to top
  • βρείτε μας στο Twitter
  • βρείτε μας στο Facebook
  • βρείτε μας στο YouTube
  • στείλτε μας email
  • εγγραφείτε στο RSS feed
  • international version

Ο Κώστας Δουζίνας γράφει για τον Ερνέστο Λακλάου

H τέλεια ισορροπία μεταξύ θεωρίας και πράξης


Πρω­το­γνώ­ρι­σα τον Ερνέ­στο τον Ιού­νιο του 1982 στο χω­ριό Γουί­βεν­χου, ό­που μέ­νουν πολ­λοί α­κα­δη­μαϊκοί και φοι­τη­τές α­πό το Πα­νε­πι­στή­μιο του Έσεξ. Έμε­νε ε­κεί μια δυο νύ­χτες κά­θε ε­βδο­μά­δα, στο φι­λό­ξε­νο σπί­τι του Γρη­γό­ρη Ανα­νιά­δη, της Μπιάν­κα Μου­νιόθ και της Μά­ρως Γερ­μα­νού. Οι φοι­τη­τές και οι φί­λοι του στο Κέ­ντρο Ιδε­ο­λο­γίας και Ανά­λυ­σης του Λό­γου (Ideology and Discourse Analysis) εί­χαν ορ­γα­νώ­σει μια γιορ­τή για τα γε­νέ­θλιά του. Ήταν έ­να υ­πέ­ρο­χο βρά­δυ, ο Ερνέ­στο χό­ρευε ταν­γκό και μας έ­κα­νε μα­θή­μα­τα για την α­λη­θι­νή αρ­γε­ντί­νι­κη εκ­δο­χή του. Έλα­μπε α­νά­με­σα στους φοι­τη­τές του, α­πο­λαμ­βά­νο­ντας την πα­ρου­σία­ση των χο­ρευ­τι­κών του ι­κα­νο­τή­των στα ό­μορ­φα νιά­τα.
Ο Ερνέ­στο ή­ταν στα κα­λύ­τε­ρά του με τους μα­θη­τές του γύ­ρω του. Ήρε­μος, αλ­λά α­πο­φα­σι­στι­κός, α­νοι­χτό­καρ­δος, αλ­λά ξε­κά­θα­ρος ως προς τις προσ­δο­κίες του, ή­ταν ο τέ­λειος ε­πι­βλέ­πων για δι­δα­κτο­ρι­κούς φοι­τη­τές. Τα έ­κα­νε ό­λα να μοιά­ζουν εύ­κο­λα, το εί­δος του δια­νο­η­τή που σε κά­νει να α­πο­δέ­χε­σαι τις ι­δέες και τις κα­τευ­θύν­σεις του, ε­νώ σου δί­νει την αί­σθη­ση ό­τι εί­ναι δι­κές σου σκέ­ψεις και α­πο­φά­σεις. Δεν εν­στερ­νί­ζο­νταν οι άλ­λοι τις θεω­ρίες του Λα­κλά­ου, ε­κεί­νος τους έ­κα­νε να νο­μί­ζουν ό­τι ή­ταν δι­κές τους.
Και ύ­στε­ρα, έ­να χτύ­πη­μα στην πόρ­τα και δύο α­στυ­νο­μι­κοί που στέ­κο­νταν α­πέ­ξω. Ήμουν ο μό­νος δι­κη­γό­ρος στη γιορ­τή και με έ­στει­λαν να τους μι­λή­σω. «Η μου­σι­κή σας εί­ναι πο­λύ δυ­να­τά», εί­παν, «και οι γεί­το­νες πα­ρα­πο­νέ­θη­καν». Γνω­ρί­ζα­με τα ό­ρια της έ­ντα­σης της μου­σι­κής για μια γιορ­τή σε έ­να μι­κρό αγ­γλι­κό χω­ριό με­τά τα με­σά­νυ­χτα και η μου­σι­κή μας έ­παι­ζε αρ­κε­τά χα­μη­λά. Όταν το εί­πα αυ­τό στους α­στυ­νο­μι­κούς, ντρά­πη­καν. «Έχε­τε δί­κιο», μου λέ­νε, «δεν εί­ναι πο­λύ δυ­να­τά, αλ­λά δύο οι­κο­γέ­νειες σε αυ­τό το δρό­μο έ­χουν τους ά­ντρες τους εν κίν­δυ­νω». Δεν ή­ταν, λοι­πόν, η έ­ντα­ση, αλ­λά το εί­δος της μου­σι­κής που ε­νο­χλού­σε. Βρι­σκό­μα­σταν εν μέ­σω του πο­λέ­μου στα νη­σιά Φό­κλα­ντ/Μαλ­βί­νας και τα αρ­γε­ντί­νι­κα ταν­γκό ή­ταν α­νε­πι­θύ­μη­τα για τη με­σαία αγ­γλι­κή τά­ξη. «Δεν α­νη­συ­χώ για τέ­τοια ζη­τή­μα­τα» εί­πε ο Ερνέ­στο ό­ταν του με­τέ­φε­ρα τη συ­ζή­τη­ση με τους α­στυ­νο­μι­κούς. «Εί­ναι η μοί­ρα των εκ­πα­τρι­σμέ­νων να νοιώ­θουν ξέ­νοι και στα δυο τους σπί­τια. Ο πό­λε­μος ε­πι­δει­νώ­νει τα πράγ­μα­τα, αλ­λά η κα­νο­νι­κή μας υ­παρ­ξια­κή κα­τά­στα­ση εί­ναι νά­μα­στε μα­χό­με­νοι».

