to top
  • βρείτε μας στο Twitter
  • βρείτε μας στο Facebook
  • βρείτε μας στο YouTube
  • στείλτε μας email
  • εγγραφείτε στο RSS feed
  • international version

Ο Μικάδος και ένας ακόμη ήρωας

Ήρωες και αντιήρωες σε δύο παραστάσεις που προσφέρουν γέλιο, και συγχρόνως επισημαίνουν τα όρια μεταξύ θεσμικού και πραγματικά εναλλακτικού.


Η κωμική όπερα «Ο Μικάδος» των Γκίλμπερτ και Σάλλιβαν, που παρουσιάστηκε στην Εναλλακτική Σκηνή της Εθνικής Λυρικής Σκηνής (σε συνεργασία της ίδιας με την ομάδα μουσικού θεάτρου Ραφή) διαφημίστηκε ως μια «κοφτερή» πολιτική σάτιρα, απογοητεύοντας όσους πήγαν να δουν ακριβώς αυτό, που δεν ήταν. Αντιθέτως για τους μικρότερους σε ηλικία θεατές, όσο και για τους ενήλικες που αγνοούσαν αυτήν της τη φιλοδοξία, υπήρξε μια άκρως διασκεδαστική εμπειρία. Ο τενόρος Δ. Ναλμπάντης στο ρόλο του Κο-Κο (ράφτη και εν συνεχεία δήμιου) χειροκροτήθηκε θερμά τόσο για τη φωνή του όσο και για την υποκριτική του ευχέρεια. Με τις εκφράσεις του, που παρέπεμπαν σε βουβό κινηματογράφο, και με μια μικρή γκιλοτίνα στο κεφάλι, για καπέλο, χάρισε το γέλιο στους θεατές. Μιλώντας για το καπέλο του μέγα δήμιου, δεν θα πρέπει να παραλείψουμε να αναφέρουμε την ενδιαφέρουσα ενδυματολογική δουλειά της Α. Θεοδωράκης στην παράσταση, που συνδύαζε διαφορετικά στοιχεία της Άπω Ανατολής, και που, παρόλο που το έργο εκτυλίσσεται στην Ιαπωνία, στη φανταστική πόλη Τιτιπού, προτίμησε να ντύσει ορισμένους από τους εκπροσώπους της εξουσίας (και όχι μόνο αυτούς) με μαοϊκές στολές, εκούσια ή όχι σχολιάζοντας τις κομμουνιστικές καταβολές των εδώ κυβερνόντων. Εξίσου απολαυστικός σε στιγμές ήταν και ο, μασκαρεμένος σε περιπλανώμενο αοιδό, υιός του Μικάδο (αυτοκράτορα), Νάνκι-Που, τον οποίο ενσάρκωσε ο Θ. Λέκκας, με άνεση στην κίνηση και το τραγούδι, αναδεικνύοντας, μεταξύ άλλων, τη δουλειά της χορογράφου, Χ. Κότσαλη, που διακρινόταν από παιγνιώδη διάθεση, στο όριο της φάρσας, όπως όταν ο τροβαδούρος αδυνατεί να βρει τρόπο να κάτσει δίπλα στην αγαπημένη του στο παγκάκι, που βρίσκεται επί σκηνής, και δηλώνει τον εξωτερικό χώρο, φέρνοντας στο νου με τις κινήσεις του εικόνες από ταινίες του Σαρλό. Ο έξαλλος χορός του ίδιου του Αυτοκράτορα Μικάδο που παρέπεμπε σε κουήρ σόου –ενδεχομένως ένα σχόλιο για τον τρανσβεστισμό της εξουσίας– με την εναλλαγή των πληθωρικών κινήσεων των άκρων του αυτοκράτορα με το στακάτο άνοιγμα της βεντάλιας του, υπογράμμιζε το αλλοπρόσαλλο της όψης της παράστασης, που ωστόσο δημιούργησε ένα συνεκτικό σύνολο, με βασικό άξονα τον εξωτισμό. Ουτοπική τρόπο τινά η παραμυθία του έργου, έξαλλη συχνά η παράσταση στην όψη της, φαίνεται να ακολουθεί μια τάση, που πρωτοεκδηλώθηκε προ διετίας με τους Όρνιθες του Ν. Καραθάνου στην Επίδαυρο – παράσταση με την οποία μοιράζεται τουλάχιστον έναν διονυσιακό χορό για φινάλε. Συγγενής ηθοποιός και σκηνοθέτης με τον Ν. Καραθάνο, ο Α. Καραζήσης σκηνοθέτησε την παράσταση-παραμύθι μετρημένα γκροτέσκα. Οι ήρωες θύμιζαν κούκλες παιδικού κουκλοθεάτρου, με την έννοια ότι ήταν σαφώς προδιαγεγραμμένο το αν ανήκουν στους καλούς ή τους κακούς του παραμυθιού.

