to top
  • βρείτε μας στο Twitter
  • βρείτε μας στο Facebook
  • βρείτε μας στο YouTube
  • στείλτε μας email
  • εγγραφείτε στο RSS feed
  • international version

Οι διαστάσεις του αναπτυξιακού σχεδιασμού

Απόσπασμα από το βιβλίο του Πέτρου Λινάρδου - Ρυλμόν, Η Αριστερά τώρα! Ή ο δρόμος προς την ανασυγκρότηση, Εκδόσεις Νήσος, 2020


Οι διαστάσεις του αναπτυξιακού σχεδιασμού σήμερα κατά κανόνα δεν υπάρχει ορατή σχέση σε τοπικό επίπεδο ανάμεσα στις πολιτικές υποστήριξης των επενδύσεων και της επιχειρηματικής δραστηριότητας, και στις υπόλοιπες χρηματοδοτήσεις υποδομών και θεσμικών λειτουργιών. Επίσης, οι επενδύσεις και οι αναβαθμίσεις επιχειρήσεων δεν είναι συνάρτηση εκτιμήσεων για τις δυνατότητες και τις ανάγκες της περιοχής, αλλά μεμονωμένων πρωτοβουλιών επιχειρηματιών. Σε όλες τις περιφέρειες της χώρας υπάρχουν, κατά κοινή ομολογία, μεγάλες ελλείψεις ως προς την αξιοποίηση αναπτυξιακών δυνατοτήτων, το συνδυασμό τουρισμού, αγροτικής παραγωγής και βιομηχανικής παραγωγής, και ως προς την αξιοποίηση των δυνατοτήτων δικτύωσης μικρών επιχειρηματικών δραστηριοτήτων μεταξύ τους ή με μεγαλύτερες οικονομικές μονάδες. Σε όλες τις τουριστικές περιοχές παρατηρείται μεγάλο έλλειμμα σύνδεσης της κατανάλωσης στα ξενοδοχεία με την τοπική παραγωγή. Η ισχυρή τάση είναι μάλλον η έμφαση στον τουρισμό και η απομάκρυνση από την αγροτική παραγωγή, ενώ είναι διαπιστωμένος πολλές φορές ο δυναμισμός του αγροτικού τομέα, που θα μπορούσε να επεκταθεί και στην τροφοδοσία των μεγάλων τουριστικών μονάδων αξιοποιώντας το υπαρκτό ανταγωνιστικό πλεονέκτημα της μεσογειακής και ειδικότερα της κρητικής διατροφής. Η ανάπτυξη του συνεταιριστικού κινήματος στην αγροτική οικονομία θεωρείται αναγκαιότητα σε μια χώρα όπου ο μικρός κλήρος αποτελεί αρνητικό παράγοντα για την βιωσιμότητα των παραγωγικών δραστηριοτήτων, αλλά δεν μπορεί να πει κανείς ότι υλοποιήθηκε από την αριστερή κυβέρνηση μια πολιτική υποστήριξης του κινήματος αυτού με τα κατάλληλα κίνητρα και την ενίσχυση των κατάλληλων δομών υποστήριξης και συμβουλευτικής. Το συνεταιριστικό κίνημα στον αγροτικό τομέα μπορεί να παίξει σημαντικό ρόλο για την ανάπτυξη ενός συλλογικού πνεύματος στον τομέα αυτό, αναγκαίου για να δημιουργηθούν νέοι θεσμοί, να ανοίξουν οι ορίζοντες των παραγωγών και να υιοθετηθούν καινοτομίες όχι μόνο σε ό,τι αφορά τα προϊόντα, αλλά και το σύνολο των τμημάτων της αλυσίδας της αξίας. Σε σχέση με τις δυνατότητες επέκτασης των συνεταιριστικών δραστηριοτήτων, των συνεργασιών μεταξύ μικρών επιχειρήσεων σε τοπικό επίπεδο (σε δικτυώσεις αγροτουρισμού λ.χ.), όπως και των σταθερών συνεργασιών τουριστικών και παραγωγικών επιχειρήσεων, είναι αναγκαία η επέκταση ερευνητικών δραστηριοτήτων που αναζητούν τις νέες κατευθύνσεις που μπορούν να υιοθετήσουν αυτές οι δραστηριότητες και συνεργασίες, η επέκταση της λειτουργίας εκπαιδευτικών διαδικασιών και η δημιουργία δομών υποστήριξης των όποιων αλλαγών στην παραγωγή, τις μορφές συνεργασίας και τη διοίκηση. Παρατηρούμε όμως ότι η κουλτούρα που κληρονομήσαμε από το πελατειακό σύστημα και την ανανέωσή του κατά την περίοδο του «εκσυγχρονισμού» βασίζεται αποκλειστικά στην ικανότητα του επιχειρηματία ή του παραγωγού να πάρει πρωτοβουλίες, να σχεδιάσει την πορεία του και τη βιωσιμότητα της δραστηριότητάς του. Παραγνωρίζεται έτσι η ανάγκη εισροής νέων γνώσεων, με τη μορφή καινοτομιών