to top
  • βρείτε μας στο Twitter
  • βρείτε μας στο Facebook
  • βρείτε μας στο YouTube
  • στείλτε μας email
  • εγγραφείτε στο RSS feed
  • international version

Ο Φίλιπ Γκλας και τα όρια του μπουρλέσκ

We were making theatre for the best and purest of human reasons: for love. For the hell of it. For fun. [Κάναμε θέατρο για τον καλύτερο και αγνότερο λόγο που έχει ο άνθρωπος: από αγάπη. Για την πλάκα του πράγματος. Για να διασκεδάσουμε. (Από συνέντευξη του Ν. Άιβς)]


Τέσσερα μονόπρακτα του σύγχρονου Αμερικανού συγγραφέα Ντέιβιντ Άιβς, σε σκηνοθεσία Σοφίας Μαραθάκη, παρουσιάζει η ομάδα «ΑΤΟΝΑλ», σε μια παράσταση με τίτλο Ο Φίλιπ Γκλας αγοράζει μια φραντζόλα ψωμί. Τα  έργα αυτά, στα μέσα της δεκαετίας του ’90, ήταν τα πιο διαδεδομένα στην αμερικανική σκηνή, μετά από εκείνα του Σαίξπηρ.

Αν θέλουμε τα έργα μας να είναι προσφιλή στους νέους, θα πρέπει να έχουν διάρκεια από τρία ως πέντε λεπτά, όσο ένα βιντεοκλίπ, είχε πει κάποτε ο Τάιμπο. Η συνταγή του πέτυχε στα μονόπρακτα του Άιβς (αν και δεν είναι τόσο μικρά και δεν είναι λογοτεχνία), και ο τελευταίος δικαίως χαρακτηρίστηκε βιρτουόζος της μικρής φόρμας.  Δεν είναι, όμως, η διάρκεια ο μόνος λόγος της επιτυχίας τους.

Στα έργα του Άιβς, βρίσκει κανείς το αποτύπωμα της εμπειρίας που υπήρξε κατά τον ίδιο κρίσιμη ώστε να αφιερωθεί στο θέατρο, και να εγκαταλείψει για πάντα την ιδέα να γίνει ιερέας.

Γεννημένος το 1950, στο Σικάγο, πήγε σε καθολικό σχολείο αρρένων. Στο τέλος κάθε χρονιάς, το σχολείο διοργάνωνε μια γιορτή, κατά την οποία μαθητές των μεγαλύτερων τάξεων σατίριζαν τους καθηγητές τους. Ο Άιβς, μπροστά σε εξακόσιους ανθρώπους, παράστησε τον φιλόλογο να καπνίζει το ένα τσιγάρο πίσω από το άλλο ενώ προπονεί την ομάδα του στίβου. Ένας αέρας ελευθερίας φύσηξε τότε στα πνευμόνια του νεαρού. Από εκείνη τη στιγμή, θα έλεγε κανείς, τον κέρδισε το θέατρο.

Η γιορτή του σχολείου είχε αναμφίβολα τη μακρινή της καταγωγή στις μεσαιωνικές γιορτές των τρελών, όταν κατώτερος κλήρος και λαός εξέλεγαν τον δικό τους «Πάπα» των τρελών, έντυναν επίσκοπο έναν γάιδαρο και οργίαζαν παρωδώντας τη Λειτουργία και τα μυστήρια.

Με ανάλογο τρόπο και παιγνιώδη διάθεση, τα έργα του Άιβς προβαίνουν σε φαινομενικές ακρότητες, αλλά εντέλει δεν θίγουν την Τάξη. Έχουν το πλεονέκτημα να είναι αρεστά και στους μαθητές και στους δασκάλους. Συνιστούν, τρόπο τινά, ένα είδος νεο-μπουρλέσκ, ανανεώνοντας την παράδοση του 17-18ου αιώνα, όταν διάφοροι συγγραφείς μιμούνταν εκλεπτυσμένη γλώσσα και στιλ, διαπραγματευόμενοι ζητήματα άνευ ουσίας, για να προκαλέσουν θυμηδία.

