to top
  • βρείτε μας στο Twitter
  • βρείτε μας στο Facebook
  • βρείτε μας στο YouTube
  • στείλτε μας email
  • εγγραφείτε στο RSS feed
  • international version

Μικρή συμβολή στον μετεκλογικό διάλογο

Άρθρο του Δημήτρη Πανταζόπουλου


«Αντί όμως το φανταστικό λαό τους, οι εκλογές φέρανε στο φώς της ημέρας τον πραγματικό λαό, δηλαδή τους εκπροσώπους των διαφόρων τάξεων στις οποίες υποδιαιρείται», έγραφε ο Καρλ Μάρξ μιλώντας για τις εκλογές στο έργο του «ταξικοί αγώνες στην Γαλλία», που γράφτηκε το 1850.

Φυσικά αυτή δεν ήταν η τελευταία φορά που η «αριστερά» έπεφτε έξω στις αναλύσεις της για τον «λαό» και αναγκάζονταν να προσγειωθεί στην πραγματικότητα μετά από εκλογές. Ο ολλανδός μαρξιστής Anton Pannekoek, μέλος της αριστεράς πτέρυγας του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος Γερμανίας  (και αργότερα του Κομμουνιστικού Κόμματος αυτής χώρας), έγραφε μιλώντας για τις εκλογές στην Γερμανία το 1919, μετά από την καταστολή της εξέγερσης των Σπαρτακιστών, που οδήγησε στην δολοφονία της Rosa Luxemburg και του Karl Liebknecht, τα εξής: «Οι γερμανικές εκλογές έδειξαν με ψυχρό τρόπο και με την αμείλικτη λογική των αριθμών, πόσο πολύ δουλειά, πρέπει ακόμα να κάνει η σοσιαλιστική προπαγάνδα, στην Γερμανία, αλλά και αλλού, πριν η εργατική τάξη βρεθεί στην κατάλληλη κατάσταση και έτοιμη να εγκαταστήσει τον σοσιαλισμό».

Τι σημαίνουν όμως οι εκλογές για την αριστερά; Σημαίνουν μήπως ότι είναι αυτοσκοπός και ο μοναδικός στόχος ύπαρξης της; σημαίνουν μήπως ότι οι εκλογές γίνονται για να καταγραφούν νικητές και ηττημένοι;

Οι εκλογές αποτελούν ένα σημαντικό εργαλείο στην πάλη της αριστεράς για αλλαγή της κοινωνικής πραγματικότητας, ένα εργαλείο που την βοηθά να μετρήσει την απήχηση της πολιτικής της στο λαό, ένα εργαλείο που την βοηθά να ρυθμίσει την δράση της. Να πως περιγράφει αυτό το εργαλείο ο Φρίντριχ Έγκελς στον πρόλογο του έργου του Μαρξ, «Οι Ταξικοί Αγώνες στην Γαλλία», το 1895: «…εκτός από ότι μας πληροφορούσε με ακρίβεια για την δική μας δύναμη καθώς και για την δύναμη όλων των αντιπάλων κομμάτων και μας προσέφερνε έτσι ένα τέτοιο μέτρο για να ρυθμίζουμε την δράση μας, που παρόμοιο του δεν υπάρχει στον κόσμο, προφυλάσσοντας μας, τόσο από μία άκαιρη αποθάρρυνση όσο και από ένα παράτολμο θάρρος – αν αυτό ήταν το μόνο κέρδος μας από το δικαίωμα ψήφου, πάλι θα ήταν υπεραρκετό. Όμως το γενικό δικαίωμα ψήφου έκανε πολύ περισσότερα. Στην εκλογική ζύμωση μας έδωσε ένα μοναδικό μέσο να έρθουμε σε επαφή με τις λαϊκές μάζες…». 

Γιατί τα αναφέρω όλα αυτά σύντροφοι. Γιατί μου έχει κάνει εντύπωση ότι 120 χρόνια περίπου μετά, δεν υπάρχει σχεδόν καμία αξιολόγηση, αυτής της μορφής, από την αριστερά, παρόλο που τα εργαλεία που διαθέτουμε τώρα είναι πολύ περισσότερα, αφού πέρα από τις ψήφους, γνωρίζουμε και την ταξική προέλευση αυτών των ψήφων, τις μετακινήσεις των ψηφοφόρων ανάμεσα στα κόμματα, αλλά και τον τρόπο που σκέφτονται και αντιμετωπίζουν τις πολιτικές εξελίξεις τα διάφορα στρώματα της κοινωνίας (βλέπε τις αναλύσεις των Ηλία Νικολόπουλου και Βερναρδάκη στις πρόσφατες, αλλά και σε προηγούμενες εκλογικές αναμετρήσεις, καθώς και την πολύ καλή δουλειά που είχε κάνει, τουλάχιστον στο παρελθόν, ο Αλέξανδρος Μπίστης).