Η παράσταση αποφεύγοντας τα αιχμηρά και παράλογα άκρα στη συμπεριφορά των προσώπων, ήταν, όπως συνήθως λέγεται, «για όλη την οικογένεια», προσφέροντας ενδιαφέροντα δίπολα για τους ήρωές της. Ο Κο-Κο, ο δήμιος είναι χειριστικός και ακραία εγωιστής, αλλά, συγχρόνως, ευαίσθητος, σε βαθμό που να αδυνατεί να θανατώσει εκείνον που στέκεται εμπόδιο στην επίτευξη των στόχων του, παρότι έχει την ευκαιρία, τη θέση και τα μέσα. Ομοίως ο αριστοκρατικής καταγωγής, αξιωματούχος, Που-Μπα, που στο πρόσωπό του συγκεντρώνει σχεδόν κάθε εξουσία πλην της ανωτάτης, είναι παραδόπιστος, αλλά πρωτίστως ενδιαφέρεται για τη δημόσια εικόνα του. Δεν πρέπει να παραλείψουμε επίσης να αναφέρουμε τις ερμηνείες των γυναικών του θιάσου, από την «ωραία» Γιαμ-Γιαμ της Λ. Μεσσήνη, ιδιότυπη φαμ φατάλ της παράστασης, ως την «άσχημη» Κάτισα της Α. Κότσαλη, και την Πίτυ Σινγκ της Λ. Αγγελοπούλου, όλες υπηρέτησαν, με τη φωνή και την κίνησή τους, το σκηνοθετικό όραμα, ως σκηνικά κόμικ. Απολαυστική υπήρξε η σκηνή που η Γιαμ-Γιαμ παραμορφώνει με τα χέρια το πρόσωπό της (όπως κάνουν τα παιδιά), παίρνοντας διάφορες κωμικές μούτες, αποδεικνύοντας ως ερμηνεύτρια πως δεν διστάζει να «στραπατσαριστεί» επί σκηνής – το αντίθετο. Στην επιτυχία της παράστασης που συνδύαζε πρόζα και μέλος, συνέβαλε σημαντικά η ορχήστρα, υπό τη διεύθυνση του μαέστρου Μ. Παπαπέτρου, τόσο με την ερμηνεία της, όσο και εκ του γεγονότος πως συχνά πυκνά μετείχε της δράσης, συνομιλώντας με τους ερμηνευτές ή σχολιάζοντας τα τεκταινόμενα, εν είδη ανδρικού Χορού. Στον «αλλοπρόσαλλο» χαρακτήρα της παράστασης πιθανώς να οφείλεται και η μείωση, κατά κάποιο τρόπο, του ρόλου του ίδιου αυτοκράτορα στην ιστορία, σε βαθμό που να εγείρονται ερωτήματα για το αν ορθώς το όνομά του βρίσκεται στον τίτλο του έργου. Ωστόσο, ο ρόλος αυτός από γεννησιμιού του υπήρξε αδύναμος εν γνώσει μάλλον των δημιουργών του, μια που το έργο τιτλοφορήθηκε από τους ίδιους εναλλακτικά και ως «Η πόλη του Τιτιπού».

Αν λοιπόν ο Μικάδος υπήρξε μια απολαυστική παράσταση και μια διασκέδαση για όλη την οικογένεια, κατά την εορταστική περίοδο, η οποία διαφημίστηκε «παραπλανητικά» –εσκεμμένα ή όχι– ως πολιτική, μια άλλη παράσταση, εξίσου απολαυστική, που διαφημίστηκε ως η ελεγεία της ασημαντότητας, υπήρξε (και εξακολουθεί να είναι μέχρι το τέλος του μήνα), με έναν ιδιαίτερο και δικό της τρόπο, πολιτική.

Η πολιτική διάσταση μιας παράστασης, και πιθανά κάθε καλλιτεχνικού έργου, δεν έχει να κάνει πρωτίστως με το αν μεταξύ των προσώπων του έργου υπάρχουν φορείς της εξουσίας, επαναστατικά υποκείμενα, ή με τον αν και κατά πόσον περιγράφονται πολιτικές πράξεις (όπως αυτές που πρόσφατα μετέφερε στη σκηνή ο Ζ. Πομερά, με το έπος του για τη γαλλική επανάσταση), αλλά με το αν καταφέρνει να φέρει στο προσκήνιο ζητήματα που τη συγκεκριμένη ιστορική στιγμή απασχολούν (με οξύ και συγκρουσιακό τρόπο) ή δεν απασχολούν (ενώ υφίστανται) μια συγκεκριμένη κοινωνία ή ένα μέρος της.