Η επιτυχία εκείνων των έργων, όπως και του Άιβς, προϋποθέτουν έναν στοιχειωδώς καλλιεργημένο κοινό, αφού διαφορετικά το αστείο παραμένει ακατανόητο. Ήδη από τον τίτλο της, η παράσταση των «ΑΤΟΝΑλ» κλείνει το μάτι στους επαΐοντες, και δη σ’ όσους γνωρίζουν ποιος είναι ο Φίλιπ Γκλας.

Θα ήταν άστοχο να κρίνει κανείς την αξία των έργων του Άιβς και κατ’ επέκταση της παράστασης, εστιάζοντας στη λογοτεχνική αξία των κειμένων, εστιάζοντας δηλαδή στο λόγο. Εδώ ο λόγος είναι εργαλείο. Τα έργα ανεξαρτήτως για τι πράγμα μιλάνε, ανεξαρτήτως σε τι βάθος αντιμετωπίζουν ένα θέμα, πρωτίστως προσφέρονται για ένα παιχνίδι με το θεατρικό μέσο, με τα εργαλεία και τα υλικά του θεάτρου.

Αυτό τα διαφοροποιεί ριζικά τόσο από τα κωμικά σκετς, όσο και από τις  stand up κωμωδίες. Τα έργα του Άιβς παίζουν με τα θεατρικά εργαλεία σαν μαθητές του θεάτρου. Πιθανώς γι’ αυτό είναι και τόσο διαδεδομένα σε πανεπιστήμια και κολέγια. Αποτελούν θαυμάσιες θεατρικές ασκήσεις (για όλους τους συντελεστές μιας παράστασης), αντίστοιχης αξίας με τις études στη μουσική. Και όπως ορισμένες από τις τελευταίες (για παράδειγμα οι σπουδές για πιάνο του Σοπέν), προσφέρουν απόλαυση αν εκτελεστούν με δεξιότητα.

Όπως συχνά οι études εξασκούν καθεμία και μια διαφορετική δεξιότητα του ερμηνευτή, έτσι και καθένα τα έργα του Άιβς δοκιμάζει ένα ή περισσότερα διαφορετικά θεατρικά εργαλεία και μέσα. Όταν, για παράδειγμα, οι ηθοποιοί κάνουν τους πιθήκους, ενώ παράλληλα δακτυλογραφούν, συζητώντας με τους ομοειδείς τους για την condition animale, (το καθεστώς ιδιοκτησίας των μέσων παραγωγής και τον Άμλετ, αυτοσχεδιάζοντας στίχους από τον Χαμένο παράδεισο του Μίλτον), δοκιμάζεται η μιμητική τους ικανότητα. Όταν ο Τρότσκι περιφέρεται στη σκηνή, με μια ορειβατική σκαπάνη καρφωμένη στο κρανίο, θύμα μιας ιστορίας έρωτα και απιστίας, δοκιμάζεται η σκηνογραφία, τα props (σκηνικά αντικείμενα) και η αληθοφάνεια. Όταν δυο άγνωστοι, ένας άντρας και μια γυναίκα, συναντιούνται τυχαία σε ένα καφέ, και συνομιλούν (η στιχομυθία τους είναι δομημένη ως δέντρο αποφάσεων), δοκιμάζεται η εκφορά του λόγου, ως παράγοντα νοήματος. Και όταν, τέλος, (ο Φ.Γκλας συναντάει τυχαία στο αρτοπωλείο μια γυναίκα που κάποτε αγάπησε) ο λόγος κατακερματίζεται και επαναλαμβάνεται (κατά το μινιμαλιστικό πρότυπο του μουσικού), δοκιμάζεται ο ρυθμός και η μουσική ως ενισχυτές μιας δραματικής κατάστασης.  Για το τελευταίο μάλιστα έργο, από το οποίο η παράσταση

δανείζεται τον τίτλο, ο συγγραφέας επισημαίνει «σκηνοθέτης και ηθοποιοί μπορούν να δημιουργήσουν άλλους ρυθμούς (και αστεία)»  όπως θα πρότεινε κάθε καλός δάσκαλος «αφού λύσετε την άσκηση, κάντε και την επόμενη, που είναι παρόμοια».

