to top
  • βρείτε μας στο Twitter
  • βρείτε μας στο Facebook
  • βρείτε μας στο YouTube
  • στείλτε μας email
  • εγγραφείτε στο RSS feed
  • international version

Ο χυμός της λαϊκής κυριαρχίας

Ας αρχίσουμε με τα απλά: Η νομοθετική, η εκτελεστική και η δικαστική λειτουργία αποτελούν τους τρεις κλάδους του ίδιου κορμού της πολιτείας. Κοινή φυσικά είναι και η ρίζα, ο Λαός (άρθρο 1 παρ.3 Συντάγματος).


Οι τρεις κλάδοι επομένως είναι ξεχωριστοί, αλλά όχι αυθύπαρκτοι. Τρέφονται από τον ίδιο χυμό, τη λαϊκή κυριαρχία, έχουν σημεία επαφής και τριβής. Οι Υπουργοί προτείνουν νόμους και προάγουν ανώτατους δικαστές στις κορυφαίες θέσεις της δικαιοσύνης, η Βουλή με μια ρύθμιση δεσμεύει τη διοίκηση και αλλάζει τη νομολογία, η δικαστική λειτουργία αφήνει νόμους σε αχρησία και εξουδετερώνει νομοθετήματα λόγω αντισυνταγματικότητας. 

Γίνεται φανερό από το σχήμα ότι η εκτελεστική και η δικαστική εξουσία, οι σχέσεις των οποίων απασχολούν σήμερα, έχουν κοινό ζητούμενο (…υπέρ του Λαού και του Έθνους), αλλά και σημεία άρθρωσης, αλληλοτροφοδοσίας και αντιστήριξης. Αλλιώς το δέντρο θα γείρει.

Η ιστορία έχει γνωρίσει εδώ δύο τύπους διαστροφής και κατάχρησης των σχέσεων κυβέρνησης και δικαιοσύνης. Από τη μια μπορούμε να μιλήσουμε για σουλτανάτο. Ο σουλτάνος υπαγορεύει στον δικαστή αποφάσεις, κι αν ο τελευταίος δεν συμμορφώνεται χάνει τη θέση του ή το κεφάλι του. Στο άλλο άκρο υπάρχει το λεγόμενο «κράτος των δικαστών». Δικαστικές αποφάσεις προκαθορίζουν το αποτέλεσμα εκλογών, οι δικαστές αξιολογούνται μόνο από τον εαυτό τους, αυτοπειθαρχούνται, καθορίζουν οι ίδιοι τις αποδοχές τους.

Στις λίγες αυτές γραμμές αναγκαστικά αφήνουμε στην άκρη τα αυτονόητα: ναι, η δικαιοσύνη μπορεί να ακυρώνει πράξεις της διοίκησης και σε κάθε περίπτωση οφείλει ανεξάρτητη και απερίσπαστη να διαμορφώνει τις κρίσεις της. Ας δούμε όμως για λίγο ένα επίκαιρο παράδειγμα, τη δίκη της Ηριάννας. Η κριτική ανάλυση που μπορεί να στηριχθεί σε αυτό είναι πιο δομική και ριζική π.χ. από κάποιο σχολιασμό του άμετρου λόγου οποιουδήποτε κυβερνητικού παράγοντα. Παρακάτω εξηγούμαι.

Στα ποινικά δικαστήρια (αναφέρομαι ειδικά σε αυτά) η κρίση στηρίζεται κατά το πλείστον στην εκτίμηση των αποδείξεων, Τί έκανε ο δράστης, τί ήξερε, τί ήθελε. Κατά την ποινική δικονομία μας, ο δικαστής κρίνει τις αποδείξεις κατά συνείδηση, χωρίς να ελέγχονται από τα ανώτατα δικαστήρια τα λάθη του. Ποιες εγγυήσεις έχουμε ότι δεν «θα πει ό,τι θέλει», ότι θα αποφύγει την αυθαιρεσία και δεν θα έχει ανομολόγητα κίνητρα για την κρίση του; Οι αγγλοαμερικανικές δικαιοταξίες προσφέρουν μια διαδικαστική εγγύηση, την ανάδειξη ενόρκων που (υποτίθεται) μπορούν αμεσότερα να εκφράζουν την λαϊκή αντίληψη για τα πράγματα της ενοχής. Στην ηπειρωτική Ευρώπη εγγύηση είναι η δημοσιότητα της δίκης: αν ο δικαστής «πει το άσπρο μαύρο» θα γίνει ευρύτερα αντιληπτός, θα υπάρξει ίσως ένας κοινωνικός έλεγχος.

