Η νέα αυτή παραγωγή θα παρουσιαστεί για δέκα παραστάσεις μέσα στην περίοδο των Χριστουγέννων (7, 8, 13, 17, 20, 24, 27, 30/12 και 3, 5/1), στην αίθουσα Σταύρος Νιάρχος της Εθνικής Λυρικής Σκηνής, στο πλαίσιο του αφιερώματος της ΕΛΣ στον Στέφανο Λαζαρίδη.
Δεν είναι λίγοι οι φίλοι του λυρικού θεάτρου που θεωρούν την «Μποέμ» ως την απόλυτη όπερα, μια και συνδυάζει μοναδική μελωδική μουσική, μια σπαρακτική ιστορία, καθημερινούς χαρακτήρες και έντονα συναισθήματα. Η υπόθεση αφορά στον έρωτα ανάμεσα στον ποιητή Ροντόλφο και στη ράφτρα Μιμή, με φόντο το παγωμένο χριστουγεννιάτικο Παρίσι, από τη στιγμή που συναντιούνται έως το θάνατό της από φυματίωση.
«Επιχειρήσαμε να ξεδιπλώσουμε την ουσία του έργου, ώστε να υπάρχει κάτι το οικουμενικό που θα ταιριάζει σε κάθε εποχή. Όχι τόσο ως διαχρονικότητα, όσο ως διαπίστωση ότι η ανθρωπότητα δεν αλλάζει ποτέ· ο θάνατος θα είναι πάντα θάνατος, η φτώχεια θα είναι φτώχεια και οι φοιτητές θα είναι φοιτητές» αναφέρει ο Γκρέιαμ Βικ, στο σημείωμά του.
Η «Μποέμ» βασίζεται στη νουβέλα «Σκηνές απ΄ την μποέμικη ζωή» (1845/8, 1851) του Ανρί Μυρζέρ και πρωτοπαρουσιάστηκε το 1896 στο Βασιλικό Θέατρο του Τορίνο, υπό τη διεύθυνση του Αρτούρο Τοσκανίνι. Η Εθνική Λυρική Σκηνή ανέβασε για πρώτη φορά την «Μποέμ» τον Απρίλιο του 1948, σε μουσική διεύθυνση Αντίοχου Ευαγγελάτου.
Το 2007, ο τότε καλλιτεχνικός διευθυντής της ΕΛΣ, Στέφανος Λαζαρίδης, ανέθεσε στον Γκρέιαμ Βικ να σκηνοθετήσει μια νέα παραγωγή της «Μποέμ» για την Εθνική Λυρική Σκηνή. Ο Βικ μετέφερε τη δράση του έργου από το Παρίσι του 19ου αιώνα στην Αθήνα του 21ου, δημιουργώντας μια παράσταση ορόσημο για το ελληνικό λυρικό θέατρο.
Γκρέιαμ Βικ, «ο άνθρωπος που έσωσε την όπερα στη Βρετανία»
Από τη Σκάλα του Μιλάνου, τη Μετροπόλιταν της Νέας Υόρκης, από την Όπερα του Παρισιού, την Εθνική Όπερα της Αγγλίας και την Βασιλική Όπερα του Λονδίνου, από το Φεστιβάλ του Σάλτσμπουργκ, την Όπερα του Βερολίνου, το Μπολσόι και το Μαριίνσκι έως τις παλιές αποθήκες και τα εργοστάσια του Μπέρμινχαμ, ο Γκρέιαμ Βικ, («ο άνθρωπος που έσωσε την όπερα στην Βρετανία», όπως τον έχει χαρακτηρίσει η βρετανική εφημερίδα Telegraph) είναι ένας σκηνοθέτης που ξέρει να τολμά, να πειραματίζεται και να καταρρίπτει δημιουργικά τα κλισέ που συνοδεύουν παραδοσιακά την τέχνη της όπερας.
