to top
  • βρείτε μας στο Twitter
  • βρείτε μας στο Facebook
  • βρείτε μας στο YouTube
  • στείλτε μας email
  • εγγραφείτε στο RSS feed
  • international version

Μια κοινωνία εργαζόμενων φτωχών ‒ Κραυγαλέα οπισθοδρόμηση και αντίφαση

Σχεδόν ομόφωνα (98,1%) οι εργαζόμενοι απαντούν ότι οι μισθοί στην Ελλάδα πρέπει να αυξηθούν, χωρίς ωστόσο να πιστεύουν ότι πράγματι κάτι τέτοιο θα συμβεί, αφού περισσότεροι από τους μισούς (52,6%) δεν αναμένουν κάποια μισθολογική αύξηση τα επόμενα πέντε χρόνια.


Μια κοινωνία εργαζόμενων φτωχών. Με αυτές τις λέξεις θα μπορούσε κανείς να περιγράψει την κατάσταση της ελληνικής αγοράς εργασίας σήμερα, χωρίς ίχνος υπερβολής, αφού αυτό δείχνουν όλες οι πρόσφατες έρευνες, μεταξύ των οποίων και η ετήσια έρευνα «Συνθήκες εργασίας στην Ελλάδα. Εμπειρίες και στάσεις γύρω από την αγορά εργασίας» που πραγματοποιεί το Ινστιτούτο Νίκος Πουλαντζάς σε συνεργασία με την εταιρία Prorata.

Τα ευρήματα είναι εκκωφαντικά: Το 72% των εξαρτημένα απασχολούμενων (μισθωτοί δημόσιου και ιδιωτικού τομέα και εργαζόμενοι/ες με «μπλοκάκι») που συμμετείχαν στην εν λόγω έρευνα δήλωσε ότι το εισόδημα από την εργασία του δεν επαρκεί για να καλύψει τις βιοτικές ανάγκες του χωρίς άλλους πόρους. Το ποσοστό αυτό σε σύγκριση με ένα χρόνο πριν ‒όταν δηλαδή ήδη είχαν αρχίσει να γίνονται ορατές οι πρώτες πληθωριστικές τάσεις‒ είναι αυξημένο κατά 12 ποσοστιαίες μονάδες.

Την ίδια στιγμή οι τρεις βασικές κατηγορίες δαπανών που σχετίζονται με τη στοιχειώδη επιβίωση (διατροφή, στέγαση και λογαριασμοί ενέργειας, τηλεφωνίας κ.λπ.) εξαντλούν ‒αν δεν υπερβαίνουν‒ το ύψος του μισθού: πάνω από 40% του μισθού του δίνει για στέγαση το 11,5% των εργαζομένων, για λογαριασμούς ενέργειας, τηλεφωνίας κ.λπ. το 7,9% και για διατροφή το 20,1%. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι πολλά νοικοκυριά ‒ειδικά όσα δεν έχουν ιδιόκτητη στέγη ή βαρύνονται με στεγαστικά δάνεια‒ θα αναγκαστούν ή αναγκάζονται ήδη να κάνουν περικοπές ακόμα και σε στοιχειώδεις δαπάνες ή να επιλέξουν ποια από αυτές θα εξυπηρετήσουν κατά προτεραιότητα κάθε φορά.

Ασφαλώς, με δεδομένο το μισθολογικό χάσμα μεταξύ των δύο φύλων, το οποίο επιβεβαιώνεται και από τα ευρήματα της παραπάνω έρευνας, οι γυναίκες είναι τα ακόμη μεγαλύτερα θύματα και της ακρίβειας: το 83,9% αυτών δηλώνει ότι ο μισθός του δεν φτάνει για την κάλυψη των αναγκών του σε σύγκριση με το 63,4% των ανδρών. Το ίδιο ισχύει ως ένα βαθμό και για τους νέους και τις νέες, που επίσης έχουν χαμηλότερους μισθούς.

Ωστόσο, αυτό που είναι ιδιαίτερα ανησυχητικό και ενδεικτικό της έκτασης του φαινομένου είναι ότι πλέον η αδυναμία επιβίωσης με μόνο το εισόδημα από την εργασία δεν αφορά μόνο τους επισφαλώς εργαζόμενους και εργαζόμενες ‒ αν και αυτή η κατηγορία βρίσκεται κατά κανόνα στη δυσμενέστερη θέση. Θίγει και τον πυρήνα αυτού που θεωρούνταν η κατεξοχήν μορφή εργασιακής σταθερότητας: τους μισθωτούς και τις μισθωτές του δημόσιου τομέα, αφού το 81,9% αυτών απάντησε στην εν λόγω έρευνα ότι το εισόδημά του από την εργασία του δεν επαρκεί για την κάλυψη των αναγκών του.

Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, δεν προκαλεί εντύπωση το γεγονός ότι σχεδόν ομόφωνα (98,1%) οι εργαζόμενοι απαντούν ότι οι μισθοί στην Ελλάδα πρέπει να αυξηθούν, χωρίς ωστόσο να πιστεύουν ότι πράγματι κάτι τέτοιο θα συμβεί, αφού περισσότεροι από τους μισούς (52,6%) δεν αναμένουν κάποια μισθολογική αύξηση τα επόμενα πέντε χρόνια.

Ειδικά δε στη χώρα μας, όπου η αγορά εργασίας απορρυθμίστηκε βίαια την προηγούμενη δεκαετία στο πλαίσιο των μνημονιακών πολιτικών, αλλά και με νομοθετικές πρωτοβουλίες της τελευταίας τριετίας, η τρέχουσα έκρηξη του κόστους ζωής έρχεται να προστεθεί σε ένα τοπίο ήδη δύσκολο: υψηλά ποσοστά ανεργίας, γενικευμένη επισφάλεια, μειωμένη κατοχύρωση και προστασία εργασιακών δικαιωμάτων. Δεν είναι επομένως τυχαίο το γεγονός ότι η συντριπτική πλειοψηφία των εργαζομένων (78,5%) περιγράφει μια συνθήκη εγγενώς άδικη, αφού θεωρεί ότι στην Ελλάδα τα δικαιώματα και συμφέροντα των εργοδοτών προστατεύονται περισσότερο σε βάρος των εργαζομένων. Ούτε φυσικά το ότι η τρέχουσα κυβέρνηση αξιολογείται αρνητικά ως προς τις επιδόσεις της σε όλες τις επιμέρους πλευρές της εργασιακής πολιτικής (καταπολέμηση ανεργίας, προστασία από απολύσεις, κατοχύρωση συνδικαλιστικών ελευθεριών και, ασφαλώς, προστασία και ενίσχυση των εισοδημάτων των εργαζομένων).

Εντούτοις, αυτό που έχει μεγαλύτερη σημασία να επισημανθεί είναι ότι η ύπαρξη εργαζόμενων φτωχών ‒και μάλιστα δυνητικά σε ένα πολύ ευρύ κοινωνικό φάσμα, όπως φαίνεται από τα διαθέσιμα δεδομένα‒ είναι ένα στοιχείο ιδιαίτερα επικίνδυνο. Πρώτα απ’ όλα προϊδεάζει για μια ενδεχόμενη ιδιαίτερα οξεία κοινωνική κρίση, αφού πια η φτώχεια θα αφορά πολύ μεγάλα τμήματα της κοινωνίας, η οποία δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί στο πλαίσιο του κράτους πρόνοιας.

Κυρίως όμως αμφισβητεί την ίδια τη βάση της εργασίας ως θεσμού: το να κερδίζει κανείς τα προς το ζην, όπως λέγεται συνήθως. Και αυτή είναι μια συνθήκη που γυρίζει την κοινωνία μας σε περιόδους βαρβαρότητας. Σε μία εποχή που η τεχνολογία επιτρέπει την ύπαρξη «ψηφιακών νομάδων», η συντριπτική πλειοψηφία των εργαζομένων στη χώρα μας εξωθείται προς το κοινωνικό περιθώριο και βιώνει τη μεγάλη ματαίωση και διάψευση και των στοιχειωδών ακόμα δεδομένων της σύγχρονης ζωής: τη σύνδεση της εργασίας με ένα minimum υλικής εξασφάλισης, αλλά και ηθικής αναγνώρισης. Πρόκειται, αν μη τι άλλο, για μια κραυγαλέα οπισθοδρόμηση και αντίφαση, η επίλυση της οποίας είναι μονόδρομος: αύξηση των μισθών, έλεγχος των τιμών και προστασία των εισοδημάτων των εργαζομένων.

* Η Δανάη Κολτσίδα είναι νομικός-πολιτική επιστήμονας, διευθύντρια ΙΝΠ. Η Ελένη Γκρίνγουδ είναι οικονομολόγος, ερευνήτρια ΙΝΠ)

* Ολόκληρη η έρευνα «Συνθήκες εργασίας στην Ελλάδα. Εμπειρίες και στάσεις γύρω από την αγορά εργασίας» είναι διαθέσιμη στην ιστοσελίδα του ΙΝΠ (ΔΕΙΤΕ ΕΔΩ).

2024 © left.gr | στείλτε μας νεα, σχόλια ή παρατηρήσεις στο [email protected]
§ Όροι χρήσης για αναδημοσιεύσεις Αναφορά Δημιουργού-Μη Εμπορική Χρήση 3.0 Μη εισαγόμενο (CC BY-NC 3.0)