Μετά από τόσα χρόνια, η αριστερά συνεχίζει να μην αναλύει τα βασικά, δηλαδή αποφεύγει να κάνει την ανάλυση των εκλογικών αποτελεσμάτων βάση συγκεκριμένων κριτηρίων και αρνείται να προσπαθήσει να κατανοήσει ποια είναι η σύνθεση του «πραγματικού λαού», αλλά και των παραμέτρων που καθοδηγούν την ψήφο του και την πολιτική του σκέψη, στις σύγχρονες συνθήκες.

Αντίθετα έχει χυθεί αρκετό μελάνι για το αν ο ΣΥΡΙΖΑ θα «γύρει» προς τα αριστερά ή στα κεντροαριστερά, και αυτό μάλιστα έχει γίνει με ένα τρόπο «φιλολογικό», ένα τρόπο δηλαδή που δεν έχει κανένα πολιτικό περιεχόμενο. Για παράδειγμα το άρθρο μιας συντρόφισσας είναι εξ’ ολοκλήρου αφιερωμένο σε αυτό το θέμα με τον χαρακτηριστικό τρόπο που δείχνει το απόσπασμα που παραθέτω: 

«Η λεγόμενη Κεντροαριστερά, (το άλλο προσωνύμιο της «σοσιαλδημοκρατίας») πάντα αποτέλεσε σε αυτή την χώρα τον κυματοθραύστη για την ανακοπή της επιρροής της Αριστεράς, το ανάχωμα σε κάθε απόπειρα εναλλακτικής πορείας για την εθνική ανεξαρτησία, την προοδευτική δημοκρατική ανασυγκρότηση και τη σοσιαλιστική προοπτική και τον κύριο φορέα σε κρίσιμες στιγμές για την προώθηση των πλέον σκληρών κατεστημένων επιλογών».

Δεν ξέρω γιατί σύντροφοι, αλλά όταν διαβάζω τόσο αφηρημένα πολιτικά κείμενα, άσχετα με το θετικό συναισθηματικό φορτίο που μπορεί να κουβαλούν, θυμάμαι τον Μπέρτολτ Μπρέχτ στις ιστορίες του κου Κοϋνερ:

«Ρώτησαν ένα εργάτη στο δικαστήριο αν ήθελε να δώσει τον πολιτικό ή τον θρησκευτικό όρκο. Εκείνος αποκρίθηκε: Είμαι άνεργος. Αυτό δεν το είπε μόνο από αφηρημάδα, παρατήρησε ο κ. Κοϋνερ. Μ’ αυτή την απάντηση τους έδωσε να καταλάβουν ότι τέτοιες ερωτήσεις, ναι, ίσως ακόμα και αυτή η δικαστική διαδικασία μπορεί να μην έχουν για αυτόν σημασία».

Με βάση ποιο σημείο του πολιτικού ορίζοντα σύντροφοι, στο οποίο βρισκόμαστε αυτή την στιγμή, κρίνουμε την κατεύθυνση προς τα αριστερά ή την κεντροαριστερά; κάτω από ποιες «καιρικές» συνθήκες καλούμαστε να χαράξουμε πλεύση; Ποιοι είναι οι υποκειμενικοί και αντικειμενικοί περιοριστικοί παράγοντες που θα πρέπει να λάβουμε υπόψη μας για να χαράξουμε πολιτική; βάση ποιας εθνικής και διεθνούς ανάλυσης της σημερινής πραγματικότητας καθορίζονται οι στόχοι για την προοδευτική και δημοκρατική ανασυγκρότηση; Και πως ορίζεται σήμερα, κάτω από τις ιστορικές αποκαλύψεις και συγκυρίες, η σοσιαλιστική προοπτική;

Δυστυχώς όμως, φαίνεται ότι το απόσπασμα και το κείμενο της συντρόφισσας που παρέθεσα παραπάνω, αποδεικνύεται πολύ περισσότερο πολιτικό σε σύγκριση με την πολιτική «θολούρα» και αυθαιρεσία που διακρίνει τα δύο αποσπάσματα που ακολουθούν:

«Στον ΣΥΡΙΖΑ, ως γνωστόν, έχουν προσέλθει μια σειρά από σοσιαλδημοκρατικά στελέχη που εγκατέλειψαν έγκαιρα το ΠΑΣΟΚ, αμφισβητώντας τις μνημονιακές πολιτικές. Όντας τμήματα του προβεβλημένου πολιτικού προσωπικού και διαθέτοντας την «τεχνογνωσία» των σχέσεων με τα ΜΜΕ, έχουν σε εθνική κάλπη καλές εκλογικές επιδόσεις. Όμως, κατά τη γνώμη μου, αυτό που επιβραβεύει η λαϊκή ψήφος είναι ότι τα στελέχη αυτά επέλεξαν ως «ξενιστή» τον ΣΥΡΙΖΑ και την πολιτική του».

