to top
  • βρείτε μας στο Twitter
  • βρείτε μας στο Facebook
  • βρείτε μας στο YouTube
  • στείλτε μας email
  • εγγραφείτε στο RSS feed
  • international version

13:22 | 13.04.2016

Πολιτισμός

Ντελφίν και Μιριέλ Κουλέν («Voir du pays»): «Δεν μπορούμε από τη μία να βομβαρδίζουμε τη Συρία και από την άλλη να μη θέλουμε τους πρόσφυγες»

Το φιλμ «Γυρίζοντας τον Κόσμο» («Voir du Pays») που γύρισαν οι αδελφές Ντελφίν και Μιριέλ Κουλέν «είναι μία ταινία για το τέλος των ψευδαισθήσεων. Μια σκέψη πάνω σε όλους τους πολέμους στους οποίους ενεπλάκησαν οι δυτικές χώρες»


Πριν από τέσσερα χρόνια προκάλεσαν αίσθηση με την πρώτη μεγάλου μήκους ταινία τους τα «17 Κορίτσια», η οποία ξεκίνησε την «καριέρα» της από τις Κάννες.

Στο νέο τους φιλμ «Γυρίζοντας τον Κόσμο» («Voir du Pays»), που έχει γυριστεί σχεδόν εξ ολοκλήρου στην Ελλάδα, και αναμένεται να βγει στις αίθουσες στα τέλη της χρονιάς, οι αδελφές Ντελφίν και Μιριέλ Κουλέν καταπιάνονται με ένα ενδιαφέρον φεμινιστικό-πολιτικό θέμα.

«Είναι μία ταινία για το τέλος των ψευδαισθήσεων. Μια σκέψη πάνω σε όλους τους πολέμους στους οποίους ενεπλάκησαν οι δυτικές χώρες» δηλώνουν στο ΑΠΕ-ΜΠΕ οι δυο κυρίες που βρίσκονται αυτές τις μέρες στην Αθήνα, καθώς μοιράζονται τη θέση της προέδρου της Κριτικής Επιτροπής του 17ου Φεστιβάλ Γαλλόφωνου Κινηματογράφου.

   Η ταινία βασίζεται στο ομότιτλο, πέμπτο μυθιστόρημα της Ντελφίν Κουλέν («Αποκάλυψη της χρονιάς» για το 2013, διάκριση από το περιοδικό «Lire»). Οι ηρωίδες του, οι 25χρονες Ορόρ και Μαρίν, είναι δυο Γαλλίδες στρατιωτίνες (τις υποδύονται οι Αριάν Λαμπέντ και Στεφανί Σοκολίνσκι) που επιστρέφουν από το Αφγανιστάν και περνούν τρεις μέρες «αποσυμπίεσης» σ' ένα ξενοδοχείο πέντε αστέρων στην Κύπρο, ανάμεσα σε ανέμελους τουρίστες. Εκεί θα προσπαθήσουν να «ξεχάσουν τον πόλεμο», μέσα από μαθήματα χαλάρωσης, ομαδικές συνεδρίες και ομιλίες για την «παλιά» Ευρώπη που είχαν πάει να υπερασπιστούν.

   «Ο τίτλος της ταινίας κρύβει μία δόση ειρωνείας» λέει η Μιριέλ Κουλέν. Όταν οι νέοι άνθρωποι στρατολογούνται, τους λένε ότι θα έχετε μία σταθερή δουλειά, θα κερδίζετε χρήματα, θα ταξιδέψετε, θα δείτε τον κόσμο. Στο τέλος, όμως, είναι ξεκάθαρο. Συνειδητοποιούν ότι όσα βίωσαν είναι τελείως διαφορετικά από αυτό που τους υπόσχονται οι διαφημιστικές εκστρατείες του στρατού, ότι στον πόλεμο επικρατεί μοναχά η βία. Κάποια στιγμή στην ταινία ρωτούν τις δύο πρωταγωνίστριες «και λοιπόν, τι είδατε;», κι εκείνες απαντούν «Τίποτα. Δεν είδαμε τίποτα. Μπήκαμε σε ένα αεροπλάνο, κάναμε τον πόλεμο και επιστρέψαμε». Όπως συμβαίνει και με τις ηρωίδες, αυτό που ζούμε σήμερα είναι η διάψευση μιας υπόσχεσης. Θέλαμε κάτι μεγάλο, η Ευρώπη ήθελε κάτι μεγάλο και στο τέλος τι βλέπουμε; Δεν βλέπουμε τίποτα, οδηγούμε τον πόλεμο σπίτι μας. Βιώνουμε το τέλος των ψευδαισθήσεων» συμπληρώνει.