ως προς τα προϊόντα και τις μεθόδους οργάνωσης, αλλά και με τη μορφή γνώσεων για τις διαθέσιμες αγορές και τις διάφορες φάσεις της αλυσίδας της αξίας. Δεν έχει αναγνωριστεί πραγματικά ότι σε μια οικονομία μικρών επιχειρήσεων και αγροτικών εκμεταλλεύσεων περιορισμένης έκτασης, ο σχεδιασμός, η υποστήριξη και η συμβουλευτική αποτελούν δραστηριότητες τις οποίες πρέπει να αναλάβουν σε καθοριστικό βαθμό δημόσιοι φορείς. Η απουσία τέτοιων δραστηριοτήτων, που έχει επιβληθεί από την αρνητική στάση των μεγάλων ιδιωτικών επιχειρήσεων σχετικά με την εγκαθίδρυση δημόσιων θεσμών άσκησης αναπτυξιακής πολιτικής, αποτελεί την αιτία της αποτυχίας των χρηματοδοτήσεων μέσω των ευρωπαϊκών διαρθρωτικών ταμείων, καθ’ όλη τη διάρκεια των τελευταίων τεσσάρων δεκαετιών, αλλά και το εργαλείο στα χέρια του κεφαλαίου για τη συντήρηση ενός αντικρατισμού της μικρής επιχειρηματικότητας, που αναπαρήγαγε το συνδυασμό χαμηλής παραγωγικότητας, μικροδιαπλοκής και φοροδιαφυγής. Η δυσκολία της πραγματοποίησης θεσμικών καινοτομιών σε ένα περιβάλλον με επιχειρηματοκεντρική κουλτούρα έχει φανεί και σε ό,τι αφορά τη σημαντική πρωτοβουλία θεσμοθέτησης των «ενεργειακών κοινοτήτων». Ενώ πρόκειται για ένα σημαντικό εργαλείο για την επέκταση της χρήσης των ΑΠΕ με κινητοποίηση της βάσης της κοινωνίας και της τοπικής αυτοδιοίκησης, δεν έχουν δημιουργηθεί κέντρα ενθάρρυνσης και υποστήριξης τέτοιων πρωτοβουλιών, που θα μπορούσαν να αποτελέσουν ένα από τα σημαντικά μέτωπα της διαδικασίας αντικατάστασης της χρήσης ορυκτών καυσίμων. Από την άλλη μεριά βέβαια, αυτή η διστακτικότητα υπηρετεί την αντίληψη ότι η ανάπτυξη των ΑΠΕ αποτελεί ένα στόχο ο οποίος δεν απειλεί πραγματικά τα ορυκτά καύσιμα, είτε είναι ο εγχώριος λιγνίτης, είτε το εισαγόμενο φυσικό αέριο, είτε ακόμα τα προϊόντα των μελλοντικών εξορύξεων. Αυτή η πολλαπλώς επικίνδυνη επιλογή της στροφής προς τις εξορύξεις είναι και αυτή αποτέλεσμα της επιχειρηματοκεντρικής κουλτούρας, σαν να μην μπορεί να αρνηθεί το ελληνικό κράτος σε κάποιον επιχειρηματία την ευκαιρία για πραγματοποίηση κέρδους, από το οποίο θα εισπράξει κάποιο μικρό ποσοστό, που θα μπορούσε ωστόσο να εισπραχθεί εύκολα από άλλες δραστηριότητες, στη βάση ενός ουσιαστικού αναπτυξιακού σχεδιασμού. Οι διαπιστώσεις αυτές έχουν σημασία καθώς δείχνουν ότι ακόμα και μια κυβέρνηση της Αριστεράς δεν θέλησε να αλλάξει αποφασιστικά το θεσμικό πλαίσιο άσκησης αναπτυξιακών πολιτικών, αλλά δεν θέλησε και να ενισχύσει την παρουσία του λαϊκού παράγοντα στο πεδίο του σχεδιασμού και της υλοποίησης αναπτυξιακών πολιτικών. Μια τέτοια παρουσία δεν είναι μόνο συνάρτηση κάποιας «κινηματικής» διαθεσιμότητας, είναι κατά κύριο λόγο συνάρτηση της ύπαρξης ενός θεσμικού πλαισίου το οποίο διδάσκει στους πολίτες, και ειδικότερα στους εργαζόμενους, την αναγκαιότητα των συμμετοχικών διαδικασιών, το αντικείμενο των σχετικών αποφάσεων και τον τρόπο λειτουργίας των κατάλληλων θεσμών. Η αδράνεια της κυβέρνησης της Αριστεράς, και η τόσο προβληματική «δικαιολογία» της αδράνειας των κινημάτων, είναι στην πραγματικότητα το αποτέλεσμα της άρνησης να γίνουν οι κατάλληλες ενέργειες ώστε να γίνουν κατανοητοί οι στόχοι των πολιτικών, οι μέθοδοι για την επίτευξη αυτών των στόχων, και οι αναγκαίες θεσμικές καινοτομίες που μπορούν να εξασφαλίσουν αυτό που τελικά είναι μια ριζική αναζωογόνηση της δημοκρατίας. Χτυπητό –και