«Γιατί κανείς δεν δικαιούται να υποβαθμίζει ένα άλλο γεγονός: Άλλα σοσιαλδημοκρατικά στελέχη –ακόμα πιο «προβεβλημένα», όπως η Λούκα Κατσέλη–, που δοκίμασαν να χτίσουν πολιτικό ρεύμα εκτός ΠΑΣΟΚ αλλά με σαφή σοσιαλδημοκρατικό χαρακτήρα, γνώρισαν την εκλογική συντριβή. Ανάλογη τύχη είχε σύντομα η ΔΗΜΑΡ, που επιχείρησε να οικοδομηθεί ως «υπεύθυνη» Κεντροαριστερά. Επίσης, στα «ποιοτικά» στοιχεία όλων των δημοσκοπήσεων, ως το πιο αδύναμο σημείο του ΣΥΡΙΖΑ εμφανίζεται ο φόβος πλατιών λαϊκών δυνάμεων ότι αυτός μπορεί να εξελιχθεί σε ένα «νέο ΠΑΣΟΚ». Και την εμπειρία αυτήν κανείς, φαίνεται, δεν θέλει να την ξαναζήσει».

Τι κατανοεί κάποιος από αυτή την τοποθέτηση; Ποιο είναι το πολιτικό της περιεχόμενο; Ότι ο «ξενιστής» παίζει σημαντικό ρόλο το ξέρουμε πολύ καλά, και αυτό δεν ισχύει μόνο για εκείνα τα στελέχη από τον «σοσιαλδημοκρατικό» χώρο που συντάχτηκαν μαζί με την αριστερά στην μάχη κατά των καταστροφικών πολιτικών του νεοφιλελευθερισμού, αλλά και για όλα εκείνα τα στελέχη της πρώην «εξωκοινοβουλευτικής» αριστεράς που επίσης συντάχτηκαν στις γραμμές του ΣΥΡΙΖΑ. Γιατί όμως ο συγγραφέας του άρθρου περιορίζεται σε αυτή την διάσταση; Το μόνο συμπέρασμα που θα μπορούσε να εξάγει κάποιος κοιτώντας μόνο αυτή την πολιτική διάσταση των πραγμάτων, είναι η ανάγκη για συμπόρευση πάνω σε ένα συγκεκριμένο μίνιμουμ πρόγραμμα όλων των αριστερών και προοδευτικών δυνάμεων, αλλιώς η μάχη είναι αδιέξοδη.

Επίσης την εκλογική συντριβή δεν την γνώρισαν μόνο «προβεβλημένα» στελέχη, όπως η Λούκα Κατσέλη, ή κόμματα με αλλοπρόσαλλη πολιτική , όπως η ΔΗΜΑΡ, αλλά και «ριζοσπαστικές» δυνάμεις όπως η ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Αντίθετα, θολές πολιτικά δυνάμεις, με ύποπτα απροσδιόριστο πολιτικό στίγμα, όπως το Ποτάμι, έλαβαν ένα σημαντικότατο ποσοστό ψήφων.

Τέλος υπάρχουν και τα ποιοτικά στοιχεία των δημοσκοπήσεων, στα οποία εμφανίζεται «ο φόβος πλατιών λαϊκών μαζών ότι ο ΣΥΡΙΖΑ μπορεί να εξελιχθεί σε «νέο ΠΑΣΟΚ». Τι σημαίνει όμως αυτό; Φαίνεται από την ανάλυση αυτών των στοιχείων τι είναι αυτό που οι πολίτες θεωρούν αρνητικό στην πορεία και μετεξέλιξη του ΠΑΣΟΚ σε συνιστώσα της δεξιάς του Σαμαρά; Τι θα έλεγαν, για παράδειγμα οι πολίτες, αν κάποιος τους ρωτούσε αν συμφωνούν για την ανάγκη εκδημοκρατισμού του κρατικού μηχανισμού και της δημόσιας ζωής, και τον δημοκρατικό μετασχηματισμό των θεσμών, στους οποίους περιλαμβάνονται , η Δικαιοσύνη, ο Στρατός, η Αστυνομία, τα Μέσα Ενημέρωσης, κλπ; Το ερώτημα δεν είναι ρητορικό σύντροφοι, αλλά ουσιαστικό γιατί τα παραπάνω αποτελούσαν μέρος των θέσεων του ΠΑΣΟΚ, έτσι όπως τις είχε διακηρύξει στη  συνεδρίαση της κεντρικής του επιτροπής στις 25-26 Φλεβάρη του 78, διακηρύξεις που δυστυχώς ποτέ δεν έγιναν πραγματικότητα.

Ο λαός σύντροφοι δικαιολογημένα φοβάται την ασυνέπεια, που την έχει ταυτίσει με το ΠΑΣΟΚ, και είναι απόλυτα δικαιολογημένος να μη θέλει να ξαναζήσει τέτοιες εμπειρίες. Τι είναι όμως αυτό που κάνει τον αρθρογράφο να αναπαράγει για τον ΣΥΡΙΖΑ αυτόν τον φόβο, και τι προτείνει για να μη γίνουν, για κανένα μας, τέτοιοι φόβοι πραγματικότητα;

Αυτός ο τρόπος κριτικής σύντροφοι, με κάνει να υποψιάζομαι, ότι ο στόχος της δεν είναι η πολιτική ζύμωση και ώσμωση ανάμεσα στα στελέχη και μέλη του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά έχει τις ρίζες της και τα αίτια της αλλού.

