Πρωτογνώρισα τον Ερνέστο τον Ιούνιο του 1982 στο χωριό Γουίβενχου, όπου μένουν πολλοί ακαδημαϊκοί και φοιτητές από το Πανεπιστήμιο του Έσεξ. Έμενε εκεί μια δυο νύχτες κάθε εβδομάδα, στο φιλόξενο σπίτι του Γρηγόρη Ανανιάδη, της Μπιάνκα Μουνιόθ και της Μάρως Γερμανού. Οι φοιτητές και οι φίλοι του στο Κέντρο Ιδεολογίας και Ανάλυσης του Λόγου (Ideology and Discourse Analysis) είχαν οργανώσει μια γιορτή για τα γενέθλιά του. Ήταν ένα υπέροχο βράδυ, ο Ερνέστο χόρευε τανγκό και μας έκανε μαθήματα για την αληθινή αργεντίνικη εκδοχή του. Έλαμπε ανάμεσα στους φοιτητές του, απολαμβάνοντας την παρουσίαση των χορευτικών του ικανοτήτων στα όμορφα νιάτα.
Ο Ερνέστο ήταν στα καλύτερά του με τους μαθητές του γύρω του. Ήρεμος, αλλά αποφασιστικός, ανοιχτόκαρδος, αλλά ξεκάθαρος ως προς τις προσδοκίες του, ήταν ο τέλειος επιβλέπων για διδακτορικούς φοιτητές. Τα έκανε όλα να μοιάζουν εύκολα, το είδος του διανοητή που σε κάνει να αποδέχεσαι τις ιδέες και τις κατευθύνσεις του, ενώ σου δίνει την αίσθηση ότι είναι δικές σου σκέψεις και αποφάσεις. Δεν ενστερνίζονταν οι άλλοι τις θεωρίες του Λακλάου, εκείνος τους έκανε να νομίζουν ότι ήταν δικές τους.
Και ύστερα, ένα χτύπημα στην πόρτα και δύο αστυνομικοί που στέκονταν απέξω. Ήμουν ο μόνος δικηγόρος στη γιορτή και με έστειλαν να τους μιλήσω. «Η μουσική σας είναι πολύ δυνατά», είπαν, «και οι γείτονες παραπονέθηκαν». Γνωρίζαμε τα όρια της έντασης της μουσικής για μια γιορτή σε ένα μικρό αγγλικό χωριό μετά τα μεσάνυχτα και η μουσική μας έπαιζε αρκετά χαμηλά. Όταν το είπα αυτό στους αστυνομικούς, ντράπηκαν. «Έχετε δίκιο», μου λένε, «δεν είναι πολύ δυνατά, αλλά δύο οικογένειες σε αυτό το δρόμο έχουν τους άντρες τους εν κίνδυνω». Δεν ήταν, λοιπόν, η ένταση, αλλά το είδος της μουσικής που ενοχλούσε. Βρισκόμασταν εν μέσω του πολέμου στα νησιά Φόκλαντ/Μαλβίνας και τα αργεντίνικα τανγκό ήταν ανεπιθύμητα για τη μεσαία αγγλική τάξη. «Δεν ανησυχώ για τέτοια ζητήματα» είπε ο Ερνέστο όταν του μετέφερα τη συζήτηση με τους αστυνομικούς. «Είναι η μοίρα των εκπατρισμένων να νοιώθουν ξένοι και στα δυο τους σπίτια. Ο πόλεμος επιδεινώνει τα πράγματα, αλλά η κανονική μας υπαρξιακή κατάσταση είναι νάμαστε μαχόμενοι».
Ο ήρεμος μαχητής
Ο Ερνέστο ήταν ήρεμος, μειλίχιος μαχητής. Αντιμετώπιζε τις μικρές ταπεινώσεις της εκπατρισμένης ζωής με ένα σιωπηλό ειρωνικό χαμόγελο για τις ανοησίες των αρχών. Αλλά έμπαινε στον πόλεμο όταν διακυβεύονταν αρχές. «Ο Φουκό κόλλησε έιτζ, ο Πουλαντζάς αυτοκτόνησε και ο Αλτουσέρ σκότωσε τη γυναίκα του. Τι σε κάνουν να σκέφτεσαι αυτά τα γεγονότα για το μεταμαρξισμό;» Ήταν ερώτηση που έβαλε στις εξετάσεις της πολιτικής θεωρίας στο Έσεξ ένας ισχυρός, αλλά μάλλον ανόητος, καθηγητής. Ο Ερνέστο έγινε έξω φρενών. Έδωσε μάχη για να αφαιρεθεί η ερώτηση και το πέτυχε. Όμως, τιμωρήθηκε για αυτή και άλλες πράξεις ανυπακοής με επανειλημμένες αρνήσεις προαγωγής. Το αντιμετώπιζε ανοιχτόκαρδα: «Δεν περιμένεις να αντιστέκεσαι στην εξουσία και να επιβραβεύεσαι για αυτό», έλεγε.
