to top
  • βρείτε μας στο Twitter
  • βρείτε μας στο Facebook
  • βρείτε μας στο YouTube
  • στείλτε μας email
  • εγγραφείτε στο RSS feed
  • international version

Οι ιδιωτικοποιήσεις και το πρόγραμμα της Αριστεράς

Στην ερώτηση: «Ποια πρέπει να είναι η έσχατη γραμμή άμυνας;» χωράει μόνο η απάντηση: «Αυτή που μπορώ να υπερασπιστώ!» Κι εκεί χρειάζεται σχέδιο, που μπορεί να αλλάζει κάθε στιγμή, και εφευρετικότητα. Εκείνο που όχι μόνο δεν χρειάζεται, αλλά θα οδηγήσει σε βέβαιη αποτυχία, είναι η αποδοχή του πλαισίου που καθορίζει ο αντίπαλος ως καλού πλαισίου και η παραγνώριση του αντιπάλου ως «εταίρου»


Η συνέντευξη του Στέργιου Πιτσιόρλα, προέδρου του ΤΑΙΠΕΔ, στα «Νέα», την απογευματινή εφημερίδα του ΔΟΛ, με όσα είπε για τις ιδιωτικοποιήσεις και τη διεύρυνση της πολιτικής βάσης της κυβέρνησης, μπορεί να πει κανείς ότι ήρθε τη σωστή στιγμή. Γιατί το ζήτημα της ενσωμάτωσης των δεσμεύσεων από τη συμφωνία του περασμένου Ιουλίου στο πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ, και οι ιδιωτικοποιήσεις είναι ουσιώδες μέρος της, είναι το πραγματικό και δυσεπίλυτο πρόβλημα της Αριστεράς. Ο Πιτσιόρλας, μάλιστα, συνδέει την υιοθέτηση των ιδιωτικοποιήσεων με τη διεύρυνση της πολιτικής βάσης της κυβέρνησης. Επίσης τη σωστή στιγμή, για τον ίδιο λόγο, ήρθε η απάντηση του υπουργού Επικρατείας Νίκου Παππά, λίγο μετά, σε συνέντευξη στη συνεταιριστική «Εφημερίδα των Συντακτών». Σε αυτήν ο Παππάς απέκρουσε την επιχειρηματολογία του προέδρου του ΤΑΙΠΕΔ, με έναν τρόπο που περιείχε ίχνη πολιτικής αποδοκιμασίας.

Το επιχείρημα του Στέργιου Πιτσιόρλα είναι ότι η «Αριστερά οφείλει να απαλλάξει την κοινωνία από τον κρατισμό». Αυτό προσπαθεί να το στηρίξει με τον ισχυρισμό ότι «η Αριστερά είναι με την εργασία, δεν είναι με το κράτος». Και τα δύο ακούγονται καλά και, μάλλον γι’ αυτόν το λόγο, επαναλαμβάνονται δεκαετίες τώρα. Εξίσου καλά ακούγεται (και επίσης επαναλαμβάνεται) το συμπληρωματικό επιχείρημα ότι «το κράτος δεν χρειάζεται και δεν πρέπει να παράγει προϊόντα».