«πολλά στελέχη της αριστεράς νοιώθουν μεγαλύτερο πάθος όχι για τον ταξικό τους αντίπαλο, αλλά για το αντίπαλο αριστερό κόμμα, και ακόμα μεγαλύτερο πάθος νοιώθουν όταν πολεμούν τον αντίπαλο μέσα στο ίδιο τους το κόμμα, ή καλύτερα μέσα στην ίδια τους την τάση! Με τόσες τάσεις και ρεύματα, η Αριστερά κατάφερε παρ’ όλα αυτά να λειτουργεί ως… βραχυκύκλωμα, χωρίς πραγματική αντίσταση στους εχθρούς της εργασίας».

«Αυτή η ψύχωση της αποκλειστικής αλήθειας και της ιδιοκτησίας μέσα στο αριστερό κίνημα δεν αποπνέει, βέβαια, ούτε επανάσταση, ούτε εργατικό πολιτισμό. Το μόνο που αποπνέει είναι η νοοτροπία του μπακάλη που περισσότερο ζηλεύει παρά εχθρεύεται το σουπέρ μάρκετ, η ψυχολογία μιας μικροαστικής διανόησης και μιας εργατικής γραφειοκρατίας που θέλουν να γίνουν κυρίαρχες μέσω του κράτους στην κοινωνία και όχι να την αλλάξουν», γράφει ο Πέτρος Παπακωνσταντίνου στο υπέροχο βιβλίο του με τίτλο «Επιστροφή στο Μέλλον» (σελίδα 211).

Εξαιτίας ακριβώς αυτής της «μικροαστικής» παθογένειας, που στην ρίζα της βρίσκεται ο άκρατος ατομισμός, τον οποίο τόσο γραφικά περιγράφει στο βιβλίο του ο Παπακωνσταντίνου, η αριστερά δυσκολεύεται να βρει τον βηματισμό της, δυσκολεύεται να βρει τα σημεία που την ενώνουν και να εμβαθύνει και συζητήσει με ανοικτό μυαλό, όχι μόνο ανάμεσα στις τάξεις της, αλλά με όλο τον λαό, εκείνα τα σημεία στα οποία υπάρχουν διαφορετικές εκτιμήσεις και προτάσεις.

Στο υπέροχο άρθρο του ο αειθαλής κομουνιστής φιλόσοφος και αγωνιστής Ευτύχης Μπιτσάκης θέτει μια σειρά από βασικά ερωτήματα που στην ουσία αναδεικνύουν τα προβλήματα που έχει να αντιμετωπίσει η αριστερά και φέρνουν στην επιφάνεια το κενό στρατηγικής που στην ουσία υπάρχει, απόρροια της απόιδεολογικοποίησης, που ακολούθησε την κατάρρευση του «ανύπαρκτου», αλλά και των νέων συνθηκών που δημιούργησε ο θριαμβευτής νεοφιλελευθερισμός.

«Ναι, αλλά ο ΣΥΡΙΖΑ δεν μιλάει για σοσιαλισμό! Λάθος: Ο ΣΥΡΙΖΑ έχει στρατηγικό στόχο τον σοσιαλισμό. Άλλο αν θα θελήσει ή αν θα μπορέσει να τον πραγματοποιήσει. Αλλά υποστηρίζουν ορισμένοι ότι ο ΣΥΡΙΖΑ θα μεταλλαχθεί σε νέο ΠΑΣΟΚ. Ας μην κάνουμε προφητείες… Άλλο το πρόγραμμα του ιστορικού (μακριά τη λήξει) ΠΑΣΟΚ και άλλο το πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ. Άλλος ο λαός του ΠΑΣΟΚ (αγρότες μικροαστοί, ανερχόμενα κοινωνικά στρώματα, που δεν ονειρεύονταν σοσιαλισμό) και άλλος ο λαός της Αριστεράς: οι επιζώντες αγωνιστές της γενιάς μου (Αντίσταση, Εμφύλιος), οι αγωνιστές της ΕΔΑ, οι νέοι (τότε) Λαμπράκηδες, οι αγωνιστές εναντίον της χούντας, οι αγωνιστές των μετέπειτα κοινωνικών αγώνων. Όλοι αυτοί θα οδηγηθούν ως πρόβατα επί σφαγήν;»

Συγκρίνετε σύντροφοι τις ανησυχίες, και κυρίως το ύφος και τον τρόπο που ο παλαίμαχος κομμουνιστής θέτει τα θέματα, με τα αντίστοιχα αποσπάσματα που σας παρέθεσα και βγάλτε εσείς τα δικά σας συμπεράσματα.

Στο εξαιρετικό άρθρο των Σπύρου Λαπατσιώρα και Γιάννη Μηλιού γίνεται μια αξιολογότατη προσπάθεια (μέσα στο περιορισμένο χώρο ενός άρθρου, έστω και μακροσκελούς) να εντοπιστούν, πέρα από την οφθαλμοφανή επιτυχία της νίκης του ΣΥΡΙΖΑ με 4 περίπου μονάδες διαφορά, τα ανησυχητικά σημάδια που θα μπορούσαν να υποθηκεύσουν το μέλλον αυτής της ωραίας προσπάθειας για ανασύσταση και αναγέννηση της αριστεράς του 21ου αιώνα, στην χώρα μας.