«Αγαπώ την Αγγλία», συνήθιζε να λέει, «μου έδωσε καταφύγιο, αλλά δεν μου αρέσει η στενομυαλιά των μικροπρεπών Άγγλων». Ο Έρικ Χομπσμπάουμ, που τον βοήθησε να διαφύγει από την αργεντίνικη χούντα, ήταν το πρότυπό του, αυτό του κοσμοπολίτη, αφοσιωμένου μαρξιστή, που ποτέ δεν θα πρόδιδε τις πεποιθήσεις του για μικροανταλλάγματα.
Η σκέψη εν δράσει
Η πρώτη μου αντίδραση όταν ο πολιτιστικός ακόλουθος της Πρεσβείας της Αργεντινής στο Λονδίνο μου έγραψε για να μου πει ότι ο Ερνέστο Λακλάου πέθανε στη Σεβίλη της Ισπανίας, όπου είχε πάει για μια διάλεξη στο τοπικό πανεπιστήμιο, ήταν δυσπιστία. Αυτή η δυσπιστία δεν ήταν αβάσιμη. Στα τέλη τού περασμένου Γενάρη και τον Φλεβάρη, έδωσε τρεις διαλέξεις στο Ινστιτούτο για τις Ανθρωπιστικές Επιστήμες στο Μπίρκμπεκ, το οποίο διευθύνω, με θέμα τον κοινωνικό ανταγωνισμό, τον Χάιντεγκερ, τον Λακάν και τον Γκράμσι [είναι ηχογραφημένες και διαθέσιμες στην ηλεκτρονική διεύθυνση: www.bbk.ac.uk/bih/podcasts].
Αργότερα, μόλις πριν δύο εβδομάδες, η πρεσβεία της Αργεντινής στο Λονδίνο οργάνωσε παρουσίαση του τελευταίου του βιβλίου The Rhetorical Foundations of Society. Ο Ερνέστο μίλησε για πάνω από μια ώρα δίχως κείμενο. Ήταν λίγο αργός, η ομιλία και το βάδισμά του είχαν γίνει πιο αργά με το πέρασμα των χρόνων. Οι μεγάλες παύσεις ανάμεσα στις προτάσεις δεν με ενοχλούσαν. Μιλώντας με τον Ερνέστο νόμιζα ότι παρακολουθούσα «τη σκέψη εν δράσει». Καθώς διατύπωνε μια δύσκολη ακολουθία ιδεών, την ίδια στιγμή η σκέψη του βρισκόταν μπροστά, στην επόμενη «ισοδύναμη» έννοια, στην επόμενη φανταστική θεωρητική δομή. Αισθανόμουν ότι έτσι δουλεύει η σκέψη. Δεν είχε τον τεμπέλικο και ταχύ τρόπο ομιλίας εκείνων που έχουν όλες τις απαντήσεις έτοιμες και ποτέ δεν τις εξετάζουν, απλά τις επαναλαμβάνουν ξανά και ξανά. Ακόμα κι όταν επαναλάμβανε μερικές από τις δικές του κλασικές αποκρυσταλλώσεις για την ηγεμονία και τον ανταγωνισμό, πάντα υπήρχε ένα προχώρημα, μια εξέλιξη, ένα καινούργιο άνοιγμα.
Η ομιλία του στην πρεσβεία ακολούθησε την ίδια μορφή. Η παρουσίαση του καταστατικού χαρακτήρα του κοινωνικού ανταγωνισμού και της ηγεμονίας οδήγησε στην ιδέα του λαϊκισμού, της «μόνης στρατηγικής που συγκροτεί ένα λαό». Ένας λαός μπορεί να οριστεί είτε από ριζοσπαστικό λαϊκισμό είτε από θεσμικό λόγο. Στη συνέχεια, αναφέρθηκε σε ιστορικά παραδείγματα και πολιτικές εκστρατείες. Οι Μπολιβάρ, Φιντέλ, Ρόζα Λούξεμπουργκ, Γκράμσι, Περόν και Κίρχνερ αναφέρθηκαν σε μια μη χρονολογική ακολουθία και απεικόνισαν τη θεωρία με σαφήνεια. Η χειρότερη εκδοχή του θεσμικού λόγου είναι ο νεοφιλελευθερισμός, τόνισε.