Ο ή­ρε­μος μα­χη­τής

Ο Ερνέ­στο ή­ταν ή­ρε­μος, μει­λί­χιος μα­χη­τής. Αντι­με­τώ­πι­ζε τις μι­κρές τα­πει­νώ­σεις της εκ­πα­τρι­σμέ­νης ζωής με έ­να σιω­πη­λό ει­ρω­νι­κό χα­μό­γε­λο για τις α­νο­η­σίες των αρ­χών. Αλλά έ­μπαι­νε στον πό­λε­μο ό­ταν δια­κυ­βεύο­νταν αρ­χές. «Ο Φου­κό κόλ­λη­σε έιτ­ζ, ο Που­λα­ντζάς αυ­το­κτό­νη­σε και ο Αλτου­σέρ σκό­τω­σε τη γυ­ναί­κα του. Τι σε κά­νουν να σκέ­φτε­σαι αυ­τά τα γε­γο­νό­τα για το με­τα­μαρ­ξι­σμό;» Ήταν ε­ρώ­τη­ση που έ­βα­λε στις ε­ξε­τά­σεις της πο­λι­τι­κής θεω­ρίας στο Έσεξ έ­νας ι­σχυ­ρός, αλ­λά μάλ­λον α­νό­η­τος, κα­θη­γη­τής. Ο Ερνέ­στο έ­γι­νε έ­ξω φρε­νών. Έδω­σε μά­χη για να α­φαι­ρε­θεί η ε­ρώ­τη­ση και το πέ­τυ­χε. Όμως, τι­μω­ρή­θη­κε για αυ­τή και άλ­λες πρά­ξεις α­νυ­πα­κοής με ε­πα­νει­λημ­μέ­νες αρ­νή­σεις προ­α­γω­γής. Το α­ντι­με­τώ­πι­ζε α­νοι­χτό­καρ­δα: «Δεν πε­ρι­μέ­νεις να α­ντι­στέ­κε­σαι στην ε­ξου­σία και να ε­πι­βρα­βεύε­σαι για αυ­τό», έ­λε­γε.
«Αγα­πώ την Αγγλία», συ­νή­θι­ζε να λέει, «μου έ­δω­σε κα­τα­φύ­γιο, αλ­λά δεν μου α­ρέ­σει η στε­νο­μυα­λιά των μι­κρο­πρε­πών Άγγλων». Ο Έρικ Χο­μπσμπά­ου­μ, που τον βοή­θη­σε να δια­φύ­γει α­πό την αρ­γε­ντί­νι­κη χού­ντα, ή­ταν το πρό­τυ­πό του, αυ­τό του κο­σμο­πο­λί­τη, α­φο­σιω­μέ­νου μαρ­ξι­στή, που πο­τέ δεν θα πρό­δι­δε τις πε­ποι­θή­σεις του για μι­κρο­α­νταλ­λάγ­μα­τα.