δραματικό– παράδειγμα είναι το πρόβλημα της ανύπαρκτης ανακύκλωσης των στερεών αποβλήτων, την ίδια στιγμή που υποστηρίχθηκε η προοπτική της «κυκλικής οικονομίας». Το ποσοστό ανακύκλωσης δεν υπερβαίνει σε καμία περιφέρεια της χώρας το 5%. Ένα μείγμα άγνοιας και άρνησης εξηγεί αυτή την υστέρηση. Η πεποίθηση ότι το (γενικώς) ένοχο κράτος πρέπει να λύσει με έναν μαγικό τρόπο το πρόβλημα (την ίδια στιγμή που είμαστε βυθισμένοι σε μια κουλτούρα έλλειψης εμπιστοσύνης στο κράτος σχετικά με βασικές πλευρές της κοινωνικής μας ζωής), και άρα δεν χρειάζεται ούτε να μάθουμε αλλά και ούτε να κινητοποιηθούμε, εμποδίζει την κατανόηση του πραγματικού διακυβεύματος, αλλά και την αναζήτηση αποτελεσματικών μεθόδων διαχείρισης του προβλήματος. Δεν υπάρχουν άλλοι τρόποι για την αντιμετώπισή του από ένα συνδυασμό εκμάθησης σχετικά με την ανάγκη της ανακύκλωσης, αλλά και σχετικά με τις πλέον αποτελεσματικές μεθόδους, και μάλιστα τις πολλαπλές μεθόδους, που πρέπει να χρησιμοποιηθούν στο σημείο όπου βρισκόμαστε. Τέτοιες διαδικασίες εκμάθησης, που πρέπει πριν απ’ όλα να θεωρηθούν αναγκαίες για τα στελέχη της τοπικής αυτοδιοίκησης και να επεκταθούν στους πολίτες, πρέπει φυσικά να βασιστούν σε υλοποιήσιμα και αποτελεσματικά (ίσως σε άλλες πόλεις και χώρες) σχέδια. Πρόκειται για ένα από τα πολλά θέματα για τα οποία η επίτευξη της λαϊκής κινητοποίησης και της δημοκρατικής διαχείρισης είναι σε καθοριστικό βαθμό συνάρτηση πολιτικών αποφάσεων «από τα πάνω», ειδικότερα σε ό,τι αφορά την ενίσχυση της «μαζικής διανοητικότητας». Μια άλλη διάσταση του αναπτυξιακού σχεδιασμού αφορά τις δημόσιες και κοινωνικές υπηρεσίες οι οποίες ενδιαφέρουν τις λαϊκές τάξεις, δηλαδή την πλειονότητα του κόσμου της εργασίας και τους μικρούς καλλιεργητές, επιχειρηματίες ή αυτοαπασχολούμενους. Η πρόσβαση αυτών των τάξεων στην ενέργεια, στις μεταφορές, στην κατοικία, αλλά και στην υγεία ή την εκπαίδευση είναι συνάρτηση σε καθοριστικό βαθμό των δημόσιων πολιτικών και όχι των ατομικών ή οικογενειακών εισοδημάτων, διαφοροποιώντας τες οικονομικά και πολιτικά από τη λεγόμενη μεσαία τάξη, που χάρη στα εισοδήματά της ή χάρη σε προνόμια ειδικών κοινωνικών ομάδων, επωφελείται από εξασφαλισμένες δημόσιες ή κοινωνικές υπηρεσίες, ή από εισοδήματα που επιτρέπουν ιδιωτική δαπάνη για αυτές τις υπηρεσίες. Τα προβλήματα των λαϊκών τάξεων και της μεσαίας τάξης, από την άποψη των εισοδημάτων αλλά και της πρόσβασης στις δημόσιες και κοινωνικές υπηρεσίες, είναι πολύ διαφορετικά, και ενώ μια αρνητική εξέλιξη για τη μεσαία τάξη είναι αναμφισβήτητα χαρακτηριστική γενικότερων μεταβολών, η άσκηση πολιτικών προς όφελος αυτών των κοινωνικών κατηγοριών δεν διαχέεται αναγκαστικά στα πλατιά λαϊκά στρώματα. Οι δημόσιες και κοινωνικές πολιτικές προς όφελος των λαϊκών τάξεων είναι καθοριστικό μέσο ενίσχυσης της θέσης αυτών των τάξεων και μετατόπισης προς όφελός τους του συνολικού κοινωνικού συσχετισμού δυνάμεων, και η άσκηση τέτοιων πολιτικών πρέπει να χαρακτηρίζει κατά προτεραιότητα τη στρατηγική μιας αριστερής κυβέρνησης. Η άσκηση προνοιακών πολιτικών, που είναι προφανώς αναγκαία, δεν μπορεί να αποτελέσει υποκατάστατο μιας τέτοιας στρατηγικής.

tags: άρθρα

2024 © left.gr | στείλτε μας νεα, σχόλια ή παρατηρήσεις στο [email protected]
§ Όροι χρήσης για αναδημοσιεύσεις Αναφορά Δημιουργού-Μη Εμπορική Χρήση 3.0 Μη εισαγόμενο (CC BY-NC 3.0)