Δεν υπάρχει επανάσταση δίχως τραγούδια
Σε εκείνο το σημείο άφησε την αγαπημένη του Λατινική Αμερική και στράφηκε προς την Ευρώπη. Καμία αντίσταση στο νεοφιλελευθερισμό δεν αναδύθηκε στην Ευρώπη, εκτός από την Ελλάδα, είπε. Εξεπλάγην και συγκινήθηκα. Για τα επόμενα πέντε λεπτά, ο Ερνέστο μιλούσε για τις αντιστάσεις των Ελλήνων και τον ΣΥΡΙΖΑ, ενώ αναφέρθηκε στη δουλειά «των συντρόφων από την Ελλάδα» δείχνοντάς με.
Τον συνάρπαζε ο συνδυασμός του παραδοσιακού πρωτοβάθμιου συνδικαλισμού και των νεότερων μορφών κοινωνικής κινητοποίησης, των πλατειών και των κινημάτων αλληλεγγύης. Ζητούσε από όλους να στηρίξουν την ελληνική αριστερά, τη μόνη ελπίδα για την Ευρώπη.
Το δείπνο που ακολούθησε το πρόσφερε η Αλίσια Κάστρο, η πρέσβης της Αργεντινής, μαζί με τους πρέσβεις της Βολιβίας και της Βενεζουέλας, ο «ριζοσπαστικός κύκλος της διπλωματίας», όπως τους πείραξε ο Ταρίκ Αλί.
Ο Ερνέστο μίλησε για τον Τσε και την Κριστίνα και για τις δυσκολίες που αντιμετωπίζει σήμερα η Αργεντινή. Ένα καινούργιο κέντρο ιδρύθηκε στο Μπουένος Άιρες και επρόκειτο να δαπανά αρκετό καιρό εκεί κάθε χρόνο, για να αναπτύξει και να εφαρμόσει το πλούσιο θεωρητικό του οπλοστάσιο.
Μετά τραγούδησε αργεντίνικα και ιταλικά επαναστατικά τραγούδια και πείραζε τους λατίνους φίλους του που δεν ήξεραν τα λόγια. «Δεν υπάρχει επανάσταση δίχως τραγούδια και συναίσθημα», είπε.
Το ενδιαφέρον του για την Ελλάδα παρέμενε δυνατό. Μου ζήτησε να πω δυο λόγια για τις πιθανότητες του ΣΥΡΙΖΑ στις επερχόμενες Ευρωεκλογές. Το ενδιαφέρον σε όλους τους παρευρισκόμενους ήταν μεγάλο και συμφωνήσαμε να διοργανώσουμε ακόμα μια «συνάντηση της ριζοσπαστικής διπλωματίας» αφιερωμένη στην Ελλάδα. Με κάλεσε για δείπνο στο σπίτι του, ώστε να συζητήσουμε την κατάσταση με λεπτομέρειες. Συμφωνήσαμε να συναντηθούμε μόλις αυτός και η Σαντάλ θα επέστρεφαν από την Ισπανία. Ήθελε να πάρει μέρος σε μια πρωτοβουλία από σπουδαίους διανοητές, με σκοπό να εκφράσουν την αλληλεγγύη τους στον ελληνικό λαό. Θα βρισκόταν στις Βρυξέλλες τον Μάιο, μου είπε, και θα ήταν ευτυχής να συμμετάσχει σε ένα πάνελ ή σε μια συνέντευξη Τύπου στην Ελλάδα. Δεν θα ερθει στην Αθήνα τώρα πια. Αλλά όλοι οι μεγάλοι διανοουμενοι που θα βρεθούν πάλι κοντά στον ΣΥΡΙΖΑ θα μεταφερούν το αγωνιστικό του πνεύμα και πάθος.