Η σκέ­ψη εν δρά­σει

Η πρώ­τη μου α­ντί­δρα­ση ό­ταν ο πο­λι­τι­στι­κός α­κό­λου­θος της Πρε­σβείας της Αργε­ντι­νής στο Λον­δί­νο μου έ­γρα­ψε για να μου πει ό­τι ο Ερνέ­στο Λα­κλά­ου πέ­θα­νε στη Σε­βί­λη της Ισπα­νίας, ό­που εί­χε πά­ει για μια διά­λε­ξη στο το­πι­κό πα­νε­πι­στή­μιο, ή­ταν δυ­σπι­στία. Αυ­τή η δυ­σπι­στία δεν ή­ταν α­βά­σι­μη. Στα τέ­λη τού πε­ρα­σμέ­νου Γε­νά­ρη και τον Φλε­βά­ρη, έ­δω­σε τρεις δια­λέ­ξεις στο Ινστι­τού­το για τις Ανθρω­πι­στι­κές Επι­στή­μες στο Μπίρ­κμπε­κ, το ο­ποίο διευ­θύ­νω, με θέ­μα τον κοι­νω­νι­κό α­ντα­γω­νι­σμό, τον Χάι­ντε­γκε­ρ, τον Λα­κάν και τον Γκράμ­σι [εί­ναι η­χο­γρα­φη­μέ­νες και δια­θέ­σι­μες στην η­λεκ­τρο­νι­κή διεύ­θυν­ση: www.bbk.ac.uk/bih/podcasts].
Αργό­τε­ρα,  μό­λις πριν δύο ε­βδο­μά­δες, η πρε­σβεία της Αργε­ντι­νής στο Λον­δί­νο ορ­γά­νω­σε πα­ρου­σία­ση του τε­λευ­ταίου του βι­βλίου The Rhetorical Foundations of Society. Ο Ερνέ­στο μί­λη­σε για πά­νω α­πό μια ώ­ρα δί­χως κεί­με­νο. Ήταν λί­γο αρ­γός, η ο­μι­λία και το βά­δι­σμά του εί­χαν γί­νει πιο αρ­γά με το πέ­ρα­σμα των χρό­νων. Οι με­γά­λες παύ­σεις α­νά­με­σα στις προ­τά­σεις δεν με ε­νο­χλού­σαν. Μι­λώ­ντας με τον Ερνέ­στο νό­μι­ζα ό­τι πα­ρα­κο­λου­θού­σα «τη σκέ­ψη εν δρά­σει». Κα­θώς δια­τύ­πω­νε μια δύ­σκο­λη α­κο­λου­θία ι­δεών, την ί­δια στιγ­μή η σκέ­ψη του βρι­σκό­ταν μπρο­στά, στην ε­πό­με­νη «ι­σο­δύ­να­μη» έν­νοια, στην ε­πό­με­νη φα­ντα­στι­κή θεω­ρη­τι­κή δο­μή. Αι­σθα­νό­μουν ό­τι έ­τσι δου­λεύει η σκέ­ψη. Δεν εί­χε τον τε­μπέ­λι­κο και τα­χύ τρό­πο ο­μι­λίας ε­κεί­νων που έ­χουν ό­λες τις α­πα­ντή­σεις έ­τοι­μες και πο­τέ δεν τις ε­ξε­τά­ζουν, α­πλά τις ε­πα­να­λαμ­βά­νουν ξα­νά και ξα­νά. Ακό­μα κι ό­ταν ε­πα­να­λάμ­βα­νε με­ρι­κές α­πό τις δι­κές του κλα­σι­κές α­πο­κρυ­σταλ­λώ­σεις για την η­γε­μο­νία και τον α­ντα­γω­νι­σμό, πά­ντα υ­πήρ­χε έ­να προ­χώ­ρη­μα, μια ε­ξέ­λι­ξη, έ­να και­νούρ­γιο ά­νοιγ­μα.
Η ο­μι­λία του στην πρε­σβεία α­κο­λού­θη­σε την ί­δια μορ­φή. Η πα­ρου­σία­ση του κα­τα­στα­τι­κού χα­ρα­κτή­ρα του κοι­νω­νι­κού α­ντα­γω­νι­σμού και της η­γε­μο­νίας ο­δή­γη­σε στην ι­δέα του λαϊκι­σμού, της «μό­νης στρα­τη­γι­κής που συ­γκρο­τεί έ­να λαό». Ένας λαός μπο­ρεί να ο­ρι­στεί εί­τε α­πό ρι­ζο­σπα­στι­κό λαϊκι­σμό εί­τε α­πό θε­σμι­κό λό­γο. Στη συ­νέ­χεια, α­να­φέρ­θη­κε σε ι­στο­ρι­κά πα­ρα­δείγ­μα­τα και πο­λι­τι­κές εκ­στρα­τείες. Οι Μπο­λι­βά­ρ, Φι­ντέ­λ, Ρό­ζα Λού­ξε­μπουρ­γκ, Γκράμ­σι, Πε­ρόν και Κίρ­χνερ α­να­φέρ­θη­καν σε μια μη χρο­νο­λο­γι­κή α­κο­λου­θία και α­πει­κό­νι­σαν τη θεω­ρία με σα­φή­νεια. Η χει­ρό­τε­ρη εκ­δο­χή του θε­σμι­κού λό­γου εί­ναι ο νε­ο­φι­λε­λευ­θε­ρι­σμός, τό­νι­σε.

