to top
  • βρείτε μας στο Twitter
  • βρείτε μας στο Facebook
  • βρείτε μας στο YouTube
  • στείλτε μας email
  • εγγραφείτε στο RSS feed
  • international version

«Ο ορισμός του χωρισμού Εκκλησίας-Κράτους, κυρία μου»

«Μπάλωμα», «πυροτέχνημα», «άλλαξε ο Μανωλιός» και τα λοιπά: το μεγαλύτερο μέρος της κριτικής στην πρόθεση συμφωνίας πολιτείας και εκκλησίας συνίσταται στο ότι αυτή δεν είναι αρκετά ριζοσπαστική, ότι ουσιαστικά συντηρεί το status quo


- Ήταν ανατροπή στο 90; - Τρία μέτρα έξω από τη μεγάλη περιοχή; - Ρε θα μας τρελάνεις; Του βάζει τάκλιν ο Μανωλάς, πετάγεται ο Σκαρτάδος, διασχίζει τρία μέτρα στον αέρα και σκάει μέσα στην περιοχή; - Πουλί ήτανε; - Και μένει το παιδί πεθαμένο στη λάσπη και πάει αυτός και του δείχνει κάρτα ότι δήθεν παίζει θέατρο; Και ζει ακόμα; Ήρθαν οι αγροκαλλιεργητές από τη Λακωνία να μας πούνε τι είναι πέναλτι! - Ήτανε πέναλτι, κύριε Πάνο; - Ο ορισμός του πέναλτι, κυρία μου!

–Ας περιμένουν οι γυναίκες


 

«Μπάλωμα», «πυροτέχνημα», «άλλαξε ο Μανωλιός» και τα λοιπά: το μεγαλύτερο μέρος της κριτικής στην πρόθεση συμφωνίας πολιτείας και εκκλησίας συνίσταται στο ότι αυτή δεν είναι αρκετά ριζοσπαστική, ότι ουσιαστικά συντηρεί το status quo. Αυτό όμως απέχει πολύ από την πραγματικότητα και μάλλον δείχνει την έλλειψη σφαιρικής αντίληψης των επικριτών για τα ζητήματα εκκλησίας και κράτους. Οι αλλαγές είναι σημαντικές, πρωτοφανείς, ιστορικές.

Για αρχή, το κράτος γνωρίζει καλά πως οφείλει να θωρακιστεί από μελλοντικές αξιώσεις της εκκλησίας σχετικά με αναποζημίωτες απαλλοτριώσεις, για τις οποίες αυτή θα μπορούσε κάλλιστα να δικαιωθεί στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Οι οικονομικές εκκρεμότητες ανάμεσα στα ευρωπαϊκά κράτη και στις εκκλησίες στα εδάφη τους, που προϋπάρχουν των κρατών, είναι ζήτημα διακριτό από τον χωρισμό εκκλησίας και κράτους. «Χωρισμός εκκλησίας-κράτους» δε σημαίνει πως μηδενίζονται όλες οι εκκρεμότητες, πως τίποτα πλέον δε χρειάζεται διευθέτηση, πως δεν επιβιώνουν ανάγκες αποζημίωσης από τη μία ή την άλλη πλευρά. Και αν κάποιο κράτος το ξεχάσει αυτό, μετά την απαραίτητη προσφυγή θα σπεύσει να του το θυμίσει το ΕΔΑΔ. Με τη συμφωνία, αυτό το ζήτημα διευθετείται άπαξ και διαπαντός. Η εκκλησία δεσμεύεται ότι, αφ’ ης στιγμής λαμβάνει μια ετήσια αφηρημένη αποζημίωση, παραιτείται κάθε τέτοιας αξίωσης ως προς τις αποζημιούμενες περιουσίες (σημείο 5 της συμφωνίας).

