Στην Υπηρεσία Λογοκρισίας δούλευαν ως λογοκριτές αξιωματικοί, δημοσιογράφοι και υπάλληλοι της Προεδρίας. Επίσης συστάθηκαν υπηρεσίες λογοκρισίας για το βιβλίο, το σινεμά, το θέατρο χωριστά.

   Οι Κ. Παπαϊωάννου και Ν. Κιάος θυμούνται διάφορα διασκεδαστικά:

   Επικεφαλής ήταν ένας συνταγματάρχης, ο Βρυώνης, στον οποίο βγήκε το παρατσούκλι "Ομέρ Βρυώνης", επειδή έσφαζε τις εφημερίδες.

   Υπήρχε και ένας γηραιός δημοσιογράφος, ονόματι Δράκος, ο οποίος ήταν και στη δικτατορία του Μεταξά το '36 και έλεγαν ότι πήρε «δικτατορικό». Υπήρχαν όμως κι άλλα ωραία, για παράδειγμα για τον Τσἐχωφ:

   -Βγάλτε τον.

   -Γιατί;

   - Όλα τα εις -ωφ είναι κομμουνιστικά.

   Στα βραβεία Όσκαρ, αν ο βραβευμένος είχε ταχθεί ενάντια στη δικτατορία στην Ελλάδα, (γιατί στο εξωτερικό είχε αρχίσει να γίνεται ντόρος), διάβαζες: «Βραβεύτηκε ο γνωστός σκηνοθέτης για την ταινία...τάδε», αλλά χωρίς το όνομά του.

   Προληπτική και κατασταλτική λογοκρισία

   Η λογοκρισία ως το φθινόπωρο του 1969 ήταν προληπτική, από εκεί και μετά έγινε κατασταλτική

   Στην πρώτη περίπτωση δεν είχε την ευθύνη ο δημοσιογράφος, αλλά ο λογοκριτής, ενώ στη δεύτερη ο δημοσιογράφος είχε ευθύνη και, εκ των υστέρων, μπορεί να ακολουθούσε δίωξη. Έτσι έκλεισε το «Έθνος» το 1970. Δημοσιεύθηκε μια συνέντευξη του Γιάννη Ζίγδη, τέως υπουργού της Ένωσης Κέντρου, για το Κυπριακό και θεωρήθηκε, ότι ήταν ενάντια στη χούντα. Συνελήφθησαν και καταδικάστηκαν σε καθείρξεις ενός με πέντε ετών ο αρχισυντάκτης Γιάννης Καψής, ο Γιάννης Ζίγδης, οι εκδότες Κώστας Κυριαζής και Κώστας Νικολόπουλος, και ο διευθυντής Κώστας Οικονομίδης. Έκλεισε το περιοδικό «Εικόνες» (ξανάνοιξε το 1968 με εμφανώς λογοκριμένη ύλη) και διώχθηκαν ο διευθυντής Τάκης Λαμπρίας και ο δημοσιογράφος Γιάννης Λάμψας για ένα άρθρο περί ομοφυλοφιλίας στην αρχαία Ελλάδα. Το 1973 η δικτατορία κλείνει τη «Βραδυνή» και τη «Χριστιανική». Ο εκδότης της «Athens News» Γιάννης Χορν, αδερφός του Δημήτρη Χορν, έμεινε 6,5 μήνες φυλακή για ένα άρθρο, ενώ ο Χρήστος Παπουτσάκης του περιοδικού «Αντί» συνελήφθη τον Απρίλιο του '72 και βασανίστηκε.

   Τα σκίτσα ήταν το μεγάλο όπλο των εφημερίδων κατά της χούντας, κυρίως εκείνα του Κώστα Μητρόπουλου στα «Νέα» και του ΚΥΡ (Γιάννη Κυριακόπουλου) στην «Απογευματινή».

   Στην προληπτική λογοκρισία, ο δημοσιογράφος έγραφε το κομμάτι, το έδινε στον αρχισυντάκτη, εκείνος το έβαζε στη σελίδα. Η σελίδα πήγαινε στη λογοκρισία και ο λογοκριτής με ένα κόκκινο μολύβι έβγαζε κομμάτια, λέξεις ή την ακύρωνε όλη. Ο κλητήρας που την είχε πάει, την έπαιρνε πίσω. Στην εφημερίδα μετά, αφαιρούσαν τα κομμάτια, που είχε επιλέξει η λογοκρισία. «Τότε κοιτούσαμε, πώς να συμπληρώσουμε τα κενά που είχε αφήσει η λογοκρισία», επισημαίνει ο Κ. Παπαϊωάννου. Μετά ξαναέστελναν τη σελίδα πίσω, τακτοποιημένη από την αρχή, ώστε να διαπιστωθεί, ότι έγιναν οι διορθώσεις.