Όπως, όμως, σε μια ομήγυρη που λέγονται ανέκδοτα, λίγη σημασία έχει η θεματική συνάφεια, καθώς συνδετικό νήμα είναι η ακρότητα, με σκοπό το γέλιο. Έτσι και εδώ, ο Άιβς ξεχειλώνει τα εργαλεία και την (πολυστρωματική) ύλη του θεάτρου, προκαλώντας γέλια.

Πρόκειται όμως για ψυχαγωγία ή διασκέδαση; κατά την προσφιλή –προ δεκαετιών– διάκριση που έκαναν οι δάσκαλοι, όταν εμμέσως η κοινωνία ήθελε να δημιουργήσει αίσθημα ενοχής απέναντι σε ό,τι κατέτασσε στο φτηνό θέαμα. Αν αφήσουμε στην άκρη τη φιλολογία περί καθαρών μορφών, θα αντιληφθούμε την αξία και των δύο, σε συγκεκριμένες περιστάσεις. Με δεδομένο μάλιστα πως το κοινό θα συνεχίσει (για τους δικούς του λόγους) να αναζητά τη διασκέδαση, τι καλύτερο από μια διασκέδαση υψηλού επιπέδου;

Από μια άλλη σκοπιά, ο γελωτοποιός του βασιλιά, ο βασιλιάς των τρελών, ο μαθητής του καθολικού σχολείου του Σικάγου, όπως και ο Άιβς, παρωδεί και σατιρίζει αυτό του οποίου αποδέχεται την πρωτοκαθεδρία, την εξουσία, την οποία με τον τρόπο του νομιμοποιεί (διατηρώντας, εκφράζοντας και ανατροφοδοτώντας, ωστόσο, τη φλόγα της ανατροπής στην ιστορική –πολιτιστική, κοινωνική, πολιτική– ενδεχομενικότητα) .

Όταν ο Δημήτρης Τσιάμης, με το έργο του, Ωραίοι σαν Βερολινέζοι, προ ετών διακωμώδησε σπαρακτικά τις συμβάσεις και τα εργαλεία του μεταμοντέρνου θεατρικού είδους που σταδιακά αποκρυσταλλώνονται σε νέες νόρμες, τόσο στο εξωτερικό, όσο και στην Ελλάδα, μεταξύ άλλων νομιμοποιούσε αυτό το είδος ως το κυρίαρχο (κατεξοχήν είδος αναφοράς). Το έστεφε βασιλιά, και διεκδικούσε για τον εαυτό του το ρόλο του γελωτοποιού.

Η παρωδία ή μίμηση ενός είδους δεν είναι γεννήτορας του νέου, αντίθετα υπάρχει όσο υπάρχει το παλιό, όπως η θεατρική παρωδία του μινιμαλιστικού τρόπου του Φ. Γκλας δεν συνιστά έργο αντίστοιχης αξίας με αυτό του Φ.Γκλας, δεν είναι ο νέος Φίλιπ Γκλας – δεν είναι και στόχος της παρωδίας, εν γένει, άλλωστε.

