to top
  • βρείτε μας στο Twitter
  • βρείτε μας στο Facebook
  • βρείτε μας στο YouTube
  • στείλτε μας email
  • εγγραφείτε στο RSS feed
  • international version

Μερικές σκέψεις για την επιλογή διοικητών στις δομές φιλοξενίας

Οι αντίποδες του 2017 και του 2020: Το 2017 συγκροτήθηκε ειδική επιτροπή από στελέχη τής δημόσιας διοίκησης, χωρίς τη συμμετοχή πολιτικού προσώπου, η οποία ανέλαβε να αξιολογήσει τους υποψηφίους - Το 2020 η επιτροπή επιλογής αποτελείται στην πλειοψηφία της από πολιτικά πρόσωπα, δηλαδή τον γ.γ. Υποδοχής και τον γ.γ. Μεταναστευτικής Πολιτικής


Το 2017 συγκροτήθηκε ειδική επιτροπή η οποία αποτελούνταν αποκλειστικά από στελέχη τής δημόσιας διοίκησης, χωρίς τη συμμετοχή πολιτικού προσώπου, η οποία ανέλαβε να αξιολογήσει τους υποψηφίους. Το 2020 η επιτροπή επιλογής ορίζεται από τον ίδιο τον νόμο και αποτελείται στην πλειοψηφία της από πολιτικά πρόσωπα, δηλαδή τον γενικό γραμματέα Υποδοχής και τον γενικό γραμματέα Μεταναστευτικής Πολιτικής

Πριν από λίγες ημέρες ο υπουργός Μετανάστευσης και Ασύλου ανακοίνωσε την επιλογή 32 διοικητών των Δομών Προσωρινής Υποδοχής και Προσωρινής Φιλοξενίας. Ωστόσο, ήταν το 2017 η πρώτη φορά που διορίστηκαν με τρόπο ενιαίο διοικητές σε δομές του υπουργείου αυτού. Επρόκειτο για τα Κέντρα Υποδοχής και Ταυτοποίησης (ΚΥΤ) του τότε υπουργείου Μεταναστευτικής Πολιτικής, δηλαδή τα ΚΥΤ Χίου, Λέρου, Κω, Σάμου, Λέσβου και Έβρου.

Ατυχώς, κάπου εδώ τελειώνουν τα κοινά σημεία μεταξύ των δύο διαδικασιών. Το γιατί εξηγείται αμέσως παρακάτω.

Το 2017, με νωπές ακόμη τις μνήμες και τις συνέπειες της μεγάλης προσφυγικής κρίσης του 2015, η χώρα βίωνε μια μεταβατική περίοδο κατά την οποία η οργάνωση και λειτουργία των δομών αυτών ως ιδιάζουσας φύσης δημόσιες υπηρεσίες δεν είχε ακόμη ωριμάσει. Σύμφωνα με τον νόμο που ίσχυε τότε (η διάταξη ισχύει και σήμερα), ο διορισμός των συγκεκριμένων διοικητών γινόταν από τον γενικό γραμματέα Υποδοχής ύστερα από εισήγηση του διευθυντή τής Υπηρεσίας Υποδοχής και Ταυτοποίησης. Ήταν αυτονόητο ότι τα κριτήρια επιλογής θα έπρεπε να υπακούν στις γενικές κατευθύνσεις που απέρρεαν από τις συνταγματικές αρχές της αξιοκρατικής ισότητας, της διαφάνειας, της αντικειμενικότητας και της αποτελεσματικότητας. Αυτή ήταν άλλωστε και η εντολή του υπουργού Γιάννη Μουζάλα, αλλά και η κυρίαρχη πολιτική «γραμμή» τής τότε κυβέρνησης. Λίγους μήνες πριν άλλωστε είχε ψηφιστεί ο επαναστατικός Νόμος 4369/2016 που άλλαξε άρδην το τοπίο στις επιλογές της ηγεσίας της δημόσιας διοίκησης.

Διαδικασία χωρίς πολιτικούς το 2017

Έτσι λοιπόν συγκροτήθηκε ειδική επιτροπή η οποία αποτελούνταν αποκλειστικά από στελέχη τής δημόσιας διοίκησης, χωρίς τη συμμετοχή πολιτικού προσώπου, η οποία ανέλαβε να αξιολογήσει τους υποψηφίους σταθμίζοντας τα τυπικά και ουσιαστικά προσόντα μέσω και της διεξαγωγής συνεντεύξεων ώστε να διακριβώσει τους πλέον κατάλληλους για τις τόσο κρίσιμες αυτές θέσεις. Πράγματι, η διαδικασία διεξήχθη και διεκπεραιώθηκε με απόλυτη επιτυχία αλλά και διαφάνεια. Οι διοικητές επελέγησαν και διορίστηκαν, ενώ κρατήθηκαν πρακτικά που ήταν προσβάσιμα σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις και μνημονεύθηκαν στο αιτιολογικό σκέλος τού σώματος των αποφάσεων διορισμού. Όταν ανακοινώθηκαν οι νέοι διοικητές, οι αποφάσεις είχαν ήδη δημοσιευτεί στο ΦΕΚ.