Χαρακτηριστικά αναφέρω δύο από αυτά τα σημεία που θεωρώ πολύ σημαντικά:

  • «…δυναμικά νέα στρώματα που προσέγγισαν τον ΣΥΡΙΖΑ βλέποντας την ελάχιστα δημοκρατική οργάνωσή του, τις φατρίες και ένα διαμορφωμένο κομματικό κατεστημένο, όχι και πολύ φιλικό σε πολλές-πολλές αλλαγές, απλώς στάθηκαν στη γωνία»
  • «Ένα σημαντικό στοιχείο, πέραν του ζητήματος του ενιαίου κόμματος και των όρων λειτουργίας του, είναι ότι ο ΣΥΡΙΖΑ ως κόμμα δεν έχει ιδεολογική ζωή και – με μία δόση υπερβολής – ούτε σημαντική πολιτική ζωή»

Στην συνέντευξη που έδωσε ο Γιάννης Δραγασάκης στην εφημερίδα εποχή, δηλώνει: «Οι εφεδρείες βρίσκονται μέσα στην κοινωνία, άρα για να τις προσεγγίσουμε πρέπει να πάμε εμείς στην κοινωνία και όχι να περιμένουμε να έρθει η κοινωνία σε εμάς. Πρέπει να πάμε στην κοινωνία όχι ως ομιλητές, αλλά ως συνομιλητές, με στόχο την οργάνωση του λαού με κάθε πρόσφορη συλλογική μορφή αντίστασης και δημιουργίας, για να περάσουμε από την κοινωνία των «Εγώ» στην κοινωνία των «Εμείς»».

Αυτό όμως είναι μια ευχή που δεν μπορεί να υλοποιηθεί, αν δεν αλλάξουν οι δύο βασικές προϋποθέσεις που αναφέρονται παραπάνω (το κομματικό κατεστημένο και η ποιότητα της ιδεολογικό-πολιτικής δουλειάς).

Η στροφή προς την κοινωνία που πολύ σωστά ζητούν στα άρθρα τους ο Γιάννης Δραγασάκης, ο Γιάννης Μηλιός, ο Ρούντι Ρινάλντι, αλλά και άλλοι σύντροφοι δεν πρόκειται να υλοποιηθεί ούτε με ευχές, ούτε με «αριστερές» κορώνες. Δεν μπορούμε να πλησιάσουμε τα κοινωνικά στρώματα που πλήττονται βάναυσα από την ακραία νεοφιλελεύθερη πολιτική αν δεν κατανοήσουμε πρώτα τα προβλήματα τους και την απόγνωση τους, και αν δεν έχουμε την διάθεση να ακούσουμε και να συζητήσουμε μαζί τους, προτείνοντας, «επί ίσοις όροις», λύσεις που δείχνουν διεξόδους στα δικά τους αδιέξοδα, αλλά και να ακούσουμε τις προτάσεις τους.

Για ποιο λόγο ένας άνεργος ή ένας κατεστραμμένος «μικροεπιχειρηματίας» θα μας πλησιάσει και θα μας ακούσει;  Για να του χορηγήσουμε πιστοποιητικό «αριστεροφροσύνης» ή για να τον μετρήσουμε στην κλίμακα δεξιά αριστερά με το χαλασμένο αριστερόμετρο που κουβαλά ο καθένας από εμάς; Ποιον να πείσουμε, όταν αντί του σεβασμού της άποψης του συνομιλητή μας, τον αντιμετωπίζουμε με ύφος από «καθέδρας» «καθηγητή» της αριστεράς; (αλήθεια που δώσανε εξετάσεις αριστεροσύνης κάποιοι και ποιος τους έδωσε το «πτυχίο»;)

Σύντροφοι, είμαι βαθιά πεπεισμένος ότι η στροφή προς την κοινωνία, με όρους αριστεράς, απαιτεί από τον καθένα μας να λάβει υπόψη του μια σειρά από προσωπικές παραμέτρους, ανάμεσα στις οποίες υπογραμμίζω μερικές, με σειρά προτεραιότητας:

  1. Η συμπεριφορά: πολιτικό γεγονός δεν είναι μόνο το μνημόνιο. Πολιτικό γεγονός είναι και η συμπεριφορά του συντρόφου που δεν μπορεί να κατανοήσει την απογοήτευση και την πολιτική αδράνεια του άνεργου πατέρα τριών παιδιών, ή την αναζήτηση της λύσης των οξυμένων προβλημάτων υγείας του άνεργου και ανασφάλιστου, στις διαφημιστικές προσφορές των μεγάλων ιδιωτικών μονάδων υγείας. «Ο φασισμός εκφράζεται ως καθημερινή συμπεριφορά που ακινητοποιεί τις αντιστάσεις του Άλλου, όχι για να τον κερδίσει αλλά για να τον συντρίψει, όχι για να προκαλέσει την συναινετική του συνάντηση, αλλά για να προκαλέσει τον αφανισμό του καθώς βλέπει τον Άλλο ως το διαρκή εχθρό του», έγραφε στο άρθρο του, με τίτλο «ο τρομοκρατικός λόγος», ο Κωστής Μοσκώφ.
  2. Η γνώση: η γνώση και η πληροφορία αποτελούν πηγές «εξουσίας» στο σημερινό κόσμο. Η αριστερά δεν πρόκειται να κάνει βήματα προς τα μπρος με «όπλο» την αμάθεια και την ημιμάθεια.
  3. Η παιδεία: Η παιδεία είναι αυτή που έχει σχέση με τον τρόπο σκέψης και συμπεριφοράς των ανθρώπων. Είναι αυτή που μπορεί να βοηθήσει τον άνθρωπο να κατανοήσει τις πραγματικές του διαστάσεις και όχι αυτές που τα δημιουργήματα του παρήγαγαν στο φαντασιακό του κόσμο. Η αριστερή παιδεία είναι αυτή που διαπλάθει συγκεκριμένες προσωπικότητες. Προσωπικότητες που κατανοούν ότι είναι μέρος ενός συνόλου και μπορούν να υπάρχουν σαν ολοκληρωμένες οντότητες μόνο μέσα από την ανάπτυξη ισότιμων σχέσεων με τους άλλους. Προσωπικότητες που κατανοούν ότι η δική τους προσωπική ανάπτυξη μπορεί να υπάρχει μόνο σαν συνέπεια της ανάπτυξης των άλλων. Αυτός ακριβώς είναι και ο λόγος που τα άτομα με αριστερή παιδεία δεν προσπαθούν να περιορίσουν την ανάπτυξη του διπλανού τους. Αντίθετα χαίρονται με αυτή και αγωνίζονται για να υπάρχουν οι συνθήκες εκείνες που ευνοούν την ανάπτυξη του Άλλου, που θα έλεγε και ο Κωστής Μοσκώφ. Αυτός είναι και ο λόγος που οι άνθρωποι με αριστερή παιδεία ξέρουν να μοιράζονται. Η διάθεση της αριστεράς να μοιράζεται, η πίστη της στην αλληλεγγύη, αποτελεί συνειδητή πολιτική πράξη και δεν είναι φιλανθρωπική διάθεση. Είναι πράξη ανθρώπων που έχουν αναπτύξει ολόπλευρα την προσωπικότητα τους, έτσι ώστε να μπορούν να κατανοούν το νόημα και την ανάγκη υλοποίησης της φράσης: «Από το καθένα ανάλογα με τις δυνατότητες του, στον καθένα ανάλογα με τις ανάγκες του».
  4. Η κριτική και συστημική σκέψη: δεν μπορεί να υπάρξει δημοκρατική κομματική ζωή χωρίς κουλτούρα διαλόγου και δημοκρατικής κριτικής, και δεν μπορεί να υπάρχει κουλτούρα διαλόγου χωρίς κριτική και συστημική σκέψη. Η «Κριτική Σκέψη» είναι αυτή που μπορεί να εντοπίζει τις διάφορες πτυχές ενός προβλήματος, να αναλύει τις παραμέτρους που περιβάλλουν το συγκεκριμένο πρόβλημα. Η Κριτική Σκέψη είναι μια δραστήρια σκέψη, μια σκέψη δηλαδή που δεν περιορίζεται στην απλή πρόσληψη ιδεών και πληροφορίας από κάποια πηγή. Μια σκέψη που δεν θα καταλήγει σε εύκολα συμπεράσματα ή σε συμπεράσματα που «βολεύουν», χωρίς επεξεργασία και εμβάθυνση στις υπάρχουσες πληροφορίες και πηγές. Η Συστημική Σκέψη, αποτελεί μια αναπτυγμένη ικανότητα αναστοχασμού, που δίνει την δυνατότητα στους ανθρώπους να συνειδητοποιούν τις παραδοχές στις οποίες στηρίζονται. Η συστημική σκέψη μας βοηθά να προσδιορίσουμε το πρόβλημα και να εντοπίσουμε τις παραμέτρους, τις αλληλεξαρτήσεις τους και τις αλληλεπιδράσεις τους, που επηρεάζουν την λύση του.
  5. Η ικανότητα να μεταδίδεις την γνώση: ο Μπρεχτ έλεγε ότι χρειάζεται «πονηριά» για να διαδώσεις την αλήθεια σε πολλούς. «Ο Λένιν, κάτω από την απειλή της τσαρικής αστυνομίας, ήθελε να περιγράψει την εκμετάλλευση και την καταπίεση του νησιού Σαχαλίνη από την ρώσικη μπουρζουαζία. Έβαλε Ιαπωνία αντί Ρωσία και Κορέα αντί Σαχαλίνη. Οι μέθοδοι της γιαπωνέζικης μπουρζουαζίας θύμιζαν σε όλους τους αναγνώστες τις μεθόδους της Ρωσικής στην Σαχαλίνη, αλλά η μπροσούρα δεν απαγορεύτηκε, μια και η Ιαπωνία ήταν εχθρός της Ρωσίας», γράφει ο Μπρέχτ στο βιβλίο του «πέντε δυσκολίες για να γράψει κανείς την αλήθεια». Θα τολμούσα να πω ότι στον χώρο της επικοινωνίας η αριστερά βρίσκεται στην εποχή της «προϊστορίας», αφού δεν δείχνει να έχει κατανοήσει ούτε τις διαστάσεις της σύγχρονης επικοινωνίας, ούτε τον ρόλο των ίδιων των μέσων (και δεν εννοώ μόνο τα ΜΜΕ), αλλά ούτε το μέγεθος της επίδρασης που οι εφαρμοζόμενες επικοινωνιακές στρατηγικές μπορεί να έχουν στον τρόπο σκέψης των ανθρώπων, και φυσικά δεν έχει κατανοήσει με ποιο τρόπο αυτό επιτυγχάνεται και ποια είναι τα «μυστικά» ή οι μέθοδοι της αποτελεσματικής επικοινωνίας.