Δεν υ­πάρ­χει ε­πα­νά­στα­ση δί­χως τρα­γού­δια

Σε ε­κεί­νο το ση­μείο ά­φη­σε την α­γα­πη­μέ­νη του Λα­τι­νι­κή Αμε­ρι­κή και στρά­φη­κε προς την Ευ­ρώ­πη. Κα­μία α­ντί­στα­ση στο νε­ο­φι­λε­λευ­θε­ρι­σμό δεν α­να­δύ­θη­κε στην Ευ­ρώ­πη, ε­κτός α­πό την Ελλά­δα, εί­πε. Εξε­πλά­γην και συ­γκι­νή­θη­κα. Για τα ε­πό­με­να πέ­ντε λε­πτά, ο Ερνέ­στο μι­λού­σε για τις α­ντι­στά­σεις των Ελλή­νων και τον ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ, ε­νώ α­να­φέρ­θη­κε στη δου­λειά «των συ­ντρό­φων α­πό την Ελλά­δα» δεί­χνο­ντάς με.
Τον συ­νάρ­πα­ζε ο συν­δυα­σμός του πα­ρα­δο­σια­κού πρω­το­βάθ­μιου συν­δι­κα­λι­σμού και των νεό­τε­ρων μορ­φών κοι­νω­νι­κής κι­νη­το­ποίη­σης, των πλα­τειών και των κι­νη­μά­των αλ­λη­λεγ­γύης. Ζη­τού­σε α­πό ό­λους να στη­ρί­ξουν την ελ­λη­νι­κή α­ρι­στε­ρά, τη μό­νη ελ­πί­δα για την Ευ­ρώ­πη.
Το δεί­πνο που α­κο­λού­θη­σε το πρό­σφε­ρε η Αλί­σια Κά­στρο, η πρέ­σβης της Αργε­ντι­νής, μα­ζί με τους πρέ­σβεις της Βο­λι­βίας και της Βε­νε­ζουέ­λας, ο «ρι­ζο­σπα­στι­κός κύ­κλος της δι­πλω­μα­τίας», ό­πως τους πεί­ρα­ξε ο Τα­ρίκ Αλί.
Ο Ερνέ­στο μί­λη­σε για τον Τσε και την Κρι­στί­να και για τις δυ­σκο­λίες που α­ντι­με­τω­πί­ζει σή­με­ρα η Αργε­ντι­νή. Ένα και­νούρ­γιο κέ­ντρο ι­δρύ­θη­κε στο Μπουέ­νος Άι­ρες και ε­πρό­κει­το να δα­πα­νά αρ­κε­τό και­ρό ε­κεί κά­θε χρό­νο, για να α­να­πτύ­ξει και να ε­φαρ­μό­σει το πλού­σιο θεω­ρη­τι­κό του ο­πλο­στά­σιο.
Με­τά τρα­γού­δη­σε αρ­γε­ντί­νι­κα και ι­τα­λι­κά ε­πα­να­στα­τι­κά τρα­γού­δια και πεί­ρα­ζε τους λα­τί­νους φί­λους του που δεν ή­ξε­ραν τα λό­για. «Δεν υ­πάρ­χει ε­πα­νά­στα­ση δί­χως τρα­γού­δια και συ­ναί­σθη­μα», εί­πε.
Το εν­δια­φέ­ρον του για την Ελλά­δα πα­ρέ­με­νε δυ­να­τό. Μου ζή­τη­σε να πω δυο λό­για για τις πι­θα­νό­τη­τες του ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ στις ε­περ­χό­με­νες Ευ­ρωε­κλο­γές. Το εν­δια­φέ­ρον σε ό­λους τους πα­ρευ­ρι­σκό­με­νους ή­ταν με­γά­λο και συμ­φω­νή­σα­με να διορ­γα­νώ­σου­με α­κό­μα μια «συ­νά­ντη­ση της ρι­ζο­σπα­στι­κής δι­πλω­μα­τίας» α­φιε­ρω­μέ­νη στην Ελλά­δα. Με κά­λε­σε για δεί­πνο στο σπί­τι του, ώ­στε να συ­ζη­τή­σου­με την κα­τά­στα­ση με λε­πτο­μέ­ρειες. Συμ­φω­νή­σα­με να συ­να­ντη­θού­με μό­λις αυ­τός και η Σα­ντάλ θα ε­πέ­στρε­φαν α­πό την Ισπα­νία. Ήθε­λε να πά­ρει μέ­ρος σε μια πρω­το­βου­λία α­πό σπου­δαίους δια­νο­η­τές, με σκο­πό να εκ­φρά­σουν την αλ­λη­λεγ­γύη τους στον ελ­λη­νι­κό λαό. Θα βρι­σκό­ταν στις Βρυ­ξέλ­λες τον Μάιο, μου εί­πε, και θα ή­ταν ευ­τυ­χής να συμ­με­τά­σχει σε έ­να πά­νελ ή σε μια συ­νέ­ντευ­ξη Τύ­που στην Ελλά­δα.  Δεν θα ερ­θει στην Αθή­να τώ­ρα πια. Αλλά ό­λοι οι με­γά­λοι δια­νοου­με­νοι που θα βρε­θούν πά­λι κο­ντά στον ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ θα με­τα­φε­ρούν το α­γω­νι­στι­κό του πνεύ­μα και πά­θος.