Παράλληλα με την εντυπωσιακή του πορεία στα κορυφαία λυρικά θέατρα του κόσμου, με σπουδαίες παραστάσεις και πληθώρα βραβεύσεων και συνεργασιών με σούπερ σταρ μαέστρους, o Βικ δημιούργησε το 1987 την Όπερα του Μπέρμινχαμ με στόχο να ανοίξει την τέχνη της όπερας σε νέο κοινό.
Στο Μπέρμινχαμ, στην όπερα του οποίου παραμένει καλλιτεχνικός διευθυντής έως σήμερα, κατάφερε να δημιουργήσει παραστάσεις-γεγονότα, σε αποθήκες, εργοστάσια, χώρους ροκ συναυλιών, με τεράστια συμμετοχή από τους κατοίκους της πόλης, οι οποίοι για πρώτη φορά συμμετείχαν, αλλά και είδαν παραστάσεις όπερας. Ο ίδιος συνηθίζει να λέει: «Δεν χρειάζεται να είσαι μορφωμένος για να αισθανθείς, να κινητοποιηθείς και να ενθουσιαστείς από την όπερα. Αρκεί να την αφήσεις να σε συνεπάρει χωρίς να σκεφτείς τίποτα».
Για την αναβίωση της Μποέμ στις νέες εγκαταστάσεις της ΕΛΣ στο ΚΠΙΣΝ, δέκα χρόνια μετά το πρώτο ανέβασμα, ο Βικ αναφέρει: «Αυτό που καθιστά τις παραγωγές σύγχρονες, είναι οι αξίες τους και όχι η εγγραφή τους σε χώρο και χρόνο. Από αυτή την άποψη, οι αξίες δεν έχουν αλλάξει στην Αθήνα, παρά την πάροδο και την προσθήκη δέκα χρόνων στην ιστορία της. Φυσικά, η αναβίωση μιας όπερας αποτελεί πάντα μια δημιουργική και πολύπλευρη διαδικασία. Μία καθοριστική αλλαγή είναι οι δύο νέες διανομές που θα ερμηνεύσουν τους ρόλους· οι προσωπικότητες των καλλιτεχνών αποτελούν πάντα βαρόμετρο στο ανέβασμα μιας παραγωγής».
Στην «Μποέμ» συμμετέχουν δύο διανομές Ελλήνων και ξένων πρωταγωνιστών. Στην πρώτη συναντούμε καταξιωμένους τραγουδιστές, ενώ στην δεύτερη νέους και ανερχόμενους. Στον ρόλο της Μιμής κάνει το ντεμπούτο της η σπουδαία Ελληνίδα υψίφωνος Μυρτώ Παπαθανασίου, η οποία έχει διαγράψει μια εντυπωσιακή πορεία στις μεγαλύτερες όπερες του πλανήτη.
Στη δεύτερη διανομή, τον ρόλο θα ερμηνεύσει η ανερχόμενη υψίφωνος Άννα Στυλιανάκη. Τον ρόλο του Ροντόλφο μοιράζονται οι τενόροι Γιάννης Χριστόπουλος και Άγγελος Σαμαρτζής, ενώ του Μαρτσέλλο, οι βαρύτονοι Διονύσης Σούρμπης και Γιώργος Ιατρού. Την Μουζέττα ερμηνεύουν οι Ευμορφία Μεταξάκη και Μαρία Παλάσκα, ενώ τον Κολλίνε οι Όλεγκ Μπουνταράτσκι και Γκλεμπ Περυάζεφ. Την Ορχήστρα της ΕΛΣ διευθύνουν οι αρχιμουσικοί Ηλίας Βουδούρης και Βλαδίμηρος Συμεωνίδης, την Χορωδία της ΕΛΣ διευθύνει ο Αγαθάγγελος Γεωργακάτος και την Παιδική Χορωδία της ΕΛΣ η Κωνσταντίνα Πιτσιάκου.
Τα σκηνικά και τα κοστούμια υπογράφει ο Ρίτσαρντ Χάντσον, ενώ τους φωτισμούς ο Τζουζέππε ντι Ιόριο.