Ο εξορκισμός του κρατισμού

Και τα τρία, ωστόσο, είναι κενολογίες που, ανεξάρτητα από την πρόθεση του εκφέροντος, δηλαδή είτε καταλαβαίνει τι σημαίνουν, είτε, απλώς, τα επαναλαμβάνει επειδή ακούγονται ωραία, καλύπτουν άλλες προθέσεις. «Το κράτος δεν πρέπει να παράγει προϊόντα» σημαίνει στα ελληνικά ότι το κράτος δεν πρέπει να παράγει τίποτα. Γιατί οτιδήποτε παράγεται είναι προϊόν. Επομένως, λέει αυτή η φράση, το κράτος δεν πρέπει να παράγει, ας πούμε, υπηρεσίες Παιδείας, Υγείας, Ασφάλειας, Δικαίου –το κράτος δεν πρέπει να έχει ανθρώπους που δουλεύουνε, γιατί τότε αυτοί κάτι θα παράγουν. Ο «κρατισμός», με τη σειρά του, είναι μια έννοια που πρωτοεμφανίστηκε το 1880 στη Γαλλία (étatisme) και σημαίνει την πολιτική στάση, που θέλει να λύσει τα κοινωνικά προβλήματα προπάντων με κρατικές ρυθμίσεις. Ήταν η στάση της μεταρρυθμιστικής πτέρυγας του εργατικού κινήματος ως αντίποδας του φιλελεύθερου «κράτους-νυχτοφύλακα». Ο «κρατισμός», δηλαδή, ήταν παραλλαγή της σοσιαλδημοκρατικής πολιτικής με κατάληξη τον «κρατικό σοσιαλισμό», ας πούμε της σκανδιναβικής σοσιαλδημοκρατίας μέχρι πρόσφατα. Σήμερα, προπάντων συντηρητικοί και φιλελεύθεροι χρησιμοποιούν τον όρο για να χαρακτηρίσουν προσπάθειες της Αριστεράς να εισαγάγει ρυθμίσεις του κοινωνικού κράτους, τα μελήματα του οποίου, κατά τους επικριτές του «κρατισμού», μπορούν να λυθούν καλύτερα από την αγορά.

Εάν θελήσουμε να κρίνουμε καταστάσεις που χαρακτηρίστηκαν κατά καιρούς «κρατισμός», διαπιστώνουμε μεγάλες μορφικές και αξιολογικές διαφορές. Ας πούμε, ο σοβιετικός κρατισμός, δηλαδή ο ασφυκτικός έλεγχος του κρατικού κόμματος, δεν επέτρεψε να υπάρξει αληθινός κοινωνικός έλεγχος στα μέσα παραγωγής και στην πολιτική, και είναι από τις σημαντικές αιτίες που οδήγησαν στην αποτυχία του πρώτου σοσιαλιστικού εγχειρήματος  -αυτό εννοούσε ο Πουλαντζάς, λέγοντας ότι ο σταλινισμός και η σοσιαλδημοκρατία συναντιούνται στον κρατισμό. Από την άλλη, όμως, ο κεντρικός σχεδιασμός της παραγωγής ήταν το εργαλείο του μεγάλου άλματος της σοβιετικής κοινωνίας στο σύγχρονο κόσμο και της νίκης κατά του ναζισμού. Ο κρατισμός, πάλι, των καπιταλιστικών κρατών του 20ου αιώνα επέτρεψε την ανοικοδόμηση της Δυτικής Ευρώπης μετά τον πόλεμο και, μαζί, την οικοδόμηση του δυτικοευρωπαϊκού κοινωνικού κράτους. Και τα δύο παραδείγματα -με τις τεράστιες διαφορές τους- έδειξαν τον κεντρικό ρόλο του κράτους στην έξοδο από καταστάσεις κρίσης και για την κοινωνική συνοχή. Ιστορικά, δεν υπάρχει στο σύγχρονο κόσμο παράδειγμα κοινωνίας, που να ξεπέρασε κρίσεις ή να εκσυγχρονίστηκε, χωρίς το κράτος να έχει αναλάβει κεντρικό ρόλο στην οικονομία, δηλαδή, χωρίς μεγάλες δημόσιες επενδύσεις, μεγάλες δημόσιες επιχειρήσεις και σχεδιασμό. Αντίθετα, στην Ελλάδα τα εκσυγχρονιστικά εγχειρήματα που βασίστηκαν στις λεγόμενες «δυνάμεις της αγοράς», ας πούμε του Χαρίλαου Τρικούπη, του Ελευθέριου Βενιζέλου, του Κώστα Σημίτη κατέληξαν πολύ σύντομα σε οικονομική καταστροφή και σε όργιο διαφθοράς.

Με την εργασία, το κράτος ή το κεφάλαιο

Το τρίτο επιχείρημα: «Η Αριστερά είναι με την εργασία, δεν είναι με το κράτος» είναι εξίσου κενό περιεχομένου, όταν μάλιστα, όπως στην Ελλάδα, η Αριστερά ηγείται του κράτους, γίνεται και ανόητο. Τι μπορεί να σημαίνει, άραγε, ότι «η Αριστερά είναι με την εργασία» διαφορετικό από το ότι είναι με την εργασία στη σύγκρουσή της με το κεφάλαιο; Βλέπεις, εάν θέλεις να είσαι με κάποιον, πρέπει να είσαι εναντίον κάποιου άλλου. Αυτό, άλλωστε, σημαίνει η μεροληψία της αριστερής κυβέρνησης που διακηρύσσει ο ΣΥΡΙΖΑ. Εάν είναι έτσι, τότε πώς ταιριάζει αυτό με την προτροπή και την επιδίωξη να ενισχυθεί το κεφάλαιο με την εκχώρηση σε αυτό δημόσιας περιουσίας, δηλαδή με τις ιδιωτικοποιήσεις;