Από την ηγεμονία στη ριζοσπαστική δημοκρατία


Η θεωρία του Λακλάου και η σύνδεσή της με την ελληνική πολιτική πραγματικότητα

Οταν η μαχητική αισιοδοξία του 20ού αιώνα υποχώρησε με τις ήττες και αποτυχίες της αριστεράς, η θεωρία την ακολούθησε. Στις δεκαετίες του ’60 και τα ’70, ο μαρξισμός έγινε δογματικός, σχεδόν θεολογικός, και απομακρύνθηκε από το κοινωνικό γίγνεσθαι. Ήταν η εποχή της μετα-μοντέρνας συνθήκης, κατά Λιοτάρ, η εποχή του τέλους των «μεγάλων αφηγήσεων». Τα νέα κοινωνικά κινήματα, ο φεμινισμός, η οικολογία, ο αγώνας κατά των πολυποίκιλων διακρίσεων έβαλαν τις ταυτότητες και τις μικρο-εξουσίες στο κέντρο της θεωρίας και της πράξης.
Σ’ αυτή τη γενική αριστερή μελαγχολία και θολούρα, η δημοσίευση, το 1985, του «Ηγεμονία και σοσιαλιστική στρατηγική» του Ερνέστο Λακλάου και της Σαντάλ Μουφ σηματοδοτεί την επιστροφή της ριζοσπαστικής θεωρίας. Η θεωρία γίνεται εκλεκτιστική, δανείζεται έννοιες και ιδέες από τον ανορθόδοξο μαρξισμό (Λούξεμπουργκ, Γκράμσι, Αλτουσέρ), τη φιλοσοφία (Σπινόζα, Έγκελς, Νίτσε, Χάιντεγκερ), την ψυχανάλυση (Φρόιντ, Λακάν) το δομισμό και μεταδομισμό (Φουκό, Ντεριντά, Ντελέζ). Ο Λακλάου, ο Ζίζεκ, ο Ρανσιέρ, ο Νέγκρι, ο Μπαντιού, η Μπάτλερ γράφουν θεωρία για μια εποχή που έχασε τις θεωρητικές της βεβαιότητες, τα πολιτικά της θεμέλια και την οργανική σχέση με την τάξη και το κόμμα.