Από την ηγεμονία στη ριζοσπαστική δημοκρατία
Η θεωρία του Λακλάου και η σύνδεσή της με την ελληνική πολιτική πραγματικότητα
Οταν η μαχητική αισιοδοξία του 20ού αιώνα υποχώρησε με τις ήττες και αποτυχίες της αριστεράς, η θεωρία την ακολούθησε. Στις δεκαετίες του ’60 και τα ’70, ο μαρξισμός έγινε δογματικός, σχεδόν θεολογικός, και απομακρύνθηκε από το κοινωνικό γίγνεσθαι. Ήταν η εποχή της μετα-μοντέρνας συνθήκης, κατά Λιοτάρ, η εποχή του τέλους των «μεγάλων αφηγήσεων». Τα νέα κοινωνικά κινήματα, ο φεμινισμός, η οικολογία, ο αγώνας κατά των πολυποίκιλων διακρίσεων έβαλαν τις ταυτότητες και τις μικρο-εξουσίες στο κέντρο της θεωρίας και της πράξης.
Σ’ αυτή τη γενική αριστερή μελαγχολία και θολούρα, η δημοσίευση, το 1985, του «Ηγεμονία και σοσιαλιστική στρατηγική» του Ερνέστο Λακλάου και της Σαντάλ Μουφ σηματοδοτεί την επιστροφή της ριζοσπαστικής θεωρίας. Η θεωρία γίνεται εκλεκτιστική, δανείζεται έννοιες και ιδέες από τον ανορθόδοξο μαρξισμό (Λούξεμπουργκ, Γκράμσι, Αλτουσέρ), τη φιλοσοφία (Σπινόζα, Έγκελς, Νίτσε, Χάιντεγκερ), την ψυχανάλυση (Φρόιντ, Λακάν) το δομισμό και μεταδομισμό (Φουκό, Ντεριντά, Ντελέζ). Ο Λακλάου, ο Ζίζεκ, ο Ρανσιέρ, ο Νέγκρι, ο Μπαντιού, η Μπάτλερ γράφουν θεωρία για μια εποχή που έχασε τις θεωρητικές της βεβαιότητες, τα πολιτικά της θεμέλια και την οργανική σχέση με την τάξη και το κόμμα.
Το έργο του Λακλάου ξαναγράφει την πολιτική φιλοσοφία από την αρχή. Η πολιτική δεν ειναι απλά ένα «επίπεδο» του εποικοδομήματος. Τα πολιτικά υποκείμενα δεν έχουν «αντικειμενικά» συμφέροντα. Αντίθετα, η πολιτική συναρμολογεί τις κοινωνικες σχέσεις και τις κοινωνικές ταυτότητες με τις ηγεμονικές της επεμβάσεις, το αποτέλεσμα των οποίων δεν είναι προκαθορισμένο. Εξαρτάται από την ενδεχομενική σύγκλιση και συμπόρευση ατόμων, ομάδων και τάξεων. Μ’ αυτή την έννοια, η «κοινωνία» δεν είναι μία σταθερή οντολογική κατηγορία, αλλά το όνομα του ορίου που αντιμετωπίζει κάθερ φορά η πολιτική στις παρεμβάσεις της.
H κοινωνική οντολογία δεν προετοιμάζει, λοιπόν, το υποκείμενο για την επανάσταση. Το κοινωνικό πεδίο ειναι ανοικτό, διατρέχεται από διαφορές, εντάσεις και συγκρούσεις κάνοντας τις ταυτότητες προσωρινές, εύπλαστες και ατελείς. Η σκέψη, ο λόγος και οι πρακτικές -η ηγεμονική παρέμβαση- μεταμορφώνει συνεχώς το κοινωνικό γίγνεσθαι. Οι διάφορες «θέσεις υποκειμενικότητας» που έχουμε δεν ενοποιούνται κάτω απο ένα κοινό πρόταγμα, π.χ. την ταξική ένταξη. Συναρμολογούνται η μία με την άλλη και αλλάζουν συνεχώς μέσω διαφοροποιήσεων και αντιστοιχίσεων, φιλίας και εχθρότητας, κυριαρχίας και αποκλεισμού. Το κοινωνικό πεδίο αποκτά την πάντα προσωρινή μορφή του όταν τα διάφορα ανταγωνιστικά μέρη συγκλίνουν σε κοινή κατεύθυνση.