   Για την Ντελφίν Κουλέν, η ταινία είναι μία ευκαιρία να εμβαθύνει στους λόγους που μπορούν να οδηγήσουν τις γυναίκες στο στρατό. «Κάθε φορά που έβλεπα γυναίκες στρατιωτικούς, τόσο στην πατρίδα μου, τη Βρετάνη, που βγάζει πολλούς, όσο και στο Παρίσι, πάντα αναρωτιόμουνα: "Γιατί άραγε να επιλέξει κάποια αυτό το επάγγελμα;". Συγχρόνως, όμως, επειδή είμαι ένθερμη υπέρμαχος των γυναικείων δικαιωμάτων, προβληματιζόμουν και προσπαθούσα να με πείσω ότι οι άνδρες δεν έχουν το μονοπώλιο της βίας και ότι οι γυναίκες μπορούν να γίνουν εξίσου βίαιες».

   Στην πραγματικότητα, η ταινία -όπως εξηγούν οι δύο Γαλλίδες δημιουργοί- διερωτάται για το πώς μπορούμε να ζήσουμε μετά τη βία. «Από μία οπτική - λέει η Μιριέλ Κουλέν- πρόκειται για την ιδιαίτερη ιστορία αυτών των γυναικών. Όμως για εμάς είναι ένας τρόπος να δείξουμε ότι πιστέψαμε στην Ευρώπη, πιστέψαμε στη δημοκρατία, πιστέψαμε, επίσης, ότι θα μπορούσαμε να βοηθήσουμε στον εκδημοκρατισμό του Αφγανιστάν ή της Συρίας και, στο τέλος, συνειδητοποιήσαμε ότι την δημοκρατία δεν μπορούμε να την υπερασπιστούμε εκεί. Δημιουργήσαμε ένα εργοστάσιο ψευδαισθήσεων -ατομικών και συλλογικών-σε έναν κόσμο που βιώνει καθεστώς ολοκληρωτικού πολέμου, οικονομικού, κοινωνικού , πολιτικού..».

   Οταν έγινε η επίθεση στο Charlie Hebdo, οι αδελφές Κουλέν βρίσκονταν στο στάδιο προετοιμασίας της ταινίας. Μόλις επέστρεψαν από τα γυρίσματα, τον περασμένο Νοέμβριο, έγιναν οι επιθέσεις στο Παρίσι. «Στο φιλμ γίνεται αναφορά σε όλα εκείνα τα τραύματα που προκαλούνται έπειτα από ένα βίαιο επεισόδιο. Και στο ερώτημα αν μπορούμε να ξεχάσουμε έρχεται ένα δεύτερο κύμα βίας, με εικόνες πολέμου δίπλα μας. Και η ψυχική διάσταση του φαινομένου είναι ακριβώς η ίδια για κάποιον που βρισκόταν στο Μπατακλάν και για κάποιον που βίωσε την επίθεση κάπου αλλού. Με τη διαφορά ότι οι στρατιώτες -ακόμα κι αν βρίσκονται σε δύσκολη θέση- κάνουν το βήμα να συμμετάσχουν στον πόλεμο, ενώ εκείνοι που πληρώνουν το εισιτήριο μιας συναυλίας είναι ακόμα πιο αθώοι και ανυποψίαστοι γιατί δεν περιμένουν ότι θα ζήσουν κάτι τέτοιο. Είναι δύσκολο να επουλωθούν αυτά τα τραύματα και να ξεχαστεί μία τέτοια εμπειρία. Ισως δεν θα έπρεπε και να το επιθυμούμε, γιατί η λήθη δεν είναι υποχρεωτικά καλό πράγμα. Και οι πρόσφυγες είναι ένας τρόπος υπενθύμισης ότι σε κάθε πόλεμο υπάρχει ένα τίμημα», λέει η Ντελφίν Κουλέν.

   Και η Μιριέλ προσθέτει: «Δεν μπορούμε από τη μία να βομβαρδίζουμε τη Συρία και από την άλλη να μη θέλουμε να δεχτούμε τους πρόσφυγες. Πρόκειται για παράδοξο. Και σε τελική ανάλυση, είναι ένας πόλεμος που ξεκινήσαμε και θα πρέπει να υποστούμε τις συνέπειες. Θα πρέπει να τελειώνουμε με αυτή την ιστορία, δεν είμαστε οι κυρίαρχοι του κόσμου. Η Ευρώπη δεν είναι όσο δυνατή ήταν κάποτε. Η Δύση έχασε. Αιώνες τώρα, ήμασταν οι κυρίαρχοι του κόσμου και αποφασίζαμε για τα πάντα. Ωστόσο, πλέον, υπάρχει ένας ενιαίος κόσμος. Δεν μπορούμε να πάμε να κάνουμε το κακό κάπου αλλού και να πιστεύουμε ότι δεν θα επιστρέψει ποτέ πίσω σε εμάς».

   Το «Voir du Pays» είναι μία γαλλοελληνική παραγωγή που γυρίστηκε κυρίως στη Ρόδο. Από ελληνικής πλευράς, στο καστ συμμετέχουν, μεταξύ άλλων, ο Μάκης Παπαδημητρίου και ο Ανδρέας Κωνσταντίνου.

2024 © left.gr | στείλτε μας νεα, σχόλια ή παρατηρήσεις στο [email protected]
§ Όροι χρήσης για αναδημοσιεύσεις Αναφορά Δημιουργού-Μη Εμπορική Χρήση 3.0 Μη εισαγόμενο (CC BY-NC 3.0)