Είναι επαρκής αυτή η δημοσιότητα για τη διασφάλιση της ορθοδικίας; Καταρχήν όχι: η δημοσιότητα στην αίθουσα του δικαστηρίου απευθύνεται σε λίγους και κατά τεκμήριο όχι επιδραστικούς σε εθνική κλίμακα, ενώ η διεύρυνση της εικόνας διαμεσολαβείται από τον Τύπο, όχι απαραίτητα αμερόληπτο. Ποια είναι λοιπόν η ουσιαστική κατοχύρωση; Ότι κατά κανόνα θα αποφανθούν δικαστές καλά εκπαιδευμένοι, φιλόπονοι και ευσυνείδητοι. Εξαιρέσεις όμως, δεν υπάρχουν άραγε;

Ας μετατρέψουμε λοιπόν την ιστορία της Ηριάννας σε υπόθεση εργασίας. Ένα δικαστήριο στερεί πολλά χρόνια ελευθερίας από μια κρινόμενη, επειδή θεωρεί ότι ένα δείγμα DNA, κύριο αποδεικτικό μέσο, την ενοχοποιεί ως μέλος τρομοκρατικής 2 οργάνωσης. Την ίδια στιγμή όμως ένας μεγάλος αριθμός επιστημόνων αποφαίνεται ότι το δείγμα που εξετάστηκε ήταν ποσοτικά και ποιοτικά ανεπαρκές για την συναγωγή συμπερασμάτων.

Το ίδιο δικαστήριο φαίνεται να δέχεται ότι ένα ταξίδι στη Βαρκελώνη, χωρίς εμπεριστατωμένη αναφορά κάποιων γεγονότων σε αυτό, αποτελεί όχι απλώς τεκμήριο αλλά βάση για βεβαιότητες περί τρομοκρατικής δραστηριότητας. Εδώ, ουδέν σχόλιο.

Σε άλλη διαδικαστική φάση της ίδιας υπόθεσης, εξάλλου, κρίνεται ότι η παραμονή της Ηριάννας στη φυλακή δεν θα προκαλέσει ανεπανόρθωτες βλάβες στην ακαδημαϊκή σταδιοδρομία της. Ο καθένας πολίτης όμως είναι σε θέση να εκτιμήσει ότι μπορεί η φυλάκιση να αποτελέσει καταλυτικό βίωμα ψυχολογικά και εκπαιδευτικά.

Ποιος έχει δίκιο λοιπόν; Τυπικά, το δικαστήριο. Ουσιαστικά, την απάντηση την παρέχει η επιστημονική και κοινωνική εμπειρία, που μπορεί να είναι διαφορετικές. Το βέβαιο είναι ότι στη δημοκρατία αυτό το χάσμα πρέπει να γεφυρώνεται. Η κοινωνική και ψυχολογική πραγματικότητα προέχουν και οι θεσμοί με την εφαρμογή τους ή με μεταρρυθμίσεις πρέπει να βρουν τρόπους να την διαπιστώνουν και να την δικαιώνουν. Δεν πρόκειται για παρέμβαση, αλλά για βέλτιστη δικαιοσύνη.

Πηγή: Νέα Σελίδα

2024 © left.gr | στείλτε μας νεα, σχόλια ή παρατηρήσεις στο [email protected]
§ Όροι χρήσης για αναδημοσιεύσεις Αναφορά Δημιουργού-Μη Εμπορική Χρήση 3.0 Μη εισαγόμενο (CC BY-NC 3.0)