Είναι κατανοητό σύντροφοι ότι ο ΣΥΡΙΖΑ δεν μπορεί να προχωρήσει μακριά αν η κομματική ζωή δεν αλλάξει ριζικά, και η κομματική ζωή δεν πρόκειται να αλλάξει ριζικά αν δεν αλλάξουμε εμείς στάση και συμπεριφορά. Κάτω από τις σημερινές συνθήκες λειτουργίας του κόμματος, δυσχεραίνει γενικότερα και η δημοκρατική λειτουργία του.

Ας είμαστε ειλικρινείς σύντροφοι. Μου φαίνεται λογικό, ότι μέσα σε ένα τέτοιο κομματικό κλίμα, που περιγράφουν και αρκετοί από τους συντρόφους και φίλους του ΣΥΡΙΖΑ, με τα κοινωνικά, εθνικά και πολιτικά προβλήματα οξυμένα, και τις ελπίδες μιας μεγάλης μερίδας του λαού να έχουν εναποτεθεί στο ΣΥΡΙΖΑ, δύο εναλλακτικές υπάρχουν για την ηγεσία του κόμματος: ή να παραιτηθεί, ή να αυτονομηθεί. Προσωπικά, κάτω από αυτές τις συνθήκες, είμαι υπέρ της δεύτερης εναλλακτικής, εκτός αν αποφασίσουμε να ακολουθήσουμε τον δύσκολο, αλλά και ωραίο δρόμο της σύγκρουσης με τις υπάρχουσες εγκατεστημένες νοοτροπίες (κυρίως αυτές που κουβαλάμε ο καθένας από εμάς), συγκροτώντας ένα πραγματικά ενιαίο δημοκρατικό, με πλούσια ιδεολογική και πολιτική ζωή ΣΥΡΙΖΑ. Αυτό όμως είναι ένα στοίχημα που ή θα το κερδίσουμε όλοι μαζί ή θα το χάσουμε όλοι.

Περί πατριωτισμού

Κλείνοντας αυτή την παρέμβαση μου σύντροφοι, θα ήθελα να αναφερθώ σε ένα θέμα που εμφανίστηκε με μια αδικαιολόγητη ένταση και επιθετικότητα από τον σύντροφο Χρήστο Λάσκο. Αρχικά να δηλώσω ότι εξεπλάγη με την ένταση που έδωσε στην παρουσίαση των απόψεων του, με την έννοια ότι όσες φορές τον έχω παρακολουθήσει, ή διαβάσει, δείχνει άνθρωπος με βαθιά διαλεκτική ικανότητα.

«Το «πατριώτης», άλλωστε, αδυνατώ να καταλάβω τι σημαίνει στην παρούσα συνθήκη», γράφει ο σύντροφος, και συνεχίζει λίγο παρακάτω, γράφοντας για το ίδιο θέμα:

«…καλέσματα του είδους αυτού –για μια μεγάλη δημοκρατική, πατριωτική παράταξη!- είναι προφανώς παρωχημένα. Δεν είμαστε ούτε στο ’40 και σε συνθήκες στρατιωτικής κατοχής, ούτε στο ’70, σε συνθήκες παπανδρεϊκής εκμετάλλευσης των αισθημάτων της εαμικής γενιάς. Είμαστε στο 2014 και έχουμε να αντιμετωπίσουμε όχι εθελόδουλους  και κουίσλιγκς, αλλά καπιταλιστικά καθάρματα, που προκειμένου να σώσουν το τομάρι τους, δηλαδή τα κέρδη και τις ιδιοκτησίες τους, είναι αποφασισμένοι να εξοντώσουν και δύο και τρεις γενιές εργαζομένων» (οι υπογραμμίσεις δικές μου).

Είναι σαφές ότι δεν μπορεί να υπάρχει ουσιαστικός και «αληθινός» πατριωτισμός αν αγνοήσουμε το κοινωνικό και ταξικό πρόβλημα, αλλά ο τρόπος που τίθεται, αφενός είναι λάθος, αφετέρου κινδυνεύει να γίνει «επικοινωνιακό» όπλο (σε μια κρίσιμη από πολλές απόψεις περίοδο) στα χέρια εκείνων των αντιπάλων που έχουν καπηλευτεί για 10ετίες τις έννοιες έθνος, πατρίδα και πατριωτισμός.