Στην πραγματικότητα -ανεξάρτητα πάλι από το τι εννοεί ο καθένας που τα χρησιμοποιεί, τα τρία επιχειρήματα που ανέφερα- και στις συγκεκριμένες συνθήκες της Ελλάδας σήμερα, η φράση «το κράτος δεν χρειάζεται και δεν πρέπει να παράγει προϊόντα» σημαίνει ότι πρέπει να πάψει να παράγει το ίδιο, όσα θέλουν να παράγουν ιδιώτες που διακρίνουν στην παραγωγή τους δυνατότητες κέρδους -δηλαδή, βουρ στις ιδιωτικοποιήσεις. Αυτό δεν είναι μοντέρνα σκέψη, αλλά σκέψη του 19ου αιώνα. Και αν σήμερα, όπως ισχυρίζεται ο πρόεδρος του ΤΑΙΠΕΔ, έχουμε κύμα ιδιωτικοποιήσεων σε όλο τον πλανήτη, αυτό δεν λέει τίποτα, στο κάτω κάτω και κύμα πολέμων έχουμε και κύμα βίας έχουμε και κύμα εκπτώχευσης του κοσμάκη έχουμε. Τα παραδείγματα, μάλιστα, των «πρωταθλητών» των ιδιωτικοποιήσεων που επικαλείται, δεν είναι πολύ πειστικά, γιατί ούτε οι Βρετανοί, ούτε οι Ισπανοί, ούτε οι Ιταλοί καλοπερνάνε. Άσε που ο ισχυρισμός για «κύμα ιδιωτικοποιήσεων» είναι αναληθής, ιδίως όσον αφορά τις ισχυρές οικονομίες του πλανήτη: στις ΗΠΑ, τη Γαλλία, τη Γερμανία ενισχύθηκε η επιχειρηματική δραστηριότητα των διαφόρων επιπέδων του Δημοσίου. Η αντιπαλότητα με τον «κρατισμό» υπονοεί να αποσυρθεί ακόμα περισσότερο το κράτος από τα δημόσια πράγματα και το ίδιο ακριβώς εννοείται με την αντιδιαστολή κράτους-εργασίας και τις σχετικές προτιμήσεις της Αριστεράς.

Αριστερά και σοσιαλδημοκρατία μπροστά στο κράτος

Ωστόσο, υπάρχει πράγματι ουσιώδης διαφορά μεταξύ της στάσης της Αριστεράς και εκείνης της σοσιαλδημοκρατίας ως προς το κράτος και τη δημόσια επιχειρηματικότητα. Η παρουσία του κράτους στην οικονομία και την παραγωγή στην καπιταλιστική οικονομία αποσκοπεί στη βελτίωση των συνθηκών αναπαραγωγής του κεφαλαίου -πχ ασφαλής ροή βασικών αγαθών (ενέργεια, επικοινωνίες, χρηματοδότηση, υγεία, παιδεία), εξασφάλιση της παραγωγής σε τομείς χωρίς ικανοποιητική κερδοφορία κ.λπ. Οι καπιταλιστές αφενός ωφελούνται από αυτή τη δραστηριότητα του κράτους, αφετέρου, όμως, θέλουν να την περιορίσουν στο ελάχιστο ή να συμμετέχουν σε αυτήν, εφόσον η συμμετοχή τούς εξασφαλίζει κέρδη. Η Αριστερά, από τη μεριά της, και ιδιαίτερα η Αριστερά από θέση κυβερνητικής ευθύνης, είναι υποχρεωμένη να φροντίζει για την ομαλή αναπαραγωγή του κεφαλαίου -ώστε να λειτουργεί η παραγωγή. Αυτό και μόνο αρκεί ως λόγος, για να αποκρούει την προσπάθεια του κεφαλαίου και των πολιτικών του εκπροσώπων να αποσυρθεί το κράτος από την οικονομία.

