to top
  • βρείτε μας στο Twitter
  • βρείτε μας στο Facebook
  • βρείτε μας στο YouTube
  • στείλτε μας email
  • εγγραφείτε στο RSS feed
  • international version

Ο Έντσο Τραβέρσο για τον λαϊκισμό

Απόσπασμα από το βιβλίο του Έντσο Τραβέρσο «Τα νέα πρόσωπα του φασισμού», που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις φιλικές Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου, σε μετάφραση του Νίκου Κούρκουλου


Διαβάζω αυτές τις μέρες το βιβλίο του Έντσο Τραβέρσο «Τα νέα πρόσωπα του φασισμού» που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις φιλικές Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου σε μετάφραση του φίλου Νίκου Κούρκουλου.

Πρόκειται για μια συζήτηση του Τραβέρσο με τον Γάλλο δημοσιογράφο και ανθρωπολόγο Régis Meyran και σας συνιστώ να το διαβάσετε -αναφέρεται σε πολύ επίκαιρα προβλήματα και ευτυχώς δεν εστιάζει τόσο πολύ στη γαλλική πολιτική σκηνή, μπορεί δηλαδή εύκολα να το παρακολουθήσει και κάποιος αμύητος στα των Γάλλων.

Το απόσπασμα που θα παρουσιάσω σήμερα το ξεχώρισα επειδή βρίσκω πολύ εύστοχη και ενδιαφέρουσα την ανάλυση που κάνει ο Τραβέρσο για το φαινόμενο του λαϊκισμού -ή, πιο σωστά, για την κατάχρηση του όρου. Και αφού το απόσπασμα έχει αυτοτέλεια, το επέλεξα και το παραθέτω.

Και επειδή εδώ λεξιλογούμε, ενδιαφέρον θα είχε να ανιχνευτεί η εμφάνιση του όρου «λαϊκισμός» στα ελληνικά. Εντύπωσή μου είναι ότι άρχισε να διαδίδεται ευρέως όταν τον χρησιμοποίησε, στις αρχές της δεκαετίας του 1980, ο Θάνος Μικρούτσικος, στην ανάλυσή του για το ελληνικό τραγούδι της εποχής. Ωστόσο, είναι μάλλον βέβαιο ότι ο όρος θα έχει καταγραφεί από νωρίτερα.

Αλλά δεν θα γράψω περισσότερα, παραθέτω το κειμενο από τις σελίδες 21-25 του βιβλίου του Τραβέρσο.

Εξάλλου, είμαι πολύ δύσπιστος απέναντι στην έννοια του λαϊκισμού, άρα και απέναντι στην έννοια του εθνολαϊκισμού. Η τελευταία εμφανίστηκε στη διανοητική σκηνή στα μέσα της δεκαετίας του 1980, ιδιαίτερα χάρη στον Πιερ-Αντρέ Ταγκιέφ, που προσπάθησε να δώσει τον πιο συστηματικό ορισμό της.[1] Είναι αλήθεια ότι αυτή η έννοια εμφανίζεται πειστικότερη σήμερα, σε σχέση με τη δεκαετία του 1980, επειδή η διαφορά ανάμεσα στον κλασικό φασισμό και το Εθνικό Μέτωπο είναι πολύ εμφανέστερη στις μέρες μας. Όμως αυτή η έννοια του λαϊκισμού έχει υποστεί τόση κατάχρηση ώστε πιστεύω ότι έχασε μεγάλο μέρος από την ερμηνευτική της αξία.

Θα ήθελα να το διευκρινίσω: ο χαραχτηρισμός «λαϊκιστικό» παραμένει έγκυρος για ορισμένα πολιτικά κινήματα, στα οποία ενδεχομένως ταιριάζει, αλλά γίνεται προβληματικός όταν μετατρέπεται σε ουσιαστικό, σε έννοια.[2] Ο λαϊκισμός σαν ξεχωριστό πολιτικό φαινόμενο, με δικό του προφίλ και δική του ιδεολογία, δεν νομίζω να ανταποκρίνεται στη συγκαιρινή μας πραγματικότητα. Μπορεί να φτάσουμε σε συναίνεση, αρκετά στέρεα στο ιστοριογραφικό επίπεδο, για μερικά πολιτικά φαινόμενα του 19ου αιώνα όπως ο ρωσικός λαϊκισμός, ο αμερικάνικος λαϊκισμός, ο μπουλανζισμός στη Γαλλία στις απαρχές της Τρίτης Δημοκρατίας, ή ακόμα, στον 20ό αιώνα, ποικίλοι λατινοαμερικάνικοι λαϊκισμοί.[3] Όμως ο λαϊκισμός είναι κυρίως ένα πολιτικό στιλ, ένα ύφος, όχι κάποια ιδεολογία. Είναι μια ρητορική μέθοδος που συνίσταται στον εγκωμιασμό των «φυσικών» αρετών του λαού, στην αντιπαράθεση του λαού προς την ελίτ, της κοινωνίας προς το πολιτικό σύστημα, για να κινητοποιηθούν οι μάζες ενάντια «στο σύστημα». Όμως αυτή τη ρητορική τη βρίσκουμε σε πολλά κινήματα και σε πολλούς πολιτικούς ηγέτες, πολύ διαφορετικούς μεταξύ τους.