Αναγνωρίζουμε εδώ και το όριο του μπουρλέσκ, των études (που συχνά έχουν παιγνιώδη χαρακτήρα), του Άιβς και άλλων συναφών μορφών στην Τέχνη. Η αντισυμβατικότητά τους αναφέρεται, εξελίσσει και ενισχύει τις φόρμες αναφοράς, εν προκειμένω, τις παραδεδομένες φόρμες. Όπως, όμως, έλεγε και ο Πάπερτ εξελίσσοντας το κάρο δεν θα φτιάξεις ποτέ αυτοκίνητο…

Σε μια περίοδο που αμφισβητείται έντονα η θεατρική φόρμα (όχι απαραίτητα μέσα από θεωρητικής φύσης εφαλτήρια), η υπεράσπιση μέσω της παρωδίας παραδοσιακών θεατρικών σχέσεων, συμβάσεων, μέσων και εργαλείων, όταν αναζητούνται νέες μορφοποιήσεις στη θεατρική τέχνη, η επιλογή να αναδειχθούν νέα περιεχόμενα (μέσω αποδόμησης του υπάρχοντος), με παλιές μορφοποιήσεις (τραβηγμένες στα άκρα), ενέχει τον κίνδυνο ενίσχυσης μιας συντηρητικής στροφής του θεατρικού ρεύματος (η οποία ποτέ δεν παύει να υπάρχει ως αντίρροπη του νεωτερισμού).

Από την άλλη, η κατάφαση μέσω της διακωμώδησης των παραδοσιακών θεατρικών συμβάσεων μαρτυρά και μια τάση που αναπτύσσεται μεταξύ των νέων καλλιτεχνών για την υπεράσπιση της διδαχθείσας (κεκτημένης) τέχνης. Μια τάση που μπορεί να δώσει την απαραίτητη διόρθωση στην κίνηση του μεταμοντέρνου ρεύματος, που στην προσπάθειά του να πλησιάσει την πραγματική ζωή, χάνει σε τέχνη, χάνει εκείνον τον δημιουργικό κάματο των καλλιτεχνών που επιδιώκουν την ακρίβεια, την εκφραστικότητα, τον θαυμασμό και την έμπνευση.

Ίσως να είναι αυτή η παράσταση και ένας δείκτης της ανάγκης που υπάρχει καλλιτέχνες και δημιουργοί να μπολιάσουν οι μεν τους δε, να βάλουν οι μεν την τέχνη, οι δε τις ιδέες, και να εργαστούν από κοινού για να εγκαινιάσουν νέες σχέσεις και να δώσουν νέες μορφοποιήσεις στη θεατρική τέχνη.

Όπως έλεγε ο Μαλαρμέ, «η ποίηση γράφεται με λέξεις, όχι με ιδέες», αλλά μια ιδέα ήταν κι αυτή.

«Χρειάζομαι» λέει ένας ηθοποιός στο τέλος της παράστασης και ακούγεται ως ερώτημα «Χρειάζομαι;»

«Για τι πράγμα;» είναι η αναπόφευκτη αντερώτηση. Και περιμένουμε με ενδιαφέρον τη συνέχεια.

Συντελεστές:

Μετάφραση: Αλεξάνδρα Αιμιλία Κρητικού
Σκηνοθεσία: Σοφία Μαραθάκη
Σκηνικά: Κωνσταντίνος Ζαμάνης
Κοστούμια: Βασιλική Σύρμα
Μουσική: Βασίλης Τζαβάρας
Σχεδιασμός φωτισμών: Σάκης Μπιρμπίλης
Ερμηνεύουν οι: Φωτεινή Παπαχριστοπούλου, Κωνσταντίνος Παπαθεοδώρου, Γιώργος Σύρμας, Σοφία Μαραθάκη

Πληροφορίες:

Θέατρο 104, Ευμολπιδών 41, Γκάζι, 11854 Αθήνα

Δευτέρα & Τρίτη στις 21.15
 

Οι φωτογραφίες της παράστασης είναι του Αντρέα Μπονέτι.

2024 © left.gr | στείλτε μας νεα, σχόλια ή παρατηρήσεις στο [email protected]
§ Όροι χρήσης για αναδημοσιεύσεις Αναφορά Δημιουργού-Μη Εμπορική Χρήση 3.0 Μη εισαγόμενο (CC BY-NC 3.0)