Ένα παράδειγμα: με την πώληση των 14 περιφερειακών αεροδρομίων, δημιουργείται στην Ελλάδα, σε έναν κρίσιμο τομέα, ένα ιδιωτικό μονοπώλιο (αυτό δεν αλλάζει επειδή η Fraport είναι δημόσια επιχείρηση) στο χώρο του τουρισμού και των συγκοινωνιών, στην ιδιοκτησία του οποίου μετέχουν μάλιστα τουριστικοί πράκτορες της Γερμανίας. Από αυτή την άποψη η πώληση των περιφερειακών αεροδρομίων θα έχει μεγαλύτερες επιπτώσεις για την παραγωγική ανασυγκρότηση από την πώληση, ας πούμε, του αεροδρομίου της Θεσσαλονίκης. Τι θα σημαίνει η εγκατάσταση του μονοπωλίου για την τουριστική χωροταξία και την περιφερειακή ανάπτυξη δεν το ξέρουμε, ούτε μπορεί το ελληνικό κράτος να το σχεδιάσει: επαφίεται στον κερδοσκοπικό σχεδιασμό της Fraport και των μετόχων της. Καλύτερες λύσεις θα υπήρχαν ασφαλώς. Παραδείγματος χάριν, η δημόσια επιχείρηση για τη διαχείριση των αεροδρομίων –με σύμβουλο την, εξαιρετικά επιτυχημένη, Fraport– που θα αναλάμβανε τον εκσυγχρονισμό των αεροδρομίων και θα μπορούσε να προσελκύσει δανεικά κεφάλαια με εγγύηση τα κέρδη από τη λειτουργία τους× στο κάτω κάτω και η Fraport με δανεικά θα χρηματοδοτήσει την επένδυσή της στα ταχύτερα αναπτυσσόμενα περιφερειακά αεροδρόμια της Ευρώπης.

Γίνεται πρόγραμμα της Αριστεράς χωρίς την κοινωνία;

Παράλληλα όμως, για να νοιάζεται η Αριστερά για το πρόγραμμά της, χρειάζεται να φροντίζει για την εισβολή της κοινωνίας στην οικονομία και την παραγωγή. Θέλω να πω ότι η υπεράσπιση ή και η διεύρυνση του δημόσιου τομέα της οικονομίας από μόνη της δεν είναι αριστερή πολιτική -δεν είναι αντικαπιταλιστικό πρόγραμμα- αλλά αναγκαιότητα από τη μια για την ομαλή λειτουργία της καπιταλιστικής οικονομίας, διευκολύνει το πρόγραμμα της Αριστεράς για το μετασχηματισμό της οικονομίας και του κράτους. Γιατί, βλέπεις, είναι ευκολότερο να εισαχθούν θεσμοί κοινωνικού και εργατικού ελέγχου και διοίκησης σε δημόσιες παρά σε ιδιωτικές επιχειρήσεις. Και είναι επίσης ευκολότερο, τομείς της παραγωγής που ελέγχει το κράτος να μετασχηματισθούν σε τομείς αποκεντρωμένης κοινωνικής παραγωγής (λόγου χάριν η παραγωγή ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές). Η διατύπωση «μετασχηματισμός της οικονομίας και του κράτους» σημαίνει ότι η εισβολή της κοινωνίας στην παραγωγή χρειάζεται να αποτυπωθεί και στη δομή της εξουσίας. Γιατί εάν θεσμοί κοινωνικού ελέγχου δεν έχουν εξουσία να επιβάλουν τον έλεγχο και τις αποφάσεις τους -εάν δηλαδή δεν είναι κράτος- είναι ανούσιοι.