Παράλληλα, η κρατική μισθοδοσία του κλήρου καταργείται. Ας μου επιτραπεί να επιμείνω στο «καταργείται»: δεν παραλλάσσεται, δεν μεταμφιέζεται, καταργείται. Θυμίζουμε ότι το κράτος θα δίνει αυτό το ετήσιο ποσό ως αποζημίωση για αναποζημίωτες απαλλοτριώσεις, ούτως ώστε να ακυρωθεί κάθε ενδεχόμενο (επιτυχών!) αξιώσεων. Αν υπάρχει ένας λόγος να διατυπωθεί ρητώς στη συμφωνία και στο επερχόμενο σχέδιο νόμου ότι αυτά τα ποσά πρέπει, δεσμευτικά, να διοχετευθούν στη μισθοδοσία του κλήρου και όχι οπουδήποτε αλλού, αυτό συνίσταται μάλλον σε μια εύλογη και ευπρόσδεκτη καχυποψία για το πώς θα διασφαλιστεί ότι, σε έναν οργανισμό με πλημμελή γραφειοκρατική λειτουργία και (αυτο-)έλεγχο όπως η Εκκλησία της Ελλάδος, δεν θα συμβούν ατυχήματα που θα προξενούσαν προβλήματα σε 10.000 κληρικούς και τις οικογένειές τους την ώρα που η Εκκλησία θα έχει, πλέον, τη ρευστότητα να τους μισθοδοτεί. Όμως, είναι σημαντικό να καταστεί κατανοητό πως άλλο η κρατική μισθοδοσία του κλήρου και άλλο οι οικονομικές εκκρεμότητες οργανισμών του μεγέθους του ελληνικού κράτους και της Εκκλησίας της Ελλάδος μεταξύ τους. Ειδάλλως κάθε πόρος που θα δινόταν για οποιοδήποτε λόγο από οποιοδήποτε κράτος σε οποιαδήποτε εκκλησία θα συνιστούσε «έμμεση κρατική μισθοδοσία των κληρικών». Αλλά ούτε ο πιο μπερδεμένος νους δεν τόλμησε να φανταστεί ότι το μισό δισεκατομμύριο που παρέχει — πέραν του περίφημου «εκκλησιαστικού φόρου»!— το γερμανικό κράτος στη ρωμαιοκαθολική και ευαγγελική εκκλησία για παρόμοιους περιουσιακούς λόγους συνιστά «γερμανική κρατική μισθοδοσία του κλήρου».

Την αποζημίωση για τα απαλλοτριωθέντα περιουσιακά θα μπορούσε να την παρέχει το κράτος και χωρίς κάποια, τρόπον τινά, ανταποδοτική πηγή — μόνο και μόνο λόγω της ιστορικής εκκρεμότητας και της δυνατότητας της εκκλησίας να την διεκδικήσει νομικά σε ένα μέλλον, τους μπελάδες του οποίου τώρα αποφεύγουμε. Όμως στη συμφωνία έχουμε και την ενεργοποίηση του ταμείου αξιοποίησης εκκλησιαστικής περιουσίας, με τους πόρους να περιέρχονται κατά 50% στο κράτος και κατά 50% στην Εκκλησία: οι εν μέρει εκκλησιαστικοί πόροι που θα περιέρχονται στο κράτος, δηλαδή, θα χρηματοδοτούν κατ’ ουσία την κρατική αποζημίωση στην Εκκλησία — δυνητικά δε και με το παραπάνω.

Αν κάποιοι δηκτικά σχολίασαν στα κοινωνικά μέσα ότι ο Αρχιεπίσκοπος «τα πήρε όλα κι έφυγε», μήπως πρέπει να σκεφτούν το ενδεχόμενο να είναι ο Πρωθυπουργός που χαρακτηρίζεται καλύτερα από αυτή τη φράση; Δεδομένης, δηλαδή, της κατάργησης της κρατικής μισθοδοσίας του κλήρου και της εισαγωγής μιας αποζημίωσης που θα... αυτο-χρηματοδοτείται, την ώρα που η Εκκλησία δεσμεύεται πως παραιτείται των αξιώσεών της; Επίσης, όσοι φαντάζονται πως η κυβέρνηση «τα έδωσε όλα στην εκκλησία», πώς ακριβώς επεξηγούν τις οργίλες αντιδράσεις του Συνδέσμου Κληρικών Ελλάδος; Γιατί και τα δύο ταυτόχρονα δε γίνεται, και να είναι η συμφωνία αποκλειστικά υπέρ της Εκκλησίας και να προκαλεί έντονες αντιδράσεις του σωματείου των κληρικών.