Μέσα στα τελευταία χρόνια, έχουν ταξινομήσει στον «λαϊκισμό» το Νικολά Σαρκοζί, τη Μαρίν Λεπέν και τον Ζαν-Λυκ Μελανσόν στη Γαλλία, τον Τζέρεμι Κόρμπιν στο Ηνωμένο Βασίλειο, τον Ντόναλντ Τραμπ και τον Μπέρνι Σάντερς στις Ηνωμένες Πολιτείες, τον Ούγο Τσάβες στη Βενεζουέλα, τον Έβο Μοράλες στη Βολιβία, τον Νέστορ Κίρσνερ και τη σύζυγό του Κριστίνα στην Αργεντινή, τον Μπερλουσκόνι, τον Ματέο Σαλβίνι και τον Μπέπε Γκρίλο στην Ιταλία… Με δεδομένη την τεράστια διαφοροποίηση ανάμεσα στα άτομα αυτά, η λέξη «λαϊκισμός» έγινε άδειο κέλυφος, που μπορεί να παραγεμιστεί με κάθε είδους πολιτικό περιεχόμενο. Συμμερίζομαι βασικά την ανάλυση του Μάρκο Ντ’ Έραμο ο οποίος, πέρα από την ελαστικότητα και την αμφισημία του όρου, εστιάζει περισσότερο στις χρήσεις της.[4] Σύμφωνα με τον Ντ’ Έραμο, ο «λαϊκισμός» είναι μια κατηγορία που χαραχτηρίζει μάλλον εκείνους που τη χρησιμοποιούν παρά εκείνους στους οποίους υποτίθεται ότι αναφέρεται. Πρόκειται απλώς για πολιτικό εργαλείο που αποσκοπεί στο στιγματισμό του αντιπάλου. Η τρέχουσα χρήση του όρου για να υποδειχτούν οι πολιτικοί αντίπαλοι αποκαλύπτει μάλλον την περιφρόνηση για το λαό που νιώθουν συνήθως εκείνοι που τον χρησιμοποιούν. Όταν η νεοφιλελεύθερη τάξη πραγμάτων, με τις συνακόλουθές της πολιτικές της λιτότητας και της κοινωνικής ανισότητας, έχουν εξυψωθεί σε κανόνα, οποιαδήποτε αντιπολίτευση χαραχτηρίζεται αυτόματα λαϊκιστική. Ο «λαϊκισμός» είναι μια κατηγορία με την οποία οι πολιτικές ελίτ, ολοένα και πιο απομακρυσμένες απ’ το λαό, προσπαθούν να προστατευτούν.

Δείτε τον ευρωπαϊκό τύπο, από El País έως la Repubblica κι από Le Monde και The Guardian έως Frankfurter Allegemeine Zeitung, όπου η άνοδος του λαϊκισμού αναφέρεται, φύρδην-μίγδην, είτε σε μια κοινωνική πολιτική –την αμφισβήτηση της λιτότητας, την αύξηση του κατώτατου μισθού, την υπεράσπιση των κοινωνικών υπηρεσιών, την αντίθεση στις περικοπές του δημόσιου προϋπολογισμού…– είτε στην ξενοφοβία και το ρατσισμό. Είναι ένα παράδειγμα μεταξύ πολλών για τη σύγχυση που μπορεί να επιφέρει η λέξη λαϊκισμός. Σύμφωνα με αυτή τη λογική, όλοι όσοι επικρίνουν τη νεοφιλελεύθερη πολιτική της ευρωπαϊκής Κομισιόν, του ΔΝΤ και της ΕΚΤ –της πραγματικής ευρωπαϊκής κυβέρνησης– είναι λαϊκιστές! Ο Σύριζα στην Ελλάδα ως το 2015 και σήμερα το Podemos στην Ισπανία χαραχτηρίζονται τακτικά λαϊκιστές. Έτσι η Μαρίν Λεπέν κι ο Ζαν-Λυκ Μελανσόν στη Γαλλία ή ο Ντόναλντ Τραμπ κι ο Μπέρνι Σάντερς στις Ηνωμένες Πολιτείες τοποθετούνται δίπλα-δίπλα στην ίδια κατηγορία, παραβλέποντας ανέμελα τις τεράστιες πολιτικές διαφορές που τους χωρίζουν. Όταν αποδέχεται κανείς την έννοια του λαϊκισμού, η διαίρεση δεξιάς/αριστεράς σαν πυξίδα της πολιτικής σφαίρας γίνεται παρωχημένη και άχρηστη.