Ο κοινωνικός χώρος σχηματοποιείται, λοιπόν, όταν εξασθενούν οι πολλαπλές εντάσεις και συγκρούσεις μεταξύ των εν δυνάμει συστατικών του «λαϊκού» πόλου. Οι διαφορές μεταξύ δημόσιων και ιδιωτικών υπαλλήλων, υπαλλήλων και επαγγελματιών, εργαζομένων και ανέργων, Ελλήνων και μεταναστών είναι μεγάλες. Ο «λαός» δεν υπάρχει εκ των προτέρων, πρεπει να δημιουργηθεί μέσα από τη σύγκλιση των μερών και την αντιπαράθεση με την εξουσια. Η ηγεμονική πολιτική επιλέγει μια κεντρική αντίφαση και προσπαθεί να την προωθήσει ως πόλο σύγκρουσης δημιουργώντας συμμαχίες γύρω της. Η παρέμβαση μεταβάλλει τις διαφοροποιήσεις σε «ισοδυναμίες» βρίσκοντας και δημιουργώντας κοινά στοιχεία μεταξύ ομάδων, τάξεων και συμφερόντων. Αν πετύχει, η αντιπαράθεση διαπερνάει και διαχωρίζει τα δύο στρατόπεδα που δημιουργούνται στις πλευρές της διαχωριστικής γραμμής.
Συνάρθρωση των λαϊκών αντιθέσεων
Πώς γίνεται αυτή η σύγκλιση; Είτε επιλέγοντας ένα κοινό εξωτερικό εχθρό ή μιά εσωτερική γραμμή που συναρθρώνει τους τοπικούς ανταγωνισμούς σε αλυσίδα αντιστοιχιών διαιρώντας και στηρίζοντας τον κοινωνικό ιστό. Η επιλογή μεταξύ, λόγου χάρη, μιας ταξικής, πατριωτικής ή δημοκρατικής γραμμής σύγκουσης εξαρτάται από τη συγκυρία και τη διορατικότητα της πολιτικής παρέμβασης. Καμία γραμμή ή ιδεολογική θέση δεν είναι εγγενώς πρόσφ ρη για τη συνάρθρωση των λαϊκών αντιθέσεων.
Η ανάλυση στηρίζεται σε μια βασική θέση του μεταδομισμού. Το καθολικό και απελευθερωτικό στοιχείο αναδύεται μόνο όταν το μερικό ηγεμονεύσει καθορίζοντας το νόημα του. Η καθολική ιδέα που θα βοηθήσει την ανάδειξη των ισοδυναμιών πίσω από τις επιφανειακές διαφορές βρίσκεται πάντα σ’ ένα επιμέρους και αποκλεισμένο στοιχείο. Οπως εξηγεί ο Λακλάου, το καθολικό είναι ένα «άδειο σημαίνον» χωρίς μόνιμο και αναγκαίο νόημα. Ενας αμφιλεγόμενος όρος, μια λέξη ή εικόνα (αλληλεγγύη, ελευθερία, δικαιοσύνη) γίνεται πεδίο ιδεολογικής σύγκρουσης. Ηγεμονική πολιτική είναι ακριβώς ο αγώνας για να πληρωθεί το οικουμενικό με συγκεκριμένο περιεχόμενο.
Στην Ελλάδα, η «σωτηρία» αποτελεί τέτοιο άδειο σημαίνον, λέξη χωρίς αναγκαίο περιεχόμενο, που γίνεται πεδίο ιδεολογικής σύγκρουσης. Η εξουσία και τα ΜΜΕ προσπαθούν να την ηγεμονεύσουν χρησιμοποιόντας το success story. Από την πλευρά του λαού, η «σωτηρία» συναρθρώνεται με την ανατροπή των μέτρων και της κοινωνικής καταστροφής. Ποιό σημαινόμενο θα ηγεμονεύσει το σημαίνον «σωτηρία»; Έξοδος στις αγορές ή ανατροπή του μνημόνιου; Αυτό παίζεται στις επόμενες εκλογές. «Σωτήρας» θα είναι όποιος πείσει για το νόημα της σωτηρίας.
Ηγεμονικές παρεμβάσεις
Εδώ βρίσκεται η μεγάλη συνεισφορά του Λακλάου και της «ριζοσπαστικής του δημοκρατίας». Είναι θεωρία συγκρουσιακή διατηρώντας τη σχέση με το μαρξισμό. Αλλά, επειδή στηρίζεται στην ενδεχομενικότητα της σύστασης ταυτοτήτων και της πολιτικής έκβασης, αποδίδει κεντρική σημασία στον πολιτικό λόγο, την επιλογή διαχωριστικών γραμμών και τη στρατηγική συμμαχιών. Χρησιμοποιώντας τον κατάλληλο για τη συγκυρία ανταγωνισμό, η δημοκρατία μπορεί να επεκτείνει συνεχώς την αλυσίδα των ισοδυναμιών ξεπερνώντας σε μορφή και περιεχόμενο τους περιορισμούς της κοινωνικής οντολογίας. Από την άλλη πλευρά, επειδή όλα παίζονται και καμιά θεωρία ή ένταξη δεν δίνει εγγυήσεις επιτυχίας, η λαθεμένη επιλογή που περιορίζει την έκταση και ένταση του λαϊκού πόλου είναι καταστροφική.