Το έργο του Λακλάου ξαναγράφει την πολιτική φιλοσοφία από την αρχή. Η πολιτική δεν ειναι απλά ένα «επίπεδο» του εποικοδομήματος. Τα πολιτικά υποκείμενα δεν έχουν «αντικειμενικά» συμφέροντα. Αντίθετα, η πολιτική συναρμολογεί τις κοινωνικες σχέσεις και τις κοινωνικές ταυτότητες με τις ηγεμονικές της επεμβάσεις, το αποτέλεσμα των οποίων δεν είναι προκαθορισμένο. Εξαρτάται από την ενδεχομενική σύγκλιση και συμπόρευση ατόμων, ομάδων και τάξεων. Μ’ αυτή την έννοια, η «κοινωνία» δεν είναι μία σταθερή οντολογική κατηγορία, αλλά το όνομα του ορίου που αντιμετωπίζει κάθερ φορά η πολιτική στις παρεμβάσεις της.
H κοινωνική οντολογία δεν προετοιμάζει, λοιπόν, το υποκείμενο για την επανάσταση. Το κοινωνικό πεδίο ειναι ανοικτό, διατρέχεται από διαφορές, εντάσεις και συγκρούσεις κάνοντας τις ταυτότητες προσωρινές, εύπλαστες και ατελείς. Η σκέψη, ο λόγος και οι πρακτικές -η ηγεμονική παρέμβαση- μεταμορφώνει συνεχώς το κοινωνικό γίγνεσθαι. Οι διάφορες «θέσεις υποκειμενικότητας» που έχουμε δεν ενοποιούνται κάτω απο ένα κοινό πρόταγμα, π.χ. την ταξική ένταξη. Συναρμολογούνται η μία με την άλλη και αλλάζουν συνεχώς μέσω διαφοροποιήσεων και αντιστοιχίσεων, φιλίας και εχθρότητας, κυριαρχίας και αποκλεισμού. Το κοινωνικό πεδίο αποκτά την πάντα προσωρινή μορφή του όταν τα διάφορα ανταγωνιστικά μέρη συγκλίνουν σε κοινή κατεύθυνση.
Ο κοινωνικός χώρος σχηματοποιείται, λοιπόν, όταν εξασθενούν οι πολλαπλές εντάσεις και συγκρούσεις μεταξύ των εν δυνάμει συστατικών του «λαϊκού» πόλου. Οι διαφορές μεταξύ δημόσιων και ιδιωτικών υπαλλήλων, υπαλλήλων και επαγγελματιών, εργαζομένων και ανέργων, Ελλήνων και μεταναστών είναι μεγάλες. Ο «λαός» δεν υπάρχει εκ των προτέρων, πρεπει να δημιουργηθεί μέσα από τη σύγκλιση των μερών και την αντιπαράθεση με την εξουσια. Η ηγεμονική πολιτική επιλέγει μια κεντρική αντίφαση και προσπαθεί να την προωθήσει ως πόλο σύγκρουσης δημιουργώντας συμμαχίες γύρω της. Η παρέμβαση μεταβάλλει τις διαφοροποιήσεις σε «ισοδυναμίες» βρίσκοντας και δημιουργώντας κοινά στοιχεία μεταξύ ομάδων, τάξεων και συμφερόντων. Αν πετύχει, η αντιπαράθεση διαπερνάει και διαχωρίζει τα δύο στρατόπεδα που δημιουργούνται στις πλευρές της διαχωριστικής γραμμής.