Το ζήτημα φυσικά απαιτεί και προσοχή και σε βάθος ουσιαστική συζήτηση, αφού η ιστορία έχει να μας δείξει αρνητικές στιγμές, όπως αυτές του πρώτου παγκοσμίου πολέμου και της επιθετικότητας της Γερμανίας που έγινε με την συγκατάθεση και την ανοχή του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος της Γερμανίας στο όνομα του πατριωτισμού, αλλά και θετικές στιγμές, όπως τον «μεγάλο πατριωτικό πόλεμο», που διαδραμάτισε καθοριστικό ρόλο στην ήττα του ναζισμού. Έχω επίσης την εντύπωση, ότι η ιστορία μας έχει δείξει ότι πολλοί εθνικοαπελευθερωτικοί αγώνες των λαών ήταν και πατριωτικοί και κοινωνικοί και ο λόγος που δεν μετατράπηκαν και σε ταξικούς, όπως συνέβη για παράδειγμα στην Κούβα, χρήζει μελέτης και όχι αφορισμών.

«Η επανάσταση είναι ενότητα, είναι ανεξαρτησία, είναι η πάλη για τα όνειρα μας για δικαιοσύνη στην Κούβα και στον κόσμο, που αποτελεί την βάση του πατριωτισμού μας, του σοσιαλισμού μας και του διεθνισμού μας», έλεγε ο   Fidel Castro στην ομιλία του στην 1η Μάη του 2000.

Όμως και ο δικός μας, ο Δημήτρης Γλυνός, μιλώντας για τον Εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα στην παράνομη «Κομμουνιστική Επιθεώρηση» του Ιούλη 1942, έγραφε:

«Σήμερα η έννοια εθνικός σημαίνει παλλαϊκός. Σήμερα, που συνειδητοποιούνται όλα τα στρώματα του λαού, έθνος και λαός τείνει και πρέπει να συμπέσουν. Δε μπορεί να είναι εθνικό ότι δεν είναι παλλαϊκό. …Και εθνικός αγώνας για την λευτεριά σημαίνει παλλαϊκός αγώνας για την λευτεριά και για σήμερα και για αύριο και για πάντα».

Τώρα το κατά πόσο οι συνθήκες είναι ίδιες ή τόσο διαφοροποιημένες, που αυτές τις έννοιες θα πρέπει να τις ξεχάσουμε, σηκώνει αρκετή συζήτηση, και καλό είναι να γίνει, αλλά όχι με αυτό τον τρόπο.

Τέλος επιτρέψτε μου να κλείσω με ένα «τσιτάτο» του Λένιν, σχετικά με το θέμα αυτό:

«Από μαρξιστική άποψη, όμως, τέτοιοι γενικοί και αφηρημένοι ορισμοί, όπως ο “μη πατριωτισμός”, δεν έχουν καμιά απολύτως αξία. Η πατρίδα, το έθνος, είναι ιστορικές κατηγορίες. Αν σε καιρό πολέμου πρόκειται για την υπεράσπιση της δημοκρατίας ή για αγώνα ενάντια στο ζυγό που καταπιέζει ένα έθνος, εγώ δεν είμαι καθόλου ενάντια σ’ ένα τέτοιο πόλεμο και δεν φοβάμαι τις λέξεις “υπεράσπιση της πατρίδας” όταν αναφέρονται σ’ ένα τέτοιου είδους πόλεμο ή εξέγερση. Οι σοσιαλιστές τάσσονται πάντοτε με το μέρος των καταπιεζόμενων και συνεπώς δεν μπορούν να είναι αντίπαλοι των πολέμων που έχουν σκοπό τη δημοκρατική ή σοσιαλιστική πάλη ενάντια στην καταπίεση».

Ας ελπίσουμε, και ας προσπαθήσουμε με όσες δυνάμεις έχει ο καθένας, ώστε ο διάλογος που άρχισε με αφορμή τις εκλογές να γίνει και η αφορμή για να αρχίσει μια ουσιαστική ιδεολογική και πολιτική ζωή μέσα στον ΣΥΡΙΖΑ, που θα οδηγήσει και σε μεγαλύτερη ώσμωση και συσπείρωση των μελών και στελεχών μεταξύ τους, αλλά και όλου του ΣΥΡΙΖΑ με τον λαό. Ας κάνουμε ότι περνά από το χέρι μας για να αποτρέψουμε να μετατραπεί αυτός ο διάλογος σε «ξεκαθάρισμα» προσωπικών διαφορών, που καλύπτονται με «ιδεολογικό - πολιτικό» μανδύα.

2024 © left.gr | στείλτε μας νεα, σχόλια ή παρατηρήσεις στο [email protected]
§ Όροι χρήσης για αναδημοσιεύσεις Αναφορά Δημιουργού-Μη Εμπορική Χρήση 3.0 Μη εισαγόμενο (CC BY-NC 3.0)