Για τον Λακλάου, η συνάρθρωση ριζοσπαστικής δημοκρατίας και θεωρίας περνάει μέσα από ηγεμονικές παρεμβάσεις στην πολιτική και την οικονομια, την αισθητική και τον πολιτισμό, τη φιλοσοφία και την τέχνη. Είναι «το έργο μιας ολόκληρης γενιάς για τα επόμενα χρόνια» γράφει. Με το θάνατο του, το θεωρητικό του έργο ανατίθεται στους πολλούς μαθητές του. Το πολιτικό, στην ελληνική ριζοσπαστική αριστερά.
Άλλαξε τον τρόπο που βλέπουμε την πολιτική
Τηλεφώνησα σε μερικούς φίλους, για να επιβεβαιώσω αυτό που αρχικά ακούστηκε σαν αστείο και έπειτα έγραψα σε μερικούς από τους πνευματικούς του φίλους, για να τους μεταφέρω την είδηση του θανάτου του Ερνέστο Λακλάου. Όλοι σοκαρίστηκαν όπως κι εγώ.
O Σλαβόι Ζίζεκ μου έγραψε: «Είχαμε κάποιες πολύ σοβαρές παρεξηγήσεις με τον Ερνέστο Λακλάου, αλλά ακριβώς αυτή η παθιασμένη σύγκρουση με έκανε να συνειδητοποιήσω πλήρως την εξαιρετική συμβολή του και το χρέος μου σε αυτόν. Ακόμα και όταν οι θεωρητικοί δεν αναφέρονται άμεσα στον Λακλάου, η σκιά του είναι εκεί κάθε φορά που μιλάμε για ηγεμονία, ανταγωνισμό και λαϊκισμό. Δεν πρόκειται απλώς για μια μορφή μέσα στο χώρο της σύγχρονης πολιτικής θεωρίας, καθόρισε το ίδιο το περίγραμμα αυτού του χώρου».
Ο Ετιέν Μπαλιμπάρ: «Τον σκεφτόμουν όλη νύχτα, αφού διάβασα το μήνυμα σου. Είναι ένας «καθαρός» θάνατος, πράγμα πολύτιμο, αλλά ήρθε πολύ νωρίς. Κρατώ πολύτιμες αναμνήσεις. Δεν ήταν πάντα εύκολος, αλλά ήταν απίστευτα γενναιόδωρος».
Ο Ζακ Ρανσιέρ: «Είναι σπάνιο να συναντάς ένα διανοητή που είναι τόσο βαθιά ανήσυχος για την ιδέα ότι οι ιδέες καταφέρνουν, κάτι και που είναι πάντα ανοιχτός για συζήτηση και φιλία».
Ο Γκαγιάτρι Σπίβακ: «Θρηνούμε για έναν καλό φίλο και έναν σπουδαίο διανοητή».
Η Τζούντιθ Μπάτλερ: «Φοβερή απώλεια.»
Πραγματικά φοβερή απώλεια. Για τους φίλους του, τους φοιτητές του, την αριστερά. Πρώτα ο Τόνι Μπεν, έπειτα ο Στιούαρτ Χολ και τώρα ο Ερνέστο. Μια περίοδος πολιτικής και θεωρίας της βρετανικής και παγκόσμιας αριστεράς φτάνει στο τέλος της. Ο Ερνέστο άλλαξε τον τρόπο που βλέπουμε την πολιτική, τον πολιτισμό, την αριστερά. Η ευθύνη βαραίνει τώρα τους φοιτητές του (πολλοί βρίσκονται στην Ελλάδα), για να συνεχίσουν -στη θεωρία και στην πράξη- τη δουλειά για τη ριζοσπαστική δημοκρατία.
Ο Κώστας Δουζίνας γράφει για τον Ερνέστο Λακλάου
H τέλεια ισορροπία μεταξύ θεωρίας και πράξης
tags: άρθρα