   Όταν είχε τελειώσει η διαδικασία για όλες τις σελίδες, ειδοποιούσε η λογοκρισία την εφημερίδα και το πιεστήριο έπαιρνε μπροστά. Τα πρώτα δυο τυπωμένα φύλλα της εφημερίδας πήγαιναν και πάλι στη λογοκρισία και το τύπωμα δε συνεχιζόταν, αν δεν ερχόταν η τελική έγκριση.

   Τα «υποχρεωτικά κείμενα»

   Η προπαγάνδα γινόταν, μεταξύ άλλων, μέσα από τα «υποχρεωτικά κείμενα», τα οποία ήταν τριών ειδών: α) κείμενα, που έπρεπε να μπουν ατόφια και με συγκεκριμένες προδιαγραφές, πχ στην τρίτη σελίδα ως δίστηλο, β) κείμενα, τα οποία έμπαιναν μεν όπου ήθελες, αλλά έπρεπε να παραμείνουν αυτούσια, και γ) κείμενα, που έπρεπε να τα επεξεργαστούν οι ίδιοι οι δημοσιογράφοι πρώτα και να φτιάξουν ένα δικό τους. «Έρχονταν με τα τηλέτυπα από το τότε ΑΠΕ με το χαρακτηρισμό "επείγον". Αυτά τα κείμενα ήταν για μας χειρότερα από τη λογοκρισία», αναφέρει ο Κ. Παπαϊωάννου, και συνεχίζει:

   Η λογοκρισία είχε ως αποτέλεσμα να μειωθεί σημαντικά η κυκλοφορία των εφημερίδων. Μετά το '72 άρχισε ο κόσμος να αγοράζει ξανά εφημερίδες περισσότερο. Δυο εφημερίδες που βγήκαν επί χούντας, η «Νέα Πολιτεία» και τα «Σημερινά» δεν «περπάτησαν».

   Δημοσιογράφοι δυο ταχυτήτων

   Την πρώτη μέρα η δικτατορία έκλεισε την «Αυγή» και τη «Δημοκρατική Αλλαγή», τις δυο εφημερίδες της Αριστεράς, και την «Πατρίδα» του Πύργου Ηλείας. Σταμάτησε η έκδοση της «Καθημερινής» και της «Μεσημβρινής» από την εκδότρια Ελένη Βλάχου, η «Ελευθερία» του Πάνου Κόκκα και η «Αθηναϊκή» του Γιάννη Παπαγεωργίου μετά από ένα μήνα.

   Αρκετοί δημοσιογράφοι προσπαθούσαν να ξεφύγουν, όσο μπορούσαν, από τη λογοκρισία, με τίτλους διφορούμενους, μέσα από τις μικρές αγγελίες, προβάλλοντας διεθνή θέματα. Επίσης, δημοσιογράφοι και τεχνικοί τύπου οργανώθηκαν σε αντιστασιακές οργανώσεις. Παράνομες εφημερίδες κυκλοφόρισαν τυπωμένες με πολύγραφο όπως η Νέα Ελλάδα (ΠΑΜ), ο Ριζοσπάστης (ΚΚΕ), ο Ριζοσπάστης-Μαχητής (ΚΚΕ Εσωτερικού), Θούριος (Ρήγας Φερραίος), κ.ά. Μέσα στη φυλακή οι πολιτικοί κρατούμενοι έβγαζαν παράνομα περιοδικά, όπως "Τα τετρἀδια της φυλακής".

   Ακόμα, δημοσιογράφοι και άλλοι, τροφοδοτούσαν το εξωτερικό με ειδήσεις για αντιδικτατορικές ενέργειες, δίκες, συλλήψεις, βασανιστήρια, εκτοπίσεις. Και δεν ήταν εύκολο πράγμα, εξηγεί ο Ν. Κιάος. Στην αρχή περνούσαν πρώτα στα ψιλά στις εφημερίδες ειδήσεις για δίκες στα έκτακτα στρατοδικεία, σιγά-σιγά, σχετικά με πιο εκτεταμένα ρεπορτάζ.

   Υπήρχαν, όμως και δημοσιογράφοι, που στήριζαν τη χούντα, οι οποίοι έγιναν υπουργοί ή κυβερνητικά στελέχη. Και άλλοι, αρκετοί, έστειλαν συγχαρητήριο μήνυμα στον Γ. Παπαδόπουλο για τη διάσωσή του από την απόπειρα του Αλέκου Παναγούλη εναντίον του.

Πηγή: ΑΠΕ - ΜΠΕ

2024 © left.gr | στείλτε μας νεα, σχόλια ή παρατηρήσεις στο [email protected]
§ Όροι χρήσης για αναδημοσιεύσεις Αναφορά Δημιουργού-Μη Εμπορική Χρήση 3.0 Μη εισαγόμενο (CC BY-NC 3.0)