Βέβαια, και τα δύο, η παραγωγική ανασυγκρότηση και η ομαλή λειτουργία της παραγωγής όσο και η εφαρμογή αριστερού προγράμματος, δεν γίνονται εν κενώ. Υπάρχουν καλύτερες, που θα πει αποτελεσματικότερες, αποδοτικότερες και δημοκρατικότερες λύσεις για τα αεροδρόμια, για τις τράπεζες, για την ενέργεια, για τον τουρισμό. Όμως, το πραγματικό περιβάλλον το χαρακτηρίζει η υπέρτερη δύναμη του κεφαλαίου, όπως αυτή εκφράζεται προπάντων από τους δανειστές. Πρέπει, λοιπόν, να πορευτείς με αυτό το δεδομένο. Στην ερώτηση: «Ποια πρέπει να είναι η έσχατη γραμμή άμυνας;» χωράει μόνο η απάντηση: «Αυτή που μπορώ να υπερασπιστώ!» Κι εκεί χρειάζεται σχέδιο, που μπορεί να αλλάζει κάθε στιγμή, και εφευρετικότητα. Εκείνο που όχι μόνο δεν χρειάζεται, αλλά θα οδηγήσει σε βέβαιη αποτυχία, είναι η αποδοχή του πλαισίου που καθορίζει ο αντίπαλος ως καλού πλαισίου και η παραγνώριση του αντιπάλου ως «εταίρου».

Κι έτσι φτάνουμε στο τελευταίο επιχείρημα του Στέργιου Πιτσιόρλα, ο οποίος συνδέει την επιδοκιμασία των ιδιωτικοποιήσεων και της απόσυρσης του κράτους από την παραγωγή με τη διεύρυνση της πολιτικής βάσης της κυβέρνησης. Πράγματι, λοιπόν, οι άλλες πολιτικές δυνάμεις που αναφέρονται στην «κοινωνική πρόοδο», συνδέουν αυτή την αναφορά τους με την αποδοχή και την υιοθέτηση του προγράμματος των «εταίρων» της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Σε αυτό δεν διαφέρουν από τη Νέα Δημοκρατία. Εάν αυτό το πρόγραμμα το υιοθετούσε και ο ΣΥΡΙΖΑ, θα ήταν, λέει, ευκολότερη η συνεργασία μαζί τους, η προσέλκυσή τους στην κυβερνητική κοινοβουλευτική πλειοψηφία. Στην πραγματικότητα, όμως, αυτό θα ενίσχυε ιδεολογικά και πολιτικά τον κύριο αντίπαλο, τη Νέα Δημοκρατία που εκφράζει αυτή τη γνώμη καθαρότερα. Θα συνέβαλλε, δηλαδή, στην ανατροπή των συσχετισμών που διαμορφώθηκαν την τελευταία πενταετία με την έγερση του κόσμου των λαϊκών γειτονιών και την εισβολή των λαϊκών τάξεων στο προσκήνιο της πολιτικής. Πρόκειται για πρόταση, που σαν κακή παράδοση μιας πτέρυγας της ανανεωτικής Αριστεράς, περιορίζει την πολιτική σε χειρισμούς και συνεννοήσεις μεταξύ κομματικών ηγεσιών και παραγόντων.

Έκφραση δυσπιστίας

Ο υπουργός Επικρατείας Νίκος Παππάς, απαντώντας σε σχετική ερώτηση δημοσιογράφου της «Εφ.Συν.», χαρακτήρισε τις αιτιάσεις για κρατισμό και τις προτάσεις για απόσυρση του κράτους από την παραγωγή επιχειρήματα των αντιπάλων της Αριστεράς. Θα μπορούσε να πει κανείς ότι πρόκειται για μέρος της, αναγκαίας, συζήτησης μέσα στην Αριστερά. Όμως, ο Νίκος Παππάς είναι υπουργός και ο Στέργιος Πιτσιόρλας είναι επικεφαλής δημόσιου οργανισμού διαχείρισης της δημόσιας περιουσίας σύμφωνα με την πολιτική της κυβέρνησης. Από αυτή την άποψη, οι αιτιάσεις του υπουργού δεν είναι απλώς μέρος μιας συζήτησης, αλλά έκφραση δυσπιστίας για την ικανότητα του προέδρου του ΤΑΙΠΕΔ να εκπληρώσει την αποστολή του. Είναι δηλαδή πολιτικό ζήτημα.

2024 © left.gr | στείλτε μας νεα, σχόλια ή παρατηρήσεις στο [email protected]
§ Όροι χρήσης για αναδημοσιεύσεις Αναφορά Δημιουργού-Μη Εμπορική Χρήση 3.0 Μη εισαγόμενο (CC BY-NC 3.0)