Με πολιτικούς το 2020

Η διαδικασία που ακολουθήθηκε αυτή τη φορά για τις δομές της ενδοχώρας φαίνεται να απέχει παρασάγγας και μάλιστα ήδη από την πρώτη της πράξη. Η επιτροπή επιλογής ορίζεται από τον ίδιο τον νόμο και αποτελείται στην πλειοψηφία της από πολιτικά πρόσωπα, δηλαδή τον γενικό γραμματέα Υποδοχής και τον γενικό γραμματέα Μεταναστευτικής Πολιτικής (το τρίτο μέλος είναι ο διοικητής τής Υπηρεσίας Υποδοχής και Ταυτοποίησης που κι αυτός δεν ανήκει με την κλασική έννοια στη διοικητική ιεραρχία, αλλά επιλέγεται από την πολιτική ηγεσία). Η σύνθεση αυτή εκ των πραγμάτων ναρκοθετεί οποιαδήποτε προσδοκία αντικειμενικής επιλογής, ιδίως όταν δεν υπάρχουν αυστηρά προκαθορισμένα κριτήρια. Πρόκειται για μια διοικητική πρωτοτυπία που δεν γεννά στους καλόπιστους τρίτους ασφάλεια και αίσθηση αντικειμενικότητας ούτε φυσικά ως «καλή πρακτική» μπορεί να χαρακτηριστεί. Αυτό δεν σημαίνει εξ ορισμού ότι τα πολιτικά πρόσωπα είναι αναξιόπιστα, όμως η συμμετοχή τους θα πρέπει να περιορίζεται στο αναγκαίο μέτρο και τα συλλογικά αυτά όργανα να έχουν όσο το δυνατόν περισσότερο ετερόκλητη σύνθεση, αυτενέργεια και συμμετοχή της ίδιας της διοίκησης. Υπενθυμίζεται ότι τα Συμβούλια Επιλογής Προϊσταμένων της Δημόσιας Διοίκησης αποτελούνται από μέλη του ΑΣΕΠ, του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, από προϊστάμενο Γενικής Διεύθυνσης και μόνο έναν γενικό γραμματέα. Πρέπει πάντως να σημειωθεί ότι η πρόβλεψη αυτή αφορά τις δομές Προσωρινής Υποδοχής και Φιλοξενίας και όχι τα ΚΥΤ, όπου η σχετική διάταξη δεν άλλαξε και μένει να δούμε πώς θα γίνει εκεί η επιλογή.

Χωρίς εγγυήσεις και προσόντα

Επιπλέον, δεν φαίνεται να έχουν τηρηθεί οι εγγυήσεις που απαιτεί μια τέτοια διαδικασία επιλογής. Είναι άγνωστο αν εκτιμήθηκαν και με ποιον τρόπο τα τυπικά και ουσιαστικά προσόντα των υποψηφίων, καθώς και αν πραγματοποιήθηκαν συνεντεύξεις των οποίων τα πρακτικά θα είναι προσβάσιμα σε όποιον έχει έννομο συμφέρον.

Η «θεσμοποίηση» των δομών φιλοξενίας, με άλλα λόγια η διοικητική υπαγωγή τους στο κράτος που αναλαμβάνει τη σχετική ευθύνη και δη στην Υπηρεσία Υποδοχής και Ταυτοποίησης, απαιτεί προσήλωση στη νομιμότητα, ολιστική προσέγγιση και ολοκληρωμένες ενέργειες με πρώτη την επιλογή των ηγεσιών τους. Δεν θα πρέπει να ξεχνάμε ότι οι νέες αυτές δημόσιες υπηρεσίες σχετίζονται με ανθρώπινες ζωές και πρέπει να περιφρουρούν τα ανθρώπινα δικαιώματα, ενώ πρέπει να δοθεί μεγάλη προσοχή στο ότι διαχειρίζονται σημαντικούς οικονομικούς πόρους. Η δε δράση τους αντανακλά και στη διεθνή εικόνα τής χώρας, ενώ επηρεάζει και τις σχέσεις με τις τοπικές κοινωνίες. Συνεπώς, η επιλογή των διοικητών είναι μια κρίσιμη διαδικασία που τα νομικά, τυπικά και ποιοτικά της χαρακτηριστικά δυστυχώς δεν φαίνεται να ανταποκρίνονται στο μέγεθος του εγχειρήματος - το αντίθετο μάλιστα.

Περαιτέρω, αν αληθεύουν (που αληθεύουν, αφού δεν έχουν διαψευστεί) τα όσα καταγγέλλονται για την κομματική προέλευση των επιλεγέντων, βρισκόμαστε ενώπιον μιας μεγάλης παραδοξότητας, αφού πρόκειται για ένα θέμα που η σημερινή κυβέρνηση ανάγει σε εθνικό ζήτημα και συνεπώς θα έπρεπε να αντιμετωπίζει με διαφορετικό τρόπο.

Για να θυμηθούμε τον Ουμπέρτο Έκο και το «Νησί της προηγούμενης ημέρας», οι δύο διαδικασίες βρίσκονται στους αντίποδες, εκφράζοντας δύο διαφορετικούς, αντίθετους κόσμους. Η επόμενη διαδικασία που θα πραγματοποιηθεί θα πρέπει να ακολουθήσει τον μόνο δρόμο που είναι αποδεκτός, μιμούμενη εκείνη του 2017 και, γιατί όχι, βελτιώνοντάς την περαιτέρω.

* Ο Τάσος Σαλτερής είναι πρώην γενικός γραμματέας Υποδοχής υπουργείου Εσωτερικών, Μεταναστευτικής Πολιτικής

2024 © left.gr | στείλτε μας νεα, σχόλια ή παρατηρήσεις στο [email protected]
§ Όροι χρήσης για αναδημοσιεύσεις Αναφορά Δημιουργού-Μη Εμπορική Χρήση 3.0 Μη εισαγόμενο (CC BY-NC 3.0)