Συνάρθρωση των λαϊκών αντιθέσεων

Πώς γίνεται αυτή η σύγκλιση; Είτε επιλέγοντας ένα κοινό εξωτερικό εχθρό ή μιά εσωτερική γραμμή που συναρθρώνει τους τοπικούς ανταγωνισμούς σε αλυσίδα αντιστοιχιών διαιρώντας και στηρίζοντας τον κοινωνικό ιστό. Η επιλογή μεταξύ, λόγου χάρη, μιας ταξικής, πατριωτικής ή δημοκρατικής γραμμής σύγκουσης εξαρτάται από τη συγκυρία και τη διορατικότητα της πολιτικής παρέμβασης. Καμία γραμμή ή ιδεολογική θέση δεν είναι εγγενώς πρόσφ ρη για τη συνάρθρωση των λαϊκών αντιθέσεων.
Η ανάλυση στηρίζεται σε μια βασική θέση του μεταδομισμού. Το καθολικό και απελευθερωτικό στοιχείο αναδύεται μόνο όταν το μερικό ηγεμονεύσει καθορίζοντας το νόημα του. Η καθολική ιδέα που θα βοηθήσει την ανάδειξη των ισοδυναμιών πίσω από τις επιφανειακές διαφορές βρίσκεται πάντα σ’ ένα επιμέρους και αποκλεισμένο στοιχείο. Οπως εξηγεί ο Λακλάου, το καθολικό είναι ένα «άδειο σημαίνον» χωρίς μόνιμο και αναγκαίο νόημα. Ενας αμφιλεγόμενος όρος, μια λέξη ή εικόνα (αλληλεγγύη, ελευθερία, δικαιοσύνη) γίνεται πεδίο ιδεολογικής σύγκρουσης. Ηγεμονική πολιτική είναι ακριβώς ο αγώνας για να πληρωθεί το οικουμενικό με συγκεκριμένο περιεχόμενο.
Στην Ελλάδα, η «σωτηρία» αποτελεί τέτοιο άδειο σημαίνον, λέξη χωρίς αναγκαίο περιεχόμενο, που γίνεται πεδίο ιδεολογικής σύγκρουσης. Η εξουσία και τα ΜΜΕ προσπαθούν να την ηγεμονεύσουν χρησιμοποιόντας το success story. Από την πλευρά του λαού, η «σωτηρία» συναρθρώνεται με την ανατροπή των μέτρων και της κοινωνικής καταστροφής. Ποιό σημαινόμενο θα ηγεμονεύσει το σημαίνον «σωτηρία»; Έξοδος στις αγορές ή ανατροπή του μνημόνιου; Αυτό παίζεται στις επόμενες εκλογές. «Σωτήρας» θα είναι όποιος πείσει για το νόημα της σωτηρίας.

Ηγεμονικές παρεμβάσεις

Εδώ βρίσκεται η μεγάλη συνεισφορά του Λακλάου και της «ριζοσπαστικής του δημοκρατίας». Είναι θεωρία συγκρουσιακή διατηρώντας τη σχέση με το μαρξισμό. Αλλά, επειδή στηρίζεται στην ενδεχομενικότητα της σύστασης ταυτοτήτων και της πολιτικής έκβασης, αποδίδει κεντρική σημασία στον πολιτικό λόγο, την επιλογή διαχωριστικών γραμμών και τη στρατηγική συμμαχιών. Χρησιμοποιώντας τον κατάλληλο για τη συγκυρία ανταγωνισμό, η δημοκρατία μπορεί να επεκτείνει συνεχώς την αλυσίδα των ισοδυναμιών ξεπερνώντας σε μορφή και περιεχόμενο τους περιορισμούς της κοινωνικής οντολογίας. Από την άλλη πλευρά, επειδή όλα παίζονται και καμιά θεωρία ή ένταξη δεν δίνει εγγυήσεις επιτυχίας, η λαθεμένη επιλογή που περιορίζει την έκταση και ένταση του λαϊκού πόλου είναι καταστροφική.
Για τον Λακλάου, η συνάρθρωση ριζοσπαστικής δημοκρατίας και θεωρίας περνάει μέσα από ηγεμονικές παρεμβάσεις στην πολιτική και την οικονομια, την αισθητική και τον πολιτισμό, τη φιλοσοφία και την τέχνη. Είναι «το έργο μιας ολόκληρης γενιάς για τα επόμενα χρόνια» γράφει. Με το θάνατο του, το θεωρητικό του έργο ανατίθεται στους πολλούς μαθητές του. Το πολιτικό, στην ελληνική ριζοσπαστική αριστερά.