Ένα άλλο παράδειγμα θα μπορούσε ίσως να διαλευκάνει καλύτερα αυτό το σημείο. Υπάρχει θεμελιώδης διαφορά ανάμεσα στις αριστερές της Λατινικής Αμερικής και τα ευρωπαϊκά μεταφασιστικά κινήματα που συχνά τσουβαλιάζονται μαζί τους στην κατηγορία του λαϊκισμού. Π.χ. ο Ούγο Τσάβες: ήταν το αποκορύφωμα του λαϊκιστή, με την έννοια ενός πολιτικού στιλ. Χρησιμοποιούσε συχνά τη δημαγωγία σαν τεχνική επικοινωνίας, επικαλούνταν πολύ συχνά το λαό, του οποίου παρουσιαζόταν σαν ενσάρκωση… Μερικές φορές όχι άδικα, αν θυμηθούμε τον λαϊκό ξεσηκωμό που τον έσωσε, το 2002, από μια απόπειρα πραξικοπήματος, οργανωμένη από τη βενεζουελανή δεξιά και την πρεσβεία των Ηνωμένων Πολιτειών. Ωστόσο, οι λατινοαμερικάνικοι λαϊκισμοί, ανεξάρτητα από τους περιορισμούς τους, επιχειρούν μια αναδιανομή του πλούτου, με σκοπό να συμπεριλάβουν στο πολιτικό σύστημα κοινωνικά στρώματα που παραμένουν αποκλεισμένα. Μπορούμε να συζητήσουμε την οικονομική τους πολιτική –π.χ. η ανικανότητα να διαφοροποιηθεί η οικονομία της Βενεζουέλας χρησιμοποιώντας τα πετρελαϊκά έσοδα, που αποτελούν το σύνολο σχεδόν των κρατικών εσόδων, οδήγησε τη χώρα στο χείλος της καταστροφής όταν έπεσε η τιμή του πετρελαίου– όμως ο σκοπός τους ήταν ουσιαστικά κοινωνικός. Απεναντίας, τα «λαϊκιστικά» κινήματα της δυτικής Ευρώπης χαραχτηρίζονται από ξενοφοβία και ρατσισμό, και ο στόχος τους είναι να αποκλείσουν ολόκληρες κατηγορίες του πληθυσμού. Ο Μάρκο Ρεβέλι έχει δίκιο όταν ορίζει το λαϊκισμό της δεξιάς σαν «γεροντική ασθένεια» της φιλελεύθερης δημοκρατίας, μια «εξέγερση των συμπερειλημμένων» («rivolta degli inclusi»), των μη-αποκλεισμένων αν προτιμάτε, που όμως σπρώχτηκαν ξαφνικά στο περιθώριο.[5] Για όλους αυτούς τους λόγους, κατά τη γνώμη μου, οι έννοιες του λαϊκισμού και του εθνολαϊκισμού μπορούν μόνο να σκορπούν σύγχυση, αντί να ξεκαθαρίζουν τους όρους της συζήτησης. Ορίζουν τη φύση ενός πολιτικού κινήματος με βάση το στιλ του, που μπορεί να είναι κοινό σε διάφορα ρεύματα της αριστεράς όπως και της δεξιάς.

[1] Βλ. τα άρθρα στον τόμο Jean-Pierre Rioux (επιμ.), Les Populismes, Παρίσι, Perrin/Tempus, 2007.

[2] Η πιο ενδιαφέρουσα προσπάθεια για να διασωθεί η έννοια του λαϊκισμού σαν ερμηνευτική κατηγορία μέσα από μια λεπτολόγα ιστοριογραφική επιχειρηματολογία έγινε ασφαλώς από τον Federico Finchelstein, From Fascism to Populism in History, Μπέρκλεϊ, University of California Press, 2017.

[3] Βλ., μεταξύ άλλων, την κλασική μελέτη του Franco Venturi, Il populismo russo, Τορίνο, Einaudi, 1972 (3 τόμοι), καθώς και τα: Michael Kazin, The Populist Persuasion: An American History, Ίθακα, Cornell University Press, 1998, και Carlos De la Torre, Populist Seduction in Latin America, Άθενς, Ohio University Press, 2010.

[4] Marco d’Eramo, «Populism and the new oligarchy», New Left Review 82, Ιούλιος-Αύγουστος 2013.

[5] Marco Revelli, Populismo 2.0, Τορίνο, Einaudi, 2017, σελ. 4.

2024 © left.gr | στείλτε μας νεα, σχόλια ή παρατηρήσεις στο [email protected]
§ Όροι χρήσης για αναδημοσιεύσεις Αναφορά Δημιουργού-Μη Εμπορική Χρήση 3.0 Μη εισαγόμενο (CC BY-NC 3.0)