Και εδώ ερχόμαστε στο καίριο: «Ήτανε χωρισμός εκκλησίας-κράτους κύριε Πάνο μου;» Για να απαντηθεί αυτή η ερώτηση, πρέπει να αποσαφηνιστεί τι συνιστά σχέσεις και χωρισμό εκκλησίας-κράτους. Ποιος θα ήταν ο ορισμός τους; Τι είναι στην πραγματικότητα εκτός θέματος, ακόμα κι αν είναι σημαντικό θέμα; Στον χαοτικό δημόσιο λόγο μάθαμε να τα βάζουμε όλα σε ένα τσουβάλι: (1) την αντίθεση στην κοινωνική επιρροή και παρρησία της Εκκλησίας η οποία δεν ακυρώνεται νομοθετικά με κανέναν χωρισμό («χωρισμό, για να μην πολιτικολογεί ο Μητροπολίτης!»), (2) αλλαγές που έχουν γίνει και ήδη συνιστούν πλήρως πρακτική της Πολιτείας, αλλά προβάλλονται ως αιτούμενα («Να φορολογηθεί η Εκκλησία της Ελλάδος! Να πληρώνει ΕΝΦΙΑ!» μα, φορολογείται κανονικά, μα, πληρώνει κανονικά πλην ευκτηρίων οίκων), (3) πολιτικά ζητήματα που πρέπει να συζητήσει η Πολιτεία με τον εαυτό της και δεν αφορούν τις σχέσεις/χωρισμό Εκκλησίας-Κράτους (π.χ. το μάθημα των θρησκευτικών, που προκύπτει από το άρθρο 16.2 του συντάγματος, θα άλλαζε με αναθεώρησή του, αλλά δεν έχει σχέση με τις σχέσεις Εκκλησίας-Κράτους καθ’ αυτές, είναι θέμα που η Πολιτεία πρέπει να λύσει με τον εαυτό της), (4) ζητήματα απτόμενα της «θρησκείας», αλλά άσχετα με την Εκκλησία της Ελλάδος, που εκ των πραγμάτων δεν μπορούν να αποτελούν ατζέντα συζήτησης μαζί της, ως όλως αναρμόδιας (π.χ. η εντελώς ιδιαίτερη περίπτωση της μοναστικής αυτοδιοίκητης πολιτείας του Αγίου Όρους, των διακριτών φορολογικών του θεμάτων κλπ.), και στο τέλος της λίστας, (5) ζητήματα σχέσεων Εκκλησίας-Κράτους και χωρισμού τους, όπως η κρατική μισθοδοσία του κλήρου.

Αν κανείς ξεχωρίσει ποια από τα σημεία της ατζέντας του δημοσίου λόγου για τον χωρισμό «Εκκλησίας-Κράτους» όντως είναι εντός θέματος, δηλαδή όντως εμπίπτουν στο (5) και δεν αποτελούν γενικώς περιρρέοντα ζητήματα θρησκείας στο δημόσιο χώρο, τότε θα δει ότι δεν είναι και τόσα πολλά: οι εκκρεμότητες είναι μάλλον εύκολα μετρήσιμες. Στη χθεσινή ιστορική και εντυπωσιακά συναινετική συμφωνία Εκκλησίας και Πολιτείας, μία από αυτές διευθετήθηκε, με τρόπο όντως αμοιβαία επωφελή. Το ζήτημα, κυρία μου, είναι ακριβώς ο ορισμός του χωρισμού Εκκλησίας-Κράτους.

*Ο δρ. Σωτήρης Μητραλέξης είναι εντεταλμένος διδάσκων φιλοσοφίας στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών και ερευνητικός εταίρος στο Πανεπιστήμιο του Winchester.


 

tags: άρθρα

2024 © left.gr | στείλτε μας νεα, σχόλια ή παρατηρήσεις στο [email protected]
§ Όροι χρήσης για αναδημοσιεύσεις Αναφορά Δημιουργού-Μη Εμπορική Χρήση 3.0 Μη εισαγόμενο (CC BY-NC 3.0)