Άλλα­ξε τον τρό­πο που βλέ­που­με την πο­λι­τι­κή

Τη­λε­φώ­νη­σα σε με­ρι­κούς φί­λους, για να ε­πι­βε­βαιώ­σω αυ­τό που αρ­χι­κά α­κού­στη­κε σαν α­στείο και έ­πει­τα έ­γρα­ψα σε με­ρι­κούς α­πό τους πνευ­μα­τι­κούς του φί­λους, για να τους με­τα­φέ­ρω την εί­δη­ση του θα­νά­του του Ερνέ­στο Λα­κλά­ου. Όλοι σο­κα­ρί­στη­καν ό­πως κι ε­γώ.
O Σλα­βόι Ζί­ζεκ μου έ­γρα­ψε: «Εί­χα­με κά­ποιες πο­λύ σο­βα­ρές πα­ρε­ξη­γή­σεις με τον Ερνέ­στο Λα­κλά­ου, αλ­λά α­κρι­βώς αυ­τή η πα­θια­σμέ­νη σύ­γκρου­ση με έ­κα­νε να συ­νει­δη­το­ποιή­σω πλή­ρως την ε­ξαι­ρε­τι­κή συμ­βο­λή του και το χρέ­ος μου σε αυ­τόν. Ακό­μα και ό­ταν οι θεω­ρη­τι­κοί δεν α­να­φέ­ρο­νται ά­με­σα στον Λα­κλά­ου, η σκιά του εί­ναι ε­κεί κά­θε φο­ρά που μι­λά­με για η­γε­μο­νία, α­ντα­γω­νι­σμό και λαϊκι­σμό. Δεν πρό­κει­ται α­πλώς για μια μορ­φή μέ­σα στο χώ­ρο της σύγ­χρο­νης πο­λι­τι­κής θεω­ρίας, κα­θό­ρι­σε το ί­διο το πε­ρί­γραμ­μα αυ­τού του χώ­ρου».
Ο Ετιέν Μπα­λι­μπά­ρ: «Τον σκε­φτό­μουν ό­λη νύ­χτα, α­φού διά­βα­σα το μή­νυ­μα σου. Εί­ναι έ­νας «κα­θα­ρός» θά­να­τος, πράγ­μα πο­λύ­τι­μο, αλ­λά ήρ­θε πο­λύ νω­ρίς. Κρα­τώ πο­λύ­τι­μες α­να­μνή­σεις. Δεν ή­ταν πά­ντα εύ­κο­λος, αλ­λά ή­ταν α­πί­στευ­τα γεν­ναιό­δω­ρος».
Ο Ζακ Ραν­σιέ­ρ: «Εί­ναι σπά­νιο να συ­να­ντάς έ­να δια­νο­η­τή που εί­ναι τό­σο βα­θιά α­νή­συ­χος για την ι­δέα ό­τι οι ι­δέες κα­τα­φέρ­νουν, κά­τι και που εί­ναι πά­ντα α­νοι­χτός για συ­ζή­τη­ση και φι­λία».
Ο Γκα­γιά­τρι Σπί­βα­κ: «Θρη­νού­με για έ­ναν κα­λό φί­λο και έ­ναν σπου­δαίο δια­νο­η­τή».
Η Τζού­ντιθ Μπάτ­λε­ρ: «Φο­βε­ρή α­πώ­λεια.»
Πραγ­μα­τι­κά φο­βε­ρή α­πώ­λεια. Για τους φί­λους του, τους φοι­τη­τές του, την α­ρι­στε­ρά. Πρώ­τα ο Τό­νι Μπεν, έ­πει­τα ο Στιούαρτ Χολ και τώ­ρα ο Ερνέ­στο. Μια πε­ρίο­δος πο­λι­τι­κής και θεω­ρίας της βρε­τα­νι­κής και πα­γκό­σμιας α­ρι­στε­ράς φτά­νει στο τέ­λος της. Ο Ερνέ­στο άλ­λα­ξε τον τρό­πο που βλέ­που­με την πο­λι­τι­κή, τον πο­λι­τι­σμό, την α­ρι­στε­ρά. Η ευ­θύ­νη βα­ραί­νει τώ­ρα τους φοι­τη­τές του (πολ­λοί  βρί­σκο­νται στην Ελλά­δα), για να συ­νε­χί­σουν -στη θεω­ρία και στην πρά­ξη- τη δου­λειά για τη ρι­ζο­σπα­στι­κή δη­μο­κρα­τία.

tags: άρθρα

2024 © left.gr | στείλτε μας νεα, σχόλια ή παρατηρήσεις στο [email protected]
§ Όροι χρήσης για αναδημοσιεύσεις Αναφορά Δημιουργού-Μη Εμπορική Χρήση 3.0 Μη εισαγόμενο (CC BY-NC 3.0)