Ο αδύναμος άνθρωπος, που βρίσκεται στον πυρήνα της παράστασης «Ένας ακόμη ήρωας (μια ελεγεία για τον αδύναμο άνθρωπο)», και η οποία παίζεται Δευτερότριτα στο Bios, είναι και αυτή, μια μουσική, τρόπο τινά, σύνθεση, παρόλο που οι πρωταγωνιστές της δεν τραγουδάνε κανένα ή σχεδόν κανένα τραγούδι. Είναι μουσική με την έννοια ότι οι μικρές σκηνές που τη συνθέτουν, και που έχουν την καταγωγή τους σε κείμενα της Καζαντζάκη, του Χριστιανόπουλου και του Σάλιντζερ, αλλά και σε τηλεοπτικές σειρές, αναρτήσεις στο διαδίκτυο κ.α. συνιστούν μια παρτιτούρα από συναισθηματικά τοπία, που διαδέχονται το ένα το άλλο, με τρόπο ισχυρότερο ομολογουμένως από εκείνον της αρκετά μονοδιάστατης (ή έστω δισδιάστατης) παράστασης της Λυρικής.

Οι τέσσερις ερμηνευτές κατοικούν πολυάνθρωπα τη σκηνή, ως ήρωες-αντιήρωες, και συγχρόνως ως ένας ιδιότυπος απρόσωπος Χορός, που ενδύεται χαρτονένιες μάσκες, για να εκφράσει έναν οικείο, σχεδόν συμπαθή, κοινωνικό συντηρητισμό.

Με πολύ λιγότερα μέσα, με μέσα ευτελή όπως το χαρτόνι, ο θίασος καταφέρνει να πετύχει ενδυματολογικά και σκηνογραφικά ένα ισχυρό σήμα. Οι σχεδόν αποκρουστικές μάσκες του δημιουργούν αρχικά μια ενόχληση, που εξισορροπεί την έκθεση άβολων αληθειών των προσώπων και εξισορροπείται απ’ αυτές. Με τον τρόπο τους, οι μάσκες αυτές προεικονίζουν πως ζητούμενο της παράστασης δεν η καλλιέπεια, η κομψότητα, αλλά η αλήθεια.

Και αν στον Μικάδο τα έντονα φαρσικά στοιχεία αποδυναμώνουν το πολιτικό μήνυμα που είχε στον καιρό του το έργο, καθώς ανάγουν τα κακώς κείμενα σχεδόν αποκλειστικά στις ιδιαιτερότητες των προσώπων, στην περίπτωση του Αδύναμου ανθρώπου, οι χαρτονένιες μάσκες αναδεικνύουν μια πανταχού παρούσα απρόσωπη κοινωνία, ενώ, συγχρόνως, οι ήρωες «αγωνίζονται» να υπερασπιστούν την ταυτότητά τους, αποφεύγοντας με τη στάση και τις αγωνίες τους να προσδώσουν στον εαυτό τους το χαρακτήρα του «καταραμένου», αυτού του βολικού και εντέλει συντηρητικού πλέον προτύπου.

Η παράσταση πορεύεται στον αντίποδα μιας κυρίαρχης τάσης, που σ’ αυτή τη φάση της ώριμης πλέον κοινωνικής κρίσης αναμασά παλιότερους προβληματισμούς, αλληθωρίζει προς τις μητροπόλεις της Δύσης και αδυνατεί να διαπραγματευτεί τα κοινωνικά τραύματα, που τείνουν να γίνουν συνθήκη ύπαρξης, ενώ εγείρει ερωτήματα, με αυθεντικό τρόπο, γύρω από τις σχέσεις, τη μοναξιά, την καλλιτεχνική δημιουργία, την ποίηση το ρόλο των μίντια κ.α. εξισορροπώντας επιδέξια μεταξύ ενίοτε μελοδράματος, επιθεωρησιακού νούμερου, επιτέλεσης, θεάτρου της επινόησης κ.α.

Με τη ζωτικότητά τους, οι τέσσερις ερμηνευτές (Ηλίας Βογιατζηδάκης, Θεανώ Μεταξά, Μυρτώ Πανάγου, Γιώργος Ορφανουδάκης), σε σκηνοθεσία των δύο πρώτων και δραματουργία της Παναγιώτας Κωνσταντινάκου μάς χαρίζουν κωμικές στιγμές/σκηνές, που αποκαλύπτουν τα κοινωνικά ταμπού και όρια, τα στερεότυπα και τις βολικές αλήθειες, δίνοντας νέο νόημα σε παλιότερα κείμενα, μας κάνουν να γελάμε, και αν το θέλουμε να σκεφτούμε.


Φωτογραφίες: Δ. Σακαλάκης, Σ. Κουλέπη.

tags: θέατρο

2024 © left.gr | στείλτε μας νεα, σχόλια ή παρατηρήσεις στο [email protected]
§ Όροι χρήσης για αναδημοσιεύσεις Αναφορά Δημιουργού-Μη Εμπορική Χρήση 3.0 Μη εισαγόμενο (CC BY-NC 3.0)